Εισαγωγή
Η ομόρρυθμη εταιρεία, όπως και η ετερόρρυθμη, είναι εταιρικός τύπος ο οποίος είχε προτιμηθεί ιδιαίτερα
από τους εταίρους, ως ο νομικός τύπος που περικλείει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και όχι μόνο. Ακόμα και σήμερα είναι δημοφιλής εταιρικός τύπος, κυρίως λόγω της ευκολίας, χαμηλού κόστους, σύστασής της αλλά και της τήρησης, κυρίως, απλογραφικών λογιστικών βιβλίων.
Ως εταιρεία με έντονα προσωποπαγή χαρακτηριστικά και με έντονη την εξάρτησή της από τους εταίρους
την καθιστά ευάλωτη στις κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Έτσι, σε πολλές ομόρρυθμες εταιρείες
οι σχέσεις μεταξύ των εταίρων επηρεάζουν ιδιαίτερα την επιχειρηματική ζωή της εταιρείας. Μία οικονομική
διαφωνία όπως και η αλλαγή του οικογενειακού περιβάλλοντος εταίρου είναι μερικές μεταβλητές που επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων.
Για διάφορους λόγους μπορεί ένας εταίρος να ζητήσει την έξοδό του από την ομόρρυθμη εταιρεία. Ποιες
είναι όμως οι συνέπειες μίας τέτοιας πράξης, τι συνεπάγεται για την εταιρεία μία τέτοια έξοδος ή ακόμα
και κατά πόσο οι εταίροι είχαν προβλέψει κατά τη σύσταση της εταιρείας τους τις συνθήκες εξόδου ενός
εταίρου;
Στην πρακτική γνωρίζουμε πως οι περισσότερες ομόρρυθμες εταιρείες έχουν συσταθεί και έχουν επιλεγεί
ως εταιρικός τύπος, έναντι άλλων εταιρικών τύπων εξαιτίας της ευκολίας σύστασης, μέχρι βέβαια το 2012
να εμφανιστεί η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία και να αποτελέσει άλλη μία επιπλέον επιλογή των δυνητικών εταίρων.
Η ευκολία σύστασης οδηγούσε τους εταίρους να υπογράψουν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, χωρίς να έχουν
ενημερωθεί και συμβουλευτεί κάποιον ειδικό επί των θεμάτων σύστασης και του εμπορικού δικαίου (Δικηγόρο – Σύμβουλο Επιχειρήσεων), ο οποίος θα μπορούσε να τους εξηγήσει και αναλύσει τις διαφορές
των εταιρικών τύπων, επιλέγοντας ένα «πρότυπο» καταστατικό αντί να επιλέξουν να περιλάβουν στο
καταστατικό κείμενο, διατάξεις που θα ρύθμιζαν ειδικότερα τις εταιρικές τους σχέσεις.
Απόφαση εκούσιας εξόδου σε συνάρτηση με καταστατικές διατάξεις.
Ο εταίρος αποφασίζει την εκούσια έξοδό του από την εταιρεία η οποία ασκείται με δήλωσή του προς την
εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους. Η δήλωσή του δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο και λειτουργεί και ως άτυπη. Στην περίπτωση που το καταστατικό ρύθμιζε αυτή την διαδικασία θα ήταν υποχρεωμένος ο εταίρος να την ακολουθήσει. Ωστόσο, για λόγους πρακτικούς, ευχερούς απόδειξης και ασφαλείας δικαίου, είναι σκόπιμο η απόφαση του εταίρου να διατυπώνεται γραπτώς (1).
Ποιες είναι όμως αυτές οι καταστατικές διατάξεις που επηρεάζουν και επηρεάζονται από την διαδικασία
της εκούσιας εξόδου του εταίρου;
3. Διάρκεια της εταιρείας
3.1 Εξάρτηση καταβολής της αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου.
