Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 669 παρ. 2 του ΑΚ, του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 και της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013).

Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 1249/2014, ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 1318/2000). Όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 1000/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1922/2007, ΑΠ 561/2007).

Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 349 έως 351, 361 Α.Κ., 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο εκ μέρους του εργοδότη, δεν συνεπάγεται τη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στο μισθωτό, εφόσον αυτός δεν αποδέχεται την μεταβολή, είτε να θεωρήσει αυτήν ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, είτε να αξιώσει την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής και την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας του με τους ίδιους όρους όπως πριν από την μεταβολή οπότε, σε περίπτωση μη αποδοχής από τον εργοδότη, μπορεί να ζητήσει την καταβολή των αποδοχών του, λόγω της υπερημερίας στην οποία ο τελευταίος περιήλθε (ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 447/2015).

Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 281, 288, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται (ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, ΑΠ 1252/2014, ΑΠ 251/2008).

Και είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648, 652 και 361 Α.Κ., ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, για να επιτύχει τους σκοπούς της. Δεν μπορεί όμως να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσης, χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο ή από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να επέρχεται στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική αυτού βλάβη. Έτσι δεν μπορεί μονομερώς να υποβιβάζει τον μισθωτό με την ανάθεση σ` αυτό καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της σύμβασης ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείρισή του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, που συνεπάγονται δυσμενείς ως προς τις αποδοχές αλλά και την προσωπικότητά του μισθωτού, συνέπειες (ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015).

Επομένως, εάν ο εργοδότης προβεί στην κατά τα ανωτέρω μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού και στη συνέχεια καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η ως άνω καταγγελία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής σύμβασης (ΑΠ 1303/2018, ΑΠ 1407/2009).

Δεν συντρέχει όμως περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνακόλουθα ακυρότητας της στη συνέχεια λαβούσας χώρα καταγγελίας αυτής από τον εργοδότη, η μετά την πρόσληψη του μισθωτού απευθείας από την ελεύθερη αγορά ως στελέχους επιχείρησης για την κάλυψη διευθυντικής θέσης, ανάθεση σε αυτόν παρεμφερών (ΑΠ 195/2015, ΑΠ 836/2004) ή ακόμη και υποδεεστέρων καθηκόντων σε σχέση με τα κύρια καθήκοντα που προβλέπει η σύμβαση, [πολύ δε περισσότερο όταν η ανάθεση αυτή γίνεται παραλλήλως με τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση εργασίας καθήκοντα αυτού], οσάκις η ανάθεση αυτή δεν στοχεύει στην πρόκληση ηθικής ή υλικής βλάβης του μισθωτού, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσαρμογή του ως άνω νέου στελέχους στις ιδιαιτερότητες της επιχείρησης ως προς τον τρόπο λειτουργίας της και την ακολουθουμένη εμπορική πολιτική σε σχέση με τους με αυτήν συναλλασσόμενους, αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα διάρκειας ολίγων το πολύ μηνών, δεν προκαλεί μείωση των μηνιαίων αποδοχών του μισθωτού που προβλέπονται στη σύμβαση και τα ανατεθέντα ως άνω καθήκοντα δεν είναι άσχετα με το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού για την οποία προσλήφθηκε.

Τα ανωτέρω αποτελούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, απόρροια της ιδιότητας της διευθυντικής θέσης του νεοπροσλαμβανομένου στελέχους ως θέσης ιδιαίτερης ευθύνης, όπου οι λαμβανόμενες αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την πορεία της επιχείρησης και όπου απαιτείται αφενός μεν ένα εύλογο διάστημα προσαρμογής του νέου στελέχους στην ακολουθουμένη από τη συγκεκριμένη επιχείρηση εμπορική πολιτική, ανεξαρτήτως της τυχόν εμπειρίας αυτού σε αντίστοιχες θέσεις άλλων επιχειρήσεων, αφετέρου δε η εύρεση μιας κοινής συνισταμένης μεταξύ των απόψεων αυτού και του εργοδότη για την υλοποίηση των στόχων της επιχείρησης.

Ενισχυτικό της ανωτέρω ερμηνευτικής εκδοχής αποτελεί και η κατά τον επίδικο χρόνο κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (14.2.2011) ισχύουσα γενικότερης εφαρμογής διάταξη του άρθρου 74Α παρ.2 του ν. 3863/2010 “Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις” (ΦΕΚ Α 115), η οποία προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 εδ. α του ν. 3899/2010 “Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας” (ΦΕΚ Α 212), με την οποία ορίσθηκε ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.

Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει περισσότερο ευέλικτη την αγορά εργασίας με στόχο την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων και την συνακόλουθη μείωση της ανεργίας σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δεν αρκείται στο να επεκτείνει σε ένα έτος από τους δύο μήνες, που προέβλεπε το άρθρο 1 του ν. 2112/1920, το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του μισθωτού, κατά το οποίο είναι δυνατή η από τον εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καταβολή αποζημίωσης, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας των μερών, αλλά σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθ. 1 του Ν. 2112/1920) που δεν προέβλεπε κάτι σχετικό, καθιερώνει νομικό πλάσμα χαρακτηρίζοντας για πρώτη φορά νομοθετικά την ως άνω αρχική δωδεκάμηνη περίοδο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, ήτοι περιόδου κατά την οποία ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να διαπιστώνει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου και σε περίπτωση που κρίνει, κατ’ αντικειμενική και δίκαιη κρίση, ότι δεν είναι κατάλληλος για την θέση στην οποία προσλήφθηκε, να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ΑΠ 1719/2012, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς).

Σημειώνεται ότι η κατά τ’ ανωτέρω ευχέρεια του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εντός της ανωτέρω προθεσμίας χωρίς την καταβολή αποζημίωσης δεν αποκλείει τον υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις έλεγχο της καταγγελίας ως καταχρηστικής, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 661/1962).

Σε περίπτωση δε πρόσληψης στελέχους για κάλυψη διευθυντικής θέσης, τέτοια αντικειμενική κρίση του εργοδότη που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου συνιστά και η αδυναμία συνεργασίας των μερών, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων ως προς τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης ή ως προς την εφαρμογή συγκεκριμένων επιχειρηματικών πολιτικών στον τομέα για τον οποίο προσελήφθη ο μισθωτός σε θέση διευθυντικού στελέχους, εφόσον εκφράζονται αντίθετες απόψεις.

Τέλος με την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 ορίζεται ότι το επίδομα αδείας που δικαιούται ο με σχέση εργασίας απασχολούμενος μισθωτός από τον εργοδότη του ισούται προς τις αποδοχές αδείας που προβλέπει ο ΑΝ 539/1945, χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για εκείνους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, δηλαδή χωρίς, στην περίπτωση αυτή, να μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ημίσεως μηνός. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 349 – 351, 656 του ΑΚ προκύπτει ότι για την εύρεση του ύψους του επιδόματος αδείας, ως αποδοχών υπερημερίας, τις οποίες οφείλει να καταβάλει ο εργοδότης στον αμειβόμενο με μηνιαίο μισθό εργαζόμενο, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, στην περίπτωση παραδοχής κατά το άρθρο 656 εδ. τελ. του ΑΚ ισχυρισμού του εργοδότη για έκπτωση της ωφέλειας του εργαζομένου από την κατά τη διάρκεια της υπερημερίας παροχή από αυτόν εργασίας σε τρίτο εργοδότη, όπου αμείβεται επίσης με μηνιαίο μισθό, αφαιρείται από το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών υπερημερίας αυτού (για την εύρεση του επιδόματος αδείας, ως μισθού υπερημερίας) το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου στο νέο εργοδότη (για την εύρεση του επιδόματος αδείας στο νέο εργοδότη, ως ωφέλειας του εργαζομένου) και επιδικάζεται η ούτω προκύπτουσα διαφορά.

