Τρίτη, Μαρτίου 10, 2020

Του Χρήστου Στόικου, Δικηγόρου
Η συνολική ποινή προϋποθέτει συνάντηση ποινών, είτε κατά την επιμέτρηση και την επιβολή τους (αρχική ή σύγχρονη συρροή κατά τα άρθρα 94-96 ΠΚ), είτε κατά το στάδιο της εκτέλεσης και έκτισής τους (επιγενόμενη ή αναδρομική συρροή κατ’ άρθρο 97 ΠΚ, καθώς και συρροή καταδικαστικών αποφάσεων κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ). Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις οι ποινές συναντώνται στο χώρο της εκτέλεσης και έκτισής τους[1].
Όταν πρόκειται να εκτελεστούν πλείονες καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν (αληθινά) μεταξύ τους, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής, με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, υπό την μορφή της νομικής και όχι της αθροιστικής σώρευσης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94 και 97 ΠΚ, για την αποφυγή της υπέρμετρης εντάσεως της τιμωρίας του κατηγορουμένου, με την άθροιση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα και την τιμωρία του δράστη, με ποινή, που να ανταποκρίνεται σε όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση, που εκδήλωσε (ΑΠ 1544/2017, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Στις περιπτώσεις, λοιπόν, της αληθινής συρροής, ο Ποινικός Κώδικας υιοθετεί το σύστημα της «συνολικής ποινής» (άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ) και όχι το σύστημα της «αριθμητικής σώρευσης των ποινών», το οποίο σημαίνει πλήρη έκτιση καθεμιάς από τις επιμέρους ποινές διαδοχικά (ο δράστης εκτίει αθροιστικά/διαδοχικά το σύνολο των ποινών που του επιβλήθηκαν) και το οποίο αναμφίβολα οδηγεί σε υπερβολές και ανεπιεική αποτελέσματα ως προς το σύνολο της ποινής που θα πρέπει να εκτιθεί[2]. Σύμφωνα με το σύστημα της συνολικής ποινής επιβάλλεται ξεχωριστή ποινή για καθένα από τα αληθινώς συρρέοντα εγκλήματα, εν τέλει, όμως, σχηματίζεται μία συνολική ποινή, με βάση τη βαρύτερη από αυτές (ποινή-βάση), η οποία επαυξάνεται με πρόσθεση σε αυτήν μέρους των υπόλοιπων ποινών (συντρέχουσες)[3].
Υπάρχουν, ωστόσο, και εξαιρέσεις από το σύστημα της «συνολικής ποινής» με απόρροια να εφαρμόζεται η «αριθμητική σώρευση των ποινών». Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν και ποινές για τις οποίες δεν επιτρέπεται συγχώνευση και εκτίονται αθροιστικά. Τούτο συμβαίνει ꞉ α) όταν συρρέουν περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, β) όταν συρρέει ποινή ισόβιας κάθειρξης με πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή (και τούτο διότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως ποινή βάσης και να επαυξηθεί για το σχηματισμό κάποιας βαρύτερης συνολικής ποινής), γ) όταν συρρέει στερητική της ελευθερίας ποινή και ποινή σε χρήμα (ως κύρια ποινή άρθρα 18 εδ. β΄ και 57 ΠΚ). Εάν, όμως, από τις ποινές που επιβλήθηκαν άλλες είναι στερητικές της ελευθερίας και άλλες είναι ποινές σε χρήμα (χρηματική ποινή ως κύρια ποινή, άρθρα 18 εδ. β΄ και 57 ΠΚ) τότε για κάθε μία από τις ομάδες αυτές το δικαστήριο θα καθορίσει ιδιαιτέρως τη συνολική ποινή, δηλαδή μία συνολική ποινή στερητική της ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 94 ΠΚ και μία συνολική ποινή σε χρήμα κατά το άρθρο 96 ΠΚ (ΑΠ 1282/2016, ΑΠ 1211/2002, ΤΠΝ-ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο θα ισχύει και στην περίπτωση που έχει επιβληθεί ως κύρια ποινή η παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 96Α νέου ΠΚ, δ) στην περίπτωση του άρθρου 102 παρ. 1 ΠΚ, αναφορικά με την ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη για αξιόποινη πράξη που τελέστηκε κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής, η οποία εκτελείται στη συνέχεια (αθροιστικά) μετά την ποινή που είχε ανασταλεί (ΑΠ 145/2014, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), ε) στην περίπτωση του άρθρου 108 ΠΚ, για την ποινή που επιβάλλεται για αξιόποινη πράξη που τελέστηκε έπειτα από την υφ’ όρον απόλυση (ΑΠ 1343/2015, ΑΠ 1662/2006, ΑΠ 1736/2000, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), στ) στις επιβληθείσες ποινές για τις αξιόποινες πράξεις της οπλοκατοχής κρατουμένων (άρθρο 13 Ν. 2168/1993), η) στις ποινές που προβλέπουν τα άρθρα 173 ΠΚ (Απόδραση κρατουμένου), 173Α ΠΚ (Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση), 174 ΠΚ (Στάση κρατουμένων), θ) στις ποινές που επιβάλλονται για την παραβίαση της νομοθεσίας σχετικά με τα τυχερά παίγνια (άρθρο 12 παρ. 2 Β.Δ 29/1971), ι) στις ποινές που επιβάλλονται σχετικά με τα εκλογικά αδικήματα (άρθρο 102 Π.Δ 55/1999)[4].