Μία καταστατική διάταξη με συνέπειες ως προς την απόφαση της εκούσιας εξόδου είναι αυτή της διάρκεια της εταιρείας, δηλαδή αν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Στην περίπτωση διάρκειας αορίστου χρόνου η αξία της συμμετοχής του εταίρου καταβάλλεται στον εξερχόμενο εταίρο όχι άμεσα αλλά απλώς, προς διευκόλυνσης (2) της εταιρείας στο τέλος της εταιρικής χρήσης (3). Στην περίπτωση όμως που η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου η καταβολή της αξίας της συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο εξαρτάται από την συνδρομή σπουδαίου λόγου, τον οποίο θα κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο (4). Στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο εταίρος δεν έχει αξίωση για καταβολή της αξίας της συμμετοχής του. Τονίζεται ότι σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά περίσταση σε συνάρτηση με την γενικότερη οργανωτική δομή της συγκεκριμένης εταιρείας, την μονιμότητα και την βαρύτητα του λόγου. Μερικοί λόγοι που μπορούν να χαρακτηριστούν κατά περίπτωση σπουδαίοι είναι το μίσος μεταξύ των εταίρων, η διατάραξη των προσωπικών σχέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες ακόμα και η έλλειψη κερδών, η χρησιμοποίηση εταιρικών χρημάτων για ατομικούς σκοπούς, η υπεξαίρεση κ.α.
3.2 Δικαιώματα παραμενόντων εταίρων
Η διάρκειας της εταιρείας στην ομόρρυθμη εταιρεία, έχει επιπλέον βαρύτητά ως προς τα δικαιώματα των παραμενόντων εταίρων από την απόφαση της εκούσιας εξόδου. Συγκεκριμένα, σε ομόρρυθμη εταιρεία με αόριστη διάρκεια οι λοιποί εταίροι και η εταιρεία θα μπορούσαν να προβάλλουν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ή την παραβίαση της υποχρέωσης πίστης, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την αξίωση αποζημίωσης λόγω της εξόδου του (5). Η δυσαναλόγως επιζήμια έξοδος εταίρου για την εταιρεία σε σχέση με το όφελός του από την άσκηση του δικαιώματος εξόδου μπορεί να στοιχειοθετήσει την πρόθεση πρόκλησης ζημίας στην εταιρεία. Παράδειγμα μίας τέτοιας περίπτωσης αποτελεί η αποχώρηση εταίρου από την ομόρρυθμη με σκοπό τη συμμετοχή του σε άλλη ομοειδή εταιρεία που θα συμμετέχουν στενά συγγενικά του πρόσωπα με συνέπεια να προκαλέσει αθέμιτη απόσπαση πελατείας ή ακόμα και ακύρωση συνεργασιών με προμηθευτές. Σε μία τέτοια ερίπτωση, αγωγή αποζημίωσης ασκείται από την εταιρεία και όχι από τους εταίρους, αφού η εταιρεία είναι αυτή που ζημιώνεται από την αποχώρηση εταίρου (5). Στην περίπτωση που η διάρκεια είναι ορισμένου χρόνου, η αναγνώριση σπουδαίου λόγου, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, είναι αυτή που καθορίζει το δικαίωμα του εξερχόμενου εταίρου στην απόδοση της αξίας της συμμετοχής του. Ο σκοπός αυτής της προϋπόθεσης αποτελεί έναν τύπο εξαναγκασμού του εταίρου να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του έναντι της εταιρείας αλλά και να μην εκβιάζεται η εταιρεία από την αποχώρησή του. Επίσης, έχει και αποζημιωτικό χαρακτήρα εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Η εταιρεία θα δικαιούται να ζητήσει την αποδεικνυόμενη ζημιά της μόνο εάν αυτή είναι μεγαλύτερη από την αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου (5). Στον αντίποδα, εάν η αξία της συμμετοχής, η οποία αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του εξερχόμενου εταίρου, είναι ιδιαίτερα μεγάλη και κριθεί ότι η κατάπτωσή της στο σύνολό της αποτελεί υπέρμετρη ποινή, τότε υπάρχει η δυνατότητα επίκλησης και εφαρμογής του άρθρου 409 ΑΚ περί υπέρμετρης ποινής (5).
4. Καταβολή αξιώσεων του εξερχόμενου εταίρου
Ποιος είναι όμως αυτός που θα καλύψει την αξίωση του εξερχόμενου εταίρου στην αξία της συμμετοχής του; Αν και υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις ακόμα και στον βαθμό του εφετείου (6), (7) που ορίζουν ως υπεύθυνο αποκλειστικώς και μόνο (8) το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, αυτές έχουν δεχθεί έντονη κριτική. Η διαφωνία έγκειται στο αν οι απαιτήσεις του εξερχόμενου εταίρου προκύπτουν από την εταιρική σχέση, για την ικανοποίηση της οποίας υπέγγυα είναι αποκλειστικώς και μόνο η περιουσία της εταιρείας ή αν ο εταίρος με τη δήλωση εκούσιας εξόδου, έχει απωλέσει την εταιρική του ιδιότητα και υπέχει πλέον τη θέση του δανειστή έναντι της εταιρείας και η αξίωσή του είναι «εξωτερική» η οποία εμπίπτει στο πεδίο που ρυθμίζεται από την ευθύνη των εταίρων για τις εταιρικές υποχρεώσεις έναντι των (τρίτων) δανειστών (9).
