• 20 Φεβρουαρίου, 2016

    ΣτΕ 1901/2014 : «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης’»

    Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1901/2014 του ΣτΕ που αφορούσε την αντικατάσταση της ΕΡΤ από τη ΝΕΡΙΤ ορίζεται με σαφήνεια ότι: «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης’». Αριθμός 1901/2014 ΣτΕ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ……………………………………………………………………………… Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στην Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής». Όπως έχει ήδη κριθεί (3612/2002 Ολομ., 3636/1989 Ολομ., 2289/1987 Ολομ.), αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από το νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του κυρωτικού της νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η «κύρωση» από το νόμο εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομή του νόμου. 14. Επειδή, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» εκδόθηκε στις 10.6.2013 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11.6.2013. Στις 18.7.2013 κατατέθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου με τίτλο «Κύρωση της από 10 Ιουνίου 2013 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (Α΄ 139)». Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, με την εν λόγω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, «επιχειρείται η συµπλήρωση της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προς άρση τυχόν αµφιβολιών ως προς το εύρος της παρασχεθείσας προς τους αρµόδιους Υπουργούς εξουσιοδότησης µε σκοπό να αντιµετωπιστεί κατεπειγόντως το θέµα της άµεσης έκδοσης της οριζόµενης στην παρ. 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 κανονιστικής πράξης στο πλαίσιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της χώρας που απορρέουν από τους νόµους 4046/2012 (Α΄ 28) και 4093/2012 (Α΄ 222) και αποτελούν προαπαιτούµενες ενέργειες στο πλαίσιο του εγκεκριµένου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013-2016». Με το Π.Δ. 121/2013 (ΦΕΚ Α` 165/22.7.2013) κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Συνόδου της Βουλής. Από την ανωτέρω ημερομηνία (22.7.2013), δηλ. την ημερομηνία λήξεως των εργασιών της Συνόδου της Βουλής, πρέπει να θεωρηθεί ότι ανεστάλη η προθεσμία για την κύρωση της Πράξης. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 παρ. 1 και 64 παρ. 1 του Συντάγματος, η Βουλή, μετά το πέρας της διακοπής των εργασιών της, συνέρχεται εκ νέου σε τακτική σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου του ιδίου έτους, και, εν προκειμένω, στις 7.10.2013, ημερομηνία κατά την οποία και θα αρχίσουν οι εργασίες της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια κατά τα άρθρα 44 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος για την κύρωση της πιο πάνω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου. Επομένως, από την ως άνω ημερομηνία (7.10.2013) θα συνεχίσει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ανεξαρτήτως του ότι οι ρυθμίσεις που επιχειρούνται με την προσβαλλόμενη πράξη στηρίζονται νομίμως στην εξουσιοδότηση που περιεχόταν […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Φεβρουαρίου, 2016

    Ολ.ΑΠ 4/2012, ΑΠ 109/2013 : Παραίτηση από το δικόγραφο με εξώδικο.

    Παραίτηση από το δικόγραφο με εξώδικο – Κλήτευση διαδίκων σε μετ’αναβολή δικάσιμο ΑΠ 109/2013: Παραίτηση από το δικόγραφο μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση- Η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, η οποία όμως δεν καλύπτει τα τυχόν ελαττώματα της μη νόμιμης παράστασης του απόντος διαδίκου κατά την αρχική δικάσιμο. « (…) Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρµόζονται, σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση ολική ή µερική από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, µπορεί να γίνει ή µε προφορική δήλωση προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχοµένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης (Ολ.ΑΠ 4/2012, Ολ.ΑΠ 20/1999). Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, και το οποίο (έγγραφο), κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα διάδικο στον άλλο. Με βάση τα ανωτέρω η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αναίρεσης µπορεί να γίνει και µε εξώδικη δήλωση, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Για το κύρος δε της εν λόγω παραίτησης δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σ’ αυτή, εφόσον γίνεται προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της αναίρεσης (ΟλΑΠ 744/1982)…. (…)Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 1061/2010, ΑΠ 407/2004). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδάφ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, που έχουν γενική εφαρμογή, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Φεβρουαρίου, 2016

