Κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 691 Α § 1 ΚΠολΔ η χορήγηση προσωρινής διαταγής προϋποθέτει τουλάχιστον κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Εξ αντιδιαστολής η χορήγηση προσωρινής διαταγής δεν προϋποθέτει αυτονόητα την επίδοση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ή έστω του εγγράφου που εκδίδει η γραμματεία κατά το άρθρο 686 § 4 ΚΠολΔ. Η διευθέτηση αυτή είναι συνεπής άλλωστε με την γενικότερη δομή των κοινοποιήσεων στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, όπου κατ’εξαίρεση έστω είναι νοητή η συζήτηση και της κύριας αίτησης χωρίς προηγούμενη κλήτευση.
Η διατύπωση του άρθρου 691 Α § 1 ΚΠολΔ δηλώνει ότι η εν γένει διαδικασία της προσωρινής διαταγής δεν εισάγει μια αυτοτελή έννομη σχέση δίκης, διακριτή από αυτή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά εντάσσεται ως διαδικαστική πράξη στην κύρια δίκη των ασφαλιστικών μέτρων. Η διαπίστωση δεν στερείται πρακτικών συνεπειών αναφορικά με το επιτρεπτό άσκησης πρόσθετης παρέμβασης ή ανταίτησης στη δίκη της προσωρινής διαταγής. Ακριβώς επειδή η διαδικασία συζήτησης της προσωρινής διαταγής δεν ανάγεται σε μια αυτοτελή δίκη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η ανταίτηση προσωρινής διαταγής, όσο και η άσκηση παρέμβασης προϋποθέτουν να έχει κατατεθεί τουλάχιστον αντίστοιχο δικόγραφο για την κύρια δίκη των ασφαλιστικών μέτρων. Όπως και στην περίπτωση του αιτήματος προσωρινής διαταγής που εισάγει η κύρια αίτηση, επίδοση του δικογράφου της ανταίτησης ή της παρέμβασης δεν απαιτείται.

Μετά την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 686 ΚΠολΔ από το Ν. 4509/2017 επιτράπηκε εκ νέου η άσκηση προφορικής πρόσθετης παρέμβασης ή ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Δεδομένου ότι η ρύθμιση δεν το αναφέρει ρητά, θα πρέπει να γίνει δεκτό εξ αντιδιαστολής πως για την άσκηση κύριας παρέμβασης θα απαιτείται η κατάθεση δικογράφου. Προφορική άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης και της ανταίτησης συγχωρείται βέβαια μόνον στα ασφαλιστικά μέτρα που εισάγονται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου. Κατ’ αποτέλεσμα οσάκις η προσωρινή διαταγή συζητείται ενώπιον των δικαστηρίων αυτών θα πρέπει να θεωρηθεί νοητή και η άσκηση ανταίτησης ή παρέμβασης προφορικά ενώπιον του δικάζοντος δικαστή.
Εφιστάται η προσοχή όμως ότι στην περίπτωση αυτή και ιδιαίτερα στην περίπτωση της ανταίτησης, η τελευταία θα πρέπει να καλύπτει και την κύρια δίκη των ασφαλιστικών μέτρων. Αν ασκηθεί κατά τη συζήτηση προσωρινής διαταγής ανταίτηση που δεν καλύπτει και την κύρια δίκη ασφαλιστικών μέτρων, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 691 Α § 1 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί προφορικά ανταίτηση που καλύπτει και την κύρια δίκη ασφαλιστικών μέτρων, τότε κατά την συζήτηση της κύριας αίτησης δεν απαιτείται η επανάληψη της άσκησης της, προφορικά ή εγγράφως. Στην πραγματικότητα η εκκρεμοδικία της αρχικής ανταίτησης θα κώλυε την συζήτηση κάθε άλλου δικογράφου με ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, οπότε αν ο ανταιτών επιθυμεί να επανασκήσει την ανταίτηση προφορικά ή εγγράφως χάριν της θεραπείας τυχόν ελλείψεων της, θα πρέπει να παραιτηθεί από το προφορικά ασκηθέν δικόγραφο της προηγούμενης. Στο μέτρο που στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν τηρούνται κατά κανόνα πρακτικά, μόνη η προφορική δήλωση περί παραιτήσεως στο ακροατήριο (π.χ. κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης ασφαλιστικών) δεν αρκεί για να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της παραίτησης, αφού δεν καταχωρείται σε πρακτικό. Ο διάδικος θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να επιδιώξει την επίσπευση της παραίτησης μέσω του εναλλακτικού τύπου που τάσσει το άρθρο 297 ΚΠολΔ, δηλαδή με την επίδοση δικογράφου στον αντίδικο.

Πρακτικό ενδιαφέρον έχει το ερώτημα πως θα καταγραφεί το περιεχόμενο της ανταίτησης που ασκείται προφορικά κατά τη συζήτηση προσωρινής διαταγής και πως θα ενταχθεί στη δικογραφία κατά τρόπο ώστε εν συνεχεία να μπορεί να επισκοπηθεί από το δικαστή της κύριας δίκης ασφαλιστικών μέτρων. Από τη στιγμή που στη διαδικασία της προσωρινής διαταγής δεν τηρούνται πρακτικά, είναι πρακτικά αδύνατο να καταγραφεί το περιεχόμενο της ανταίτησης, ώστε να μπορεί να τεθεί στη δικογραφία και διαβιβασθεί εν συνεχεία στο δικαστή που θα δικάσει την κύρια αίτηση. Μόνη διαφαινόμενη λύση καταλείπεται σε ανάλογες περιπτώσεις να ζητείται η σύμπραξη γραμματέως κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 690 § 2 ΚΠολΔ. Συμπλήρωση των ελλείψεων της ανταίτησης με το σημείωμα είναι νοητή, μόνον αν αυτό κατατίθεται κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής ή μεταγενέστερα κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης. Αν κατατεθεί σημείωμα μετά τη συζήτηση, είτε της κύριας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, είτε της προσωρινής διαταγής, δεν συγχωρείται η προβολή νέων ισχυρισμών προς συμπλήρωση της ανταίτησης, κατ’ αναλογία προς τα κρατούντα στη νομολογία αναφορικά με τη συμπλήρωση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
Τυχόν «ανταίτηση» που αναφέρεται αποκλειστικά στη διαδικασία της προσωρινής διαταγής και δεν διαλαμβάνει αίτημα λήψης ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Προστίθεται ότι στην περίπτωση που ασκηθεί ανταίτηση και για την κύρια διαδικασία των ασφαλιστικών ενώπιον του Δικαστή της προσωρινής διαταγής, παρέλκει η κλήτευση του καθ’ ου η ανταίτηση, αφού ο τελευταίος είναι παρών στην άσκηση της.

Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