Με τη ρύθμιση του άρθρου 551 ΚΠΔ εισάγεται η διαδικασία σχηματισμού συνολικής ποινής για την περίπτωση που εξαντλήθηκε η δικαστική κρίση για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα, χωρίς στο μεταξύ να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρθρων 94 επ. ΠΚ, για τις περιπτώσεις αληθινής συρροής εγκλημάτων, είτε για λόγους πραγματικούς, είτε για λόγους τυπικούς (δικονομικούς). Η συγκεκριμένη ρύθμιση, δηλαδή, καλύπτει κανονιστικά την περίπτωση εκτελέσεως σε βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερων συναντώμενων καταδικαστικών αποφάσεων που αφορούν πλείονα συρρέοντα εγκλήματα[5]. Εν άλλοις λόγοις, η διάταξη του άρθρου 551 ΚΠΔ αφορά την εκτέλεση περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του ίδιου προσώπου για περισσότερα συρρέοντα εγκλήματα και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής (περιπτώσεις αληθινής συρροής σύμφωνα με τα άρθρα 94 επ. ΠΚ). Επομένως, ο σκοπός του άρθρου 551 ΚΠΔ είναι να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατός για οιονδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής και ως εκ τούτου η ρύθμιση του άρθρου αυτού όχι μόνο δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 94-97 ΠΚ, αλλά τις συμπληρώνει καθορίζοντας το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής προς εκτέλεση περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του ίδιου προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα (ΑΠ 188/2008, ΑΠ 587/2003, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 551 ΚΠΔ είναι η συνάντηση κατά το στάδιο της εκτέλεσης περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του αυτού προσώπου. Σε αντίθεση με τον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος έκανε λόγο για αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, στο άρθρο 551 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ απαλείφεται η φράση «αμετάκλητες», καθότι η Νομολογία του Αρείου Πάγου παγίως δέχεται ότι σε περίπτωση συνάντησης περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του αυτού προσώπου κατά το στάδιο της εκτέλεσης, δεν απαιτείται και δεν αποτελεί προϋπόθεση για τον καθορισμό συνολικής ποινής, να έχουν καταστεί προηγουμένως αμετάκλητες όλες οι επιμέρους καταδικαστικές αποφάσεις (ενδεικτ. ΟλΑΠ 4/2005, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, στη διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ, που αποτελεί το νομικό θεμέλιο για το σχηματισμό συνολικής ποινής, δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά για το αν η νέα καταδικαστική απόφαση ή η προηγούμενη ή οι προηγούμενες ή όλες πρέπει να είναι ήδη αμετάκλητες ή όχι[6]. Συνεπώς, η εφαρμογή της διάταξης του εν λόγω άρθρου χωρεί και πριν καταστούν αμετάκλητες οι καταδικαστικές αποφάσεις (βλ. ενδεικτ. ΟλΑΠ 4/2005, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Σχηματισμός συνολικής ποινής, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 97 ΠΚ (επιγενόμενη συρροή), χωρεί όταν σε βάρος του ίδιου προσώπου εκκρεμούν προς έκτιση ποινές που έχουν επιβληθεί με περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικές αξιόποινες πράξεις, ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων και προτού εκτιθούν ολοκληρωτικά, παραγραφούν ή χαριστούν οι υπό κρίση ποινές. Συνεπώς εάν μια ποινή έχει εκτελεστεί-εκτιθεί ή παραγραφεί, αποκλείεται να συνεπιμετρηθεί για το σχηματισμό συνολικής ποινής (ΑΠ 1222/2013, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Οι περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις μπορούν να προκύψουν ως εξής: α) Στην περίπτωση που το δικαστήριο το οποίο θα σχηματίσει τη συνολική ποινή, καταδικάζει τον δράστη για κάποια αξιόποινη πράξη, ακολούθως δε, τίθεται υπόψη του δικαστηρίου και άλλη ή άλλες καταδικαστικές αποφάσεις, που διαφορετικό ή διαφορετικά δικαστήρια έχουν επιβάλει και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί ακόμη, ούτε έχουν παραγραφεί ή χαριστεί. Αυτή είναι η κλασσική μορφή της επιγενόμενης συρροής, δηλαδή η ύπαρξη ενός αδικήματος και μιας καταδικαστικής γι’ αυτό απόφασης, στην οποία έρχεται να προστεθεί μια νέα καταδίκη για άλλο αδίκημα[7], β) Στην περίπτωση που το δικαστήριο καταδικάσει τον ίδιο δράστη κατά την ίδια δικάσιμο για περισσότερες από μια αξιόποινες πράξεις, χωρίς να προβεί σε συνεκδίκασή τους και χωρίς να εφαρμοσθεί εξαρχής το άρθρο 94 ΠΚ, και αμέσως μετά προβεί στο σχηματισμό συνολικής ποινής, εφαρμόζοντας πλέον το άρθρο 97 ΠΚ[8]. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν, όταν ο κατηγορούμενος στην ίδια δικάσιμο δικάζεται περισσότερες από μια φορές για διάφορες αξιόποινες πράξεις, άλλες από τις οποίες τέλεσε μόνος του και άλλες ως συμμέτοχος με άλλον ή άλλους με τους οποίους δικάζεται στην ίδια υπόθεση. Έτσι το δικαστήριο στην ίδια δικάσιμο εκδίδει κατά του αυτού προσώπου περισσότερες από μια καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες είναι εκτελεστές διότι δεν επιβλήθηκε μια συνολική ποινή. Συνεπώς, εφαρμόζεται το άρθρο 97 ΠΚ, ώστε να υπάρξει μια ποινή προς εκτέλεση και θα συμβεί ό,τι ακριβώς θα συνέβαινε εάν τα αδικήματα εκδικάζονταν ταυτόχρονα[9] και γ) Στην περίπτωση που το πρώτον και με αποκλειστικό αντικείμενο το αίτημα σχηματισμού συνολικής ποινής, άγονται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου δύο ή περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις (όχι απαραίτητα αμετάκλητες) που αφορούν στο ίδιο πρόσωπο, οι ποινές των οποίων δεν εκτίθηκαν, παραγράφηκαν ή χαρίστηκαν και επί των οποίων δεν σχηματίστηκε για οιονδήποτε λόγο συνολική ποινή[10]. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο κατηγορούμενος δικαιούται να αρνηθεί την αθροιστική έκτιση των ποινών ζητώντας τη συγχώνευσή τους και το δικαστήριο υποχρεούται να ικανοποιήσει το αίτημά του αφού η συγχώνευση για το δικαστήριο είναι υποχρεωτική[11].