    ΕφΑθ 4944/2015 : Στρεψοδικία – Ποινή σε στρεψόδικους

    Το Δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 3994/2011, αυτεπαγγέλτως με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα με την ευθύνη καθενός χρηματική ποινή από πεντακόσια (500) ευρώ έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ που περιέρχεται στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθμός 4944/2015 Δημοσίευση: 24-11-2015 Δικάσιμος: 2-6-2015 Αρ.Πινακ: 18 Διάδικοι: «ALFA ARIS Α.Ε» – Β.Κ. Η Εφέτης – Δικαστής: Κασσιανή Λιάρου ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Η υπό κρίση από 9-5-2014 (αρ. κατ. 3213/2014) έφεση της εναγομένης κατά της 88/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη στις 14-4-2014, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο 9.422 Β/14-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 13-5-2014, δηλαδή εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης, (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, (άρθρ. 533 παρ.1, 674 παρ.1 του ίδιου κώδικα). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 674 παρ. 1,681 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 678 έως 681 ΚΠολΔ) η αντέφεση μπορεί να ασκηθεί και με τις προτάσεις και ότι για το παραδεκτό αυτής αρκεί να γίνει η κατάθεση των προτάσεων, με τις οποίες ασκείται (η αντέφεση) μέχρι τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο(ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42.1598, ΑΠ 91/1996 Δ 27.807, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση,έκδ.Δ, σελ. 196). Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 523 παρ. 1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αντέφεση, όταν ασκείται με τις προτάσεις και δεν ισχύει ως αυτοτελής έφεση, πρέπει να αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή σε εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 30 Ιανουαρίου, 2016

    ΕιρηνΧαλανδρίου 32/2014: Αμοιβή Δικηγόρων- Αμοιβή για εξώδικες εργασίες- Χρονοχρέωση

    ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ Αριθμός απόφασης 32/2014 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Θεόδωρο Δημητρακόπουλο και από τον Γραμματέα Γεώργιο Μάρδα. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Δεκεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της ενάγουσας: …………., κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως φέρουσα την δικηγορική ιδιότητα. Της εναγόμενης: …………., κατοίκου Χαλανδρίου, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της ΠΣ. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-10-2013 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 997/2013 αγωγή της, η συζήτηση της οποίας καθορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, γράφτηκε στο πινάκιο και εκφωνήθηκε νόμιμα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει εκτός από τα άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την αγωγή, έτσι ώστε αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της, αφετέρου δε ο εναγόμενος να μην στερείται το δικαίωμα άμυνας και αντίκρουσης των αγωγικών ισχυρισμών. Η έλλειψη έκθεσης, με σαφή και ορισμένο τρόπο, των πραγματικών γεγονότων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα ή η ασαφής και ελλιπής αναφορά αυτών, καθιστούν την αγωγή άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται τόσο με την προβολή σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου όσο και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο αυτής ανάγεται στην προδικασία και αφορά την δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 2001, 142, ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 1994, 1582, ΕφΑθ 6001/2000 Δ 2001,449). Η σχέση δικηγόρου και του πελάτη του, για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του δικηγόρου, χαρακτηρίζετοα ως αμειβόμενη εντολή και ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποία εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη. Η εντολή αυτή, για το κύρος της, δεν υπόκειται σε τύπο και αποδεικνύεται κατά τις κοινές δικονομικές διατάξεις (ΚΠολΔ). Η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως – πελάτη του και περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ` ιδίαν πράξεις της ή άλλες κάθε φύσεως νομικές εργασίες – υποθέσεις, ενώ σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελάχιστων νομίμων ορίων.Ο εντολεύς οφείλει την αμοιβή στο δικηγόρο, εφόσον έδωσε εντολή επ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα αν είναι διάδικος και η συμφωνία αυτή, για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου, καταρτίζεται ατύπως, ήτοι δεν προϋποθέτει, για το κύρος της, την τήρηση έγγραφου τύπου και αποδεικνύεται, κατά τις κοινές δικονομικές διατάξεις. Το δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμφωνία για την αμοιβή του δικηγόρου ή δεν συντρέχει περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής του με βάση συντελεστή, θα προσδιορίσει το ελάχιστο νόμιμο όριο της αμοιβής του (άρθρα 713 ΑΚ, 91 παρ. 1, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 29 Ιανουαρίου, 2016

