Διαδικασία περιουσιακών διαφορών – Αναγκαστική εκτέλεση – Ανακοπή – Έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει της οποία η καθής η ανακοπή προβαίνει σε εμφανή περιορισμό του ποσού της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο εν λόγω περιορισμός, προκειμένου να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση -.

Η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι, πλην όμως θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε η αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Κατά συνέπεια, με τον ακόλουθο περιορισμό της απαίτησης στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να προσδιορίζονται σε τι συνίσταται επακριβώς ο εν λόγω περιορισμός, ήτοι τα ακριβή κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, καθιστά άκυρη την κατασχετήρια έκθεση λόγω έλλειψης στην ουσία της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης. Εν όψει τούτων, αναγκαία, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, και σε συνδυασμό τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει, γεγονός το οποίο εν προκειμένω η επισπεύδουσα καθ’ ής παραβλέπει, με συνέπεια ο περιορισμός αυτός να καθίσταται αόριστος, επιφέροντας στην ουσία την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη και συνακόλουθα την ακυρότητα της Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης.

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς, Γεωργίου Λ. Καλτσά).

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή …….. την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) …….. με ΑΦΜ ….., κατοίκου Πειραιά Αττικής, οδός … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά (AM ΔΣΠ 3231). 2) ….., με ΑΦΜ …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά (AM ΔΣΠ 3231).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …, με ΑΦΜ …, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της δικηγόρο …. (AM …).

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από (αριθμ. καταθ. δικογρ. …) ανακοπή τους, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο … (με )

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή, οι ανακόπτοντες ζητούν – για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους – την ακύρωση: α) των από 2-9-2019 δύο επιταγών προς πληρωμή κάτωθι πρώτου απογράφου εκτελεστού των : i) ./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ii) ./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) της ./24-7-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, … δυνάμει των οποίων, επισπεύδεται στις 3-3-2021, βάσει των παραπάνω δύο εκτελεστών τίτλων από την καθής η ανακοπή ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ενός ακινήτου και δη του υπό στοιχ. … στην οποία ανήκει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της υπό στοιχ. … του πρώτου των ανακοπτόντων, το οποίο βρίσκεται στον τέταρτο πάνω από τον ισόγειο όροφο μιας πολυώροφης οικοδομής κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως : … τμ, ευρισκόμενου στο …, στη συμβολή των οδών … και στην οποία φέρει τον αριθμό … στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό συνιδιοκτησίας … στο οικόπεδο εξ αδιαιρέτου και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ … Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η καθ’ ής η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη.

Η κρινόμενη ανακοπή στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύονται αντιρρήσεις κατά περισσοτέρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, που επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων και ειδικά η κατάσχεση σε βάρος μόνο του πρώτου εξ αυτών κυρίου του κατασχεθέντος ακινήτου, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (937 παρ. 3, 614 επ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 933 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από το ν. 4335/2015), ήτοι για μεν τον δεύτερο ανακόπτοντα, στον οποίο επιδόθηκαν οι επιταγές στις 2-9-2019 (βλ. σχετ. …/2-9-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …) ασκήθηκε παραδεκτά κατά των επιταγών προ πάσης κατασχέσεως και για δε τον πρώτο εξ αυτών εντός 45 ημερών από την ημέρα επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης στον εδώ πρώτο ανακόπτοντα αναστελλόμενης της ανωτέρω προθεσμίας κατά το μήνα Αύγουστο κατ’ αρ. 940Α ΚΠολΔ (ήτοι στις 24-7-2020, βλ σχετ. την προσκομιζόμενη από την καθ’ ής ./24-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ής στις 22-9-2020 (βλ. σχετ. υπ’ αριθμ. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της.

I. Κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί -αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου – να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής. Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, η οποία αναφέρεται σε αναβολή της συζητήσεως, πρόκειται ενταύθα περί αναστολής της δίκης (ΑΠ 263/2008, ΑΠ 729/2006 αδημ., ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΠατρ 723/1983 Δ 15.280). Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33,1161, ΕφΑΘ 370/1993 ΕλλΔνη 1994,492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξιώσεως που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλου κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτήν, και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης (ΕφΛαρ 311/2004 αδημ., ΕφΑΘ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993,910), αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑΘ 370/1993 ΕλλΔνη 1994.492).

