Μία ιδιαίτερη περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πολύ συνήθης στην πράξη, είναι αυτή της πώλησης ακινήτου με πραγματικό τίμημα διάφορο από το αναγραφόμενο στο πωλητήριο συμβόλαιο. Η εν λόγω περίπτωση εμφανίζεται με δύο εκδοχές.

Στην πρώτη, οι συμβαλλόμενοι παρότι δηλώνουν (φαινομενικά) την συμφωνία τους για ορισμένο τίμημα της σύμβασης, εντούτοις, η πραγματική τους βούληση είναι να μην υπάρχει καθόλου τίμημα, είτε γιατί τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέλησαν να καταρτιστεί μεταξύ τους πώληση ή οποιαδήποτε άλλη σύμβαση (οπότε πρόκειται για ολική ακυρότητα), είτε γιατί θέλησαν να υποκρύψουν κάτω από τη σύμβαση της πώλησης, άλλη δικαιοπραξία, η οποία συνηθέστερα είναι η δωρεά (οπότε πρόκειται για σχετική ακυρότητα). Στις περιπτώσεις αυτές, η υποσχετική δικαιοπραξία της πώλησης είναι απολύτως άκυρη λόγω της εικονικότητας των δηλώσεων βουλήσεως των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται άκυρη και η εκποιητική δικαιοπραξία της μεταβίβασης ακινήτου κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ (λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της – ΑΠ 1153/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1517/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1994/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1169/2003, ΕλλΔνη 2005, σελ. 425). Η καλυπτόμενη υπό το μανδύα της άκυρης πώλησης σύμβαση (όπως αναφέρθηκε ήδη, συνηθέστερα, δωρεά) κρίνεται ως προς το κύρος της με βάση το άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ.
Στην δεύτερη, που είναι και συνηθέστερη στην πρακτική, το συμβόλαιο που μεταγράφεται, αναφέρει εικονικά ως τίμημα πώλησης ποσό μικρότερο αυτού που πραγματικά συμφώνησαν τα μέρη, φορολογήθηκε (Βλ. και Χελιδόνης Απ. σε Το εικονικό τίμημα στην πώληση, ΕπισκΕΔ 2000, σελ. 874 επ., του ίδιου, Εικονικό τίμημά, αδικαιολόγητος πλουτισμός και ΑΚ 281 [με αφορμή την ΑΠ 1566/2001], Digesta 2003, σελ. 21. Προτείνεται δε, από Παντελίδου Κ. σε Τίμημα και Εικονικότητα, ΝοΒ 2001, σελ. 1285, ως λύση η αναμόρφωση της φορολογικής νομοθεσίας με σκοπό να αποφεύγεται το φαινόμενο της φοροδιαφυγής μέσω της μη αναγραφής του αληθούς τιμήματος) και πράγματι καταβλήθηκε. Τα μέρη, δηλαδή, συμφωνούν να αναγραφεί στο συμβόλαιο της πώλησης ποσό μικρότερο από το πραγματικά συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, ενώ στην πραγματικότητα ο αγοραστής καταβάλλει στον πωλητή το συμφωνηθέν, μεγαλύτερο τίμημα.
Σύμφωνα με μία άποψη, συνέπεια τούτου είναι η απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης με το εικονικό τίμημα, μιας κι αυτό είναι μόνο φαινομενικό. Ενόψει του γεγονότος ότι το τίμημα αποτελεί ένα εκ των essentialia negotii της σύμβασης πώλησης, και μόνο η φαινομενικότητά του, το γεγονός δηλαδή ότι τα μέλη δεν θέλησαν το τίμημα αυτό, καθιστά την σύμβαση πώλησης απολύτως άκυρη. Το ζήτημα δε της εγκυρότητας της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας, θα πρέπει να κριθεί με βάση της διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 ΑΚ κατά την οποία για να θεωρηθεί έγκυρη η υποκρυπτόμενη δικαιοπραξία θα πρέπει αφενός μεν να πληροί τις προϋποθέσεις σύστασής της, αφετέρου δε, να την θέλησαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της πώλησης κινητού πράγματος κι ακινήτου πράγματος, αφού ο ΑΚ θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις για την μεταβίβαση λόγω πώλησης αυτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον συνδυασμό των άρθρων 1033 και 369 ΑΚ η μεταβίβαση ακινήτου θα πρέπει να περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην προκειμένη περίπτωση, μόνο μέρος του ανταλλάγματος που δίδεται για την μεταβίβαση του ακινήτου αναγράφεται στο συμβόλαιο, ενώ ως προς το υπόλοιπο ποσό, δεν έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος από το άρθρο 1033 ΑΚ συμβολαιογραφικός τύπος. Σύμφωνα με την περί απόλυτης ακυρότητας άποψη, στην περίπτωση αυτή, άκυρη πρέπει να θεωρηθεί τόσο η σύμβαση πώλησης με το μικρότερο τίμημα, αφού αυτό είναι εικονικό, όσο και η καλυπτόμενη σύμβαση πώλησης με το μεγαλύτερο τίμημα, η οποία συνάπτεται με αντέγγραφο, η οποία υποκρύπτεται της σύμβασης με το μικρότερο τίμημα, εφόσον το αντέγγραφο ως ιδιωτικό έγγραφο σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά το συμβολαιογραφικό έγγραφο (Ως προς τη νομική φύση του αντεγγράφου βλ. ΕφΘεσσαλ 2435/2006, Αρμ 2007.873, ΜΠρΘεσσαλ 27558/2005, Αρμ 2007.734), που απαιτείται από την 369 ΑΚ. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν στην περίπτωση της μεταβίβασης κινητών πραγμάτων, αφού για τα κινητά ο ΑΚ δεν προβλέπει ως προϋπόθεση την τήρηση συμβολαιογραφικού εγγράφου.