    ΑΠ 705/2015: Στοιχεία εγκλήματος υπεξαίρεσης (375 ΠΚ). Κακουργηματική μορφή. Ευμενέστερος νόμος

    Στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ περιλαμβάνονταν, (υπό δ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, που ισχύει από 7.4.2014, και επανανομοθετήθηκε με το άρθρο 50 του ν. 4262/2014, που ισχύει από 10.5.2014, όπως είχε προ της καταργήσεώς της, ως περίπτωση ε στο άρθρο 263Α ΠΚ. Την ημέρα που απαγγέλθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατ’ άρθρ. 2 παρ. 2 του ΠΚ, δεν είχαν εφαρμογή στην περίπτωση του κατηγορουμένου ούτε η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, ούτε και η προϋποθέτουσα αυτήν διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2476/1953, διότι είχε καταργηθεί η άνω περίπτωση δ του άρθρου 263 Α του ΠΚ. Όμως, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός μέλος του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, θα έπρεπε να μην εφαρμοστεί ο επιεικέστερος ν. 4254/7-4-2014, υποπαρ. ΙΕ-12, με τον οποίο απαλείφθηκε η μέχρι τότε υφισταμένη και ισχύουσα περ. δ’ του άρθρου 263 Α του ΠΚ, γιατί το περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης είναι αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3, 4 και 26 του Συντάγματος. Και αυτό, επειδή εισήχθη νόμος που περιέχει συγκαλυμμένη αμνηστία, έπαυσε την ποινική ευθύνη και κατ’ αποτέλεσμα παρέσχε νομοθετικά άφεση ποινικής ευθύνης αμνηστεύοντας σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, κυρίως διαφθοράς υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ενέργεια που ανήκει στη δικαστική λειτουργία, και ασκείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια και όχι από τη νομοθετική εξουσία. (…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδαφ. α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση (στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίο είναι στιγμιαίο) σημαίνει εξωτερίκευση ενεργείας ή παραλείψεως η οποία εμφαίνει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Ιανουαρίου, 2016

    Μον.Πρωτ.Λαμ. 17/2016: Παράλειψη αναγραφής ΑΦΜ και Δ.Ο.Υ διαδίκου, καθώς και διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου.

    Μον.Πρωτ.Λαμ. 17/2016 (ασφ.μέτρα/διόρθωση έκθεσης κατάσχεσης) – Η παράλειψη αναγραφής στο δικόγραφο (εν προκειμένω ανακοπής), των στοιχείων που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν.4335/2015), ήτοι ΑΦΜ και Δ.Ο.Υ του ανακόπτοντος καθώς και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφ’ όσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθ’ου. Επομένως, πρέπει η σνακοπή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. (Πηγή: tetravivlos.gr)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 19 Ιανουαρίου, 2016

    ΑΠ 544/2015: Έννοια λευκής επιταγής – Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της.

    Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της και επομένως δεν μπορεί να προταθεί κατά παντός κομιστή. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, εάν επιταγή ατελής κατά την έκδοση συμπληρώθηκε εναντίον αυτών που συμφωνήθηκαν, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, εκτός αν αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή αν κατά την κτήση της διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επιταγή μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία, εφόσον φέρει απλή υπογραφή του εκδότη, με την πρόθεση να δημιουργηθεί θεληματικά ατελής επιταγή, η οποία όμως μπορεί να συμπληρωθεί με βάση την συμφωνία που έγινε με τον λήπτη. Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής, που μπορεί να είναι και σιωπηρή, τεκμαιρόμενη μάλιστα σε περίπτωση που αφέθηκε σε αυτήν (επιταγή) συγκεκριμένο κενό προφανώς με σκοπό μεταγενέστερης συμπλήρωσής της, δεν αποτελεί πλαστογράφηση αυτής. Τέτοια υπάρχει, αν συμπληρωθεί ατελής επιταγή, για την οποία δεν υπάρχει συμφωνία για τη συμπλήρωσή της (ΑΠ 738/2006). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, τα από την επιταγή εναγόμενα πρόσωπα δεν μπορούν ν’ αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, που στηρίζονται σε προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, εκτός αν ο κομιστής, κατά την απόκτηση της επιταγής, ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη. Στον παραπάνω όμως κανόνα του απαραδέκτου των ενστάσεων αυτών που ευθύνονται από επιταγή κατά του κομιστή αυτής, δεν περιλαμβάνονται οι λεγόμενες απόλυτες ενστάσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εναγόμενου μετά του εκδότη ή των προηγουμένων κομιστών. Τέτοια δε είναι και η ένσταση πλαστογραφίας, η οποία προτείνεται κατά παντός κομιστή, έστω και καλής πίστεως. Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της και επομένως δεν μπορεί να προταθεί κατά παντός κομιστή. Κατά του κομιστή της επιταγής στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη αυτής η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων, με την σαφή προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα (ΑΠ 738/2006, ΑΠ 1202/2006). …Το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την διάταξη του άρθρου 13 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, καθόσον τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν δικαιολογούσαν πλαστογραφία της ένδικης επιταγής η οποία μπορούσε να θεμελιώσει ένσταση απόλυτης ακυρότητας δυνάμενη να προβληθεί κατά παντός τρίτου κομιστή, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ίδιου ως άνω νόμου, αλλά ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων της επιταγής αυτής, η οποία μπορούσε να αντιταχθεί κατά της κομίστριας αυτής αναιρεσείουσας υπό την προϋπόθεση ότι αυτή απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα. Ειδικότερα, δεν δικαιολογούσαν την παραδοχή του ως άνω λόγου της ανακοπής, οι παραδοχές της αναιρεσιβαλομένης, ότι η συμπλήρωση της ένδικης επιταγής από το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας … που ενεργούσε για λογαριασμό της, έγινε, παρά την ύπαρξη της έγγραφης συμφωνίας μεταξύ της εταιρίας αυτής και του ανακόπτοντος και παρά την ματαίωση της μεταξύ τους καταρτισθείσης σύμβασης αγοραπωλησίας, και επί πλέον, της ειδικής συμφωνίας […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 16 Ιανουαρίου, 2016

    ΜονΕφΘεσ 488/2015: Η ανάρτηση ενός οπτικοακουστικού έργου (βίντεο) από το δημιουργό του σε διαδικτυακά κανάλια όπως το Youtube δε συνιστά παραίτηση εκ μέρους του από οποιοδήποτε δικαίωμα περιουσιακής εκμετάλλευσης του εν λόγω έργου.

