Αθήνα, 28-11-2020

Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Εφέτης, Μέλος του ΔΣ της ΕνΔΕ

Α) Παραγραφή υφ΄ όρον αξιοποίνου

Ν. 4043/2012 (ημερομηνία δημοσίευσης 13-2-2012)

αρθρο 4

Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.12.2011: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ` αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Οι δικογραφίες που αφορούν αξιόποινες πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με αιτιολογημένη διάταξη, επί πλημμελημάτων ο αρμόδιος εισαγγελέας και επί πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
Οι αστικές αξιώσεις που τυχόν απορρέουν από τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 1 δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο.
Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης κατά την παράγραφο 1, δεν ισχύει για τις παραβάσεις: α) του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα, β) του ν. 690/1945, γ) του άρθρου 28 του ν. 3996/2011 και δ) των νόμων 703/1977 και 3959/2011.

Ν. 4198/2013 (ημερομηνία δημοσίευσης 11-10-2013)

Άρθρο 8

παρ. 3.α. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.8.2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ` αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

β. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με αιτιολογημένη διάταξη, επί πλημμελημάτων ο αρμόδιος εισαγγελέας και επί πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.

γ. Οι αστικές αξιώσεις που τυχόν απορρέουν από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιοποίνου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.

δ. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τις παραβάσεις: α) του άρθρου 358 και του άρθρου 377 του Ποινικού Κώδικα για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, β) του ν. 690/1945, γ) του άρθρου 28 του ν. 3996/2011, δ) του άρθρου 29 του ν. 703/1977 και του άρθρου 44 του ν. 3959/2011, ε) του ν. 2168/1993, στ) της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β` 593), ζ) του άρθρου 6 του ν. 456/1976 και η) του άρθρου 41 ΣΤ` του ν. 2725/1999, θ) του άρθρου 268 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7) (Η περίπτωση θ` προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 Ν.4280/2014,ΦΕΚ Α 159/8.8.2014)

Ν.4411/2016 (ημερομηνία δημοσίευσης 3-8-2016)

Άρθρο 8

Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές.
Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ` αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με αιτιολογημένη διάταξη, επί πλημμελημάτων ο αρμόδιος εισαγγελέας και επί πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιοποίνου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα εγκλήματα:

α) ως προς τον ποινικό κώδικα, των άρθρων 81Α, 142, 149, 154, 155, 157 παρ. 3 εδάφιο β`, 158 παράγραφοι 1 και 2, 162, 163, 164 παρ. 1, 165 παράγραφοι 1 και 2, 166, 173 παρ. 1, 175, 177, 178, 181, 182, 192, 193 παρ. 1, 200, 201, 215, 218 παρ. 3, 220, 221 παράγραφοι 1 και 2, 222, 228 παρ. 1, 230, 234, 241, 251 παράγραφοι 1 και 2, 255, 259, 261, 286 παρ. 2, 334 παρ. 1, 337, 345 παρ. 1 περιπτώσεις β` και γ`, 346 παρ. 1, 352Β, 358, 359, 360 παρ. 3, 362 για τις περιπτώσεις που τελείται δια του τύπου, 375 παρ. 1 εδάφιο α`, 377 για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, 389 παρ. 1, 397 παράγραφοι 1 και 2, 398 (απλή χρεοκοπία), 399 παράγραφοι 1 και 2, 403 παράγραφοι 1 και 2, 406,

β) του άρθρου 2 παρ. 11 περίπτωση β` του N. 2168/1993,

γ) του άρθρου 28 παρ. 1 του N. 1650/1986,

δ) του άρθρου πέμπτου του N. 2803/2000,

ε) του άρθρου 45 παρ. 1 περιπτώσεις δ` και θ` εδάφιο α` του N. 3691/2008,

στ) του άρθρου 6 παρ. 4 και παρ. 6 του N. 3213/2003,

ζ) του άρθρου μόνου παρ. 1 του N. 690/1945,

η) του άρθρου 28 του N. 3996/2011,

θ) του άρθρου 29 του N. 703/1977 και του άρθρου 44 του N. 3959/2011,

ι) του άρθρου 6 του N. 456/1976,

ια) του άρθρου 41ΣΤ του N. 2725/1999,

ιβ) του άρθρου 59 εδάφιο α` του N. 3028/2002,

ιγ) του άρθρου 13 του N. 3402/2005,

ιδ) του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 3 του N. 3500/2006,

ιε) του άρθρου 31 παράγραφοι 4 και 6 του N. 3904/ 2010,

ιστ) του άρθρου τρίτου του N. 1788/1988,

ιζ) του N. 927/1979.