4.1. Καταστατική ρύθμιση περί αξίωσης καταβολής αξίας συμμετοχής σε έξοδο εταίρου
Στην περίπτωση, κατά την οποία καταστατικά, οι εταίροι είχαν προβλέψει ότι ο εταίρος έχει πάντα αξίωση για καταβολή της αξίας της μερίδας του, χωρίς δηλαδή να ελέγχεται δικαστικά αν η έξοδος έγινε για σπουδαίο λόγο, η εταιρεία υποχρεώνεται σε αυτή την καταβολή (2). Ακόμα δεν θα πρέπει να παραλειφθεί η αυτούσια απόδοση από την εταιρεία των αντικειμένων του αποχωρούντα εταίρου που είχε εισφέρει κατά χρήση (10).
4.2. Καταστατική ρύθμιση περί συμμετοχής εταίρων στα κέρδη και ζημιές, τα χρέη της
εταιρείας κατά την εκούσια έξοδο εταίρου.
Κατά την εκούσια έξοδο εταίρου, δεν πρέπει να αγνοηθούν τα χρέη της εταιρείας, διότι αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψή τους, ο εξερχόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά το λόγο της συμμετοχής του στις ζημιές (11). Επίσης, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην περίπτωση της καταστατικής απόκλισης της συμμετοχής των εταίρων στα κέρδη και τις ζημιές από το ποσοστό συμμετοχής τους (12), δηλαδή στην περίπτωση αυτή όπου το ποσοστό του εταίρου στα κέρδη και στις ζημιές είναι διαφορετικό από αυτό της εταιρικής συμμετοχής του. Η αξία της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου καταβάλλεται εξ ολοκλήρου είτε συμψηφιστικά με την αντίθετη απαίτηση της εταιρείας κατά του εταίρου για κάλυψη των χρεών της εταιρείας (13).
.3. Καταστατικές ρυθμίσεις περί του υπολογισμού της αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου
Ο υπολογισμός της αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου απαιτεί κατάρτιση ισολογισμού,
στον οποίο θα πρέπει να εμφανίζεται η πλήρης και πραγματική αξία της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εμφανών και αφανών αποθεματικών καθώς και της άυλης αξίας της (14). Πρόκειται για έναν περιουσιακό ισολογισμό όπου ισχύουν άλλες αρχές. Όλα τα στοιχεία του ενεργητικού αξιολογούνται στην « πραγματική τους αξία », δηλαδή με την αξία την οποία έχει το αντικείμενο στα πλαίσια της συνεχιζόμενης επιχείρησης και όχι με την αξία απόκτησης (15). Όμως και σε αυτό το σημείο μία καταστατική ρύθμιση μπορεί να ρυθμίσει διαφορετικά τον υπολογισμό της αξίας της συμμετοχής, λαμβάνοντας υπόψη την λογιστική αξία της επιχείρησης. Επίσης με καταστατική ρύθμιση μπορεί να προβλεφθεί ότι το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου θα καταβληθεί σε δόσεις (14) .