II. Περαιτέρω, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά από την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και ανακοπής (αντιρρήσεων) του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και όταν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους, που προβλήθηκαν ήδη με την κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος θεμελιώνεται επαρκώς στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934, αλλά και στο δεδομένο ότι η ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί (ΕφΑΘ 2631/1992 ΕλλΔνη 1994.449). Επιπλέον, δεν αποκλείεται η παράλληλη επίκληση των ίδιων λόγων και ως αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης, ούτε προκύπτει κάτι αντίθετο από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 935 ΚΠολΔ, γιατί οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνο τη σχέση μεταξύ διαδοχικών ανακοπών του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Όταν ο ανακόπτων ασκεί ταυτόχρονα για τους ίδιους λόγους και ανακοπή του άρθρου 933, ζήτημα εκκρεμοδικίας δεν τίθεται, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών. Κατά μια άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο αυτό, η ταυτότητα των προβαλλόμενων λόγων καθιστά σκόπιμη την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 749/1995 ΔΕΕ/1995.974, ΕφΘεσ 63/1997 Αρμεν. 1999.250, Κονδύλη, Το δεδικασμένο, παρ. 14 σελ. 162). Κατ’ άλλη άποψη, υπάρχει εκκρεμοδικία και πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 222 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 2730/1995 αδημ., Μπέης, άρθρο 632, σελ. 221- 223). Κατά τρίτη γνώμη, αν εκκρεμεί κατά της διαταγής πληρωμής η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι δυνατόν να ασκηθεί και η ανακοπή του άρθρου 933, πλην όμως με την τελευταία ανακοπή μπορούν να προβληθούν μόνο λόγοι ακυρότητας των πράξεων εκτέλεσης και όχι λόγοι που αφορούν στο κατ’ ουσίαν υποστατό της απαίτησης, που επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 933, σελ. 403).

