1. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 Α.Κ., 1 του ν. 2112/1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του ερ¬γαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρη¬στά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (Α.Κ. 281). Οπότε, σε περί¬πτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρη¬στική και, κατά συνέπεια, άκυρη (Α.Κ. 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προ¬ηγηθείσα νόμιμη αλλά μη αρεστή στον εργοδότη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν δεν υπάρχει γι αυτήν κάποια εμφα¬νής ή αληθής αιτία. Διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει. Ο εργαζόμενος, επιδιώκο¬ντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαι¬τίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η Α.Κ. 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπο¬ρεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγ¬γελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρε¬ώσεων (Α.Π. 179/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ). Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως. Αλλά και όταν ακόμη αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου κατα¬χρηστική. Διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋ¬πόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως ερ¬γασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (Α.Π. 769/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ).

2. Με το ν. 4359/2016 κυρώθηκε ο ανα¬θεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρ-της (στο εξής ως «Χάρτης»), ο οποίος έχει αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του αναθεωρημένου Χάρτη: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζο¬μένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των ερ¬γαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να δια-σφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».
Με την ως άνω διάταξη εισάγεται ένα αυτοτελές δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την από¬λυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του και έχει τρεις βασικούς άξονες: πρώτον, κάθε λύση εργασιακής σύμβασης με πρω-τοβουλία του εργοδότη πρέπει να στηρί¬ζεται σε «βάσιμο λόγο», ο οποίος να συνδέεται με τη συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανά¬γκες της επιχείρησης, δεύτερον, ο εργοδό¬της υποχρεούται να «αποζημιώνει καταλ¬λήλως» τον αδικαιολογήτως απολυθέντα ή να παρέχει άλλη κατάλληλη επανόρθωση, και τρίτον, σε περίπτωση απόλυσης χωρίς να συντρέχει «βάσιμος λόγος», πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία.
Έτσι, μετά την κύρωση του άρθρου 24 του αναθεωρημένου Χάρτη, γίνεται αντιληπτό ότι το καθεστώς της «αναιτιώδους» εργοδοτικής καταγγελίας δεν είναι πλέον συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο, που το παραπάνω άρθρο εγγυάται. Άλ¬λωστε, το γεγονός ότι η κείμενη εργατική νομοθεσία (ν. 2112/1920 και 3198/1955, β.δ. 16/18.7.1920, σε συνδυασμό με τους ν. 3899/2010 και 4093/2012) προβλέπει την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στον εργαζόμενο που απολύεται νομίμως δεν δύναται να καταστήσει το σύστημα της «αναιτιώδους» καταγγελίας συμβατό με το άρθρο 24 του αναθεωρημένου Χάρτη με το σκεπτικό ότι η πρόβλεψη του Χάρτη για καταβολή «επαρκούς αποζημίωσης», σε περίπτωση που η απόλυση πραγματο¬ποιείται χωρίς βάσιμο λόγο, είναι δηλαδή παράνομη, καλύπτεται από την αποζημί¬ωση που, με βάση το ελληνικό εργατικό δίκαιο, ούτως ή άλλως δίνεται για τη νό¬μιμη απόλυση. Και αυτό γιατί, κατ αρχάς, μία τέτοια άποψη εδράζεται σε ένα λογικό άτοπο, σύμφωνα με το οποίο η ύπαρξη κύρωσης για την περίπτωση παραβίασης ενός δικαιώματος, εν προκειμένω του δι¬καιώματος του εργαζόμενου η λύση της εργασιακής του σύμβασης με πρωτοβου¬λία του εργοδότη να στηρίζεται σε «βάσιμο λόγο», είναι αρκετή για να αρνηθεί κανείς την κανονιστική διάσταση αυτού του δικαιώματος, καθιστώντας το κενό περιε¬χομένου παρά τη ρητή του κατοχύρωση. Σε κάθε δε περίπτωση, μία τέτοια άποψη παραγνωρίζει το γεγονός ότι η αποζημί¬ωση απόλυσης επιτελεί μία διαφορετική λειτουργία, αποτελώντας ένα με ευρεία έν¬νοια αντάλλαγμα για εργασία που έχει ήδη παράσχει ο εργαζόμενος (Ολ.