Η διαφορετική λειτουργία ποινικής και πολιτικής δίκης, οι διαφορετικοί σκοποί τους οποίους κάθε διαδικασία επιδιώκει και η διαφορά ως προς τους κανόνες απόδειξης, στους οποίους καθεμία υπακούει γίνονται σεβαστά από το ΕΔΔΑ, που ρητά δέχεται ότι η ποινική δίκη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική δίκη ούτε οι αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις μπορούν να δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, εκείνο που απαγορεύεται στα πλαίσια του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, όπως αυθεντικά και κατά τρόπο δεσμευτικό ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, είναι η αμφισβήτηση της έκτασης και της σημασίας της αθώωσης του συγκεκριμένου προσώπου από τα ποινικά δικαστήρια. Καμία άλλη απόφαση (ποινικού ή πολιτικούδικαστηρίου) δεν μπορεί να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο πρόσωπο να έχει τελέσει το ποινικό αδίκημα, για το οποίο έχει αθωωθεί αμετάκλητα.
Η λειτουργία αυτή του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει, όμως, την αστική ευθύνη του αθωωθέντος κατηγορουμένου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δίκης ότι δεν συντρέχουν για τη θεμελίωση της ποινικής του ευθύνης, αρκεί μόνο η πολιτική απόφαση να μην αποδίδει στονεναγόμενο και ποινική ευθύνη. Η διαπίστωση αυτή είναι απόλυτα λογική και τεκμηριωμένη, αφού μία καταδίκη από το πολιτικό δικαστήριο, π.χ. σε πληρωμή αποζημίωσης, δεν εκφράζει την ηθική αποδοκιμασία, την μομφή και το στίγμα της έννομης τάξης για ενέργειες ή παραλείψεις, όπως συμβαίνει με την ποινική καταδίκη, αλλά επιχειρεί να προστατέψει τα οικονομικά συμφέροντα του ζημιωθέντοςꞏ βλ. τις παρατηρήσεις αυτές και σε Γ.Κάβουρα, το τεκμήριο αθωότητας, 2003, σελ. 112. Επομένως, η διαφορετική αντιμετώπιση του ίδιου προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα πλαίσια της ποινικής και της πολιτικής δίκης είναι δικαιολογημένη, αλλά και απόλυτα συνυφασμένη με τον νομοθετικό σκοπό θέσπισης της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Για τη διαφορετική λειτουργία της πολιτικής δίκης και ιδίως τη σύγκριση της σχέσης ποινικής-πολιτικής δίκης και ποινικής-διοικητικής δίκης βλ. αναλυτικά και Ι.Δεληκωστόπουλο, παρατηρήσεις στην ΑΠ 302/2016, ΕλλΔνη (57/2016), σελ. 1645 επ., ο οποίος ορθά υποστηρίζει ότι η άποψη υπέρ της δεσμευτικότητας της ποινικής αθωωτικής απόφασης οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στο δεδικασμένο «από την πίσω πόρτα» των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων έναντι των πολιτικών δικαστηρίων. Κρίσιμο για το τελευταίο είναι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στην πολιτική απόφαση. Με βάση τις αναλύσεις που προηγήθηκαν ο σεβασμός από τα πολιτικά δικαστήρια του τεκμηρίου αθωότητας που απορρέει από την αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση των ποινικών δικαστηρίων επιβάλλει την τήρηση των ακόλουθων κανόνων:
• Πριν την αμετάκλητη εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης το τεκμήριοαθωότητας επιβάλλει σε κάθε δικαστήριο, όπως αντίστοιχα και σε κάθε άλλη δημόσια αρχή, να μην θεωρείται δεδομένη η ενοχή του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο διώκεται. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν μπορεί να επιρρίψει στον εναγόμενο-κατηγορούμενο την αστική ευθύνη με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά ούτε ότι το πολιτικό δικαστήριο υποχρεούται χωρίς άλλες προϋποθέσεις να αναβάλει την έκδοση της απόφασης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Εκείνο πουδεσμεύει το πολιτικό δικαστήριο είναι να μην προεξοφλήσει την ενοχή του κατηγορουμένου και να μην αντλήσει επιχειρήματα για την τέλεση της πράξης, που συνιστά τη βάση τόσο του ποινικού όσο και του αστικού αδικήματος, από μόνη την άσκηση ποινικής δίωξης.