Με το σύνολο σχεδόν των λόγων της ανακοπής (κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ) που αναφέρονται στις προσβαλλόμενες από αμφότερους τους ανακόπτοντες από 2-9-2019 επιταγές προς πληρωμή κάτωθι δύο επιμέρους απογράφων εκτελεστών, εκτίθεται ότι οι προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή και η εντεύθεν αναγκαστική κατάσχεση, επισπεύδεται βάσει δυο εκτελεστών τίτλων, οι οποίοι ενσωματώνουν απαίτηση αόριστη, μη εκκαθαρισμένη και εν μέρει ανύπαρκτη, διότι τούτη περιλαμβάνει κατάλοιπο που προέκυψε από την εφαρμογή πληθώρας ακύρων όρων της δανειακής σύμβασης και των πρόσθετων αυτής πράξεων, που ανάγονται στην απαίτηση, που καθιστούν το σύνολο των άνω εγγράφων, αρχικής σύμβασης και προσθέτων πράξεων, άκυρων λόγω υπέρμετρης δέσμευσης των ανακοπτόντων-καταναλωτών, διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους αλλά και κατάλοιπο επιβαρυμένο παράνομα με κονδύλια, προερχόμενα από ανατοκισμούς τόκων υπερημερίας, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων. Τέλος αναφέρουν ότι οι απαιτήσεις εκ των ./2017 και …/2017 διαταγών πληρωμής και των παρά πόδας αυτών προσβαλλόμενων από 2-9-2019 επιταγών είναι αόριστες ως προς το ύψος των επιδικασθέντων τόκων, των κεφαλαιοποιημένων και ανατοκιζομένων τόκων, ενώ και τα προσκομισθέντα έγγραφα προς απόδειξη της οφειλής αφενός μεν δεν ήταν νόμιμα επικυρωμένα και δεν δύναντο να επιστηρίξουν την έκδοση των εκτελεστών τίτλων δυνάμει των οποίων επιδόθηκαν οι προσβαλλόμενες επιταγές, αφετέρου δε ως προς τις καταγγελίες των δανειακών συμβάσεων που προσκομίστηκαν δυνάμει των οποίων (δανειακών συμβάσεων) εκδόθηκαν οι ανωτέρω διαταγές πληρωμής, δεν έγιναν από αρμόδιο πρόσωπο έχον προς τούτο εξουσιοδότηση, ούτε εγκρίθηκαν μεταγενέστερα και για το λόγο αυτό τυγχάνουν ακυρωτέες οι προσβαλλόμενες από 2-9-2019 επιταγές κάτωθι των ανωτέρω διαταγών πληρωμής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας αλλά και αναφέρουν οι ανακόπτοντες στην υπό κρίση ανακοπή τους, οι τελευταίοι από κοινού με τον μη διάδικο … έχουν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών : α) την … ανακοπή τους, με την οποία ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ). Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε η … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την ανακοπή, όπως προκύπτει και από το προσκομιζόμενο αντίγραφο πορείας πολιτικής υπόθεσης από την ψηφιακή πύλη του ΟΣΔΔΥ και β) … ανακοπή τους, με την οποία την ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ). Η συζήτηση της άνω ανακοπής προσδιορίστηκε αρχικά να συζητηθεί στις … και έκτοτε εκκρεμεί. Δοθέντος δε ότι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση ανακοπής που βάλλουν κατά των από 2-9-2019 επιταγών αφορούν στο κύρος των εκτελεστών τίτλων και στην εκτελούμενη απαίτηση και ένεκα του δεδικασμένου που θα παραχθεί από τις τελεσίδικες αποφάσεις επί των παραπάνω ανακοπών αναφορικά με αυτήν (βλ άρθρο 933 παρ. 4 σε συνδυασμό με 330 ΚΠολΔ και Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. Γενικό Μέρος, σελ. 583 παρ. 3 περ. α’) και την εντεύθεν άμεση επίδραση της κρίσης αυτής στο αντικείμενο της παρούσας δίκης αλλά και στην εγκυρότητα των περαιτέρω πράξεων της επισπευδόμενης εις βάρος του πρώτου ανακόπτοντος εκτέλεσης, προκύπτει η άμεση εξάρτηση της παρούσας δίκης από την έκβαση των δικών επί των ως άνω ανακοπών, που εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει να ανασταλεί η παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναφορικά με όλους τους άνω αναφερόμενους λόγους, που αφορούν στο κύρος των εκτελεστών τίτλων ήτοι, στην απαίτηση, είτε αυτοί ταυτίζονται είτε όχι με τις εκκρεμούσες ανακοπές εκ του αρ. 632 ΚΠολΔ, μέχρι την τελεσίδικη περάτωση των δικών επί των προαναφερόμενων ανακοπών. Στο σημείο δε αυτό αναφορικά με τους μη ταυτιζόμενους λόγους στις δύο ανακοπές που αφορούν την απαίτηση και το κύρος των εκτελεστών τίτλων λεκτέο το εξής : Κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 4335/2015, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 § 2 εδ. γ’ αντίστοιχα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί κατά την ως άνω διάταξη και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 § 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 977/2015, 1881/2014, 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ , η δι’ αυτής βεβαιούμενη απαίτηση, εφ’ όσον έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 § 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδιασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, αφορώσα στο κύρος της εκτελέσεως, λόγων ανακοπής, που αν και ήταν γεννημένοι και ηδύναντο να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από ης ανωτέρω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ ΑΠ 30/1987, ΑΠ 1881/2014). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, εφΧ όσον το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών, την οποία προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 243/2018, 856/2014, 53/2004). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που ηδύναντο να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που δύναται να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελιώσεως. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) ύλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν στο κατ’ ουσία βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφ’ όσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφ’ όσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 243/2018, ΑΠ 856/2014, 1017/2001).