Ν. 4689/2020 (ημερομηνία δημοσίευσης 27-5-2020)

Άρθρο 63

Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30η.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παρ. 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ΄ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνεται, με διάταξή του, ο αρμόδιος εισαγγελέας. 4. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 3, δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. 5. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις: α) των άρθρων 82Α, 142, 155, 158 παρ. 2, 160, 163, 166 παρ. 1, 168 παρ. 3, 169 Α, 173 παρ. 1, 175, 178, 183, 184 παρ. 1, 221 παρ. 2 εδάφιο πρώτο, 230, 285 παρ. 4 περ. α, 304Α παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, 337 παρ. 1, 358 του Π.Κ. και 377 Π.Κ. για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, β) του άρθρου πέμπτου του ν. 2803/2000 (Α 48), γ) του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 3213/2003 (Α 309), δ) του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 690/1945 (Α 292), ε) του άρθρου 29 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ν. 703/1977 (Α 278) και του άρθρου 44 παρ. 1 εδάφια πρώτο και δεύτερο και 2 του ν. 3959/2011 (Α 93), στ) του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 του ν. 456/1976 (Α 277), ζ) του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999 (Α 121), η) του άρθρου 10 του ν. 4637/2019 (Α 180). 6. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, δικογραφίας, η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ.. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται μετά τη συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την παρ. 2, και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου βουλεύματος. 7. Στις περ. των άρθρων 224, 229, 362 εδάφιο δεύτερο και 363 Π.Κ., αν για το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, τέθηκε η δικογραφία στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 243, 43 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο Κ.Π.Δ.), κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών, αναβάλλει, με πράξη του, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης που τέθηκε στο αρχείο.

Β) Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υφ΄ όρον

Ν. 4043/2012 (ημερομηνία δημοσίευσης 13-2-2012)

άρθρο 2

Ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (δηλ. μέχρι 13-2-2012), εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου.
Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259 και 390 του Ποινικού Κώδικα.

Ν. 4198/2013 (ημερομηνία δημοσίευσης 11-10-2013)

Άρθρο 8

Παρ.4 α. Ποινές στερητικές της ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (δηλ. μέχρι 11-10-2013), εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

Παρ.4 β. Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.

Παρ.4 γ. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167,189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παράγραφος 3, 372, 382 και 390 του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως εξαιρούνται αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις: α) του ν. 2168/1993, β) του άρθρου 6 του ν. 456/1976, γ) της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β` 593), δ) του άρθρου 41 ΣΤ` του ν. 2725/1999 και ε) του άρθρου 268 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7) (Η περίπτωση ε` προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 Ν.4280/2014,ΦΕΚ Α 159/8.8.2014)

Ν.4411/2016 (ημερομηνία δημοσίευσης 3-8-2016)

Άρθρο 9

Ποινές διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (δηλαδή μέχρι 3-8-2016), εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α΄ 139) και 3304/2005 (Α΄ 16).

Ν. 4689/2020 (ημερομηνία δημοσίευσης 27-5-2020)

Άρθρο 64

1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος (δηλαδή μέχρι 27-5-2020), εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. 2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. 3. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α, 235, 236, 237, 242, 259, 285, 358 και 390 του Π.Κ., καθώς και των νόμων 927/1979 (Α 139), 3304/2005 (Α 16), του άρθρου 11 του ν. 4443/2016 (Α 232) και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α 42), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α 76). 4. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 2, απόφασης η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά τη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται όταν η απόφαση που τέθηκε στο αρχείο καταστεί αμετάκλητη.

Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Εφέτης, μέλος του ΔΣ της ΕνΔΕ

dikastis.blogspot.com

ΕΙΝΑΙ Η ΥΦ΄ ΟΡΟΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΊΩΝ;

Ως γνωστόν κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή προς ψήφιση διάταξη κατά την οποία παραγράφεται το αξιόποινο των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και 30.4.2020, για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Παραγράφονται επίσης κύριες ποινές α) φυλακίσεως μέχρι έξι μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, εφόσον οι αποφάσεις, που τις επέβαλαν, δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες.