    «[…][Ο] ενάγων με την αγωγή του εξέθετε ότι είναι φωτογράφος και δημιουργός καλλιτεχνικών βίντεο (ταινιών τύπου «βίντεο – αρτ»). Ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς του δημιούργησε ως σκηνοθέτης και παραγωγός, μία καλλιτεχνική ταινία μικρού μήκους, διάρκειας έξι λεπτών περίπου, για την πόλη των Αθηνών, περιλαμβάνουσα πλάνα από τα αναφερόμενα στην αγωγή αξιοθέατα και μνημεία της πόλης, με τον τίτλο «……..», με την τεχνική που είναι διεθνώς γνωστή ως «tilt – shift», δηλαδή μία τεχνική με την οποία ο θεατής αντιλαμβάνεται ψευδαισθητικά όλα τα πλάνα και τα καταγραφόμενα αντικείμενα σαν μινιατούρες. Ότι η ταινία αυτή έτυχε μεγάλης αποδοχής από το κοινό και προβλήθηκε σε γνωστά διαδικτυακά κανάλια, με τα στοιχεία του ίδιου του δημιουργού, καθώς επίσης και στη δημόσια τηλεόραση, στα πλαίσια παραχώρησης συνεντεύξεών του, πάντοτε κατόπιν σχετικής αδείας του. […] [Η] εναγομένη εταιρία, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του πανελλήνιας εμβέλειας τηλεοπτικού σταθμού «ARTTV» και της ιστοσελίδας «http://teleasty.site50.net» έκανε κατά το χρονικό διάστημα από […] και με συχνότητα καθημερινώς από Δευτέρα έως Πέμπτη, κάθε εβδομάδα, δημόσια χρήση της εν λόγω ταινίας του (ενάγοντος), χωρίς την άδειά του και συγκεκριμένα δια της αναπαραγωγής στο διαφημιστικό σποτ και στο σήμα έναρξης της προβαλλόμενης στον ανωτέρω τηλεοπτικό σταθμό ενημερωτικής εκπομπής με τον τίτλο «….», καθώς και στην ανωτέρω ιστοσελίδα της, πλάνων από την προπεριγραφείσα ταινία του ενάγοντος και μάλιστα παραμορφωμένων, προσβάλλοντας έτσι παράνομα και υπαίτια (με πρόθεση) την πνευματική ιδιοκτησία επί του βίντεο. […] […] Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 2121/1993 «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» συνάγεται ότι το έργο, ως πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή προσιτή στις αισθήσεις, προστατεύεται από την πνευματική ιδιοκτησία [που περιλαμβάνει το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)] εφόσον ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας (άρθρο 2 παρ. 1), δηλαδή εφόσον είναι πρωτότυπο. Η «πρωτοτυπία», η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικά από τον νόμο, είναι, κατά τη θεωρία της στατιστικής μοναδικότητας που επικρατεί στη νομολογία, η κρίση ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο ή ότι παρουσιάζει ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο «δημιουργικού ύψους», έτσι ώστε να ξεχωρίζει και να διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας ή από άλλα παρεμφερή γνωστά έργα. […] Η φωτογραφία […] συνιστά πνευματικό δημιούργημα που, εφόσον είναι πρωτότυπο, θεωρείται «έργο» ο δημιουργός του οποίου αποκτά επ’ αυτού πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2121/1993. Σκόπιμα δε στο άρθρο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος «φωτογραφίες» και όχι «φωτογραφικά έργα», επειδή πρόθεση του νομοθέτη ήταν η προστασία κάθε φωτογραφίας. Ακόμη το άρθρο 2 του ν. 2121/1993 είναι σύμφωνο με το άρθρο 6 της Οδηγίας 93/98 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάταξη αυτή δέχεται μεν τη προϋπόθεση της «δημιουργίας», αλλά επιβάλλει ως μοναδικό κριτήριο της πρωτοτυπίας να είναι η φωτογραφία «προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού της», δηλ. ουσιαστικά να μην είναι αντιγραφή, αποκλείοντας κάθε άλλο αυστηρότερο κριτήριο[…] Ηπρωτοτυπία εντοπίζεται στην επιλογή του τόπου και χρόνου, την γωνία φωτογράφησης, τον φωτισμό, τη σχέση φωτογραφιζόμενου αντικειμένου με τον περιβάλλοντα χώρο, τις […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 2 Ιανουαρίου, 2016

    ΑΠ 637/2014: Χρησιδάνειο κατοικίας, Καταγγελία σύμβασης χρησιδανείου, άσκηση αγωγής για την απόδοση της χρήσεως.