Α.Π. 30/2005 ΕΕργΔ 2005, 1405, Α.Π. 490/2011 Τ.Ν.Π. Νόμος και Εφ.Λαρ. 109/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, 705), το οποίο, αν και δεν αποτελεί μισθό, επιρρίπτεται στον εργοδότη με το σκεπτικό ότι αποτελεί μέρος της γενικότερης ωφέλειας που ο εργαζόμενος, με την επί έτη προσφορά της εργασίας του, κατέλιπε στην εργοδοτική επιχείρηση [πρβλ. σχετικά Δ. Τραυλό-Τζανετάτο, «Η καθιέρω¬ση ανώτατου ορίου αποζημίωσης (άρθρο 2 παρ. 2 α.ν. 173/1967) και το Σύνταγμα», σε: Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, τόμος Π, Αντ. Σάκκουλας, 2006, 1777 επ. και Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Σάκκουλας, 2015], λόγος που άλλωστε δικαιολογεί και το γεγονός ότι το ύψος της κλιμακώνεται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας του απο¬λυόμενου. Αντιθέτως, η επαρκής αποζημί¬ωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 24 του αναθεωρημένου Χάρτη αποτελεί κύ¬ρωση που επιβάλλεται στον εργοδότη εάν αυτός, κατά παράβαση όσων ορίζονται στο ίδιο ως άνω άρθρο, προβεί σε απόλυση του εργαζόμενου χωρίς να συντρέχει κάποιος βάσιμος προς τούτο λόγος.
Με βάση λοιπόν τις παραπάνω επιση¬μάνσεις καθίσταται σαφές ότι μετά την κύ-ρωση του αναθεωρημένου Χάρτη εισήχθη ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της αντικειμενικά δικαιολογημένης καταγγελί¬ας και εφεξής τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει αφενός μεν να ερευνούν την ύπαρ¬ξη ή μη βάσιμου λόγου, εξ εκείνων που πα¬ρατίθενται περιοριστικά στο άρθρο 24 του αναθεωρημένου Χάρτη και, αφετέρου, να θεωρούν ως παράνομη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε τέτοιο λόγο. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ευθεία αναγωγή στο άρθρο 24, η διατύπωση του οποίου, τουλάχιστον όσον αφορά σε αυτό το ζήτημα, είναι ακρι¬βής, σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρ¬θρων 174 και 180 Α.Κ. άποψη που κρίνε¬ται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστή¬ριο (έτσι και η Μον.Πρωτ.Πειρ. 3223/2017 ΕΕργΔ 2017, 1425. Πρβλ. επίσης την αιτιο¬λογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, διαθέσιμη σε ΕΕργΔ 2016, 243-250, σύμφωνα με την οποία με το άρθρο 24 αναγνωρίζεται το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μην απομακρύνονται από την εργασία τους χωρίς βάσιμη αιτία, αλλά και την εισήγηση του Υπουργού Εργασίας ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνι¬κών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη συζή¬τηση που διεξήχθη σχετικά με την επεξεργασία και εξέταση του παραπάνω σχεδίου νόμου, επίσης διαθέσιμη σε ΕΕργΔ 2016, 251-253, όπου αναφέρεται επί λέξει ότι ο Χάρτης «καθιερώνει αιτιολογημένες απολύσεις. Στο εξής, επομένως, η καταγ¬γελία θα είναι αιτιώδης δικαιοπραξία»)— είτε ερμηνευτικά, με τη διαμεσολάβηση του άρθρου 281 Α.Κ., οπότε ως καταχρηστική θα θεωρείται κάθε απόλυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του αναθεωρημένου Χάρτη.
Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, καθί¬σταται σαφές ότι με την κύρωση του αναθεωρημένου Χάρτη η ελληνική έννομη τάξη απομακρύνθηκε από το σύστημα της «αναιτιώδους» καταγγελίας και εγκολπώθηκε το αντικειμενικό σύστημα προστασίας από την απόλυση. Έτσι, ως λόγοι που ανά¬γονται στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν αντικειμενικά την καταγ¬γελία της σύμβασης εργασίας του, θα μπο¬ρούσαν, μεταξύ άλλων, να θεωρηθούν και εκείνοι οι βάσιμοι, σοβαροί και αληθινοί λόγοι που, υπό το μέχρι πρόσφατα κρατούν καθεστώς της αναιτιώδους καταγγελίας, θα κρίνονταν ότι δεν συνιστούν καταχρη¬στική άσκηση του δικαιώματος καταγγε¬λίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη (έτσι Χ. Τσιμπούκης, «Αρχή του τέλους για την “αναιτιώδη” εργοδοτι¬κή καταγγελία. Το Πρωτοδικείο Πειραιώς εφαρμόζει τι άρθρο 24 του Αναθεωρημέ¬νου Ε.Κ.Χ. και εγκαινιάζει μία νέα εποχή για το ελληνικό δίκαιο των απολύσεων», ΕΕργΔ 2017, 1395-1424).