Εξάλλου ο πρώτος ανακόπτων, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, που βάλλει κατά της κατάσχεσης, εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης πάσχει λόγω αοριστίας του περιορισμού του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση και συγκεκριμένα αναφέρει ότι : μολονότι με τις από 2-9-2019 δύο επιταγές προς πληρωμή επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 25.846,67 € πλέον τόκων και εξόδων, δυνάμει της ./13-12-2017 διαταγής πληρωμής και το ποσό των 72.031,47 €, πλέον τόκων και εξόδων δυνάμει της ./22-12-2017 διαταγής πληρωμής, η καθ’ ής η ανακοπή κατέσχεσε συνολικά από την ακίνητη περιουσία του το ποσό των 50.000 € και ειδικότερα το 20.000 € από την ./13-12-2017 διαταγή πληρωμής και το ποσό των 30.000 από την ./22-12-2017 διαταγή πληρωμής χωρίς να προσδιορίζονται ειδκότερα τα συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται και χωρίς ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος στηρίζεται στο αρ. 904,915,916 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία του.

Από τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες αυτών, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται παρακάτω (άρθρα 352 παρ. 1 και 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Με την υπ αριθμ…. σύμβαση πίστωσης που συνήφθη μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ής …, που καταρτίστηκε στην Αθήνα, η τελευταία χορήγησε στον πρώτο ανακόπτοντα με την εγγύηση του δεύτερου πίστωση ποσού ευρώ με τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτή, με σκοπό την βελτίωση επισκευή κατοικίας προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ…. λογαριασμός. Η σύμβαση αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού ο πρώτος ανακόπτων δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές του υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα η τράπεζα να προβεί στο κλείσιμο του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, και στην μεταφορά του χρεωστικού υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση, γνωστοποιώντας τούτο στον ανακόπτοντα και καλώντας τον να του καταβάλλει το ανωτέρω χρεωστικό υπόλοιπο.