    Περίληψη Παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης – Ένσταση απαραδέκτου αναίρεσης – Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης – Παραγραφή αξιώσεων – Χρησιδάνειο κατοικίας -. Καταγγελία σύμβασης χρησιδανείου ακινήτου. Αποδείχθηκε ότι η συναφθείσα σύμβαση ήταν σύμβαση χρησιδανείου και δεν υπέκρυπτε κάποια άλλη σύμβαση. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν το χρησιδανεισθέν σ’ αυτούς από τους ενάγοντες διαμέρισμα, χωρίς όμως να καταβάλουν κατά τα συμφωνηθέντα τις συνήθεις για τη συντήρηση αυτού δαπάνες. Οι ενάγοντες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν το χρησιδανεισθέν διαμέρισμα και πριν από τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου, καταγγέλλοντας την σχετική σύμβαση με την άσκηση αγωγής και ζητώντας την απόδοση της χρήσεως αυτού. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κείμενο Απόφασης Αριθμός 637/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2′ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. Σ. του Κ., κατοίκου …, 2.Μ. συζ. Ε. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αναστασία Γαμπαρόλη . Των αναιρεσιβλήτων: 1.Ι. Σ. του Ν., κατοίκου …, 2. Σ. συζ. Ι. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιους δικηγόρους του Αριστοτέλη Παπαγεωργίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 83/2011 του Εφετείου Αθηνών (μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-11-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος-Στέφανος Βόσκας, ανέγνωσε την από 14-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την ανάκληση αίτησης της για τους λόγους που ανέπτυξε, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294,297, 298 και 299 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, προ της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεώς του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, [όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου], δυναμένη να γίνει ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Τέτοια σιωπηρή αποδοχή όμως δεν ενέχει καθ’εαυτήν η εκούσια συμμόρφωσή του αναιρεσείοντος προς το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης τελεσίδικης αποφάσεως, αφού αυτή γίνεται προς αποτροπή της αναγκαστικής εκτελέσεως καθώς και των επαγομένων από την εν λόγω απόφαση εννόμων συνεπειών [προβλ.ΑΠ 1358/2009].Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπροθέσμως, σύμφωνα με το άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ., προτείνουν την ένσταση του απαραδέκτου της […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 26 Δεκεμβρίου, 2015

    Εφετείο Κέρκυρας 82 / 2013 : Το domain name ως σήμα/διακριτικό γνώρισμα.

    Απόφαση υπ’αριθμ. 82 / 2013 Εφετείου Κέρκυρας Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 παρ. 1 εδ. α΄, β΄ και γ΄, 18 παρ. 1 και 26 του Ν.2239/1994 συνάγονται τα εξής: α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεικτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. β) Με την καταχώριση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 6 επ. του ίδιου νόμου, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, όποιος δε χρησιμοποιεί ή παραποιεί ή απομιμείται σήμα που ανήκει σε άλλο μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο. γ) Παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράστασή του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία όμως λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντύπωσης, που προκαλεί η όλη παράσταση και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη, ως μέτρου, του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστου, σύγχυση υπό την έννοια θεώρησης, εκ πλάνης, του προϊόντος στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος. Στην περίπτωση δε σύνθετου σήματος, αποτελουμένου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπεράσματος περί ύπαρξης ή μη απομίμησής του, είναι η συνολική εντύπωση που προκαλεί το καθένα από τα παραβαλλόμενα, στο μέσο, μη έμπειρο, άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα ιδιαίτερη σημασία για το σχηματισμό συνολικής εντύπωσης έχει το λεκτικό μέρος του σήματος, χωρίς όμως να αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαίτερα όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα. Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιέρωσης μιας ένδειξης στις συναλλαγές, τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και επομένως οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποίησης ή απομίμησης πρέπει να είναι αυστηρότερες (ΑΠ 1227/2008 Τρ.Νομ.Πληρ. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξ άλλου βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση των συναλλαγών. Μέσο (εισιτήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το «domain name» (όνομα περιοχής), το οποίο κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης. Έτσι ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, επιθυμεί να έρθει σε επαφή με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα, με τον τρόπο δε αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών. Το «domain name» αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μια ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία. Η τελευταία από τις λέξεις (κατά κανόνα συγκεκριμένη), αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Δεκεμβρίου, 2015

    ΑΠ 886/2012 – Τμ. Z΄ (Ποιν.) : Αναίρεση αθωωτικής απόφασης λόγω συνδρομής νομικής πλάνης για παραβίαση του νόμου περί ασέμνων φωτογραφιών.