Το άρθρο 97 ΠΚ παραπέμπει αποκλειστικά στην πρώτη παράγραφο των άρθρων 94, 96 και 96Α ΠΚ που αναφέρονται στην πραγματική αληθινή συρροή και όχι στην δεύτερη παράγραφο των ως άνω άρθρων που αφορά την κατ’ ιδέα αληθινή συρροή. Η ΟλΑΠ 1110/1982 (βλ. και ΑΠ 1571/1990, ΑΠ 19/2007, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ) έκρινε ότι όσον αφορά την κατ’ ιδέαν συρροή, οπότε με την ίδια ενέργεια ή παράλειψη του δράστη τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παρ. 2 ΠΚ), το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για την άλλη πράξη που συρρέει με την πρώτη, αφού αυτή (η άλλη πράξη) δεν κρίθηκε από το δικαστήριο και αν ακόμη ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής αποτελούσαν στοιχεία του εγκλήματος που κρίθηκε. Συνεπώς, σε περίπτωση διαδοχικής εκδίκασης των εγκλημάτων που συρρέουν κατ’ ιδέαν αληθινά θα εφαρμοστεί αναλόγως για το σχηματισμό συνολικής ποινής η διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ[12].
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ, οι ορισμοί περί συρροής εγκλημάτων και καθορισμού συνολικής γι’ αυτά ποινής εφαρμόζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ως αναγόμενοι στην επιμέτρηση της ποινής και όταν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν διαδοχικώς και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις, είτε από το ίδιο, είτε από διαφορετικά δικαστήρια, αρκεί να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ. Και στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων χωρεί και πριν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις καταστούν αμετάκλητες, τούτου συναγομένου και από το άρθρο 493 ΚΠΔ, κατά το οποίο επιτρέπεται επίσης έφεση και κατά αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή, αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά, εκδοθεισών περισσοτέρων αποφάσεων, “η δε συνολική ποινή καθορίστηκε πριν όλες οι αποφάσεις αυτές γίνουν αμετάκλητες”. Σε αυτά δεν αντιτίθεται η αναφερόμενη στην εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για συρρέοντα εγκλήματα διάταξη του άρθρου 551 ΚΠΔ, η οποία, καθώς και στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται, καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής σε εκτέλεση περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του αυτού προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα, διότι το άρθρο αυτό σκοπεί να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατός για οποιοδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής πριν οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες (ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 188/2008, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Εν κατακλείδι και ενόψει των ανωτέρω, δέον όπως σημειωθεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ δεν αλληλοαποκλείονται[13]. Αντιθέτως μάλιστα, η ρύθμιση του άρθρου 551 ΚΠΔ είναι συμπληρωματική των διατάξεων των άρθρων 94-97 ΠΚ[14]. Ειδικότερα, με τη ρύθμιση του άρθρου 551 ΚΠΔ εισάγεται η διαδικασία σχηματισμού συνολικής ποινής για την περίπτωση που εξαντλήθηκε η δικαστική κρίση για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα, χωρίς στο μεταξύ να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρθρων 94 επ. ΠΚ, για τις περιπτώσεις αληθινής συρροής εγκλημάτων, είτε για λόγους πραγματικούς, είτε για λόγους τυπικούς (δικονομικούς). Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 551 ΚΠΔ επεκτείνει τις διατάξεις της συρροής και στο πεδίο της εκτέλεσης των ποινών, διευρύνοντας τοιουτοτρόπως τις περιπτώσεις σχηματισμού συνολικής ποινής, ενώ συγχρόνως καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, τη δυνατότητα άμυνας του καταδικασθέντος εναντίον της σχετικής απόφασης, και εν γένει τη διαδικασία για τον καθορισμό συνολικής ποινής σύμφωνα με τα άρθρα 94-97 ΠΚ, σε περίπτωση περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από διαφορετικά δικαστήρια κατά του αυτού προσώπου για πλείονα συρρέοντα εγκλήματα. Στην περίπτωση, λοιπόν, της επιγενόμενης συρροής εγκλημάτων κατ’ άρθρο 97 ΠΚ, όπου οι περισσότερες ποινές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους, οι εν λόγω ποινές συντίθενται εκ των υστέρων σε μία συνολική ποινή στο πλαίσιο μιας νέας δίκης, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία της οποίας ρυθμίζει το άρθρο 551 ΚΠΔ[15]. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η ρύθμιση του άρθρου 551 ΚΠΔ έχει διφυή χαρακτήρα, αφενός ουσιαστικό, καθώς προβλέπει την εφαρμογή των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ, αφετέρου δικονομικό, διότι προβλέπει τη δικονομική διαδικασία εφαρμογής των άρθρων αυτών.
► Καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για τον σχηματισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής στην περίπτωση του άρθρου 97 ΠΚ, περί επιγενόμενης αληθινής συρροής εγκλημάτων, είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ή το Μονομελές Εφετείο. Πιο συγκριμένα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 551 ΚΠΔ, αν στις καταδίκες που απαγγέλθηκαν η ποινή βάσης επιβλήθηκε από το Τριμελές ή Μονομελές Πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το Μονομελές Εφετείο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 για τον καθορισμό συνολικής ποινής, ως ποινή-βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, ενώ σε περίπτωση ίσης διάρκειας λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Βαρύτερη ποινή θεωρείται η κατ’ είδος και η καθ’ ύψος (ήτοι η μεγαλύτερης διάρκειας) βαρύτερη. Συνεπώς, πρώτα ελέγχουμε ποιά είναι η κατ’ είδος βαρύτερη ποινή και όταν πρόκειται για ποινές του ίδιου είδους (π.χ φυλάκιση με φυλάκιση, κάθειρξη με κάθειρξη) τότε ελέγχουμε ποιά είναι μεγαλύτερης διάρκειας, οπότε αυτή θεωρείται βαρύτερη. Τέλος στην περίπτωση που οι ποινές είναι ομοειδείς και ίσης διάρκειας, για τον καθορισμό συνολικής ποινής λαμβάνεται υπόψη η νεότερη.
► Αναφορικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα (ο ΚΠΔ δε κάνει κάποια ρητή αναφορά), αν οι καταδικαστικές αποφάσεις απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το δικαστήριο που επέβαλε τη βαρύτερη κατ’ είδος ποινή ή, αν πρόκειται για ομοειδείς ποινές, το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή που είναι βαρύτερη καθ’ ύψος, ήτοι έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση το δικαστήριο που εξέδωσε τη νεότερη απόφαση.
Σχηματικά η καθ’ ύλην αρμοδιότητα για τον σχηματισμό συνολικής ποινής σε περίπτωση αληθινής συρροής εγκλημάτων꞉
● Αν την βαρύτερη κατ’ είδος ή καθ’ ύψος ποινή βάσης, και σε περίπτωση ομοειδών και ίσης διάρκειας ποινών, τη νεότερη απόφαση επέβαλλε το Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο → αρμόδιο δικαστήριο για τον σχηματισμό συνολικής ποινής είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο.
● Αν τη βαρύτερη κατ’ είδος ή καθ’ ύψος ποινή βάσης, και σε περίπτωση ομοειδών και ίσης διάρκειας ποινών, τη νεότερη απόφαση επέβαλλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων και Κακουργημάτων) ή το Μονομελές Εφετείο → αρμόδιο δικαστήριο για τον σχηματισμό συνολικής ποινής είναι το Μονομελές Εφετείο.
► Συνεπώς, αν λ.χ ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε 8 μήνες φυλάκιση για μία αξιόποινη πράξη και από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε 12 μήνες για άλλη αξιόποινη πράξη, αρμόδιο δικαστήριο για τον σχηματισμό συνολικής εκτιτέας ποινής είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551 ΚΠΔ, η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι’ αυτό. Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται και αν κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί, όμως, να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο διοριζόμενο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2.
Η αίτηση σχηματισμού συνολικής ποινής εισάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία που ακολουθείται στα πλημμελήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω (άρθρα 417 επ. ΚΠΔ, 27 παρ. 2 περ. αα΄ ΚΟΔΚΔΛ)[16].
Μερικές πρόσθετες παρατηρήσεις στο σημείο αυτό κρίνονται αναγκαίες꞉
1) Οι συναντώμενες κατά την εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές, κατά του αυτού προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα, μέχρι να καθορισθεί γι’ αυτές συνολική ποινή, εκτελούνται διαδοχικά και όχι δια συνεκτίσεως, η οποία δεν αναγνωρίζεται στην ελληνική ποινική νομοθεσία (ΑΠ 384/2000, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
2) Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει ήδη σχηματισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με άλλες αποφάσεις, τότε για τη νέα συνολική ποινή θα ληφθεί ως ποινή βάσης η ήδη σχηματισθείσα συνολική ποινή χωρίς να διασπασθεί στις επί μέρους ποινές από τις οποίες συγκροτήθηκε (ΑΠ 378/2001, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Εάν, όμως, δεν είναι η βαρύτερη, θα διασπαστεί για να εξευρεθεί η βαρύτερη που θα αποτελέσει τη ποινή βάσης, αλλά δεν μπορεί να ληφθεί από τις επιμέρους ποινές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που είχε ληφθεί προηγουμένως (ΑΠ 670/2010, ΑΠ 977/2006, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ) (βλ. και άρθρο 551 παρ. 3 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ).
3) Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους μετατροπής της ποινής βάσης και αν η ποινή βάσης είναι αμετάτρεπτη, δεν επιτρέπεται να μετατραπούν και οι συντρέχουσες ποινές, έστω και αν αυτές υπόκεινται αυτοτελώς σε μετατροπή, γιατί δεν επιτρέπεται η μετατροπή μόνο μέρους της συνολικής ποινής (ΑΠ 578/1993, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
4) Οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται στην συνολική κατά συγχώνευση ποινή διατηρούν την αυτοτέλεια τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφώνται από αυτήν (ήτοι την συνολική ποινή), χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς η κάθε μία εκτελέσεως, εκτελούμενες δια μέσου της συνολικής ποινής και με την εκτέλεση αυτής (ΑΠ 1544/2017, ΑΠ 384/2000, ΑΠ 286/1999, Γνμδ ΕισΕφ Πατρ 244/2016, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
5) Το γεγονός ότι οι συντρέχουσες ποινές, παρά το ότι διατηρούν την αυτοτέλειά τους, εκτελούνται δια μέσου της συνολικής ποινής έχει σημαντικές συνέπειες. Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατ’ άρθρο 99 ΠΚ, καθώς ως ποινή, της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται επί συρρεόντων εγκλημάτων η συνολική, διότι η ποινή αυτή, μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες, παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά, και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 717/2006, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, ως κριτήριο για τη δυνατότητα μετατροπής της συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής κατ’ άρθρο 82 ΠΚ δεν τίθεται το ύψος της συνολικής ποινής, αλλά η ποινή βάσης. Αν η ποινή βάσης μετατρέπεται, τότε μετατρέπεται και η συνολική ποινή[17] (βλ. και άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982, το οποίο τροποποιήθηκε μετά την εφαρμογή του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 μόνον ως προς το ύψος της ποινής, η οποία μετατρέπεται (υποχρεωτικά ή δυνητικά) σε χρηματική. Κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 ισχύει και μετά το Ν.4093/2012, δεδομένου ότι κάθε μία από τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζει διάφορο θέμα χωρίς να υπάρχει αντίθεση μεταξύ τους και η μία να αποκλείει την άλλη).
Στην περίπτωση της σύγχρονης εκδικάσεως και καταδίκης για πλείονα συρρέοντα εγκλήματα, η απόφαση που καθορίζει συνολική ποινή αποφαίνεται και περί μετατροπής αυτής. Όταν, όμως, η επιμέτρηση γίνεται με μεταγενέστερη απόφαση, λόγω μη συνεκδικάσεως των πλειόνων συρρεόντων εγκλημάτων, το δικαστήριο περιορίζεται στον καθορισμό και μόνο της συνολικής ποινής, η δε μετατροπή των εκάστοτε ποινών εξακολουθεί να ρυθμίζεται από την απόφαση που επέβαλε τις ποινές και συγχρόνως προέβη στη μετατροπή τους (βλ. ενδεικτ. ΑΠ 940/1986 ΠοινΧρ 1986/898).
6) Ωστόσο, οι επί μέρους συντρέχουσες ποινές παραγράφονται αυτοτελώς (βλ. άρθρα 94 παρ. 3 και 118 επ. ΠΚ).
7) Η απόφαση, που επιβάλλει τη «συνολική ποινή» δεν είναι καταδικαστική, αφού δεν απαγγέλλεται νέα καταδίκη. Καθορίζεται μόνο ο τρόπος συνεκτέλεσης των επί μέρους ποινών που συνεπιμετρήθηκαν στη συνολική ποινή (ΑΠ 1485/2013, ΑΠ 2293/2005, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Καταδικαστική είναι η απόφαση με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή και πλέον παροχή κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρα 18 εδ. β΄ και 55 ΠΚ ως κύρια ποινή (βλ. ενδεικτ. ΟλΑΠ 5/2000, ΑΠ 686/2019, ΑΠ 805/2018, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
8) Η απόφαση που καθορίζει συνολική ποινή, έστω και αν είναι εσφαλμένη, όταν καταστεί αμετάκλητη δεσμεύει, δηλαδή παράγει οιονεί δεδικασμένο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 ΚΠΔ, και δεν συγχωρείται επάνοδος επί του κριθέντος με την απόφαση αυτή ζητήματος κατά το αρθρ. 551 ΚΠΔ με υποβολή νέας αίτησης για τον καθορισμό συνολικής ποινής, η οποία θα αναφέρεται στις ίδιες καταδικαστικές αποφάσεις στις οποίες αναφερόταν και η προηγούμενη και ήδη κριθείσα αίτηση, ούτε μπορεί να διορθωθεί με άλλη αντίστοιχη απόφαση γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο υπερβαίνει την δικαιοδοσία του (ΑΠ 145/2014, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
9) Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής (ποινής βάσης) για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το 1/2 κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι (20) έτη όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη (πρόσκαιρη) και τα οκτώ (8) έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση (άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ).
10) Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη αν μια ποινή έχει ανασταλεί κατά το άρθρο 99 ΠΚ είναι δυνατόν να συνεπιμετρηθεί με άλλες στερητικές της ελευθερίας ποινές σε μία συνολική, διότι πρόκειται στην ουσία για παραλλαγή της στερητικής της ελευθερίας ποινής που διαφοροποιείται μόνο ως προς την εκτέλεσή της[18]. Κατ’ άλλη άποψη η ποινή στερητική της ελευθερίας που έχει ανασταλεί κατ’ άρθρο 99 ΠΚ δεν συνιστά εκτελεστή απόφαση και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού συνολικής ποινής. Υπέρ της πρώτης άποψης, η οποία κρίνεται ορθότερη, φαίνεται να συνηγορεί και το άρθρο 101 του νέου ΠΚ, το οποίο ρητά παραπέμπει στο άρθρο 97 ΠΚ.
11) Εγείρεται το μείζον ερώτημα, αν το Δικαστήριο που προέβη στον σχηματισμό της κατ’ άρθρον 551 ΚΠΔ συνολικής ποινής είναι αρμόδιο ή όχι και για την εφαρμογή των άρθρων 82 παρ. 4, 5 και 8 προϊσχύσαντος ΠΚ.
Σύμφωνα με την κρατούσα στη Νομολογία και Νομική Θεωρία ορθότερη άποψη, το Δικαστήριο που είναι αρμόδιο να καθορίσει τη συνολική εκτιτέα ποινή δεν έχει την εξουσία να αναστείλει κατ’ άρθρο 99 ΠΚ την εκτέλεση της συνολικής ποινής μετά τον καθορισμό της, ούτε την εξουσία να προβεί σε μετατροπή των ποινών, ούτε την εξουσία να παράσχει προθεσμία για την καταβολή του ποσού της μετατροπής σε δόσεις κατ’ άρθρο 82 παρ. 4 προϊσχύσαντος ΠΚ, ούτε την εξουσία να διευρύνει την προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής κατ’ άρθρο 82 παρ. 8 προϊσχύσαντος ΠΚ, ούτε την εξουσία να μετατρέψει περαιτέρω τη συνολική ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 104Α νέου ΠΚ και 82 παρ. 5 και 8 προϊσχύσαντος ΠΚ, διότι η απόφαση που καθορίζει συνολική εκτιτέα ποινή δεν έχει χαρακτήρα καταδικαστικής αποφάσεως και σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση σχηματισμού συνολικής ποινής δεν εξετάζει την ουσία της υποθέσεως (βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1544/2017, ΑΠ 1109/2018, ΑΠ 1164/2000, ΑΠ 1307/2000, ΑΠ 18/1999, ΜονΕφΠειρ 99/2012, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στον καθορισμό της συνολικής ποινής. Σε αντίθετη περίπτωση η απόφαση του δικαστηρίου θα είναι αναιρετέα ένεκα θετικής υπέρβασης εξουσίας κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ΄ ΚΠΔ.
ΜονΕφΠειρ 99/2012, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ ꞉ «…Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα με την από … αίτηση της ζήτησε όπως, μετά τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής με την επιμέτρηση των επί μέρους ποινών που επιβλήθηκαν σ’ αυτήν με τις υπ’ αριθ. …αποφάσεις, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, χορηγηθεί και προθεσμία καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής εκτιτέας ποινής (συγχωνευτικής) σε δόσεις. Το Δικαστήριο, όμως, τούτο δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση του τελευταίου αυτού αιτήματος, καθόσον δεν είναι το ίδιο δικαστήριο που προέβη στην μετατροπή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην αιτούσα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις και με το άρθρο 551 § 2 ΚΠΔ δεν καθιδρύεται αυτομάτως αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και για τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής σε δόσεις της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από την μετατροπή. Πρέπει, επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 120 §§ 1, 2 του ΚΠΔ, το Δικαστήριο τούτο να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπεμφθεί η αίτηση κατά το παραπάνω σκέλος της στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο είναι ανώτερο από αυτά που εξέδωσαν τις υπό συγχώνευση ποινές…».
ΑΠ 1544/2017, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ ꞉ «…το δικάσαν Δικαστήριο, που επιλήφθηκε της αίτησης της καταδικασθείσας για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης εξάντλησε την δικαιοδοσία του, η οποία περιορίζονταν μόνο στον καθορισμό συνολικής ποινής και καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του προέβη επιπλέον και στην μετατροπή αυτής της συνολικής ποινής φυλάκισης και ακολούθως χορήγησε και προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού, σε τριάντα έξι δόσεις (δοσοποίηση), αφού για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και για την χορήγηση προθεσμίας καταβολής, του προκύπτοντος από την μετατροπή ποσού, σε δόσεις, είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφασίσει, μόνο το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση (άρθρο 82 παρ.1 ΠΚ, αλλά και το άρθρο 41 παρ. 3 του Ν. 4264/2014)…».