Η διάταξη αυτή κινείται στη λογική των προϊσχυσάντων Νόμων 4411/2016, 4198/2013, 4403/2012, 3346/2005 (με τον Ν. 4411/2016 παραγράφονταν και αδικήματα που απειλούσαν ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη) και μοιάζει αναγκαία κίνηση προς αποσυμφόρηση των πινακίων, τα οποία η πρόσφατη, σχεδόν καθολική, αναστολή της δραστηριότητας των δικαστηρίων επιβάρυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το φαινόμενο της παραγραφής των αδικημάτων δια νόμου δεν είναι καινούργιο (συχνά μάλιστα εξαρτάτο από τις πολιτικές συγκυρίες της εποχής, ιδίως κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο), αλλά από το 2005 και μετά συνιστά φαινόμενο επαναλαμβανόμενο, σχεδόν προβλέψιμο πλέον, σε σημείο ώστε πολλές φορές να εξαντλούνται τα ένδικα μέσα, όχι για λόγους αμφισβητήσεως της ουσιαστικής ή νομικής κρίσεως των αποφάσεων, αλλά καθαρά για λόγους σκοπιμότητας.
Αν κρίνουμε όμως από τα αποτελέσματα των προηγουμένων παρεμφερών νομοθετικών παρεμβάσεων, αυτές οδήγησαν μεν σε ικανή αριθμητική ελάφρυνση των πινακίων, όχι όμως και σε αντίστοιχη ουσιαστική μείωση του χρόνου εκδικάσεως των πλημμελημάτων, αφού τα υπό παραγραφή πλημμελήματα αφορούσαν, ως επί το πλείστον, υποθέσεις χωρίς αντιδικία και με μικρή χρονική διάρκεια εκδικάσεως. Τα οφέλη, που σίγουρα δεν πρέπει να υποτιμώνται, επήλθαν κυρίως σε επίπεδο γραμματειακής υποστήριξης και επιμελητείας (κλήσεις, επιδόσεις κλπ) και μάλλον λιγότερο σε επίπεδο ποινικού ακροατηρίου.
Όσοι θητεύουμε στα ακροατήρια των πλημμελημάτων είτε στο Πρωτοδικείο είτε στο Εφετείο, καλώς γνωρίζουμε ότι οι πλέον χρονοβόρες υποθέσεις, οι οποίες επιβαρύνουν ουσιαστικά τα ακροατήρια, είναι τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδούς καταθέσεως και -παρακολουθηματικά- της συκοφαντικής δυσφημίσεως (όταν η τελευταία συρρέει με τα παραπάνω δύο αδικήματα). Συχνότατα αρκεί έστω και μια μόνο τέτοια υπόθεση για να καλυφθεί πλήρως ο χρόνος του ωραρίου του γραμματέως. Επειδή μάλιστα, λόγω χρόνου τελέσεως, είναι συνήθως από τις πρώτες του πινακίου, το συχνότερο αποτέλεσμα είναι οι υπόλοιπες υποθέσεις να οδηγούνται στην αναβολή λόγω ωραρίου ή στην καλύτερη περίπτωση σε διακοπή. Πολλές μάλιστα απ΄ αυτές διαρκούν περισσότερες από μία συνεδριάσεις, συνηθέστατα όχι λόγω της σπουδαιότητας της υποθέσεως, αλλά της σφοδρής αντιδικίας των διαδίκων.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς της Πολιτείας κατά τη θέσπιση των σχετικών ποινικών διατάξεων (ιδίως των 224, 229 ΠΚ), ούτε το φαινόμενο της ψευδομαρτυρίας περιορίσθηκε στα ελληνικά δικαστήρια ούτε το αντίστοιχο των ψευδών ή προσχηματικών μηνύσεων. Ετσι, η υποβολή των σχετικών μηνύσεων για τα παραπάνω τρία αδικήματα συχνότατα αποσκοπεί στη ατέρμονη διαιώνιση μιας αντιδικίας (με την ελπίδα να ανατραπεί το δεδικασμένο επί του αρχικώς αμφισβητουμένου ζητήματος), είτε στον εκφοβισμό των πραγματικώς αδικηθέντων και των καλοπίστων μαρτύρων από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων και καθηκόντων τους, είτε, ακόμη χειρότερα, στην ικανοποίηση του θυμικού δικομανών και ψυχικώς ασταθών προσώπων. Φαινόμενο που επιτείνεται από την παγία πρακτική της μη επιβολής των δικαστικών εξόδων εις βάρος του μηνυτού από τα δικαστήρια. Ως έχει εξάλλου η διάταξη του άρθρου 585 ΚΠοινΔ (σε συνδ. με την αντίστοιχη του άρθ. 468 ΚΠοινΔ), τυχόν επιβολή των δικαστικών εξόδων, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε περαιτέρω διαιώνιση αυτών των υποθέσεων και όχι σε πραγματική αποθάρρυνση του επίδοξου μηνυτή.