• Μετά την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου από τα ποινικάδικαστήρια είναι προφανές ότι παύει να υφίσταται το τεκμήριο αθωότητας και μάλιστα τόσο ως δικονομική-διαδικαστική εγγύηση υπέρ του κατηγορουμένου όσο και ως προς την προστατευτική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου λειτουργία του. Είναι προφανές στο σημείο αυτό το σφάλμα της ΑΠ 1656/2017, NOMOS, που εξέτασε στην ουσία τον αναιρετικό λόγο της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, που κατά τον αναιρεσείοντα απέρρεε από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα πολιτικά δικαστήρια θα δεσμεύονται από το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, που απλά θα το συνεκτιμήσουν μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό.
• Μετά την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου το πολιτικό δικαστήριο, όπως και κάθε άλλη δημόσια αρχή, επιλαμβανόμενο υπόθεσης με στενό σύνδεσμο42 με την ποινική υπόθεση, δεν δικαιούται να αμφισβητήσει (άμεσα ή έμμεσα) την ορθότητα της αθώωσης του κατηγορουμένου. Τούτο σημαίνει ότι δενεπιτρέπεται το πολιτικό δικαστήριο να περιλάβει στο σκεπτικό ή στο διατακτικό της απόφασής του φράσεις ή σκέψεις που αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχουν υπόνοιες κατά του εναγομένου-κατηγορουμένου για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Γενικότερα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το πολιτικό δικαστήριο το αντικείμενο της αστικής δίκης και χωρίς να είναι αναγκαίο για τον έλεγχο, στον οποίο πρέπει να προβεί, να εκφράζει σκέψεις και κρίσεις σχετικά με την συμπεριφορά του εναγομένου-κατηγορουμένου που αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικούελέγχου από τα ποινικά δικαστήρια. Αντίθετα, δεν αποκλείεται τοπολιτικό δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ακόμα και αν αυτό είναι αντίθετο στο αποτέλεσμα της ποινικής απόφασης και μάλιστα ακόμα και αν και οι δύο αποφάσεις στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, ιδίως όταν το διαφορετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στο λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης που ισχύει στην αστική δίκη.
• Εξειδικεύοντας την αμέσως πιο πάνω διαπίστωση πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να προβαίνει είτε άμεσα είτε έμμεσα σε έλεγχο ορθότητας της αθωωτικής ποινικής απόφασης. Για παράδειγμα αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν το πολιτικό δικαστήριο για να στηρίξει την διαφορετική κρίση του αναφέρει ότι το ποινικό δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο «λόγω αμφιβολιών»ή κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα ή ότι η απαλλαγή του κατηγορουμένου στηρίχθηκε στη έλλειψη δόλου και όχι στην έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης ή ότι η απαλλαγή του κατηγορουμένου από το ποινικό δικαστήριο δεν στηρίχθηκε σε ουσιαστική κρίση, αλλά σε δικονομικούς λόγους, π.χ. στην παραγραφή, στην έλλειψη έγκλησης, κ.λ.π. Επίσης, δεν πρέπει να αναφέρεται όλη η διαδικαστική πορεία της ποινικής διαδικασίας, όταν δεν σχετίζεται με την αστική δίκη, π.χ. δεν πρέπει να μνημονεύεται η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση με τονισμό των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε ή να αναφέρεται η αμφισβήτηση της ορθότητας της αθωωτικής απόφασης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του οποίου η αναίρεση απορρίφθηκε για δικονομικούς λόγους ή η αντίθετη εισαγγελική πρόταση. Παράλληλα, το πολιτικό δικαστήριο δεν πρέπει να συγκρίνει τα αποδεικτικά μέσα που έχει στη διάθεσή του με εκείνα που προσκομίστηκαν στο ποινικό δικαστήριο, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια αμφισβήτησης της ορθότητας της αθωωτικής απόφασης, κατά το μέρος που συνδέει το αθωωτικό αποτέλεσμα με ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια το πολιτικό δικαστήριο μπορεί και πρέπει απλά να μνημονεύει το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχολιασμό.