Αριθμός 258/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 23 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία “…”, και το διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μαμαλάκι, που κατέθεσε προτάσεις, τις οποίες συνυπογράφει και ο πληρεξούσιος δικηγόρος Παναγιώτης Μπερνίτσας. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Φ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευμορφία Ρήγα, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/9/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3090/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 4611/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 5/1/2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 5 Ιανουαρίου 2018 και με αριθ. κατάθεσης 59/16//8.1.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 4611/5.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού κατά παραδοχή της από 30.10.2014 και με αριθ. κατάθ. 7206/31.10.2014 έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας εξαφάνισε κατά το άρθρο 528 του ΚΠολΔ την υπ’ αριθμό 3090/9.10.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί ερήμην της εναγομένης και είχε κατά ένα μέρος δεχθεί ως κατ’ ουσία βάσιμη την από 13.2.2012 και με αριθμό κατάθεσης 5080/15.2.2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, ερεύνησε κατ’ ουσία αυτή και, δεχόμενη κατά ένα μέρος την αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα, ως καταχρηστικής, της από 30.6.2011 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία και επιδίκασε στον πρώτο τα αναγραφόμενα εκεί ποσά για αποδοχές υπερημερίας και επί πλέον το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση αυτού προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης, επομένως, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3 και 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις (ενστάσεις, αντενστάσεις) και όχι στους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 729/2006, ΑΠ 433/1998). Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και ως προς την επίκληση των αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008), η επαναφορά με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών ή η επίκληση αποδεικτικών μέσων με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις ή με ενσωμάτωση του κειμένου αυτών σε φωτοτυπικό αντίγραφο στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο καλύπτεται, ως ενιαίο κείμενο προτάσεων, από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) καθίστανται ενιαίες (ΑΠ 696/2017, ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013, ΑΠ 476/2011, ΑΠ 865/2009). Ωσαύτως δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης επίκλησης αποδεικτικών μέσων που πράγματι διαλαμβάνονται σε ενσωματωθείσες σε φωτοτυπικό αντίγραφο προτάσεις προηγουμένης συζήτησης, εάν λάβει χώρα εκ νέου επίκληση των ιδίων αποδεικτικών μέσων και με τις προτάσεις της συζήτησης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, σε άλλο σημείο των τελευταίων – προτάσεων (ΟλΑΠ 14/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο από τους αριθμούς 8 και 11 στοιχ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δέχθηκε προβληθέντες από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσίβλητο ισχυρισμούς και επικληθέντα από αυτόν αποδεικτικά μέσα, που όμως δεν είχαν επαναφερθεί νομίμως, αλλά με ενσωμάτωση των προτάσεων της πρωτοβάθμιας δίκης σε φωτοτυπικό αντίγραφο σε εκείνες που υποβλήθηκαν ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης αυτής. Από την επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), για τον έλεγχο της βασιμότητας του σχετικού αναιρετικού λόγου, των προτάσεων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση της κατ’ αυτού έφεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι οι ενσωματωθείσες σε φωτοτυπικό αντίγραφο προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι όλως τυπικές, αναφέρονται στην βασιμότητα της αγωγής και δεν περιέχουν ισχυρισμούς (αντενστάσεις) του ενάγοντος -εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου που να έχουν μη νομίμως επαναφερθεί ενώπιον του Εφετείου. Αντιθέτως όλοι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου – ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου που αυτός προέβαλε προς αντίκρουση της κατ’ αυτού έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, διαλαμβάνονται στο κείμενο των ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προτάσεων αυτού. Τέλος, πέραν της επίκλησης των αποδεικτικών εγγράφων στις ούτω ενσωματωθείσες πρωτόδικες προτάσεις αυτού, γίνεται εκ νέου επίκληση των ιδίων αποδεικτικών εγγράφων στο κείμενο των προτάσεων αυτού ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (βλ. σελ. 23 – 24 αυτών υπό στοιχ. Β). Επομένως ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει ν’ απορριφθεί.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013).

Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 1249/2014, ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 1318/2000). Όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 1000/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1922/2007, ΑΠ 561/2007).

Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 349 έως 351, 361 Α.Κ., 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο εκ μέρους του εργοδότη, δεν συνεπάγεται τη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στο μισθωτό, εφόσον αυτός δεν αποδέχεται την μεταβολή, είτε να θεωρήσει αυτήν ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, είτε να αξιώσει την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής και την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας του με τους ίδιους όρους όπως πριν από την μεταβολή οπότε, σε περίπτωση μη αποδοχής από τον εργοδότη, μπορεί να ζητήσει την καταβολή των αποδοχών του, λόγω της υπερημερίας στην οποία ο τελευταίος περιήλθε (ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 447/2015).

Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 281, 288, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται (ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, ΑΠ 1252/2014, ΑΠ 251/2008).

Και είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648, 652 και 361 Α.Κ., ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, για να επιτύχει τους σκοπούς της. Δεν μπορεί όμως να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσης, χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο ή από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να επέρχεται στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική αυτού βλάβη. Έτσι δεν μπορεί μονομερώς να υποβιβάζει τον μισθωτό με την ανάθεση σ` αυτό καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της σύμβασης ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείρισή του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, που συνεπάγονται δυσμενείς ως προς τις αποδοχές αλλά και την προσωπικότητά του μισθωτού, συνέπειες (ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015).

Επομένως, εάν ο εργοδότης προβεί στην κατά τα ανωτέρω μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού και στη συνέχεια καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η ως άνω καταγγελία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής σύμβασης (ΑΠ 1303/2018, ΑΠ 1407/2009).

Δεν συντρέχει όμως περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνακόλουθα ακυρότητας της στη συνέχεια λαβούσας χώρα καταγγελίας αυτής από τον εργοδότη, η μετά την πρόσληψη του μισθωτού απευθείας από την ελεύθερη αγορά ως στελέχους επιχείρησης για την κάλυψη διευθυντικής θέσης, ανάθεση σε αυτόν παρεμφερών (ΑΠ 195/2015, ΑΠ 836/2004) ή ακόμη και υποδεεστέρων καθηκόντων σε σχέση με τα κύρια καθήκοντα που προβλέπει η σύμβαση, [πολύ δε περισσότερο όταν η ανάθεση αυτή γίνεται παραλλήλως με τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση εργασίας καθήκοντα αυτού], οσάκις η ανάθεση αυτή δεν στοχεύει στην πρόκληση ηθικής ή υλικής βλάβης του μισθωτού, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσαρμογή του ως άνω νέου στελέχους στις ιδιαιτερότητες της επιχείρησης ως προς τον τρόπο λειτουργίας της και την ακολουθουμένη εμπορική πολιτική σε σχέση με τους με αυτήν συναλλασσόμενους, αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα διάρκειας ολίγων το πολύ μηνών, δεν προκαλεί μείωση των μηνιαίων αποδοχών του μισθωτού που προβλέπονται στη σύμβαση και τα ανατεθέντα ως άνω καθήκοντα δεν είναι άσχετα με το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού για την οποία προσλήφθηκε. Τα ανωτέρω αποτελούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, απόρροια της ιδιότητας της διευθυντικής θέσης του νεοπροσλαμβανομένου στελέχους ως θέσης ιδιαίτερης ευθύνης, όπου οι λαμβανόμενες αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την πορεία της επιχείρησης και όπου απαιτείται αφενός μεν ένα εύλογο διάστημα προσαρμογής του νέου στελέχους στην ακολουθουμένη από τη συγκεκριμένη επιχείρηση εμπορική πολιτική, ανεξαρτήτως της τυχόν εμπειρίας αυτού σε αντίστοιχες θέσεις άλλων επιχειρήσεων, αφετέρου δε η εύρεση μιας κοινής συνισταμένης μεταξύ των απόψεων αυτού και του εργοδότη για την υλοποίηση των στόχων της επιχείρησης. Ενισχυτικό της ανωτέρω ερμηνευτικής εκδοχής αποτελεί και η κατά τον επίδικο χρόνο κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (14.2.2011) ισχύουσα γενικότερης εφαρμογής διάταξη του άρθρου 74Α παρ.2 του ν. 3863/2010 “Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις” (ΦΕΚ Α 115), η οποία προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 εδ. α του ν. 3899/2010 “Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας” (ΦΕΚ Α 212), με την οποία ορίσθηκε ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει περισσότερο ευέλικτη την αγορά εργασίας με στόχο την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων και την συνακόλουθη μείωση της ανεργίας σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δεν αρκείται στο να επεκτείνει σε ένα έτος από τους δύο μήνες, που προέβλεπε το άρθρο 1 του ν. 2112/1920, το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του μισθωτού, κατά το οποίο είναι δυνατή η από τον εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καταβολή αποζημίωσης, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας των μερών, αλλά σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθ. 1 του Ν. 2112/1920) που δεν προέβλεπε κάτι σχετικό, καθιερώνει νομικό πλάσμα χαρακτηρίζοντας για πρώτη φορά νομοθετικά την ως άνω αρχική δωδεκάμηνη περίοδο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, ήτοι περιόδου κατά την οποία ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να διαπιστώνει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου και σε περίπτωση που κρίνει, κατ’ αντικειμενική και δίκαιη κρίση, ότι δεν είναι κατάλληλος για την θέση στην οποία προσλήφθηκε, να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ΑΠ 1719/2012, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς). Σημειώνεται ότι η κατά τ’ ανωτέρω ευχέρεια του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εντός της ανωτέρω προθεσμίας χωρίς την καταβολή αποζημίωσης δεν αποκλείει τον υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις έλεγχο της καταγγελίας ως καταχρηστικής, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 661/1962).