5. Διαχείριση της εταιρείας
Η διαχείριση της εταιρείας επηρεάζεται ή επηρεάζει την απόφαση εταίρου για εκούσια έξοδο. Η λεκτική διατύπωση του καταστατικού, ως προς την διαχείριση της εταιρείας επιφέρει διαφορετική
αντιμετώπιση της εξόδου. Στην περίπτωση όπου ο αποχωρών εταίρος και διαχειριστής αναφέρεται
στο περί της διαχείρισης καταστατικό άρθρο ονομαστικά ή και ως ασκών τη διαχείριση από κοινού
με άλλον / άλλους εταίρους τότε η εταιρεία υποχρεώνεται, ως προς το άρθρο αυτό να προβεί άμεσα στην
τροποποίηση του καταστατικού. Δεν απαιτείται τροποποίηση του καταστατικού ως προς το συγκεκριμένο καταστατικό άρθρο περί της διαχείρισης, εφόσον ο αποχωρών εταίρος και διαχειριστής δεν αναφέρεται ονομαστικά στο περί διαχείρισης άρθρο ή σε αυτό ορίζεται ότι κάθε εταίρος εκπροσωπεί την εταιρεία μεμονωμένα (16). Τονίζεται πως η τροποποίηση του καταστατικού πραγματοποιείται με μέριμνα της εταιρείας και όχι του εξερχόμενου εταίρου. Ενδεχομένως όμως, ο αποχωρών εταίρος να ενημερώσει, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του, το Γ.Ε.ΜΗ. και να κοινοποιήσει την έξοδό του, όπως και την απεμπόληση της διαχειριστικής του ιδιότητας.
6. Διμελής Ομόρρυθμη Εταιρεία
Κατά την περίπτωση όπου η εταιρεία είναι διμελής, η εκούσια έξοδος εταίρου συνεπάγεται την παραμονή ενός μόνο εταίρου στην εταιρεία. Δίνεται πλέον η δυνατότητα, μέσα σε τέσσερις μήνες, να ανεύρει ο παραμένοντας εταίρος νέο ή νέους, ομόρρυθμο ή ετερόρρυθμο, εταίρους και η είσοδος αυτού ή αυτών στην εταιρεία να δημοσιευθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. (17). Στην περίπτωση εισόδου ετερόρρυθμου εταίρου τότε έχουμε την αυτοδίκαιη μετατροπή της εταιρείας σε ετερόρρυθμη (18). Δίνεται επίσης σε αυτό το διάστημα η δυνατότητα μετατροπής της εταιρείας σε άλλο νομικό τύπο όπου επιτρέπεται ο μονοπρόσωπος χαρακτήρας της και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των νόμων που διέπουν αυτόν τον νέο εταιρικό τύπο (π.χ. Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε., Μονοπρόσωπη Α.Ε.). Η αρχή της αλήθειας επιβάλλει στον εναπομείναντα εταίρο να προσθέσει κατά τη διάρκεια της τετράμηνης προθεσμίας στην επωνυμία τις λέξεις « Μονοπρόσωπη Ο.Ε.» και να προβεί σε αντίστοιχες καταχωρίσεις στο Γ.Ε.ΜΗ. (19).
7. Επωνυμία της εταιρείας
Η επωνυμία της εταιρείας, ενδεχομένως μετά την εκούσια έξοδο εταίρου να επηρεαστεί από αυτή την ενέργεια. Πριν από τον νόμο 4072/2012 όπου πλέον διέπει τις προσωπικές εταιρείες (όπως και την Ι.Κ.Ε.), η επωνυμία της ομόρρυθμης εταιρείας υποχρεωτικά σχηματίζονταν από τα ονόματα των εταίρων της. Πλέον, η επωνυμία μπορεί να σχηματιστεί επιπλέον είτε από το αντικείμενο της επιχείρησης ή από άλλες ενδείξεις ακόμα και με λατινικούς χαρακτήρες (20). Ομόρρυθμες εταιρείες που έχουν συσταθεί πριν από το 2012 αλλά και μετά, έχουν στην επωνυμία το όνομα – επώνυμο του εξερχόμενου εταίρου. Σε αυτή την περίπτωση
απαιτείται η συγκατάθεσή του για την διατήρησή του στην επωνυμία (21). Προφανώς, σε μία τέτοια περίπτωση δύσκολα ο εξελθών εταίρος να δώσει την συγκατάθεσή του, ώστε να διατηρηθεί το όνομά
του στην επωνυμία της εταιρείας. Ως συνέπεια των παραπάνω είναι η ανάγκη τροποποίησης του καταστατικού άρθρου περί της επωνυμίας της εταιρείας και η τροποποίηση του καταστατικού πραγματοποιείται με μέριμνα της εταιρείας και όχι του εξερχόμενου εταίρου. Κατά την καταστατική πρόβλεψη περί της διατήρησης της επωνυμίας, ακόμα και σε περίπτωση εξόδου εταίρου, γίνεται δεκτό ότι η απαιτούμενη συγκατάθεση είναι περιττή (22).