Περαιτέρω, καθόσον, μετά από αυτές τις παραδοχές, ο βάσιμος λόγος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της καταγγελίας, από το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. -σύμφωνα με το οποίο κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγμα¬τικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του- συνάγεται ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι η απόλυση οφεί¬λεται σε συγκεκριμένο βάσιμο λόγο, προς αντίκρουση της αγωγής του εργαζομένου που επικαλείται παράνομη απόλυση, εκτι¬μάται ως ένσταση που εναπόκειται στον εργοδότη να επικαλεστεί και να αποδείξει (Μον.Πρωτ.Πειρ. 3223/2017 ό.π.).
3. Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του Α.Κ., 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συν¬τάγματος συνάγεται ότι, αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδό¬τη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικό¬τητας του εργαζομένου (μείωση της υπό¬ληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ εύλογη κρίση (Α.Π. 90/2018 ΕΕργΔ 2018, 981, Α.Π. 254/2012 ΔΕΕ 2013, 511).
4. Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 361 και 669 παρ. 2 Α.Κ., συνάγε¬ται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργα¬σίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα τόσο του εργοδότη όσο και του εργαζό¬μενου, ενώ, ως μονομερής, απευθυντέα δικαιοπραξία, αναπτύσσει την άμεση, δια- πλαστική ενέργειά της από τη στιγμή που θα περιέλθει στον παραλήπτη της, χωρίς να απαιτείται και αποδοχή της (βλ. και Δ. Ζερδελής Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας Αντ. Σάκκουλας, 2002). Η καταγγε¬λία της σύμβασης εργασίας μπορεί να εί¬ναι τακτική, η οποία σκοπεύει τη λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και επιφέρει αυτήν μετά την παρέλευση προ¬θεσμίας, ή άτακτη, η οποία γίνεται χωρίς την τήρηση, από το μέρος που καταγγέλλει, κάποιας προθεσμίας προειδοποίησης. Η τακτική καταγγελία της εργασιακής σχέσης δεν επιφέρει την άμεση λύση της, αλλά η τελευταία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι τη λήξη του χρόνου της προμήνυσης κατά τη διάρκεια του οποίου εξακολουθούν να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση. Σκοπός της προμήνυσης (προθεσμίας) είναι η έγκαιρη προειδοποίηση του εργαζομένου αλλά και του εργοδότη (εάν ο καταγγέλλων συμβαίνει να είναι ο εργαζόμενος) για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου ο οποίος αποχωρεί. Ο χρόνος της προμή-νυσης (προειδοποίησης) έχει ως συνέπεια την αναστολή της άμεσης ενέργειας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, με αποτέλεσμα, κατά το χρονικό αυτό διάστη¬μα, η σύμβαση να συνεχίζει την κανονική λειτουργία της, χωρίς να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση λύεται με την πάροδο του χρό¬νου προειδοποίησης, οπότε καταβάλλεται και η αποζημίωση. Στην περίπτωση δηλαδή της καταγγελίας μετά από προμήνυση, δεν σημαίνει ότι, στο χρόνο κατά τον οποίο γί¬νεται η προμήνυση, προειδοποιείται απλώς ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος για την επικείμενη, μετά την πάροδο του χρόνου της προειδοποίησης, καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αλλά ότι από του χρόνου της προειδοποίησης καταγγέλλεται η σχέση και επέρχεται μέσω αυτής (καταγ¬γελίας) η λύση της, εφόσον συντρέξουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις τις οποίες τάσ¬σει ο νόμος. Η μόνη διαφορά είναι ότι το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέ¬σης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας δηλαδή με την περιέλευση της σχετικής δήλωσης του καταγγέλλοντος προς τον αντισυμβαλλόμενο του, αλλά μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμήνυσης, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης. Πρόκειται δηλαδή για καταγγελία υπό αναβλητική αίρεση (Α.Π. 55/2015 ΕΕργΔ 2015,1297).