ΑΠ 1109/2018, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ ꞉ «…Η εξουσία του Δικαστηρίου, το οποίο καθορίζει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί, όταν κατά του ίδιου προ­σώπου υπάρχουν προς εκτέλεση περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, εξαντλείται στον καθορισμό αυτό της συνολικής ποινής, με την επιμέτρηση των περισσοτέρων ποινών, που έχουν επιβληθεί, κατά τον τρόπο που ορίζεται στις διατάξεις των άρθ. 94 και 97 του ΠΚ και δεν προβλέπεται από το Νόμο εξουσία του Δικαστηρίου αυτού είτε για αναστολή εκτέ­λεσης της συνολικής ποινής είτε για μετατροπή των ποινών είτε περισσότερο (αυτό που ενδιαφέρει εν προκειμένω) να ορίσει την καταβολή της ποινής σε δόσεις. Μόνον στην περίπτωση της συγχρόνου συνεκδικάσεως και καταδίκης για πλείονα συρρέοντα εγκλήματα η καθορίζουσα τη συνολική ποινή απόφα­ση αποφαίνεται και περί της μετατροπής αυτής ή επέκεινα περί της καταβολής της σε δόσεις. Όταν όμως η επιμέτρηση γίνεται με μεταγενέστερη απόφαση λόγω μη συνεκδίκασης πλειόνων συρρεόντων εγκλημάτων (όπως εδώ), το Δικαστήριο περιορί­ζεται στον καθορισμό και μόνον της συνολικής ποινής, η δε μετατροπή ή δοσοποίηση των καθ’ έκαστον ποινών εξακολου­θεί να ρυθμίζεται από την απόφαση που επέβαλε τις ποινές και συγχρόνως προέβη στην μετατροπή και στη δοσοποίηση αυ­τών. Άλλωστε, η απόφαση περί καθορισμού συνολικής ποινής δεν είναι καταδικαστική, για να χωρήσει μετατροπή της συνο­λικής ποινής ή δοσοποίηση αυτής ή ακόμα μετατροπή αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Επομένως, αν το παραπάνω δικαστήριο, μετά τον καθορισμό συνολικής ποινής, διατάξει την καταβολή αυτής σε δόσεις (άρθ. 82 παρ. 4 ΠΚ), υπερβαίνει την εξουσία του και δημιουργείται λόγος αναίρεσης της αποφάσεώς του, κατ’ αυτό το μέρος, σύμφωνα με το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ…»
Σύμφωνα, όμως, με τη μη κρατούσα (και μη ορθή) άποψη στη Νομολογία, το Δικαστήριο που σχημάτισε τη συνολική ποινή είναι αρμόδιο να αποφανθεί το πρώτον επί του αιτήματος καθορισμού προθεσμίας καταβολής του ποσού της μετατροπής της ποινής σε δόσεις (δοσοποίηση) κατ’ άρθρο 82 παρ. 4 ΠΚ, καθώς επίσης και επί του αιτήματος παροχής προθεσμίας ή διεύρυνσης της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη και περαιτέρω μετατροπής της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρο 82 παρ. 8 ΠΚ και δεν απαιτείται ως τυπική προϋπόθεση προηγουμένως ο καταδικασθείς να απευθυνθεί με αιτήσεις σε όλα τα δικαστήρια που επέβαλαν τις συντρέχουσες ποινές (βλ. ΑΠ 1076/2018, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις τα δικαστήρια (κυρίως τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία), για λόγους επιεικούς μεταχείρισης του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, και σε πολλές περιπτώσεις με την αιτιολογία ότι η απόφαση που καθορίζει συνολική ποινή θεωρείται ως νέα καταδικαστική απόφαση, τάσσονται υπέρ της άποψης αυτής και κάνουν δεκτές (μη ορθά) τέτοιες αιτήσεις που υποβάλλονται το πρώτον στο αρμόδιο κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ Δικαστήριο για τον καθορισμό συνολικής ποινής (βλ. ενδεικτ. ΜονΠλημΑθ 107028/2016, ΜονΠλημΘεσσ 48067/2013, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
12) Εάν κάποιος καταδικαστεί σε πλείονες στερητικές της ελευθερίας ποινές, από διαφορετικά δικαστήρια και σε διαφορετικούς χρόνους, εκ των οποίων άλλες μεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, σε άλλες το δικαστήριο έχει χορηγήσει προθεσμία για τη πληρωμή του ποσού της μετατροπής σε δόσεις (δοσοποίηση) και άλλες έχουν μετατραπεί περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, μπορεί να γίνει συγχώνευση των ποινών αυτών, διότι η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χορηγήθηκε προθεσμία για τη πληρωμή του ποσού της μετατροπής σε δόσεις, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, και επομένως αφού διατηρεί αυτό το χαρακτήρα, είναι νοητός και επιβαλλόμενος ο καθορισμός συνολικής ποινής (ΑΠ 840/2015, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
13) Στην ΑΠ 840/2015, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, το Ανώτατο Ακυρωτικό δέχτηκε ότι είναι δυνατή η συγχώνευση περισσότερων αποφάσεων που είχαν αυτοτελώς καθορίσει ώρες παροχής κοινωφελούς εργασίας με το σκεπτικό πως, αφού η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που μετατρέπεται σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, είναι επομένως νοητός και επιβαλλόμενος ο καθορισμός συνολικής ποινής.
14) Είναι δυνατή η συγχώνευση στερητικής της ελευθερίας ποινής που ήδη μετατράπηκε σε χρηματική με άλλη ή άλλες στερητικές της ελευθερίας ποινές που επίσης μετατράπηκαν σε χρηματικές[19].