Η αποκρυσταλλωμένη επί μακρόν θέση της νομολογίας (ΟλΑΠ 560/1974, ΝοΒ 1975 σελ. 147, η οποία εισήγαγε την θεωρία του καταλοίπου, ΑΠ 801/2010, ΧρΙΔ 2011, σελ. 280, ΑΠ 1566/2011, ΧρΙΔ 2002, σελ. 24, ΑΠ 810/1998, ΕλλΔνη 1998, σελ. 1620, ΑΠ 543/1996, ΑρχΝ 1998, σελ. 116), ωστόσο, την οποία ενστερνίζεται και μεγάλο μέρος της θεωρίας, δέχεται ότι η σύμβαση πώλησης είναι έγκυρη (άρθρο 132 παρ. 2 ΑΚ, εφόσον την σύμβαση με το μικρότερο τίμημα, αφενός μεν ήθελαν τα μέρη, αφετέρου δε, καλύπτεται από τον προβλεπόμενο συμβολαιογραφικό τύπο) με το μικρότερο αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, ενώ άκυρη είναι η συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για το μεγαλύτερο τίμημα λόγω ακριβώς της μη τήρησης του νόμιμου τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ειδικότερα, ως προς το υπερβάλλον ποσό, το οποίο δεν έχει αναγραφεί στο συμβόλαιο, και δεν έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο (αλλά αντίθετα, πιθανότατα αναφέρεται μόνο στο αντέγγραφο), η δικαιοπραξία της πώλησης είναι άκυρη, και συνεπώς, κι ο πλουτισμός που επήλθε στον λήπτη, ήτοι η λήψη του υπερβάλλοντος ποσού χωρίς νόμιμη αιτία είναι αδικαιολόγητος. Ως εκ τούτου, ο αγοραστής έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του πωλητή μόνο για το μέρος του μη αναγραφόμενου ποσού, το οποίο κείται πέραν της αγοραίας αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, στην περίπτωση που αυτό καταβλήθηκε ήδη (αντίθετα ΑΠ 1616/1999, 95/1999). Συνεπώς, ο αγοραστής δεν μπορεί να αναζητήσει το αχρεωστήτως καταβληθέν υπερβάλλον ποσό, εάν αυτό καλύπτεται από την αγοραία αξία του ακινήτου που απέκτησε, και αυτό γιατί μέχρι του ποσού της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ο πωλητής δεν πλούτισε (από το αχρεωστήτως καταβληθέν) μιας και έδωσε στον αγοραστή αντάλλαγμα (το ακίνητο) ίσης αξίας με το τίμημα που έλαβε. Με τον τρόπο αυτό, το ποσό που κατέβαλε ο αγοραστής ανταποκρίνεται ως αντάλλαγμα στην αξία που πραγματικά έχει το ακίνητο που παραδίδει και μεταβιβάζει ο πωλητής, το οποίο και δικαιολογεί την περιουσιακή μετακίνηση. Νομολογία και θεωρία καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα από διαφορετική βάση, αφού η νομολογία (ΟλΑΠ 560/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 147, ΑΠ 1566/2001, ΧρΙΔ 2002 σελ. 24) υποστηρίζει ότι το εισπραχθέν τίμημα αντισταθμίζεται βάσει της 909 ΑΚ από την αγοραία αξία του ακινήτου, ενώ η θεωρία υποστηρίζει ότι ο πωλητής έχει νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού του λόγω της μεταβίβασης του ακινήτου του που είναι ίσης αξίας με το τίμημα που έλαβε..
Σημειωτέον ότι, εάν ο αγοραστής δεν κατέβαλε στον πωλητή το υπερβάλλον ποσό, τότε ο τελευταίος (πωλητής) δεν έχει αξίωση εναντίον του για την καταβολή της ως άνω διαφοράς.