Μετά την περιέλευση της καταγγελίας σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται δεν μπορεί να γίνει ανάκλησή της, αφού η ανά¬κληση παράγει αποτελέσματα μόνο αν πε¬ριέλθει σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνε¬ται πριν από την καταγγελία ή ταυτόχρονα με αυτή, γενομένη δε μετά τη γνωστοποίη¬ση της καταγγελίας, δεν ανατρέπει τα απο¬τελέσματα αυτής (Α.Π. 162/1983 ΝοΒ 1983, 1547, Α.Π. 948/1979 ΝοΒ 1980, 284), ούτε, περαιτέρω, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ότι αυτή δεν θα αναπτύξει τελικά τα έννομα αποτελέσματά της (Εφ.Θεσ. 1605/2018 Τ.Ν.Π. Νόμος). Έτσι, η συνέχιση, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, της προσφοράς της εργασίας από τον εργαζόμενο και η αποδο¬χή της από τον εργοδότη μπορεί να οδη¬γήσει μόνο στην κατάρτιση νέας σύμβασης εργασίας, χωρίς να επιδρά στη λύση της σύμβασης εργασίας, η οποία επέρχεται με μόνη την περιέλευση της καταγγελίας στον εργαζόμενο ή στον εργοδότη, σύμφωνα με τα όσα προεξετέθησαν (Α.Π. 65/2012 ΔΕΕ 2013, 517, Α.Π. 1619/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος).

5. Μετά τον νόμο 4611/2019. Απαιτείται πλέον η ύπαρξη βάσιμου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης σε αντίθεση με τα ισχύοντα μέχρι τώρα για την καταγγελία της σύμβασης, η οποία είχε αναιτιώδη χαρακτήρα.
Με το άρθρο 48 του Ν. 4611/2019 (ΦΕΚ 73/Α/17-05-2019) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 ως εξής: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A` 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης».
Με τον νέο αυτό νόμο φαίνεται ότι εισάγεται μία αυξημένη προστασία του εργαζόμενου έναντι της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας πρέπει, εκτός των προϋποθέσεων που ισχύουν ήδη (έγγραφος τύπος, προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης και καταχώριση της απασχόλησης του απολυόμενου στα τηρούμενα ασφαλιστικά μισθολόγια) να οφείλεται σε βάσιμο λόγο, όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ο οποίος κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 4359/2016), δηλαδή «λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζόμενου ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας».
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει καταρχήν ότι απαιτείται πλέον η ύπαρξη βάσιμου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης σε αντίθεση με τα ισχύοντα μέχρι τώρα για την καταγγελία της σύμβασης, η οποία είχε αναιτιώδη χαρακτήρα, δηλαδή ο εργοδότης δεν ήταν υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την απόφασή του για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Η έννοια του βάσιμου λόγου δεν προσδιορίζεται επαρκώς αλλά η εξειδίκευσή της αναμένεται με τη διαμόρφωση σχετικής νομολογίας.
Ιδιαίτερη συνεισφορά στον προσδιορισμό αυτό μπορεί να αποτελέσει η αξιολόγηση της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ενός ελεγκτικού οργάνου που επιβλέπει την τήρηση του ΕΚΧ. Ο λόγος είναι βάσιμος όταν προκαλεί διατάραξη στη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, όταν δε συντρέχει / καθιστά δυσχερή την παραμονή του εργαζόμενου στην επιχείρηση, συνδέεται δηλαδή με το συμφέρον της επιχείρησης. Άλλο σημαντικό στοιχείο της έννοιας του βάσιμου λόγου αποτελεί η αναγκαιότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Περαιτέρω, σχετικά με το βάρος της απόδειξης, ο εργοδότης βαρύνεται πλέον με την απόδειξη ότι η καταγγελία έγινε για βάσιμο λόγο και ως εκ τούτου αυτή δεν είναι άκυρη. Σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα, ο εργαζόμενος έφερε το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυσή του ήταν άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ενώ καταρχήν η καταγγελία ως αναιτιώδης δικαιοπραξία ήταν έγκυρη ακόμη και όταν δεν υπήρχε αιτία. Επομένως, με τη νέα ρύθμιση αντιστρέφεται το βάρος της απόδειξης και ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη βάσιμου λόγου.
6. «Τίτλοι τέλους» για τον βάσιμο λόγο απόλυσης. Αναρτήθηκε στη Διαύγεια η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας σύμφωνα με την οποία καταργείται με αναδρομική ισχύ, ο βάσιμος λόγος απόλυσης, η μέχρι πρότινος υποχρέωση του εργοδότη να αναφέρει στην «Εργάνη» τους λόγους που προχώρησε στην απόλυση του εργαζομένου. Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννης Βρούτσης, υπέγραψε τη σχετική εγκύκλιο εφαρμογής της διάταξης.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, με την εγκύκλιο αυτή ολοκληρώνεται η αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της εργασίας, «το οποίο είχε διαταραχθεί -σε βάρος, μάλιστα, των ίδιων εργαζομένων- από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4611/2019, που ψηφίστηκαν λίγες ημέρες, πριν από τις πρόσφατες εκλογές».
«Διασφαλίζονται πλέον τα δικαιώματα των εργαζομένων, η εργασιακή ειρήνη, οι προσλήψεις και οι θέσεις εργασίας, αποτρέπεται η σύγχυση εφαρμογής εργασιακών διατάξεων, επανέρχεται η κανονικότητα στην αγορά εργασίας και υποστηρίζεται η αναπτυξιακή δυναμική, σύμφωνα πάντα με το Ευρωπαϊκό και Εθνικό Νομοθέτη και τη νομολογία των δικαστηρίων», αναφέρει η ανακοίνωση.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, καθορίζεται η επαναφορά στο προϊσχύον πλαίσιο προστασίας της εργασίας που θεμελιώνεται στις διατάξεις του Συντάγματος, του Αστικού Κώδικα και των νόμων 2112/20 και 3198/55, σε ευθυγράμμιση με το πνεύμα και του γράμμα του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, προστατεύοντας ιδίως τους εργαζόμενους από τους κινδύνους που συνεπάγονταν οι καταργούμενες ρυθμίσεις, όπως:
• την ηλεκτρονική καταγραφή των λόγων ενδεχόμενης απόλυσης τους και, κατά συνέπεια, την βέβαιη υπονόμευση της μελλοντικής επαγγελματικής τους πορείας
• την οιαδήποτε μελλοντική αμφισβήτηση σχετικά με το δικαίωμα λήψης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους
• την εξώθησή τους σε συνεχείς δικαστικές εμπλοκές
Τι προβλέπει η εγκύκλιος
Όπως αναφέρει η εγκύκλιος, «καταργείται το άρθρο 48 του ν. 4611/2019 «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, Συνταξιοδοτικές Ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 73), αφότου ίσχυσε.
Με την καταργούμενη διάταξη προβλεπόταν ότι στους λόγους/προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 (Α΄ 98) όπως ισχύει, θα προστίθετο και η συνδρομή βάσιμου λόγου κατά την καταγγελία, υπό την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄ 5), δηλ. εισαγόταν η έννοια «του βάσιμου λόγου», ως σωρευτικό κριτήριο, για το έγκυρο της καταγγελίας.
Όπως συμπληρώνει η εγκύκλιος, «κατά συνέπεια, από την έναρξη ισχύος του άρθρου 117 παρ. 2(α) του ν. 4623/2019, θεωρείται ότι από τις 17-05-2019 (ημερομηνία δημοσίευσης της καταργούμενης διάταξης) η καταγγελία της εργασιακής σχέσης είναι έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η εγκύκλιος, «η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, το κύρος της δηλαδή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμης αιτίας και λαμβάνει χώρα, εκτός αν έχει περιορισθεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου».
Η καταγγελία ως εκ τούτου δεν είναι καταχρηστική όταν δεν υπάρχει αιτία. Η δε καταχρηστικότητα υφίσταται μόνο αν υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι στο άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος .
Επιπλέον ορίζεται ότι παύει εφεξής η υποχρέωση του εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο υπ΄ αριθ. 26100/98/07-06-2019 έγγραφο του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, να συμπληρώνει στο «Έντυπο Ε6 – Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (με ή χωρίς προειδοποίηση)» πεδίο στο οποίο θα αναφέρεται ο βάσιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Γιαννης Κ. Λουκαδούνος.