15) Αν επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης σε ενήλικο, αυτή θα συγχωνευτεί στην ποινή του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, που επιβλήθηκε στο ίδιο πρόσωπο για πράξη που διέπραξε όταν ήταν ανήλικος, επαυξανομένης της ποινής του περιορισμού κατά το ελάχιστο και μέγιστο όριο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 97 του ΠΚ (ΑΠ 499/1995, ΤΟΝ-ΝΟΜΟΣ).
16) Σύμφωνα με το άρθρο 493 ΚΠΔ (Έφεση σε περίπτωση επιγενόμενης συρροής)꞉ «Αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά, με έκδοση περισσότερων αποφάσεων, και η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν γίνουν όλες αμετάκλητες, για το αν είναι δυνατή η έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή λαμβάνεται υπόψη αυτή η ποινή.». Ενώ σύμφωνα με το άρθρο 494 ΚΠΔ (Έφεση σε περίπτωση συνολικής ποινή) ꞉ «Αν ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή, θεωρούνται ότι προσβλήθηκαν και εκείνες ακόμη από τις επιμέρους αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση ή πέρασε η προθεσμία της έφεσης, αρκεί να μην έγιναν αμετάκλητες.».
Τα άρθρα 493 και 494 ΚΠΔ έχουν ως σημείο αναφοράς το άρθρο 97 ΠΚ, το οποίο ρυθμίζει την επιγενόμενη συρροή. Τα εν λόγω άρθρα κατοχυρώνουν το δικαίωμα του εκκαλούντος να προσβάλει στο σύνολό της την απόφαση που έκρινε περισσότερα συρρέοντα εγκλήματα, ακόμα και όταν αυτή για ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα δεν υπόκειται σε έφεση. Παρόλα αυτά, δεν επιβάλλει υποχρεωτικά την άσκηση εφέσεως κατά της συνολικής ποινής, αλλά χορηγεί τη δυνατότητα άσκησης εφέσεως κατ’ αυτής και όταν οι επιμέρους ποινές δεν είναι από μόνες τους εκκλητές. Επομένως, τα εν λόγω άρθρα δεν αποκλείουν την αυτοτελή άσκηση έφεσης εναντίον καθεμιάς από τις επιμέρους ποινές, αν αυτές είναι εκκλητές[20].
17) Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α΄ ΚΠΔ «Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται». Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά θετική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει, ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, έστω και εσφαλμένα και επί συρροής εγκλημάτων, ακόμη και αν η συνολικά επιβληθείσα τελική ποινή είναι μικρότερη από την αντίστοιχη που επιβλήθηκε πρωτοδίκως (ΑΠ 233/1996, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
18) Σύμφωνα με την παρ. 5 εδ. β΄ του άρθρου 551 ΚΠΔ, κατά της απόφασης, με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ και επομένως για το λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και για εκείνον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 περ. Δ΄, Ε΄ ΚΠΔ), καθότι οι διατάξεις του άρθρου 551 ΚΠΔ κατά το μέρος που αναφέρονται στον καθορισμό συνολικής ποινής είναι ουσιαστικές (ΑΠ 546/2013, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
– ο Χρήστος Στόικος είναι δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ.Εδεσσας
________________
[1] Φ. Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία-Νομολογία- Βιβλιογραφία, Τρίτη Έκδοση, 2008, σελ. 1991-1992 ̇ Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 770.
[2] Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, τόμος II, η Ποινή, 2012, σελ. 283.
[3] Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), όπ.π., σελ. 741.
[4] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομολογία κατ’ άρθρο, 2015, σελ 708-709 ̇ Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τόμος II, Απόπειρα-Συμμετοχή-Συρροή, 2008, σελ. 348 ̇ Α. Χαραλαμπάκη, όπ.π., σελ. 286 ̇ Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), όπ.π., σελ. 741.
[5] Π. Παπανδρέου σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος 2ος ,2018, σελ. 2051.
[6] Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 773.
[7] Φ. Ανδρέου, όπ.π., σελ. 2003.
[8] Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, 2014, σελ. 443.
[9] Φ. Ανδρέου, όπ.π., σελ. 2003.
[10] Α. Χαραλαμπάκης, όπ.π., σελ. 443.
[11] Φ. Ανδρέου, όπ.π., σελ. 2003.
[12] Π. Παπανδρέου σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 771, με περαιτέρω παραπομπές στη Νομική Θεωρία.
[13] Φ. Ανδρέου, όπ.π., σελ. 2004.
[14] Αθ. Κονταξής, Ποινικό Δίκαιο, τόμος Α΄, Έκδοση Γ΄, 2000, σελ. 1199-1200.
[15] Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τόμος III, Συρροή-Παραγραφή, 2008, σελ. 87.
[16] Π. Παπανδρέου σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος 2ος ,2018, σελ. 2057.
[17] Α. Χαραλαμπάκης, όπ.π., σελ. 438.
[18] Π. Παπανδρέου σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), όπ.π., σελ. 2060.
[19] Π. Παπανδρέου σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), όπ.π., σελ. 2060.
[20] Κ. Χατζηιωάννου σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος 2ος ,2018, σελ. 1064.

http://www.legalnews24.gr/2020/03/blog-post_10.html?m=1&fbclid=IwAR3G4D6yN_GiioD0gzoxceQK0Ztw-UQwnO-lRge13yGAJsROVslQGaGOyMc