    Στο άρθρο 31 §2 ΠΚ, για τη νομική πλάνη, ορίζεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει αλλά είτε αγνοείται ότι η πράξη του είναι κατ’ αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένα ότι δικαιούται να προβεί σε αυτή και η πλάνη συνιστάται σε εσφαλμένη αντίληψη ταυ κανόνα δικαίου, συντρέχει δε, υπό ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, περίπτωση αποκλείουσα το αξιόποινο. Επιβάλλεται δε να είναι συγγνωστή η πλάνη προς αποκλεισμό του αξιοποίνου με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και να κατέβαλε ο δράστης δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης, το δικαστήριο δε συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορούν την ατομικότητα του φερομένου ως δράστη. Αναιρείται, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 31 §2 ΠΚ, η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για παράβαση των άρθρων 29 και 30 του Ν.5060/1931, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ν.2234/1994 «περί καταργήσεως των ειδικών ποινικών διατάξεων περί Τύπου», πράξη συνιστάμενη στο ότι ο κατηγορούμενος μέσω της ιστοσελίδας του έθετε σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο φωτογραφίες γυμνών γυναικών, σε άσεμνες στάσεις ή σε σεξουαλική δραστηριότητα, και βίντεο πορνογραφικού περιεχομένου, διότι στην προσβαλλομένη απόφαση: 1.ταυτίζεται η πλάνη περί το αξιόποινο με την πλάνη περί τον άδικο χαρακτήρα του αδικήματος, 2.χαρακτηρίζεται ως συγγνωστή η πράξη και όχι η τυχόν νομική πλάνη, και 3.για να καταφαθεί το συγγνωστό της νομικής πλάνης γίνεται μνεία στην «κοινωνική ανεκτικότητα» στην εκτεταμένη παραβίαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων και την ατιμωρησία των υπαιτίων και όχι στην άγνοια του κατηγορουμένου σχετικά με την αντίθεση της πράξης του προς την ελληνική έννομη τάξη, δεν αρκεί δε η κρίση ότι «η πλάνη του ήταν συγγνωστή λόγω του γενικότερα επικρατούντος ανεκτικού κλίματος, σε σχέση με το άσεμνο υλικό». Το λεγόμενο αυτό, είναι όχι μόνο απρόσφορο να δημιουργήσει το συγγνωστό του άρθρου 31 §2 του ΠΚ, αλλά είναι και παντελώς αόριστο. Έτσι όμως που έκρινε, το άνω Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 §1 περ.Ε’ ΚΠΔ, αφού εσφαλμένως ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 31 §2 ΠΚ περί νομικής πλάνης, προσέτι δε εσφαλμένως υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα περιστατικά στην έννοια της συγγνωστής νομικής πλάνης. Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 49405/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, ο παραπάνω Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών δήλωσε, ότι συμφώνως προς τα άρθρα 509 §1, 507 §1, 506 περ.β’ 505 §1 περ.δ’, 504 §1, 473 §§1, 3, και 474 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθμόν 49.405/2011 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκδοθείσης κατ’ έφεσιν της υπ’ αριθμόν 11.5161/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας γενομένου δεκτού σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου Φ. Α. του Σ.- Ν., αθωώθηκε ο κατηγορούμενος αυτός για το αδίκημα της παραβάσεως άρθρων 29 §1 και 30 του Ν.5060/1931, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ν.2234/1994 «περί καταργήσεως των ειδικών ποινικών διατάξεων περί Τύπου» και ζήτησε την παραδοχή της παρούσης αναιρέσεως, την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κατ’ άρθρον 510 §1 περ.Ε’ ΚΠΔ για […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Δεκεμβρίου, 2015

    ΑΠ 1632/2014 : Υιοθεσία, Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ως προς το ζήτημα του συμφέροντος του υιοθετούμενου.