Η αίσθηση της ματαιοπονίας μάλλον επιβεβαιώνεται και από τον πολύ μικρό στατιστικώς αριθμό των καταδικαζομένων για τα σχετικά αδικήματα, αφού για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεώς τους απαιτείται κατά βάση άμεσος δόλος (παλαιότερες στατιστικές, που έχω υπ΄ όψιν μου, περιόριζαν τον αριθμό των αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων σε μόλις 4 – 5% του συνόλου). Με απλά λόγια «πολύ κακό για το (σχεδόν) τίποτα».
Με το παρόν διατυπώνονται κάποιες σκέψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ουσιαστικό περιορισμό των σχετικών υποθέσεων. Εκ των προτέρων προϊδεάζω ότι οι σχετικές προτάσεις ίσως ξενίζουν και σίγουρα είναι δεκτικές ευπρόσωπου αντιλόγου:
1) να νομοθετηθεί μια αντίστοιχη διάταξη περί υφ΄ όρον παύσεως της ποινικής διώξεως και παραγραφής των μη αμετακλήτων ποινών για τα ήδη εκκρεμή σχετικά αδικήματα, ώστε να υπάρξει η αναγκαία “επανεκκίνηση” από μηδενικής βάσεως. Βεβαίως η παραγραφή εκκρεμών αδικημάτων δεν είναι κάτι ευχάριστο, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι με τους παραπάνω Νόμους έπαυσε η ποινική δίωξη για σοβαρότερα κατά τη γνώμη μας αδικήματα (π.χ. πρωτόδικες καταδίκες έως 6 μηνών για ατιμωτικά αδικήματα, όπως κλοπές κλπ). Στην παραγραφή εξάλλου οδηγήθηκαν πολλά σοβαρότερα αδικήματα με τον νέο Π.Κ. με τη μετατροπή τους από κακουργήματα σε πλημμελήματα.
2) Το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως να τιμωρείται κατ΄ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως όπως σήμερα. Η πρόταση αυτή ίσως σήμερα φαντάζει να ακροβατεί νομικά, αφού η ψευδής καταμήνυση θεωρείται αδίκημα κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Ποινικού Νόμου το σχετικό έγκλημα συμπεριλαμβανόταν στα αδικήματα κατά της τιμής και τιμωρείτο μόνο κατ΄ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως([1]). Η αυτεπάγγελτη δίωξη επελέγη σε μια προσπάθεια της Πολιτείας να περιορίσει τις αβάσιμες μηνύσεις, κάτι όμως που στην πράξη οδήγησε σε αντίθετα αποτελέσματα. Εξάλλου στην πράξη σπανιότατη είναι η αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής διώξεως. Το αυτονόητο πλεονέκτημα αυτής της ρυθμίσεως είναι ότι θα περιορισθεί ο χρόνος για την υποβολή της εγκλήσεως/μηνύσεως από 5 έτη σε 3 μήνες.
3) Για το αδίκημα της ψευδούς καταθέσεως, ως σχετιζόμενο με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον, να μην επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής (κάτι βέβαια που προϋποθέτει νομοθετική αλλαγή). Αυτό θα οδηγήσει στην κατά πολύ ταχύτερη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, στις οποίες οι έντονες αντεγκλήσεις και προσωπικές αντιδικίες των διαδίκων είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Βεβαίως η ύπαρξη αντιλόγου από τον άμεσα ενδιαφερόμενο σίγουρα βοηθά στην πληρέστερη διαλεύκανση της υποθέσεως, αντίστοιχη όμως έλλειψη αντιλόγου υπάρχει και σε άλλα αδικήματα δημοσίου συμφέροντος, μεγαλύτερης μάλιστα απαξίας (π.χ. δωροδοκία υπαλλήλου). Μια άλλη, πιο προβληματική ίσως δογματικά, λύση, θα ήταν και στην περίπτωση αυτή η ποινική δίωξη να ασκείται κατ΄ έγκληση (όπως εξάλλου στην πράξη συμβαίνει στο 99,9% των περιπτώσεων), με την επιπλέον πρόβλεψη ότι η δίωξη μπορεί να ζητηθεί και από τον χειριζόμενο την υπόθεση δικαστικό – εισαγγελικό λειτουργό, ώστε να μην αφεθούν ατιμώρητες ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις, όταν για τον οποιοδήποτε λόγο δεν υποβάλλεται σχετική έγκληση.