Σε περίπτωση δε πρόσληψης στελέχους για κάλυψη διευθυντικής θέσης, τέτοια αντικειμενική κρίση του εργοδότη που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου συνιστά και η αδυναμία συνεργασίας των μερών, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων ως προς τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης ή ως προς την εφαρμογή συγκεκριμένων επιχειρηματικών πολιτικών στον τομέα για τον οποίο προσελήφθη ο μισθωτός σε θέση διευθυντικού στελέχους, εφόσον εκφράζονται αντίθετες απόψεις. Τέλος με την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 ορίζεται ότι το επίδομα αδείας που δικαιούται ο με σχέση εργασίας απασχολούμενος μισθωτός από τον εργοδότη του ισούται προς τις αποδοχές αδείας που προβλέπει ο ΑΝ 539/1945, χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για εκείνους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, δηλαδή χωρίς, στην περίπτωση αυτή, να μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ημίσεως μηνός. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 349 – 351, 656 του ΑΚ προκύπτει ότι για την εύρεση του ύψους του επιδόματος αδείας, ως αποδοχών υπερημερίας, τις οποίες οφείλει να καταβάλει ο εργοδότης στον αμειβόμενο με μηνιαίο μισθό εργαζόμενο, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, στην περίπτωση παραδοχής κατά το άρθρο 656 εδ. τελ. του ΑΚ ισχυρισμού του εργοδότη για έκπτωση της ωφέλειας του εργαζομένου από την κατά τη διάρκεια της υπερημερίας παροχή από αυτόν εργασίας σε τρίτο εργοδότη, όπου αμείβεται επίσης με μηνιαίο μισθό, αφαιρείται από το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών υπερημερίας αυτού (για την εύρεση του επιδόματος αδείας, ως μισθού υπερημερίας) το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου στο νέο εργοδότη (για την εύρεση του επιδόματος αδείας στο νέο εργοδότη, ως ωφέλειας του εργαζομένου) και επιδικάζεται η ούτω προκύπτουσα διαφορά.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Και ναι μεν από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ.106, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 και 559 αριθ.1 και 8 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, πλην όμως νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή και γενικότερα η αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Τυχόν δε μνεία στο αγωγικό δικόγραφο της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο διάδικος για την θεμελίωσή της σε συγκεκριμένη νομική διάταξη ή τυχόν έλλειψη τοιαύτης μνείας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, εφαρμόζοντας αυτεπάγγελτα το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής κλπ., και από το περιεχόμενο της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτήν έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων ή από την έλλειψη σχετικού νομικού χαρακτηρισμού. Επομένως, εφόσον το δικαστήριο καταλήξει σε νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που προβάλλεται από τους διαδίκους ή μη αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ούτε παραλείπει να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα, και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, καθότι στην περίπτωση αυτήν υπάγει στον αρμόζοντα, κατά την κρίση του, κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τους διαδίκους πραγματικά περιστατικά, λαμβάνοντας, άρα, αυτά υπόψη, και δικάζει το αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 33/2014, ΑΠ 45/2006, ΑΠ 1487/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ‘…’ με δ.τ ‘…’ [ήδη αναιρεσείουσα], που εδρεύει στο … είναι ελληνική εταιρεία και δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη, παραγωγή και διακίνηση και γενικά στην αγορά φυτικών καλλυντικών προϊόντων και σκευασμάτων, την εμπορία και πώληση των προϊόντων της στα φαρμακεία εντός του ελλαδικού χώρου, αλλά και με την εξαγωγική δραστηριότητα στο εξωτερικό, όπως, μεταξύ άλλων στις ΗΠΑ, Αυστραλία, Σουηδία, Ρουμανία, Ολλανδία κλπ. Στα πλαίσια της ως άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας της εναγομένης εταιρίας, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος [ήδη αναιρεσίβλητος] απέστειλε τον Οκτώβριο του έτους 2010 το βιογραφικό του σημείωμα ως ευρισκόμενος σε ενεργό αναζήτηση θέσεων εργασίας των αγορών των προϊόντων ταχείας κατανάλωσης, είτε στο Τμήμα Πωλήσεων (Υπεύθυνος Διαχείρισης Μεγάλων Πελατών), είτε στο Τμήμα Διαχείρισης Μάρκετινγκ, καθόσον αυτός (ενάγων) ήταν επαγγελματίας στο χώρο των πωλήσεων και του Μάρκετινγκ, γνώστης τριών ξένων γλωσσών (Ελληνική – μητρική, Αγγλικά – εξαιρετικό επίπεδο και γαλλικά – εξαιρετικό επίπεδο), με εργασιακή εμπειρία άνω των 12 ετών στις εταιρίες προϊόντων ταχείας κατανάλωσης, τόσο σε πολυεθνικές (…..), όσο και τοπικές (…. στην Ελλάδα), καθώς και στο χώρο της λιανικής τραπεζικής με τομείς εξειδίκευσης: Διαπραγματεύσεις με προμηθευτές (μεγάλο – …. και μεσαίο – μικρό μέγεθος), Διαχείριση εργατικού δυναμικού (έχει διαχειριστεί ομάδα 5 έως 7 ατόμων και βοηθό), Συμφωνίες διαχείρισης, Ενεργοποίηση πωλήσεων, Στρατηγική επωνυμιών/Διαχείριση προϊόντων και Ανάπτυξη νέου προϊόντος. Συγκεκριμένα ο ενάγων εργάστηκε στο τμήμα Μάρκετινγκ – θερινή πρακτική από Ιούνιο του 1995 μέχρι τον Αύγουστο 1995 στην ανώνυμη εταιρία …, επίσης το αυτό χρονικό διάστημα απασχολήθηκε στο ίδιο ανωτέρω τμήμα της …, ακολούθως στη … κατά το διάστημα από το Δεκέμβριο 1999 μέχρι Μάρτιο 2000 αρχικά ως βοηθός διευθυντή ανωνύμων προϊόντων – τμήμα μαρκετινγκ … και κατόπιν ως ασκούμενος Μάρκετινγκ με στόχο τον τομέα υπηρεσιών εστίασης, αποσκοπώντας στην ενίσχυση τόσο της εικόνας της … σε καφετέριες, όσο και την αξιοπιστία των ιδιοκτητών τους στην επωνυμία. Περαιτέρω από τον Ιανουάριο του 2001 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2005 εργάστηκε στην εταιρία …, με κέρδη 40.000.000 ευρώ, ως Διευθυντής προϊόντων … προϊόντα, … εντομοκτόνα, … αρωματικά χώρου, δηλαδή όλες τις δραστηριότητες σχετικά με τη διαχείριση των προϊόντων των ως άνω επωνύμων ειδών (ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση του ετήσιου σχεδίου δράσης, αρμοδιότητα ευθύνης κέρδη – ζημία συνεργασία με διαφημιστικές εταιρίες και καταστήματα μέσων ενημέρωσης, διαχείριση και συντονισμός δράσεων BTC, συνεργασία με R&D πάνω σε έργα ανάπτυξης νέου προϊόντος – ανάπτυξη συσκευασιών, ανάπτυξη υλικού POS) και ως ηγέτης του Project για τα αρωματικά χώρου διεθνώς – νέο προϊόν έργο ανάπτυξης. Από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι το τέλος του 2010 στην … (εταιρία τροφίμων, ηγέτης στην ελληνική αγορά με κέρδη 120 εκατ. ευρώ), ως Διευθυντής Μάρκετινγκ, εμπορικών πωλήσεων στους τομείς δημιουργία, διατήρηση, καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων για να διασφαλίσει ότι η … είναι ο προτιμώμενος προμηθευτής στην κατηγορία παγωτά και αξιόπιστος προμηθευτής στις κατηγορίες κρουασάν και χυμοί, σχολιασμός, υλοποίηση και αξιολόγηση όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων μάρκετινγκ, συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις και επίτευξης συμφωνίας ετήσιων εμπορικών συμφωνιών, εξασφαλίζοντας ότι οι όροι θα έχουν ορισμένα και μετρήσιμα οφέλη για την …, επίβλεψη, διαλογή, αξιολόγηση και ανάπτυξη του βοηθό μάρκετινγκ εμπορικών πωλήσεων και της ομάδας προμηθειών της εταιρίας (5 μέλη με διευρυμένες ευθύνες, συμπεριλαμβανομένου λήψη παραγγελιών σε επίπεδο καταστημάτων για πελάτες όπως η … και ο …) και εκπροσώπηση της εταιρίας ενώπιον της ECR Hellas (Ένωση Κατασκευαστών και Λιανεμπόρων). Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ο ενάγων κατείχε μεταπτυχιακό στη Διοίκηση επιχειρήσεων, πανεπιστήμιο του Hartford, Connecticut ΗΠΑ, επίσης Maitrise πτυχίο σε Κοινωνική και Οικονομική διοίκηση, Universite Paris XIII, Γαλλία. Είχε παρακολουθήσει δε σεμινάρια/άσκηση: Πρακτική οργανοληπτικής αξιολόγησης στη … (Σεπτ. 1999), Βήματα και επιτυχής επίλυση προβλημάτων στην … (Ιουλ. 2000), Σεμινάριο στρατηγικής ανάπτυξης αντιτύπων στην … (Σεπτ. 2000), Διαχείριση Project στη … (Δεκ. 2002), Διεθνής πρακτική διαχείρισης μεγάλων πελατών στη … (Σεπτ. 2003) και Πρακτική … για διαχείριση προηγμένου χώρου (Μάρτιος 2006). Τέλος είχε βραβευτεί για την Ιδέα Προσκόπου 2001 (… διεθνής διαγωνισμός ιδεών νέου προϊόντος, 2ο βραβείο στο Ετήσιο Συνέδριο Αποσμητικών Χώρου, Παρίσι Ιούλιος 2001), και εμφανίσθηκε ως νικητής από τους συναδέλφους του της … για τη δέσμευσή του στις αξίες της … για την κίνηση της οικονομίας, την αφοσίωση στον άνθρωπο, την υπευθυνότητα, την ακεραιότητα και την “απλή” ευφυία. Ενόψει της προαναφερθείσας εμπειρίας του ενάγοντος στο χώρο των πωλήσεων και του μάρκετινγκ, η εναγομένη τον κάλεσε σε συνέντευξη και σε συναντήσεις και επαφές που ακολούθησαν τον θεώρησε ως πεπειραμένο επαγγελματία στο χώρο αυτό και ικανό προς διεκπεραίωση των λειτουργιών της επιχείρησης και των εν γένει καθηκόντων που απαιτούσε και περιγράφονται στο από 14.12.2010 προφίλ θέσης εργασίας, δηλαδή στις εξαγωγές, άνοιγμα νέας αγοράς εξωτερικού, υποστήριξη λειτουργίας αντιπροσώπων εξωτερικού, διαχείριση προβλημάτων αντιπροσώπων εξωτερικού, επισκέψεις σε αγορά εξωτερικού, Budgeting, υπογραφής συμφωνίας με νέο συνεργάτη, λανσάρισμα νέου προϊόντος, διαχείριση εκδηλώσεων, εκπαίδευση προσωπικού, διαχείριση προβλημάτων, οργάνωση και παρακολούθηση συσκέψεων, Networking, Registration προϊόντων, project No, project No, του προσέφερε στις 14/2/2011 τη θέση εργασίας του Διευθυντή Διεθνών Πωλήσεων και Προώθησης (International Sales Marketing) έναντι μηνιαίων μικτών αποδοχών από 3.400 ευρώ που ισοδυναμούσαν σε 47.600 ευρώ ετησίως και τον προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας την 1/3/2011. Επιπλέον προβλέφθηκε η δυνατότητα χορήγησης Bonus 3 μηνιαίων μισθών, ανάλογα με τους στόχους επίδοσης που θα προσδιορίζονται αυτοί (στόχοι και συντελεστές βαρύτητας) και θα σχεδιάζονται κάθε χρόνο με βάση τους στρατηγικούς στόχους που θα αποφάσιζε η Διοίκηση της επιχείρησης. Συμφωνήθηκε επίσης μεταξύ των διαδίκων η παροχή στον ενάγοντα ιδιωτικής ασφάλισης, η χρήση εταιρικού αυτοκινήτου, η χρήση εταιρικού κινητού τηλεφώνου, η χρήση εταιρικού Laptop, καθώς και η πολιτική εξόδων ταξιδίου. Έκτοτε από της προσλήψεώς του […] ο ενάγων εκτέλεσε καθήκοντα που δεν είχαν σχέση με τη θέση του Διευθυντή διεύθυνσης πωλήσεων και μάρκετινγκ και τις αρμοδιότητες για τις οποίες προσλήφθηκε και περιγράφηκαν ανωτέρω τόσο στο προφίλ – θέση εργασίας, όσο και στην προσφορά εργασίας. Ειδικότερα ανατέθηκε στον ενάγοντα η πώληση των προϊόντων (φυτικά – καλλυντικά προϊόντα) της εναγομένης σε 10 φαρμακεία εντός της Αττικής με υπερκάλυψη εκ μέρους του της στοχοθεσίας κατά 14%, η εκτέλεση γραμματειακής – διοικητικής υποστήριξης διορθώνοντας τα λάθη των τιμοκαταλόγων που διαρκώς διαφοροποιούνταν και αποστέλλοντας δείγματα των προϊόντων της εταιρίας στο εξωτερικό, πράξεις που είναι καθαρά διαδικαστικές εργασίες που μπορούσαν να διεκπεραιωθούν από ένα υπάλληλο με διοικητικά ή λογιστικά καθήκοντα, για παράστασή του σε παρουσιάσεις της εταιρίας σε μη εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (Σαββατοκύριακα), η πραγματοποίηση ραντεβού με αλλοδαπό υποψήφιο αγοραστή την Καθαρά Δευτέρα, η επαφή του με αντιπροσώπους στις χώρες ευθύνης του (ΗΠΑ, Σουηδία, Κύπρο, Αυστραλία), η διεκπεραίωση μέρους της γραφειοκρατικής εργασίας, τοποθετώντας τα προϊόντα της εναγομένης σε αλυσίδες λιανικής στις ως άνω χώρες. Εξάλλου ο ενάγων δεν συμμετείχε σε επαγγελματικά ταξίδια στις ΗΠΑ, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, ούτε ενημερωνόταν για τις σχετικές συναντήσεις των εκπροσώπων της εναγομένης, ενώ δεν [ενν. δε] χειριζόταν το άνοιγμα της νέας αγοράς [σ]την Πολωνία, δεν επισκέφθηκε όμως ποτέ τη χώρα αυτή. Η εν λόγω εργασιακή σχέση του ενάγοντα με τις προπεριγραφείσες αρμοδιότητες διήρκεσε μέχρι τις 30.6.2011, οπότε καταγγέλθηκε εγγράφως, με αναγραφή στο σχετικό έγγραφο ειδικότητα του απολυομένου – ενάγοντα ως υπάλληλος γραφείου, όλα δε τα παραπάνω περιστατικά εργασίας του ενάγοντα δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη. Είναι γεγονός ότι ο ενάγων από τις πρώτες ημέρες απασχόλησης, ως προαναφέρθηκε, διαμαρτυρήθηκε και έκτοτε επανειλημμένα στους εκπροσώπους της και δεν αποδέχθηκε την ανάθεση και εκτέλεση εκ μέρους του καθηκόντων διαφορετικών και υποδεέστερων των ως άνω συμφωνηθέντων, διότι συνεπαγόταν τον υποβιβασμό του, την τήρηση των τελευταίων – όρων της επιδίκου εργασιακής σχέσης – απαίτησε ο ενάγων, η άρνηση δε της εναγομένης να τους εφαρμόσει ματαιώνει αδικαιολόγητα την αξιοποίηση της εμπειρίας καθώς και της ειδικότητας αυτού, καθώς και την εν γένει ανέλιξή του που έχει απόλυτη σχέση με τα συμφωνηθέντα καθήκοντα, ταυτόχρονα παρεμποδίζει την κατάκτηση των στόχων επίδοσης, προκειμένου να του χορηγηθούν Bonus που όμως στερήθηκε καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Πρέπει επίσης ν’ αναφερθεί ότι την πρακτική που εφάρμοσε η εναγομένη προς τον ενάγοντα, δηλαδή της ανάθεσης καθηκόντων κατωτέρας φύσης των συμφωνηθέντων, παρά τις αντιδράσεις του εργαζομένου αναγνωρισμένου στελέχους με πολυετή εμπειρία σε μεγάλες ελληνικές και πολυεθνικές εταιρίες, έχει εφαρμόσει και σε άλλους εργαζόμενους που είχε προσλάβει πριν και μετά τον ενάγοντα, όπως τον Κ. Τ. που προσλήφθηκε με τα ίδια καθήκοντα, όπως ο ενάγων, μετά την απόλυση του τελευταίου, στις 7 Ιουλίου 2011 με ημερομηνία έναρξης της εργασίας από 1/7/2011 έναντι 3.400 ευρώ μηνιαίων μικτών αποδοχών, πλέον Bonus, και από την οποία εργασία ο Κ. Τ. αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, αποχωρώντας οικειοθελώς (βλ. …), αμέσως μετά από 40 ημέρες από την έναρξή της, διότι του ανατίθεντο καθήκοντα σε καθημερινή βάση που ουδεμία σχέση είχαν με τη θέση του προϊσταμένου Μάρκετινγκ και την προώθηση της εταιρίας στη διεθνή αγορά, όπως αυτή του είχε περιγραφεί από την εναγομένη. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι οι διαθέσιμες θέσεις διευθυντικών στελεχών της εταιρίας της, κυρίως στο τμήμα πωλήσεων και μάρκετινγκ, πρέπει να καταλαμβάνονται από πρόσωπα που είναι γνωστές και αποδέχονται τη “φιλοσοφία” της επιχείρησης και μάλιστα να αναλαμβάνουν, πέραν των καθηκόντων της θέσης εργασίας για την οποία προσλήφθηκαν και κάποια πρόσθετα υποστηρικτικά – διοικητικά καθήκοντα, να εκπαιδεύονται συνέχεια, όπως όλο το προσωπικό της στα προϊόντα της επιχείρησης και στον τρόπο προώθησής τους στην εγχώρια αγορά (κυρίως στα φαρμακεία), να έρχονται σε συνεχή επαφή με τους πελάτες, ότι τα ανωτέρω αναφέρθηκαν στον ενάγοντα, ο οποίος υποχρεωτικά έπρεπε να εκπαιδευτεί, προκειμένου να κατανοήσει τη μέθοδο των πωλήσεων, τον τρόπο προώθησης κάθε προϊόντος, καθώς και την παρασκευή των φυτικών – καλλυντικών, δηλαδή τα συστατικά των προϊόντων, την τιμολογιακή πολιτική της εταιρίας και τη γνωριμία με εγχώριους πελάτες δηλαδή της ελληνικής αγοράς, πριν αναλάβει ίδια καθήκοντα στις αγορές του εξωτερικού, πλην όμως αυτός (ενάγων) δεν συνεργάσθηκε με την εναγομένη, μη κατανοώντας την “φιλοσοφία” της και τη στρατηγική της ως προς την οργάνωση και προώθηση των προϊόντων της, προβάλλοντας αντιρρήσεις στην τακτική που εφάρμοζε, επιθυμώντας ν’ αναλάβει αμέσως διεθνείς πελάτες και τελικά όλη η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του ενάγοντα οδήγησε στην καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, διότι, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, εφόσον δεν ταυτίζονται οι απόψεις των διαδίκων μερών αναφορικά με τη λειτουργία του Τμήματος Διεθνών Πωλήσεων και Μάρκετινγκ και μη διατεθειμένου του ενάγοντος να ενταχθεί στην ομαδική λειτουργία της εταιρείας και την εν γένει επιχειρηματική πολιτική της, έπρεπε να διαφυλάξει τα συμφέροντά της, επιλέγοντας την απόλυσή του. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον δεν αποδείχθηκαν, αλλά και περαιτέρω και αληθείς υποτιθέμενοι δεν αποτυπώθηκαν στην έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου – προσφορά εργασίας που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων. Το γεγονός δε ότι η εν λόγω πολιτική εφαρμόσθηκε τυχόν και σε άλλα προσληφθέντα διευθυντικά στελέχη επιβεβαιώνει την αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης στον τρόπο τήρησης των συμφωνηθέντων όρων της επίδικης εργασιακής σχέσης. Από τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας αιτιολογία και από όλα τα αποδειχθέντα ως άνω περιστατικά προκύπτουν ότι η ανάθεση στον ενάγοντα, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης κατώτερης φύσεως και υποδεεστέρων καθηκόντων των συμφωνηθέντων, αποτελεί βλαπτική για τον ενάγοντα μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης, είναι αντισυμβατική και παράνομη, στην εν λόγω δε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας – συμβατικών αρμοδιοτήτων, εφόσον δεν συναίνεσε ο ενάγων, προέβη η εναγομένη από εκδίκηση, στην απόλυση αυτού, ενώ το δικαίωμα αυτό της καταγγελίας ασκήθηκε καταχρηστικά και η απόλυση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ είναι άκυρη. Εξαιτίας δε της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, ο ενάγων υπέστη επαγγελματική μείωση και ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητάς του στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον (άρθρα 57,200, 288, 648, 651, 663, 669 ΑΚ, 7 του Ν. 2112/20, 5 παρ.3 του Ν. 3198/55, 2 και 5 του Συντάγματος) και έγινε χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση ή το νόμο, δηλαδή κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος, προς αποκατάσταση δε της ηθικής βλάβης που υπέστη, πρέπει να του επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, ενόψει της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών και των συνθηκών της ως άνω μεταβολής, πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 2000 ευρώ.
Συνεπώς οι σχετικοί δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω κατά το άρθρο 74 παρ. 2Α του Ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ.5Α του Ν. 3899/2010 και ισχύει από τη δημοσίευσή του ορίζεται ότι η απασχόληση σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους 12 μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε η εκδικητικότητα της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντα ως αιτία απόλυσης, λόγω μονομερούς αποκλειστικά εκ μέρους της εργοδότριας μεταβολής των συμβατικών της δεσμεύσεων, η οποία επωφελούμενη τη διάταξη του παραπάνω άρθρου για απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, καίτοι ο ενάγων δεν είχε συμφωνήσει σε κάτι παρόμοιο, τουναντίον προκύπτει από τους σχετικούς συμβατικούς όρους ότι είχε αποκλεισθεί, δεν μπορεί να συνδυασθεί με το καλώς εννοούμενο συμφέρον της εναγομένης εταιρίας και επομένως δεν δικαιολογεί σύμφωνα και με τις σχετικές προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, τη μονομερή λύση της επίδικης εργασιακής σύμβασης από την εναγομένη και την καθιστά έτσι καταχρηστική, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Αντίθετα οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων (άρθ. 74 παρ.2Α του Ν. 3863/2010), του δικαιώματός της δηλαδή να δοκιμάσει τον ενάγοντα κατά την δωδεκάμηνη απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όπως και ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω η από 30.6.2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, αφού η άσκησή της υπερβαίνει προφανώς τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, όπως αυτά επιβάλλονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθώς και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς η εναγομένη που έπαυσε έκτοτε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντα, ο οποίος σημειωτέον δεν υποχρεούτο σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην άκυρη αυτή καταγγελία εμπεριέχεται αυτονοήτως και δήλωση βουλήσεως της εργοδότριας να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του, κατέστη υπερήμερη ως προς την υποχρέωσή της να μην καταβάλει τις συμφωνηθείσες αποδοχές του. Έτσι η εναγομένη οφείλει τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1/7/2011 μέχρι 30/6/2013. Περαιτέρω ο εργοδότης στην αξίωση του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως, μπορεί να προβάλλει κατ’ ένσταση για έκπτωση από τους μισθούς υπερημερίας της ωφέλειας που αυτός (εργαζόμενος) αποκόμισε κατά το διάστημα της υπερημερίας από την παροχή της εργασίας του σε άλλον εργοδότη […]. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός – ένσταση της εκπτώσεως από τους μισθούς υπερημερίας της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων κατά το διάστημα της υπερημερίας του (από 1.3.2012 μέχρι 30.6.2013) από την απασχόλησή του στην …. και ήδη … έναντι μηνιαίων αποδοχών από 2500 ευρώ, ως υπάλληλος. Η εν λόγω ένσταση είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη (άρθρο 656 εδ. β ΑΚ). Αποδεικνύεται δε ως ουσιαστικά βάσιμη, γιατί πράγματι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης εργάσθηκε ως υπάλληλος στην πιο πάνω τράπεζα (….) και ότι από την εργασία του αυτή εισέπραξε το ποσό των 40.000 ευρώ (δηλαδή 2500 ευρώ Χ 16 μήνες), δεν προκύπτει δε κάποια μείωση μισθού κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, όπως αόριστα ισχυρίζεται ο ενάγων.
Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα (1/7/2011 μέχρι 30/6/2013) το συνολικό ποσό των 81.600 ευρώ (3400 ευρώ Χ 24 μήνες), μείον την έκπτωση της ωφέλειας από 40.000 ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο από 41.600 ευρώ (81.600 – 40.000). Επί πλέον δικαιούται ο ενάγων επίδομα εορτών Χριστουγέννων ετών 2012 και 2013 από 6800 ευρώ (3400 Χ 2) μείον την εκπεστέα ωφέλεια από 5000 ευρώ (2500 Χ 2), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο από 1800 ευρώ (6800 – 5000) για διαφορά δώρου Χριστουγέννων. Επίσης δικαιούται δώρου Πάσχα των ετών 2012 και 2013 από 3400 (1700 Χ 2) μείον την ωφέλεια που έλαβε από 2500 ευρώ (1250 Χ 2) απομένει οφειλόμενη διαφορά από 900 ευρώ (3400 – 2500) καθώς και επίδομα αδείας των ετών 2012 και 2013 από 1800 ευρώ. Συνολικά για τις παραπάνω αιτίες δικαιούται ο ενάγων το συνολικό ποσό των 46.100 ευρώ (41.600 + 1800 + 900 + 1800). Τέλος ενόψει των προαναφερθεισών συνθηκών απόλυσης, του βαθμού πταίσματος των εκπροσώπων της εναγομένης, του είδους της προσβολής, της προσωπικότητας του ενάγοντα, του γεγονότος ότι αυτός μέχρι πριν [ενν. την] πρόσληψή του από την εναγομένη είχε μία ανοδική σταθερή επαγγελματική πορεία, έχοντας απασχοληθεί ως ανώτερο στέλεχος σε εμπορικά τμήματα μεγάλων εταιρειών, την οποία ανέκοψε η απασχόλησή του στην εναγομένη και η απόλυσή του από αυτήν, και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το ύψος της δικαιούμενης από τον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να καθορισθεί στο εύλογο ποσό των 2000 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο προηγουμένως στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της από 30.10.2014 και με αριθ. κατάθ. 7206/2014 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας είχε εξαφανίσει κατά το άρθρο 528 του ΚΠολΔ την εκδοθείσα ερήμην αυτής με αριθ. 3090/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την αγωγή, είχε αναγνωρίσει την ακυρότητα της από 30.6.2011 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είχε επιδικάσει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο κατά ένα μέρος καταψηφιστικά και κατά το υπόλοιπο αναγνωριστικά το συνολικό ποσό των 91.800 ευρώ (57.800 ευρώ καταψηφιστικά και 34.000 ευρώ αναγνωριστικά) ως αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από 1.7.2011 έως 30.6.2013, πλέον του ποσού των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 30.6.2011 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο κατά ένα μέρος καταψηφιστικά και κατά το υπόλοιπο αναγνωριστικά το συνολικό ποσό των 46.100 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας του επίδικου χρονικού διαστήματος (33.500 ευρώ καταψηφιστικά – για το διάστημα από 1.7.2011 έως 20.9.2012 – και 12.600 ευρώ αναγνωριστικά για το διάστημα από 1.10.2012 έως 30.6.2013 -), πλέον του ποσού των 2.000 ευρώ (αναγνωριστικά) ως χρηματική ικανοποίηση, με το νόμιμο τόκο κατά τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, καταδίκασε δε την εναγομένη στη μερική πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας από 1000 ευρώ.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 669 παρ.2 του ΑΚ, 1 και 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955 και παράλληλα διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την συνδρομή ή μη περίπτωσης καταχρηστικότητας της από 30.6.2011 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσίβλητου εκ μέρους της αναιρεσείουσας εταιρείας, επαγομένης ακυρότητα αυτής, υποπίπτοντας έτσι στις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ενώ η προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ότι στα εν γένει συμβατικά καθήκοντα του αναιρεσίβλητου, όπως αυτά αναγράφονταν στο από 14/12/2010 προφίλ θέσης εργασίας και στην προσφορά εργασίας (που ο τελευταίος αποδέχθηκε) περιλαμβάνονταν “εξαγωγές, άνοιγμα νέας αγοράς εξωτερικού, υποστήριξη λειτουργίας αντιπροσώπων εξωτερικού, διαχείριση προβλημάτων αντιπροσώπων εξωτερικού, επισκέψεις σε αγορά εξωτερικού, Budgeting, υπογραφής συμφωνίας με νέο συνεργάτη, λανσάρισμα νέου προϊόντος, διαχείριση εκδηλώσεων, εκπαίδευση προσωπικού, διαχείριση προβλημάτων, οργάνωση και παρακολούθηση συσκέψεων, Networking, Registration προϊόντων, project No, project No” στη συνέχεια έκρινε ότι αυτός άσκησε καθήκοντα τα οποία δεν είχαν σχέση με τη θέση του Διευθυντή Διεύθυνσης Διεθνών Πωλήσεων και Προώθησης (International Sales Marketing), διαλαμβάνοντας ειδικότερα στα ως άνω ανατεθέντα καθήκοντα, τα οποία έκρινε κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της άνω σύμβασης εργασίας, τις παραστάσεις αυτού σε παρουσιάσεις της εταιρείας σε μη εργάσιμες ημέρες, την πραγματοποίηση συνάντησης με αλλοδαπό αγοραστή ημέρα Καθαρά Δευτέρα και την επαφή με αντιπροσώπους από χώρες ευθύνης του (ΗΠΑ, Σουηδία, Κύπρο, Αυστραλία), ήτοι καθήκοντα που το μεν διαλαμβάνονταν στους όρους της πιο πάνω σύμβασης, το δε είναι συναφή με τις συνθήκες εργασίας ενός διευθυντή μεγάλης εταιρείας, ο οποίος μπορεί ν’ απαιτηθεί να απασχοληθεί και σε ημέρες αργίας. Αλλά και η τοποθέτηση προϊόντων