    Οι αιτούντες σύζυγοι, με την από 3-8-2010 αίτησή τους, ζήτησαν να κηρυχθεί θετό τέκνο τους το ανήλικο αγόρι που γεννήθηκε στη Λάρισα στις 5-4-2010 από την Μ. Σ., Βουλγαρικής υπηκοότητας, εκτός γάμου. Με την υπ’ αριθ. 10473/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η αίτηση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, λόγω του ότι οι αιτούντες υποψήφιοι γονείς υπερέβαιναν τη ανώτατη διαφορά ηλικίας των πενήντα ετών που ορίζει ως προϋπόθεση υιοθεσίας το άρθρο 1544 A.K. (ο αιτών ήταν μεγαλύτερος από το παιδί κατά 53 έτη και 7 μήνες και η αιτούσα κατά 59 έτη και 7 μήνες). Κατά της αποφάσεως αυτής οι αιτούντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε ότι το ανώτατο όριο ηλικίας των αιτούντων μπορεί να μην αποτελεί εμπόδιο στην υιοθεσία, εφόσον συντρέχει σπουδαίος προς τούτο λόγος, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1544 Α.Κ., εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την αγωγή, ερεύνησε κατ’ ουσίαν την αίτηση και την απέρριψε ως αβάσιμη, δεχόμενη ότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την υπέρβαση της διαφοράς ηλικίας των 50 ετών, με επάλληλη δε σκέψη δέχθηκε ότι σε κάθε περίπτωση η υιοθεσία δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα, αν η αιτούμενη υιοθεσία είναι ή όχι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου, το οποίο και να δικαιολογεί την παράκαμψη του κριτηρίου της διαφοράς ηλικίας μεταξύ των υιοθετούντων και του υιοθετουμένου, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των παραπάνω άρθρων του Α.Κ. και της Διεθνούς Σύμβασης για την υιοθεσία ανηλίκων, που κυρώθηκε με τον Ν.1049/1980. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι οι αιτούντες είχαν μακρόχρονη ερωτική σχέση που κατέληξε σε γάμο, ότι παρά την επιθυμία τους και την προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν κατάφεραν να αποκτήσουν δικό τους τέκνο, ότι το ανήλικο από ηλικίας δύο μηνών διαβιώνει με τους αιτούντες, οι οποίοι το περιβάλλουν με αγάπη και φροντίδα, είναι υγιείς και διαθέτουν ικανή περιουσία που εξασφαλίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και εν γένει το μέλλον του, παρά ταύτα καταλήγει ότι η «αιτούμενη υιοθεσία δεν προβλέπεται ότι θα παράσχει στον υιοθετούμενο σταθερή και αρμονική εστία και ότι θα του εξασφαλίσει ομαλές για την ψυχοσωματική του ανάπτυξη συνθήκες μελλοντικής διαβίωσης στους κόλπους της θετής οικογένειας, ώστε να καμφθεί η διαφορά ηλικίας μεταξύ των αιτούντων και του υιοθετουμένου που για την υποψήφια θετή μητέρα εγγίζει τα εξήντα σχεδόν έτη», χωρίς να αξιολογεί το γεγονός ότι ανήλικο, ηλικίας σήμερα 4 ετών, διαμένει από ηλικίας δύο μηνών με τους αιτούντες υποψήφιους θετούς γονείς του και έχει εγκλιματιστεί σε σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, ούτε το γεγονός ότι οι γονείς του ανηλίκου είναι άγνωστης διαμονής και ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό, περαιτέρω δε παραλείπει να συγκρίνει τις εν γένει συνθήκες υπό τις οποίες διαβιώνει σήμερα το ανήλικο με εκείνες που θα αναγκαστεί να βιώσει αν απορριφθεί η αίτηση υιοθεσίας και ανατεθεί η επιμέλειά του σε ίδρυμα, αλλά προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηλικία των αιτούντων, η οποία κατά τα αναφερόμενα παραπάνω δεν αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο για την εξεύρεση του συμφέροντος του ανηλίκου. Αναιρεί την υπ’ […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