4) Οι σχετικές υποθέσεις ψεύδους καταμηνύσεως και καταθέσεως, μετά από την κατ΄ άρθρον 59 παρ. 2 ΚΠΔ αναστολή της ποινικής διώξεως και την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως επί της κυρίας αποφάσεως, να εισάγονται στο ακροατήριο μόνον κατόπιν βουλεύματος και όχι με απ΄ ευθείας κλήση όπως σήμερα. Δυστυχώς η εμπειρία των ελαχίστων απαλλακτικών διατάξεων και η αβασάνιστη παραπομπή με κατηγορητήρια, όπου συχνά παρατίθεται αυτούσια η κατάθεση του μάρτυρος ή το περιεχόμενο της αρχικής μηνύσεως και στη συνέχεια απλά αναφέρεται ότι “όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή”, επιβάλλει δραστικότερες λύσεις από την απλή αναστολή της ποινικής διώξεως. Βέβαια η λύση αυτή θα οδηγήσει σε πρώτο στάδιο σε επιβάρυνση των δικαστικών συμβουλίων και των εισαγγελέων, είναι δεδομένο ωστόσο ότι θα απαλλαγούν τα ακροατήρια από μεγάλο αριθμό προφανώς αβασίμων υποθέσεων ή έστω με πολύ περιορισμένο αντικείμενο σε σχέση με αυτό που διαγράφεται σήμερα με ένα απλό κατηγορητήριο. Επομένως μεσοπρόθεσμα το κέρδος (χρόνου και δαπανών) θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το βραχυπρόθεσμο κόστος.
5) Στο άρθρο 363 Π.Κ. (συκοφαντική δυσφήμιση) να προβλεφθεί ρητώς ότι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς, επιμελητές κλπ,) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο τρίτοι. Η λύση αυτή ανταποκρίνεται κατά τη γνώμη μου στα σημερινά πραγματικά κοινωνικά δεδομένα. Δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί η δογματική διάσταση του ζητήματος, για το οποίο εξάλλου έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (ενδεικτικώς ΑΠ 490/2019, ΑΠ 841/2019) και το θέμα έχει οδηγηθεί στην Ολομέλεια. Είναι μάλλον δύσκολο όμως το Ακυρωτικό Δικαστήριο να αποστεί, χωρίς νομοθετική μεταβολή, της έως τώρα παγίας νομολογίας και της ασφάλειας δικαίου που αυτή συνεπάγεται.
Οι παραπάνω λύσεις είτε εν συνόλω είτε μεμονωμένως εφαρμοζόμενες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πραγματική και όχι μόνο αριθμητική αποσυμφόρηση των πινακίων των Πλημμελειοδικείων. Εξυπακούεται ότι για κάθε μία απ΄ αυτές υπάρχει και ευπρόσωπος αντίλογος και ότι πιθανή υιοθέτησή τους θα προκαλούσε σίγουρα αντιδράσεις μερίδας του νομικού κόσμου, ίσως και του δικαστικού σώματος (ιδίως η υπ΄ αρ. 4), κάτι όμως που ούτως ή άλλως συνέβη πρόσφατα και με τις διατάξεις των νέων Κωδίκων. Ο νομικός κόσμος στην πλειοψηφία του έχει αποδειχθεί μάλλον φοβικός σε οποιουδήποτε είδους αλλαγές (οι παλαιότεροι θα θυμούνται ίσως τις έντονες αντιδράσεις που προκαλούσαν οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό της αλήστου μνήμης «προδικαστικής» στα πολιτικά δικαστήρια). Είναι αναμφισβήτητο ότι τέτοιες λύσεις συνεπάγονται και μείωση της δικηγορικής ύλης, πολύ μικρότερης όμως από ό,τι οι συλλήβδην παραγραφές αδικημάτων και ποινών, οι οποίες επιτείνουν το αίσθημα της ατιμωρησίας και εξαρτούν το αποτέλεσμα τους από τη χρονική και μόνο συγκυρία της εκδόσεως των νόμων και όχι από τη γενικότερη βούληση της πολιτείας για αποποινικοποίηση των συγκεκριμένων αδικημάτων.
Καλώς ή κακώς άλλες λύσεις που επί χρόνια συζητώνται για την αποσυμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων (επιμήκυνση ωραρίου, αύξηση οργανικών θέσεων, αναδιάταξη δικαστηριακού χάρτη κλπ) δεν προκρίνονται για λόγους πολιτικού ή οικονομικού κόστους και δυστυχώς μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν ούτε στη Δικαιοσύνη. Οι συνεχείς καταδίκες της χώρας μας από το Ε.Δ.Α.Δ. για παραβίαση του ευλόγου χρόνου διαρκείας της δίκης, αλλά και ο στοιχειώδης σεβασμός στον πολίτη, επιβάλλουν δραστικότερες αποφάσεις για τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, οι οποίες προφανώς δεν εξαντλούνται στις παρούσες προτάσεις.

Γεώργιος Μικρούδης
Εφέτης, Δ.Ν.

[1] άρθρα 334 και 343 του Π.Ν.

http://dikastis.blogspot.com/2020/05/blog-post_93.html