8. Καταστατική ρύθμιση περί δικαιώματος μονομερούς καταγγελίας
Με τον νόμο 4072/2012 πλέον ο εταίρος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή χωρίς να έχει το διαπλαστικό δικαίωμα καταγγελίας λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας. Όμως με καταστατική ρύθμιση μπορεί να προβλέπεται ότι αν υπάρξει σπουδαίος λόγος, αντί της εξόδου του εταίρου να επιτρέπεται η μονομερής καταγγελία, δηλαδή η λύση της εταιρίας είτε αυτή έχει συσταθεί για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο (23). Τονίζεται πως η λύση επέρχεται με δικαστική απόφαση που διαπιστώνει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου.
9. Καταστατική ρύθμιση περί μη δικαιώματος εξόδου εταίρου από την εταιρεία
9.1. Καταγγελία της εταιρείας για σπουδαίο λόγο
Καταστατική ρύθμιση περί μη δικαιώματος εξόδου εταίρου από την εταιρεία, όπως και η ρύθμιση περί
εξόδου μόνο με ομόφωνη απόφαση των εταίρων είναι περιπτώσεις που συναντούμε σε εταιρικά καταστατικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου ο εταίρος επιθυμεί να εξέλθει από την εταιρεία και είναι αδύνατη η ομόφωνη έγκριση, θα καταφύγει στην καταγγελία της εταιρείας για σπουδαίο λόγο όπου θα διαπιστωθεί από το δικαστήριο και ίσως οδηγήσει την εταιρεία στη λύση της (24). Η αίτηση του εταίρου για δικαστική λύση της εταιρείας θα πρέπει να απευθύνεται στον διαχειριστή αλλά και στους υπόλοιπους εταίρους διότι η διάλυση της εταιρείας είναι άσχετη προς την διαχείριση. Η αίτηση λύσης στρέφεται κατά των εταίρων και
δεν είναι ανάγκη να στρέφεται και κατά της εταιρείας (ΜΠΚαρδ 22/14) (25). Η λύση της εταιρείας θεωρείται νόμιμα ότι έλαβε χώρα από την έκδοση της δικαστικής απόφασης και της καταχώρησής της στο Γ.Ε.ΜΗ. (26). Τονίζεται πως οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιρειών με το ισχύον δίκαιο του Ν. 4072/2012 διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί με το προϊσχύσαν δίκαιο. Η νομολογία αποδέχεται την γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και απομακρύνεται από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιρειών (27). Αποτέλεσμα είναι πολλές φορές να προτείνεται η συνέχιση
της εταιρείας και ο αποκλεισμός εταίρου. Υποστηρίζεται χωρίς όμως να γίνεται αποδεκτό από την νομολογία (28) ότι η διάταξη της παρ. 1 δ’ του άρθρου 259 περί της λύσης της εταιρείας για σπουδαίο λόγο αναφέρεται για εταιρεία ορισμένου χρόνου και όχι αορίστου (29). Στις εταιρείες αορίστου χρόνου η λύση της επέρχεται και με καταγγελία χωρίς δικαστική απόφαση. Αυτή η άποψη στηρίζεται συνδυαστικά
από την παρ. 2 του άρθρου 249 του Νόμου 4072/2012 όπου αναφέρει πως εφ’ όσον δεν υπάρχει ειδική
ρύθμιση εφαρμόζονται οι διατάξεις του αστικού κώδικα και από το αρ. 767 Αστικού Κώδικα όπου αναφέρει πως η εταιρεία που έχει αόριστη διάρκεια λύνεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου.
9.2. Καταγγελία της εταιρείας με καταστατικό δικαίωμα εταίρου.
Καταστατική ρύθμιση περί λύσης της εταιρείας με μόνη την καταγγελία της, χωρίς δηλαδή δικαστική απόφαση, είναι εφικτή διότι η διάταξη της παρ. 1 δ’ αρ. 259 δεν είναι αναγκαστικό δίκαιο ως προς την προβλεπόμενη διαδικασία πρόκλησης της λύσης της εταιρείας με βούληση του εταίρου (25). Σε μία τέτοια περίπτωση καταστατικής ρύθμισης, ενδεχομένως να οδηγήσει τον εταίρο που δεν μπορεί να εξέλθει σε μία τέτοια πράξη. Σε περίπτωση καταστατικής ρύθμισης ότι η εταιρεία λύεται με μόνη την καταγγελία της, θα πρέπει να εξετάσουμε αν η προβλεπόμενη αυτή καταστατική διάταξη προβλεπόταν σε λειτουργούσες εταιρείες κατά την εισαγωγή του Ν 4072/2012, διότι σε μία τέτοια περίπτωση αυτή η
καταστατική διάταξη παύει να επιφέρει τα αποτελέσματά της υπό το νέο δίκαιο, καθόσον εφεξής εφαρμόζεται η παρ. 1 δ’ αρ. 259 περί της λύσης με δικαστική απόφαση (25). Σύμφωνα με την μεταβατική
διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 294 του Ν 4072/2012 ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και στις ήδη υπάρχουσες εταιρείες που κατά την έναρξή του δεν τελούσαν σε εκκαθάριση ή πτώχευση. Εφόσον, στις παλαιές εταιρικές συμβάσεις, επαναλαμβάνονται διατάξεις αναγκαστικού δικαίου όπου οι εταίροι δεν μπορούσαν να αποκλίνουν από την ρύθμιση του νόμου, όπως στην περίπτωση της καταγγελίας, αυτές οι διατάξεις δεν ισχύουν με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι νέες ρυθμίσεις του νόμου και στις λειτουργούσες εταιρείες κατά την εισαγωγή του Νόμου 4072/2012 (30). Ωστόσο είναι αντίθετη η κρατούσα γνώμη, σύμφωνα με
την οποία η καταγγελία εξακολουθεί να επιφέρει τη λύση της εταιρείας σε περίπτωση που αυτό προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση των κατά την εισαγωγή του Ν. 4072/2012 λειτουργουσών εταιριών (31).
9.3. Αποκλεισμός εταίρου
Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να παραβλέψουμε την δυνατότητα των λοιπών εταίρων να αιτηθούν αντί της λύσης της εταιρείας τον αποκλεισμό του εταίρου (32). Έτσι, με την καταστατική αδυναμία εκούσιας εξόδου και έχοντας ο εταίρος την εναλλακτική επιλογή της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο με πιθανό αποτέλεσμα την λύση της εταιρείας, η ενέργεια των λοιπών εταίρων να αιτηθούν τον αποκλεισμό του, ίσως τον οδηγήσει στην έξοδό του από την εταιρεία.
10. Μεταβολή δηλωθέντων στοιχείων
Σύμφωνα με την παράγραφο 3α, άρθρο 10 του Ν 4174/2013 Ο φορολογούμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, υποχρεούται να ενημερώνει τη Φορολογική Διοίκηση για μεταβολές στα στοιχεία εγγραφής ή έναρξής του με την υποβολή δήλωσης μεταβολών στο φορολογικό μητρώο. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την πραγματοποίηση της μεταβολής. Θα πρέπει να αναφερθεί επίσης πως με τις διατάξεις της 1070576/2627/ΔΜ/ΠΟΛ 1102/14-7-2005 ορίζεται ότι, τα νομικά πρόσωπα για οποιαδήποτε μεταβολή των αρχικά δηλωθέντων στοιχείων, όπως η αλλαγή επωνυμίας, του τόπου επαγγελματικής εγκατάστασης, των εταίρων κ.λ.π. υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός τριάντα ημερών την αντίστοιχη δήλωση μεταβολής εργασιών συνυποβάλλοντας και το αντίστοιχο, κατά περίπτωση, δικαιολογητικό. Αντίστοιχα, το νομικό πρόσωπο, δια το νόμιμου εκπροσώπου του οφείλει, εντός τριάντα ημερών από την πραγματοποίηση της μεταβολής, να προσέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να δηλώσει την έξοδο του εταίρου, προσκομίζοντας το αντίστοιχο έγγραφο για την έξοδό του, καταχωρημένο στο Γ.Ε.ΜΗ. Η προθεσμία των τριάντα ημερών λογίζεται από την ημερομηνία καταχώρησης της μεταβολής στο Γ.Ε.ΜΗ. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο δεν προσέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εντός των τριάντα ημερών, όπως έχει υποχρέωση, προκειμένου να υποβάλλει τη σχετική δήλωση, μπορεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας, να υποβάλλει τη δήλωση αυτή ο εξερχόμενος εταίρος, συνυποβάλλοντας το αντίστοιχο έγγραφο για την έξοδό του, καταχωρημένο στο Γ.Ε.ΜΗ. (33) .
11. Επίλογος
Με την παρούσα μελέτη και έχοντας ως αφορμή το θέμα της εκούσιας εξόδου εταίρου από ομόρρυθμη εταιρεία, αναδείχθηκε η ανάγκη της ύπαρξης καταστατικών ρυθμίσεων, όπως επίσης αποδεικνύεται ο λόγος που οι εταίροι κατά τη σύσταση της εταιρείας θα πρέπει να συμβουλευτούν έναν εξιδεικευμένο επιστήμονα (Δικηγόρο – Σύμβουλο επιχειρήσεων) ως προς το σύνολο των καταστατικών διατάξεων που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο εταιρικό καταστατικό, ώστε να γνωρίζουν ποιες είναι οι συνέπειες μίας εταιρικής απόφασης ή και ποιες επιλογές θα έχουν στο μέλλον ως προς την εταιρική συμπεριφορά τους και τις εσωτερικές τους σχέσεις. Η απόφαση της εκούσιας εξόδου αναδεικνύεται από το παρόν κείμενο, σε συνάρτηση με άλλες καταστατικές μεταβλητές, όπως είναι κυρίως η διάρκεια της εταιρείας, αλλά και η επωνυμία αυτής, η διαχείριση και ο αριθμός των μελών της εταιρείας. Με αφορμή την ανάλυση της περί-
πτωσης εκούσιας εξόδου εταίρου, αναλύονται και επιπλέον επιλογές εταίρου τις οποίες συναντάμε στην
περίπτωση καταστατικής απαγόρευσης εξόδου εταίρου από την εταιρεία ή όταν η έξοδος, σύμφωνα με το καταστατικό συναρτάται από την ομόφωνη απόφαση των εταίρων.
Τέλος, είναι σοφότερο οι εταίροι στις προσωπικές εταιρείες και όχι μόνο, κατά τη διαδικασία της
σύστασης της εταιρείας να γνωρίζουν όλες τις καταστατικές επι λογές που μπορούν να κάνουν ως προς την ρύθμιση των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων των εταίρων, τις συνέπειες που αυτές έχουν, όχι μόνο ως αποτύπωμα της στιγμής αλλά και σε συνάρτηση με την προβολή αυτών των επιλογών στο μέλλον. Η διεξοδική κατάρτιση εταιρικού εγγράφου, κατά τη σύσταση της εταιρείας αλλά και κατά την περίπτωση της καθολικής τροποποίησης του εταιρικού καταστατικού, είτε ως επιλογή των εταίρων είτε ως υποχρέωση κάποιου νόμου, θα αποδειχθεί καλύτερη επιλογή από την επίλυση των μελλοντικών διαφορών των εταίρων σε δικαστικές μάχες ή σε ατέρμονους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς. Στην χειρότερη περίπτωση ένα
άρτιο καταστατικό κείμενο θα μπορούσε να περιορίσει, αν όχι να αποφύγει, την δικαστική επίλυση διαφορών ή να ορίσει το ορθό πλαίσιο ενός εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Πηγές – Αναφορές
1. Μάρκου, Ιωάννης Π., Τα Δι-
καιώματα της Μειοψηφίας για
Πληροφόρηση & Έλεγχο, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2019. σ. 141.
2. Ρόκας, Νικόλαος Κ., Εμπορικές
Εταιρείες, Σάκκουλας, 9η έκδ.
2019. σ. 148.
3. Παρ. 2, άρθρο 261 του Ν
4072/2012.
4. Παρ. 3, άρθρο 261 του Ν
4072/2012.
5. Καλαμπούκα, Πόπη, Η διαδι-
κασία και οι λόγοι εξόδου μέλους
οικογενειακής εταιρίας – Συγκρι-
τική μελέτη των ρυθμίσεων στους
βασικούς εταιρικούς τύπους, ΔΕΕ
4/2016, 4, σσ. 465-471.
6. Έξοδος Ομορρύθμου Εταίροι
από ΟΕ: Η Κάλυψη της Αξίωσης
του Εξερχόμενου Εταίρου στην Αξία
της Εταιρικής Συμμετοχής, ΜΕφΑθ
3292/2018, ΜΕφΑθ 3292/2018. s.l.:
Μονομελές Εφετείο Αθηνών, 2018.
7. ΜΕφΘεσ 570/2017, ΜΕφΘεσ
570/2017, s.l.: Μονομελές Εφε-
τείο Θεσσαλονίκης, 2017.
8. Μαρίνος, Μ. – Θ., Έξοδος
Ομόρρυθμου Εταίρου από ΟΕ: Η
κάλυψη της αξίωσης του εξερχό-
μενου εταίρου στην αξία της εται-
ρικής συμμετοχής, ΔΕΕ 8-9/2019,
σσ. 1113-1115.
9. Παρ. 1, άρθρο 249 του Ν
4072/2012.
10. Παρ. 1, άρθρο 264 του Ν
4072/2012.
11. Παρ. 3, άρθρο 264 του Ν
4072/2012.
12. Άρθ. 255 του Ν 4072/2012.
13. ASTbooks, Επιστημονική ομάδα,
Εταιρικές επιχειρήσεις προσωπικές
εταιρείες. Κιόσογλου Δ. – Σταγάκη
Ε. Ο.Ε., σ. 61.
14. Ρόκας, Ν. Κ., Εμπορικές Εται-
ρίες, Σάκκουλας, 9η έκδ. 2019.
σ. 150.
15. Παναγιώτου, Π. Κ., Το Νέο
Δίκαιο της Ομόρρυθμης & Ετερόρ-
ρυθμης Εταιρίας, Νομική Βιβλιο-
θήκη, 2013, σσ. 182-183.
16. Έξοδος Εταίρου Προσωπι-
κής Εταιρείας που φέρει παράλ-
ληλα και την ιδιότητα διαχειριστή
αυτής. Πολ. 1030/2014.
17. Άρθρο 267, Ν 4072/2012.
18. Παρ. 1, Άρθρο 126 του Ν
4601/2019.
19. Ρόκας, Ν. Κ., Εμπορικές Εται-
ρίες. Σάκκουλας, 9η έκδ., 2019,
σ. 152.
20. Παρ. 3, Άρθρο 10 του Ν
4541/2018.
21. Παρ. 2, Άρθρο 250 του Ν
4072/2012.
22. Astbooks, Επιστημονική Ομάδα.
Εταιρικές Επιχειρήσεις Προσωπικές
Εταιρείες, Κιόσογλου Δ. – Σταγάκη
Ε. Ο.Ε., σ. 22.
23. Παναγιώτου, Παναγιώτης Κ.,
Το Νέο Δίκαιο της Ομόρρυθμης &
Ετερόρρυθμης Εταιρίας, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σσ. 160-161.
24. Παρ. 1, Άρθρο 259 του Ν
4072/2012.
25. Ρόκας, Ν.Κ., Εμπορικές Εται-
ρίες, Σάκκουλας, 9η έκδ. 2019,
σ. 155.
26. Παναγιώτου, Π.Κ., Το Νέο
Δίκαιο της Ομόρρυθμης & Ετερόρ-
ρυθμης Εταιρείας, Νομική Βιβλιο-
θήκη, 2013, σ. 217.
27. Λύση Ομόρρυθμου Εταιρίας.
Δικαστικός Αποκλεισμός Εταίρου
Διμελούς Εταιρίας. ΔΕΕ 8-9/2019,
σ. 1115.
28. ΜΕφΛαμ 7/15. ΔΕΕ 6/2015, 6,
σσ. 621-625.
29. Ρόκας, Ν.Κ., Εμπορικές Εται-
ρίες, Σάκκουλα, 9η έκδ. 2019,
σσ. 156-157.
30. Εμπορικές Εταιρίες, Σάκκουλα,
9η έκδ. 2019, σσ. 118-119.
31. Εμπορικές Εταιρίες, Σάκκουλα,
9η έκδ. 2019, σσ. 155-156.
32. Άρθρο 263 του Ν 4072/2012.
33. Υποβολή Δήλωσης Μεταβο-
λής Εργασιών κατά την Έξοδο
Εταίρου Προσωπικών Εταιρειών
(Ο.Ε., Ε.Ε.) σύμφωνα με τις δια-
ταξεις του Ν 4072/2012, Πολ.
1199/2013, Πολ. 1199/2013.
34. Εφαρμογή του άρθρου 13 του
Κ.Φ.Ε. στην Εκούσια Έξοδο Εταί-
ρου Προσωπικής Εταιρείας, Δ12,
Αποφ Δ12/2013.__
Αντώνιος Μυστιλόγλου Μυστιλιάδης
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, ΕΤΟΣ 2020 / ΤΕΥΧΟΣ 5