της εναγομένης σε αλυσίδες λιανικής στις χώρες αυτές είναι συναφής με τα καθήκοντα του αναιρεσίβλητου για την προώθηση των πωλήσεων σε χώρες του εξωτερικού (εξαγωγές, λανσάρισμα νέων προϊόντων). Σε άλλα δε σημεία η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε ανεπαρκείς ή/και αντιφατικές αιτιολογίες. Συγκεκριμένα δεν εξηγεί για ποίο λόγο η αμέσως μετά την πρόσληψη ανάθεση στον αναιρεσίβλητο της πώλησης των προϊόντων της αναιρεσείουσας σε 10 φαρμακεία, (η οποία δεν ήταν άσχετη με τα καθήκοντά του), αν και υποδεέστερη αυτών, δεν έλαβε χώρα με σκοπό αποκλειστικά στην προσαρμογή του αναιρεσίβλητου στις ιδιαιτερότητες της επιχείρησης, ως προς τον τρόπο προώθησης των προϊόντων της σε πελάτες της στην εσωτερική αγορά, ούτε άλλωστε διαλαμβάνει παραδοχή ότι η ανάθεση αυτή έγινε από την αναιρεσείουσα με σκοπό την ηθική μείωση αυτού, πολλώ δε μάλλον που η αναφορικά των καθηκόντων του αναιρεσίβλητου στους όρους της μεταξύ των μερών σύμβασης είναι ενδεικτική (“εν γένει”). Ως προς την εκτέλεση καθηκόντων γραμματειακής/διοικητικής υποστήριξης, ως στοιχείου βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει σε τι ειδικότερα συνίστατο η εκ μέρους του αναιρεσίβλητου διόρθωση των καταλόγων και η αποστολή δειγμάτων στο εξωτερικό, ενόψει του ότι η καταχώρηση των σκευασμάτων και συνακόλουθα των τιμών αυτών φαίνεται κατά τις σχετικές παραδοχές να διαλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του αναιρεσίβλητου (Registration προΐόντων), το ίδιο δε ισχύει για την αποστολή δειγμάτων στο εξωτερικό (λανσάρισμα νέων προϊόντων), ενώ δεν διαλαμβάνει περαιτέρω παραδοχή ότι στην εν λόγω διεύθυνση ή σε άλλες διευθύνσεις της εταιρείας με αντίστοιχες αρμοδιότητες (πχ. εσωτερικές πωλήσεις) υπήρχε προσωπικό για την διεκπεραίωση της πιο πάνω εργασίας. Ως προς την άρνηση συμμετοχής του αναιρεσίβλητου σε επαγγελματικά ταξίδια στις ΗΠΑ ή την Πολωνία, ως στοιχείου βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει ειδικότερα τι αφορούσαν τα ταξίδια στις ΗΠΑ, πότε αυτά έλαβαν χώρα και από ποιον εκπροσωπήθηκε η αναιρεσείουσα (από στέλεχος ανώτερο στην ιεραρχία του αναιρεσίβλητου ή όχι) προκειμένου να κριθεί αν ήταν δικαιολογημένη η ως άνω άρνηση της αναιρεσείουσας, ενώ δεν διαλαμβάνει παραδοχή ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του αναιρεσίβλητου πραγματοποιήθηκε ή όχι ταξίδι στην Πολωνία από άλλο στέλεχος της αναιρεσείουσας. Επί πλέον δε, ενώ θεωρεί την ως άνω άρνηση ως στοιχείο μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου, δέχεται αντιφατικά ότι αυτός στο πλαίσιο των καθηκόντων του ερχόταν σε επαφή με αντιπροσώπους από τις χώρες ευθύνης του (ΗΠΑ, Σουηδία, Κύπρο, Αυστραλία). Καίτοι δε η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει παραδοχή σχετικά με την παρεμπόδιση του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα της κατάκτησης των στόχων επίδοσης, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την χορήγηση Bonus που αυτός στερήθηκε κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, δεν διαλαμβάνει παραδοχές περί του καθορισμού ή μη στοχοθεσίας (στόχοι και συντελεστές βαρύτητας) και για το αντικείμενο της Διεύθυνσης στο οποίο προΐστατο ο αναιρεσίβλητος σε αντιδιαστολή με τις λοιπές διευθύνσεις της αναιρεσείουσας και των χρόνων καθορισμού της στοχοθεσίας και καταβολής Bonus κατά την τηρουμένη από την αναιρεσείουσα πρακτική, διαλαμβάνοντας έτσι ανεπαρκείς αιτιολογίες. Παράλληλα εμπεριέχει αντιφατικές αιτιολογίες στο σημείο αυτό, καθότι ενώ δέχεται επαφές του αναιρεσίβλητου στο πλαίσιο των καθηκόντων του με αντιπροσώπους άλλων χωρών, ουδεμία παραδοχή διαλαμβάνεται σχετικά με την ευόδωση των επαφών αυτών, που συνιστά, κατά την κοινή πείρα, αναγκαία προϋπόθεση της καταβολής Bonus. Τέλος, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι η από 30.6.2011 καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του αναιρεσίβλητου εκ μέρους της αναιρεσείουσας έλαβε χώρα από εκδίκηση της αναιρεσείουσας εταιρείας, εξ αιτίας των επανειλημμένων διαμαρτυριών του αναιρεσίβλητου στους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας εταιρείας για την ανάθεση και εκτέλεση καθηκόντων διαφορετικών και υποδεέστερων των συμφωνηθέντων, δεν διαλαμβάνει περαιτέρω παραδοχές (όπως λχ. προηγούμενα περιστατικά προσβλητικής συμπεριφοράς των εκπροσώπων της αναιρεσείουσας) που να επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της επακολουθήσασας απόλυσης του αναιρεσίβλητου, ως οφειλομένης σε εκδικητικότητα της αναιρεσείουσας. Επομένως ο περί τούτου από τον αριθμό 1 και 19 πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος (εν μέρει) και κατά το τρίτο αυτού σκέλος, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης του άρθρου 281 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 669 παρ.2 του ΑΚ, 1 και 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955, όπως ο λόγος αυτός συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθ. 562 παρ.4 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015), είναι βάσιμος. Αντιθέτως αβάσιμος είναι ο λόγος αυτός κατά το πρώτο κατά τα λοιπά σκέλος αυτού, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι, προκειμένης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του μισθωτού, ο τελευταίος έχει μεν τα από το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και 648, 652, 656, 349 – 351 του ΑΚ δικαιώματα, χωρίς όμως η τυχόν καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη να μπορεί να ελεγχθεί για καταχρηστικότητα στο πλαίσιο του άρθρου 281 του ΑΚ. Και τούτο διότι, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού και στη συνέχεια καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η ως άνω καταγγελία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής σύμβασης. Απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται επίσης ο ίδιος (πρώτος) λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλος του, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου, θεμελιωτικούς της αγωγής αυτού, που δεν διαλαμβάνονταν στο οικείο δικόγραφο, καθότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση του εν λόγω δικογράφου από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), ο αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε με την αγωγή του την ανάθεση εκ μέρους της αναιρεσείουσας των άνω αναφερομένων καθηκόντων που δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία, κατά την αγωγή, διαφοροποιούνταν σε σημαντικό βαθμό από τα καθήκοντα του που προέκυπταν από τους όρους της μεταξύ των μερών σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ήσαν καθαρώς υποστηρικτικά, σε καμία δε περίπτωση δεν ανταποκρίνονταν στα καθήκοντα θέσης που φέρει τον τίτλο “manager”, και επί πλέον επικαλέσθηκε τη δυσμενή μεταχείριση αυτού από την αναιρεσείουσα που είχε συνέπειες στην υπηρεσιακή του ανέλιξη και στις αποδοχές του, γεγονότα που υπήρξαν η αιτία της ρήξης της μεταξύ των μερών σχέσης και της εν συνεχεία καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από λόγους εκδίκησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας, επειδή αυτός διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένα στους εκπροσώπους της και αξίωσε την εφαρμογή των όρων της μεταξύ τους σύμβασης. Επομένως με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε με την αγωγή του βλαπτική, κατ’ αυτόν, μεταβολή των όρων εργασίας αυτού, στην οποία δεν συναίνεσε, με αποτέλεσμα την για λόγους εκδίκησης ως άνω καταγγελία, είναι δε αδιάφορη η έλλειψη αναφοράς του σχετικού νομικού χαρακτηρισμού περί βλαπτικής μεταβολής στο οικείο δικόγραφο. Συνακόλουθα τα όσα αντιθέτως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το λόγο αυτό δεν είναι βάσιμα. Περαιτέρω ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1965 κατά τον υπολογισμό της διαφοράς επί του επιδόματος αδείας των ετών 2012 και 2013, ως οφειλομένων αποδοχών υπερημερίας, μετά την κατά το άρθρο 656 εδ. τελ. του ΑΚ παραδοχή περί έκπτωσης της ωφέλειας του αναιρεσίβλητου από την παροχή της εργασίας του στην τράπεζα …, είναι βάσιμος. Και τούτο, διότι εφόσον με βάση τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης οι μηνιαίες αποδοχές του αναιρεσίβλητου στην αναιρεσείουσα ανέρχονταν στο ποσό των 3.400 ευρώ και οι μηνιαίες αποδοχές αυτού στην τράπεζα …. ανέρχονταν στο ποσό των 2.500 ευρώ, η ούτω οφειλομένη διαφορά για την καταβολή του επιδόματος αδείας ως αποδοχών υπερημερίας ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ ανά έτος [(3.400 Χ 1/2) – (2.500 Χ 1/2)] = [1.700 – 1.250] = 450 ευρώ και για τα δύο έτη (2012 και 2013) σε 900 (450 Χ 2) ευρώ και όχι σε 1.800 ευρώ που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο (εν μέρει) και τρίτο αυτού σκέλος και του πέμπτου λόγου αναίρεσης πρέπει ν’ αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας των από τους αριθμούς 1 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δευτέρου και τρίτου λόγων αναίρεσης που αναφέρονται στον κατά το άρθρο 74 παρ. 2 Α του Ν. 3863/2010 χαρακτήρα της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως δοκιμαστικής για τους πρώτους δώδεκα μήνες από την έναρξη της ισχύος της. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί σχετική αίτηση είτε με το αναιρετήριο, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης διατάζει, με την αναιρετική απόφαση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης αρκεί κατά την αληθινή έννοιά της η εκούσια εκτέλεση όχι μόνο καταψηφιστικής απόφασης αλλά και απόφασης απλώς αναγνωριστικής, που αναιρέθηκε κατά τούτο, εφόσον και ο συμμορφούμενος σε μια τέτοια τελεσίδικη απόφαση χωρίς να περιμένει καταψήφιση σε βάρος του, εύλογα πρέπει να δικαιούται να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αν ευδοκιμήσει αναίρεσή του κατά της απόφασης αυτής (ΑΠ 139/2013, ΑΠ 140/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε, κατά την επ` αυτών σημείωση της αρμόδιας γραμματέα, στις 2 Οκτωβρίου 2018, δηλαδή είκοσι ημέρες πριν τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, υπέβαλε παραδεκτά αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ζητώντας να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος στην επιστροφή των ποσών που αυτή κατέβαλε σε αυτόν σε εκούσια συμμόρφωση προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία αυτή το μεν υποχρεώθηκε να του καταβάλει νομιμοτόκως γι’ αποδοχές υπερημερίας της περιόδου από 1.7.2011 έως 30.9.2012 το συνολικό ποσό των 33.500 ευρώ, το δε αναγνωρίσθηκε περαιτέρω υποχρέωση καταβολής σε αυτόν νομιμοτόκως του ποσού των 14.600 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από 1.10.2012 έως 30.6.2013 και για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από 2.000 ευρώ. Την εν λόγω επιστροφή ζητεί με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της εκδοθησομένης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Το αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 579 παρ.2 του ΚΠολΔ. Από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την αναιρεσείουσα έγγραφα προκύπτει ότι η τελευταία, σε εκούσια συμμόρφωση προς το ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατέβαλε στις 20.11.2017 με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα … (Νέο ……) που τηρούσε η πληρεξουσία δικηγόρος του αναιρεσίβλητου, ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθείσα από τον τελευταίο δυνάμει της από 10.11.2017 έγγραφης εξουσιοδότησης, το συνολικό ποσό των 53.480,84 ευρώ που αναλύεται ως ακολούθως: α) 27.446,50 ευρώ κατά κεφάλαιο επί συνόλου επιδικασθέντος κεφαλαίου, ύψους 46.100 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του πιο πάνω διαστήματος, περιλαμβανομένων των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, μετ’ αφαίρεση 6.206,50 ευρώ για αναλογούσες εισφορές εργαζομένου προς το ΙΚΑ, 3.227 ευρώ για αναλογούσες εισφορές εργαζομένου προς ΤΕΑΥΕΚ και 9.433,50 ευρώ για παρακρατούμενο φόρο μισθωτών υπηρεσιών (ΦΜΥ), β) 2.000 ευρώ κατά κεφάλαιο για επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, γ) 23.034,34 ευρώ για επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας, επί των υπό στοιχεία (α) και (β) κεφαλαίων, συνολικού ποσού 29.099,22 ευρώ μετ’ αφαίρεση αποδοτέου στην οικεία ΔΟΥ φόρου 4.064,88 ευρώ και δ) 1000 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη (βλ. από 20.11.2017 εξοφλητική απόδειξη). Επομένως, το καταβληθέν ως άνω ποσό των 53.480,84 ευρώ πρέπει ο αναιρεσίβλητος να υποχρεωθεί να επιστρέψει στην αναιρεσείουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση , κατά παραδοχή της αίτησης επαναφοράς ως ουσιαστικά βάσιμης. Τέλος πρέπει καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, διότι ηττήθηκε (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 4611/5.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.
Δέχεται την αίτηση της αναιρεσείουσας εταιρείας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Υποχρεώνει τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην αναιρεσείουσα εταιρεία το ποσό των πενήντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (53.480,84 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr