Αριθμός 6/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Πηνελόπη Ζωντανού και Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Αβροκόμη Θούα, Ιωάννη Φιοράκη – Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Θεόδωρο Τζανάκη, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου, Αναστασία Περιστεράκη, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Σοφία Τζουμερκιώτη, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Μαρία Κουβίδου, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Ζωή Κωστόγιαννη – Καλούση, Θεοδώρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας – καλούσας: Κ. Π. του Γ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα της δικηγόρου και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ναούμ Τζίφρα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Δ. Χ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παναγιώτη Νικολόπουλου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-7-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2368/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2021/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 29-5-2017 αίτησή της και τους από 13-12-2017 πρόσθετους αυτής λόγους. Επ’ αυτών εκδόθηκε η 514/2018 απόφαση του Α2′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό δεύτερο λόγο της κρινόμενης ως άνω αίτησης αναίρεσης καθώς και τους συναπτόμενους μαζί του: α)τρίτο λόγο της ίδιας αιτήσεως και το μοναδικό πρόσθετο λόγο κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. του από 13-12-2017 δικογράφου προσθέτων λόγων και β) τέταρτο λόγο της αιτήσεως κατά το πρώτο σκέλος κατ’ ορθή εκτίμηση από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου. Mετά την απόφαση αυτή και με την από 16-7-2018 κλήση της αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η αυτοπροσώπως παρασταθείσα αναιρεσείουσα και ο πληρεξούσιος αυτής δικηγόρος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων αυτής λόγων, ο αυτοπροσώπως παρασταθείς αναιρεσίβλητος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο πρότεινε να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγοι και να επιστρέψει η δικογραφία στο Α2′ Πολιτικό Τμήμα για να κρίνει το κεφάλαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού για το οποία είχε επιφυλαχθεί. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω αυτοπροσώπως παρασταθέντες διαδίκους και τους πληρεξούσιους τους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.

Κατά την 7η Μαΐου 2019, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απούσα η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου και οι Αρεοπαγίτες Aρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου, Ελένη Φραγκάκη, Γεώργιος Χριστοδούλου, Μαρία Κουβίδου και Θεόδωρος Μαντούβαλος, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την 514/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο, πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση, ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με συναινετικό διαζύγιο. Με την ανωτέρω απόφαση παραπέμπονται ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος του κυρίου δικογράφου της από 29-5-2017 αναίρεσης κατά της 2021/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και οι συναπτόμενοι μαζί του α) τρίτος λόγος της αναίρεσης και μοναδικός πρόσθετος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και β) τέταρτος λόγος της αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, κατ’ ορθή εκτίμηση, από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, ενώ με την ίδια απόφαση κρίθηκαν απορριπτέοι οι λοιποί αναιρετικοί λόγοι, πλην του τετάρτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγου του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τις παραδοχές του Εφετείου που αφορούν την απόρριψη της επικουρικής αίτησης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τον οποίο το παραπέμψαν Τμήμα επιφυλάχθηκε να κρίνει, μετά την έκδοση απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ηδη, με την από 16-7-2018 κλήση της αναιρεσείουσας φέρονται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι, ως άνω, παραπεμφθέντες λόγοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ’ αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι ” τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους”, διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ’ αυτό ρητά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίους, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 24/1992). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί το δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό δηλαδή νοείται εδώ η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με την αιτιολογία της απόφασης που ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 32/2002, ΟλΑΠ 30/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα στις 27-8-1999, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, ενώ ήδη με την υπ’ αριθμό 3040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατέστη αμετάκλητη, μετά την παραίτηση αμφοτέρων των διαδίκων από την άσκηση των κατ’ αυτής τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων…. απαγγέλθηκε η συναινετική λύση του μεταξύ τους τελεσθέντος γάμου. Προς απόκρουση της αγωγικής απαιτήσεως της ενάγουσας προς απόδοση της αναλογούσας σ’ αυτήν συμβολής στα αποκτήματα του πρώην συζύγου της, ο εναγόμενος…..ισχυρίσθηκε ότι αυτή (η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) παραιτήθηκε από την ένδικη αξίωση της, δηλαδή της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, με την από μηνός Ιανουαρίου δήλωση της, που του απηύθυνε και την οποία και αυτός αποδέχθηκε, στα πλαίσια ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, ενόψει λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Ο εν λόγω ισχυρισμός του εναγομένου…. είναι νομικά βάσιμος, στηρίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Πράγματι, με το από Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη από αμφοτέρους τους διαδίκους ” οι κάτωθι συμβαλλόμενοι: α) αφενός μεν ο Δ. Χ. του Μ., Δικηγόρος…β) αφετέρου δε η Κ. Π. του Γ., σύζυγος του Δ. Χ., Δικηγόρος, συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, τα ακόλουθα: “Οι ως άνω συμβαλλόμενοι……. με το παρόν σήμερα αποφασίζουν και συμφωνούν ρητά να λύσουν το γάμο τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου…. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν προς αλλήλους ότι – με την επιφύλαξη των ανωτέρω – δεν έχουν ούτε διατηρούν καμία άλλη αξίωση ή απαίτηση κατ’ αλλήλων από οποιαδήποτε αιτία, ούτε υπάρχει αξίωση ή απαίτηση από οικονομική συνεισφορά εκατέρωθεν στην επίτευξη της περιουσίας του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου τους και πάντως παραιτούνται αμοιβαία και χωρίς καμία επιφύλαξη τυχόν άλλων αξιώσεων τους κατ’ αλλήλων. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα διάρρηξης, ακύρωσης και γενικώς προσβολής του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού για οποιοδήποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο ή αιτία και για όσα αναφέρονται στα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.”. Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη.

Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο αβάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα ότι η προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 454 Α.Κ. περί έγκυρης σύναψης άφεσης χρέους, κρίνεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Άλλωστε, η ενάγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε την εγκυρότητα του εν λόγω συμφωνητικού, ούτε ήγειρε σχετική αγωγή ακυρώσεως του για οποιοδήποτε λόγο εντός της αποσβεστικής προθεσμίας των δύο ετών του άρθρου 157 ΑΚ, παρόλο που στην ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής της, αναφέρει ότι το εν λόγω συμφωνητικό υπήρξε αποτέλεσμα απειλής, ψυχολογικής και σωματικής βίας εκ μέρους του εναγόμενου – πρώην συζύγου της, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει και με τους σχετικούς (2° και 3°) λόγους της υπό κρίση εφέσεως. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος από ουσιαστική άποψη, όπως και ο σχετικοί λόγοι της έφεσης, οι οποίοι κρίνονται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και άρα απορριπτέοι, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος βιαιοπράγησε ή απείλησε την πρώην σύζυγό του, τουναντίον δε οι πρώην σύζυγοι διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά τη διάσπαση του έγγαμου βίου τους, άριστες σχέσεις και μάλιστα συνέχιζαν να επικοινωνούν και να πραγματοποιούν εξόδους, γεγονός που δεν συνάδει με τα όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα περί προηγούμενης βάναυσης και εκβιαστικής συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου σε βάρος της. Τα ως άνω δε πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν και αναφέρονται επιλέξει στο με αριθ. 4.841/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων και κατά του πρώην συζύγου της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, με αφορμή την από 4.9.2013 έγκληση – μήνυση της εκκαλούσας, για την οποία διενεργήθηκε προανάκριση. Σημειώνεται επίσης, ότι η εκκαλούσα τον ανωτέρω ισχυρισμό της, ήτοι ότι το από μηνός Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, είναι αποτέλεσμα απειλής εκ μέρους του εναγόμενου και αντίθετο στα χρηστά ήθη, τον πρόβαλε επίσης, ως λόγο ανακοπής και στη δίκη επί της από 10.4.2012 ανακοπής της και των από 30.4.2012 πρόσθετων λόγων αυτής, που άσκησε η τελευταία ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά του εφεσιβλήτου, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό ./2012 διαταγής πληρωμής, που εξέδωσε η Ειρηνοδίκης Αθηνών, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει στον εφεσίβλητο – πρώην σύζυγό της, το ποσό των 13.000 €, πλέον νόμιμων τόκων και εξόδων, το οποίο είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει στον τελευταίο, με βάση το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό αμέσως μετά την υπογραφή του ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, με το οποίο ο τελευταίος θα έδιδε την ειδική εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη δεύτερη συζήτηση του συναινετικού τους διαζυγίου. Πράγματι, ο εφεσίβλητος στις 23.10.2007, δυνάμει του με αριθ. …./23.10.2007 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Ε. Η., έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών Σπυρίδωνα Τσαγγούρη να δηλώσει κατά τη δεύτερη (Β’) συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τη συμφωνία του για τη λύση του γάμου του με την εκκαλούσα, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε να εκπληρώσει τη δική της υποχρέωση για καταβολή του οφειλόμενου ποσού των 13.000 € προς τον εφεσίβλητο, παρά τα όσα ανωτέρω συμφώνησαν. Προς τούτο δε και μετά την παρέλευση 4 1/2 περίπου ετών, ο εφεσίβλητος με την από 15.3.2012 αίτησή του προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, πέτυχε την έκδοση σε βάρος της εκκαλούσας της με αριθ. 17.481/2012 διαταγής πληρωμής. Με την με αριθ. 3.543/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ο ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας περί ακυρότητας του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ως προϊόντος απειλής και ως αντικείμενου στα χρηστά ήθη…….

Συνεπώς, από το περιεχόμενο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είναι έγκυρο, δοθέντος μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εγερθεί οιαδήποτε αγωγή εκ μέρους της εκκαλούσας περί αμφισβήτησης του κύρους του, πλήρως αποδεικνύεται ότι η τελευταία, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 1441 ΑΚ, συμφωνίας συναινετικού διαζυγίου, παραιτήθηκε ρητά, γνωρίζοντας ως δικηγόρος τα εν γένει δικαιώματα της και τις δεσμεύσεις που θα επέφερε το ως άνω συμφωνητικό, από την αξίωση συμμετοχής της στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσιβλήτου, η δε παραίτησή της αυτή ήταν ισχυρή, εφόσον τελούσε υπό την αίρεση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, το οποίο πράγματι εκδόθηκε με την προαναφερόμενη με αριθ. 3.040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία λύθηκε συναινετικά ο μεταξύ τους τελεσθείς γάμος. Επιπλέον στα πλαίσια πάντα της επίτευξης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, οι διάδικοι, συνυπέγραψαν το ανωτέρω συμφωνητικό, το οποίο αποτυπώνει τη βούλησή τους και εκφράζει τη θέλησή τους να τακτοποιηθεί η οικονομική εκκρεμότητα που υπήρχε μεταξύ τους, χωρίς αυτό να συνιστά αντίθεση στα χρηστά ήθη, γεγονός που θα καθιστούσε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό για το λόγο αυτό άκυρο….”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ορθώς μεν κατ’ αποτέλεσμα αποφάνθηκε και σε ορθό διατακτικό οδηγήθηκε, δεχόμενο ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση παραίτησης από την ένδικη αξίωση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, κρίνοντας ακολούθως την αγωγή της απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η αιτιολογία όμως με την οποία έγινε δεκτή η ένσταση είναι εσφαλμένη. Τούτο, διότι αυτή δεν στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όπως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μνημονεύει, αλλά στις προσήκουσες διατάξεις των άρθρων 871, 1400 και 1441 ΑΚ. Ως εκ τούτου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, πρέπει ν’ απορριφθεί, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 578 ΚΠολΔ. Συνακολούθως, ως αλυσιτελείς, πρέπει ν’ απορριφθούν: α) ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της εκ πλαγίου παραβίασης του, μη έχοντος εν προκειμένω πεδίο εφαρμογής, άρθρου 454 ΑΚ, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την γενομένη δεκτή από το Εφετείο άποψη ότι η προβληθείσα ένσταση αφορούσε σύμβαση άφεσης χρέους και β) ο τέταρτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του από τον, κατ’ ορθή εκτίμηση του κυρίου αναιρετηρίου, αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το Εφετείο δεν απέρριψε την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση άφεσης χρέους ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων για τη νομότυπη και ισχυρή μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τα αποκτήματα, στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών τους, ιδιαίτερα δε την εκ μέρους της αναιρεσείουσας παραίτηση από τη σχετική αξίωσή της, στα πλαίσια κοινής συμφωνίας τούτων για τη λύση του γάμου τους, με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί κατ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο, ο δε τ’ αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός πρόσθετος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.

Ένα μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκη είχε την άποψη ότι ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός για τους εξής λόγους: Επί του κρισίμου ζητήματος κατά πόσο επιτρέπεται η παραίτηση του δικαιούχου συζύγου ή η σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, δηλαδή προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, κρατεί ο διπλός κανόνας: α) ότι η κατά τη διάρκεια του γάμου παραίτηση απαγορεύεται και είναι άκυρη διότι, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει, για λόγους προστασίας του δικαιούχου, το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και β) ότι η ως άνω αξίωση, που είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Επομένως, οποιαδήποτε συμφωνία των συζύγων με περιεχόμενο την ως άνω αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται προτού γεννηθεί η αξίωση, είτε έχει το χαρακτήρα ευθείας μονομερούς αφέσεως ή παραίτησης, είτε το χαρακτήρα συμβιβασμού με αμοιβαίες παραιτήσεις, είναι άκυρη ως αντιτιθέμενη στον παραπάνω διπλό κανόνα. Επί πλέον, αντιτίθεται και στη συνισχύουσα διάταξη του άρθρου 454 εδάφ. α’ ΑΚ, με βάση την οποία μια τέτοια παραίτηση, είτε μονομερής, είτε στα πλαίσια συμβιβασμού, τυποποιείται ως αποσβεστικός λόγος και συγκεκριμένα ως άφεση χρέους, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 524/2001, ΑΠ 380/2005, ΑΠ 934/2014), από τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, κατά την οποία όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση χρέους επέρχεται απόσβεση της ενοχής, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να αφεθεί και να αποσβεσθεί με παραίτηση ένα χρέος είναι να έχει γεννηθεί η απαίτηση, δηλαδή να είναι το χρέος υπαρκτό και όχι μελλοντικό, Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση της αξιώσεως του άρθρου 1400 ΑΚ προτού λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Ο λόγος της απαγορεύσεως της αφέσεως παραιτήσεως από ένα χρέος, που ακόμη δεν έχει γεννηθεί, δεν έγκειται μόνον στο ότι δογματικά δεν μπορεί να νοηθεί άφεση ή παραίτηση από χρέος που ακόμη δεν γεννήθηκε, αλλά και στην ανάγκη προστασίας του πρόωρα παραιτούμενου, αφού η αξίωσή του και αντίστοιχα το χρέος του άλλου δεν έχει κατά το χρόνο της παραιτήσεως διαμορφωθεί και δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο τους, άρα ο παραιτούμενος δεν έχει ακόμη σαφή νομική αντίληψη αυτού από το οποίο παραιτείται. Και ναι μεν έχει επικρατήσει νομολογιακά η θέση ότι κατ’ εξαίρεση, επικείμενης συμφωνίας για συναινετικό διαζύγιο, δεν αποκλείεται το ζήτημα των αποκτημάτων να γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με την έννοια ότι, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, ακόμη και αν γίνει προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων και επομένως προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση (με την διαπλασθείσα από τη νομολογία προϋπόθεση ότι θα πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο), πλην όμως η, πρακτικού προσανατολισμού, αυτή δημιουργία εξαίρεσης από τον ως άνω κανόνα αφενός δεν θεμελιώνεται, έστω με ερμηνεία, σε κάποια υφιστάμενη νομοθετική πρόβλεψη και αφετέρου στερείται δογματικού θεμελίου. Οι πρακτικοί λόγοι της εξυπηρετήσεως της επιδιωκόμενης από τους συζύγους λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο μόνον ως δικαιοπολιτικοί λόγοι μπορούν να νοηθούν για τη νομοθέτηση της ως άνω εξαιρέσεως από τον κανόνα με ειδική νομική πρόβλεψη.

Πρέπει, επομένως να απορριφθούν όλοι οι παραπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια προπαρατιθέμενοι αναιρετικοί λόγοι και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα, προκειμένου αυτό αφενός να ερευνήσει τον αναιρετικό λόγο για τον οποίο τούτο επιφυλάχθηκε (άρθρο 580 παρ. 5 ΚΠολΔ) και αφετέρου να αποφανθεί για το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της αναιρετικής δίκης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τους παραπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της από 29-5-2017 αναίρεσης της Κ. Π. του Γ. κατά της 2021/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τους συναπτόμενους μαζί του α) τρίτο λόγο της αναίρεσης και μοναδικό πρόσθετο λόγο, κατά το πρώτο σκέλος του και β) τέταρτο λόγο της αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του.

Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα προκειμένου αυτό αφενός να ερευνήσει τον αναιρετικό λόγο, για τον οποίο επιφυλάχθηκε και αφετέρου να αποφανθεί για το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της αναιρετικής δίκης.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

dsa.gr