Ο πρώτος ανακόπτων δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της τράπεζας, και για το λόγο αυτό η τελευταία, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να καταβάλουν από κοινού και εις ολόκληρον για την ανωτέρω αιτία στην καθ’ ης το ποσό των 25.846,67 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες κοινοποίησε η τράπεζα στους ανακόπτοντες στις 2-9-2019 κατά της οποίας ασκήθηκε η παραπάνω αναφερόμενη ανακοπή εκ του αρ. 632 ΚΠολΔ. Με την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή, οι ανακόπτοντες επιτάσσονται για την ανωτέρω αιτία να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 25.846,67 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από 28-8-2017, το ποσό των 790,70€ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το ποσό των 18 € για έκδοση και επικύρωση αντιγράφου της επταγής, το ποσό των 120 €για σύνταξη της επιταγής, τα έξοδα και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της επιταγής ήτοι συνολικά το ποσό των 26.775,37 € στο οποίο θα προστίθονταν σε περίπτωση μη εξόφλησης και το ποσό των 40 € για τη σύνταξη εντολής εκτέλεσης, β) Με την υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης που συνήφθη μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ής …, που καταρτίστηκε στην Αθήνα, η τελευταία χορήγησε στον πρώτο ανακόπτοντα με την εγγύηση του δεύτερου πίστωση ποσού ευρώ με τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτή, με σκοπό την αγορά πρώτης κατοικίας, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός. Η σύμβαση αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού ο πρώτος ανακόπτων δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές του υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα η τράπεζα να προβεί στο κλείσιμο του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, και στην μεταφορά του χρεωστικού υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση, γνωστοποιώντας τούτο στον ανακόπτοντα και καλώντας τον να του καταβάλλει το ανωτέρω χρεωστικό υπόλοιπο. Ο πρώτος ανακόπτων δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της τράπεζας, και για το λόγο αυτό η τελευταία, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να καταβάλουν από κοινού και εις ολόκληρον για την ανωτέρω αιτία στην καθ’ ης το ποσό των 72.031,47 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο αναλύεται στον παραπάνω τίτλο ως εξής : για χεολύσια, το ποσό των 66.722,40 €, για τόκους κεφαλαίου το ποσό των 3.342,35 €, για τόκους υπερημερίας το ποσό των 1.406,86 €, για ασφάλιστρα το ποσό των 559,86 €. Ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες κοινοποίησε η τράπεζα στους ανακόπτοντες στις 2-9-2019 κατά της οποίας ασκήθηκε η παραπάνω αναφερόμενη ανακοπή εκ του αρ. 632 ΚΠολΔ. Με την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή, οι ανακόπτοντες επιτάσσονται για την ανωτέρω αιτία να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 72.031,47 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από 28-8-2017, το ποσό των 2.362 €για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το ποσό των 18 € για έκδοση και επικύρωση αντιγράφου της επταγής, το ποσό των 120 € για σύνταξη της επιταγής, τα έξοδα και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της επιταγής ήτοι συνολικά το ποσό των 74.531,47 € στο οποίο θα προστίθονταν σε περίπτωση μη εξόφλησης και το ποσό των 40 €για τη σύνταξη εντολής εκτέλεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της προσβαλλομένης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, το ποσό που οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ ής, με τις από 2-9-2019 δύο ξεχωριστές επιταγές, αναλύεται όπως εκτέθηκε ανωτέρω για κεφάλαιο, έντοκα από τις 28-8-2017, οπότε και έκλεισαν οι τηρούμενοι λογαριασμοί, πλέον του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, για έκδοση και χαρτοσήμανση των αντιγράφων των δύο διαταγών πληρωμής, παρά πόδα των οποίων έχουν αυτές συνταχθεί, για έξοδα σύνταξης τους. Δηλαδή, οι απαιτήσεις για την ικανοποίηση των οποίων επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο κατωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο, του πρώτου των ανακοπτόντων ήτοι: επί μίας οριζοντίου ιδιοκτησίας και ειδικότερα στην υπό στοιχ. … με το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της υπό στοιχείο … θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, που βρίσκεται στον τέταρτο πάνω από το ισόγειο όροφο μιας πολυώροφης οικοδομής κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως … τμ (κατά το κτηματολογικό φύλλο), ευρισκόμενου στη δημοτική ενότητα Πειραιώς του Δήμου Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής, επί των οδών … αριθμός …, το οποίο φέρει αριθμό ΚΑΕΚ … η οποία περιήλθε στην κυριότητα του πρώτου ανακόπτοντος, δυνάμει του … συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …, νομίμως μεταγεγραμμένου. Η παραπάνω κατάσχεση επιβλήθηκε ωστόσο μόνο για το ποσό των 20.000 ευρώ, ως προς την πρώτη διαταγή πληρωμής και για το ποσό των 30.000 €, ως προς την δεύτερη διαταγή πληρωμής. Στο κείμενο αυτής (της κατασχετήριας έκθεσης) υπήρχε μνεία ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου της ανακοπής, να ακυρωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την άνω κατασχετήρια έκθεση σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος . Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, θα πρέπει η υπό κρίση ανακοπή κατά της κατασχετήριας έκθεσης, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά το μέρος που ασκείται από τον πρώτο ανακόπτοντα κατά της έκθεσης κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών παρελκούσης της εξέτασης του έτερου λόγου ανακοπής κατά της κατάσχεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει αφενός μεν Α) να ανασταλεί η παρούσα δίκη κατά των από 2-9-2019 επιταγών προς πληρωμή μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση: α) της ανακοπής των εδώ ανακοπτόντων, με την οποία ζητούν την ακύρωση της υπ’αριθμ. Διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε η … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της … ανακοπής τους, με την οποία ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ) αφετέρου δε Β) να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά της … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … και να ακυρωθεί αυτή. Τέλος, η καθ’ ής η ανακοπή πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του πρώτου ανακόπτοντα – ως προς τις οριστικές διατάξεις της απόφασης – καθόσον η απόφαση είναι εν μέρει οριστική (176, 178, 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη δίκη περί ακυρώσεως των από 2-9-2019 επιταγών προς πληρωμή εωσότου περατωθούν τελεσίδικα οι δίκες επί: α) της ανακοπής κατά της υπ’ αριθμ. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του

Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της … ανακοπής κατά της υπ’ αριθμ. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ).

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή του πρώτου ανακόπτοντος κατά της … εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του πρώτου ανακόπτοντος, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις ….., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
dsanet.gr