• Η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο πρόσθετων αποδεικτικών μέσων σε σχέση με εκείνα που αξιολογήθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δίκης είναι αναμφίβολα ένα στοιχείο που πρέπει να συνεκτιμάται υπέρ της μη προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας. Για το σκοπό αυτό η πολιτική απόφαση πρέπει να μνημονεύει κατά τρόπο σαφή και εξειδικευμένο τα πρόσθετα αυτά αποδεικτικά μέσα. Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πολιτικό δικαστήριο δεν πρέπει να προβαίνει σε σύγκριση των αποδεικτικών μέσων της πολιτικής και της ποινικής δίκης και σε αιτιολόγηση με τον τρόπο αυτό του διαφορετικού αποτελέσματος. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αμφισβήτηση της ορθότητας της ποινικής αθωωτικής απόφασης.
• Δεν υπάρχει καμία δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης και σε περίπτωση που η αστική ευθύνη του εναγομένου είναι αντικειμενική, μη συνδεόμενη με υπαιτιότητά του και συνεπώς στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης δεν ταυτίζονται με εκείνες της ποινικής του ευθύνης. Βλ. έτσι και Σ.Ιωακειμίδη, παρατηρήσεις στην ΑΠ 1364/2011, ΝοΒ (60/2012), σελ. 575.
• Τέλος, αθωωτική απόφαση, από την οποία απορρέει το τεκμήριο αθωότητας με την πιο πάνω έννοια, είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως η απόφαση που διαπιστώνει πανηγυρικά την μη τέλεση του εγκλήματος (π.χ. την έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης), η απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο «λόγω αμφιβολιών», η απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει οριστικά την ποινική δίωξη, καθώς και το αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.
Κλείνοντας την μελέτη αυτή σχετικά με την επίδραση της αθωωτικών ποινικών αποφάσεων στην πολιτική δίκη και την ισχύ και λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να τονίσουμε ότι είναι πράγματι άκρως προβληματικό το φαινόμενο η ίδια συμπεριφορά του ίδιου προσώπου να κρίνεται από δικαστήρια διαφορετικής δικαιοδοσίας με εντελώς διαφορετικό και πολλές φορές αντιφατικό τρόπο. Κατ’ αυτό το μέρος συμμεριζόμαστε απολύτως τις επιφυλάξεις και την αγωνία της μερίδας εκείνης της νομολογίας του Αρείου Πάγου, αλλά και της θεωρίας που θέτει ζητήματα ενότητας της έννομης τάξης. Η μόνη ένστασή μας είναι ότι το πρόβλημα αυτό δεν προσφέρεται για νομολογιακή αντιμετώπιση και διάπλαση νέων θεσμών, αλλά ο νομοθέτης είναι αποκλειστικά αρμόδιος να θέσει ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο, που θα καθορίζει τις περιπτώσεις και προϋποθέσεις δέσμευσης των δικαστηρίων μιας δικαιοδοσίας από τις αποφάσεις άλλης δικαιοδοσίας, ώστε να γίνονται σεβαστές οι ιδιαιτερότητας και οι σκοποί που επιδιώκουν και παράλληλα να εξασφαλίζεται μία αρμονική συνεργασία όλων των δικαιοδοσιών.

Χαράλαμπος Σεβαστίδης
Πρόεδρος Πρωτοδικών

Βλ. Απόφαση 8 / 2019 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) : Τεκμήριο αθωότητας: Στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα της επίδρασης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης στην πολιτική δίκη – Δέσμευση αστικών δικαστηρίων από αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας.