• 9 Δεκεμβρίου, 2012

    Υπόθεση C- 461/10, Επεξεργασία δεδομένων μέσω Διαδικτύου – Προσβολή αποκλειστικού δικαιώματος – Ακουστικά βιβλία των οποίων η πρόσβαση κατέστη δυνατή από διακομιστή FTP μέσω Διαδικτύου με διεύθυνση ΙΡ χορηγηθείσα από τον φορέα παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου – Διαταγή προς τον φορέα παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου να κοινοποιήσει το όνομα και τη διεύθυνση του χρήστη της διευθύνσεως IP

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2011, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: –        οι Bonnier Audio AB, Earbooks AB, Norstedts Förlagsgrupp AB, Piratförlaget AB και Storyside AB, εκπροσωπούμενες από τους P. Danowsky και O. Roos, advokater, –        η Perfect Communication Sweden AB, εκπροσωπούμενη από τους P. Helle και M. Moström, advokater, –        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Falk και C. Meyer-Seitz, –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και K. Havlíčková, –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Palmieri και C. Colelli, επικουρούμενους από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato, –        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Borkoveca και K. Krasovska, –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και K. Simonsson, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 5 και 11 της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (EE L 105, σ. 54), καθώς και του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (EE L 157, σ. 45, και διορθωτικό EE L 195, σ. 16). 2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Bonnier Audio AB, Earbooks AB, Norstedts Förlagsgrupp AB, Piratförlaget AB και Storyside AB (στο εξής, από κοινού: Bonnier Audio κ.λπ.), αφενός, και της εταιρείας Perfect Communication Sweden AB (στο εξής: ePhone), αφετέρου, σχετικά με την ανακοπή που προέβαλε η τελευταία αυτή κατά αιτήσεως εκδόσεως διαταγής περί κοινοποιήσεως στοιχείων την οποία υπέβαλαν οι Bonnier Audio κ.λπ. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης Οι διατάξεις σχετικά με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας 3        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48 ορίζει τα εξής: «1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και κατόπιν αιτιολογημένου και αναλογικού αιτήματος του προσφεύγοντος, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για την προέλευση και για τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών, που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, από τον παραβάτη και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο: α)      βρέθηκε να κατέχει τα παράνομα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β)      βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ)      διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος ή δ)      υποδείχθηκε, από το πρόσωπο των στοιχείων α΄, β΄ ή γ΄, ως εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή διανομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών. 2.      Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α)      τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής, β)      πληροφορίες για τις ποσότητες που παρήχθησαν, κατασκευάστηκαν, παραδόθηκαν, παραλήφθηκαν ή παραγγέλθηκαν, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 9 Δεκεμβρίου, 2012

    Υπόθεση C-457/10P, Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Καταχρηστική προσφυγή για συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασιας – Παραπλανητικές δηλώσεις – Εμπόδια στη διάθεση γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και στις παράλληλες εισαγωγές

    Στην υπόθεση C‑457/10 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, AstraZeneca AB, με έδρα το Södertälje (Σουηδία), AstraZeneca plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενες από τους M. Brealey, QC, M. Hoskins, QC, D. Jowell, barrister, και την F. Murphy, solicitor, αναιρεσείουσες, όπου οι λοιποί διάδικοι είναι: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, É. Gippini Fournier και J. Bourke, καθής πρωτοδίκως, η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την M. Van Kerckhove, advocaat, παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), E. Levits, J.-J. Kasel και M. Safjan,, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Mazák γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιανουαρίου 2012, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2012, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η AstraZeneca AB και η AstraZeneca plc ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Ιουλίου 2010, T-321/05, AstraZeneca κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑2805, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά το μεγαλύτερο μέρος της την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2005) 1757 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2005, σχετικά με διαδικασία [εφαρμογής] του άρθρου 82 [ΕΚ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/A.37.507/F3 – AstraZeneca, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επιβάλει στις εταιρίες αυτές πρόστιμο συνολικού ποσού 60 εκατομμυρίων ευρώ λόγω καταχρήσεως του καθεστώτος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των διαδικασιών διαθέσεως στο εμπόριο φαρμακευτικών προϊόντων προκειμένου να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την είσοδο ανταγωνιστικών γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και να παρεμποδίσουν το παράλληλο εμπόριο. 2        Η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA) (στο εξής: EFPIA) άσκησε ανταναίρεση υποστηρίζοντας το αίτημα αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. 3        Η Επιτροπή άσκησε επίσης ανταναίρεση με αίτημα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον ακύρωσε εν μέρει και μεταρρύθμισε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το νομικό πλαίσιο Η οδηγία 65/65/ΕΟΚ 4        Η οδηγία 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 25), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε, στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, ότι «κανένα φαρμακευτικό προϊόν δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας [στο εξής: ΑΚΑ] από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού». 5        Το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα πληροφοριακά στοιχεία και τα έγγραφα που ο υπεύθυνος για τη διάθεση φαρμακευτικών προϊόντων στην αγορά καλείται να συνυποβάλει με την αίτηση χορηγήσεως ΑΚΑ. Κατά το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, σημείο 8, της εν λόγω οδηγίας απαιτείται να υποβληθούν τα εξής στοιχεία: «Αποτελέσματα των: –      φυσικο-χημικών, βιολογικών ή μικροβιολογικών, –      φαρμακολογικών και τοξικολογικών, –      κλινικών, δοκιμών. Ωστόσο, και με την επιφύλαξη του δικαίου που διέπει την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 2 Δεκεμβρίου, 2012

    Υπόθεση C‑440/11 P, Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Έννοια επιχειρήσεως

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ JULIANE KOKOTT της 29ης Νοεμβρίου 2012 (1) Υπόθεση C‑440/11 P Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Stichting Administratiekantoor Portielje κ.λπ. «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και 53, παράγραφος 1, Συμφωνία ΕΟΧ – Έννοια επιχειρήσεως – Καταλογισμός τελεσθείσας από εμπορική εταιρία παραβάσεως της νομοθεσίας περί συμπράξεων σε ίδρυμα το οποίο ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το 100 % των μετοχών της εν λόγω εμπορικής εταιρίας , χωρίς το ίδιο να ασκεί οικονομική δραστηριότητα – “Σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις” – Βελγική αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων» I – Εισαγωγή 1. Η παρούσα υπόθεση παρέχει για ακόμη μία φορά στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξειδικεύσει τη νομολογία του σχετικά με το άκρως επίμαχο θέμα της ευθύνης των μητρικών εταιριών για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % θυγατρικών εταιριών τους. Το βασικό ζήτημα που τίθεται είναι αν ένας τέτοιος καταλογισμός της ευθύνης για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων προϋποθέτει ότι η μητρική εταιρία ασκεί ίδια οικονομική δραστηριότητα, ήτοι ότι αποτελεί από μόνη της επιχείρηση υπό την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού, ή αν αρκεί να ασκεί οικονομική δραστηριότητα η θυγατρική εταιρία και οι δύο εταιρίες –μητρική και θυγατρική– να αποτελούν επιχείρηση από κοινού. 2. Το ανωτέρω νομικό ζήτημα τίθεται σχετικά με τη «σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις», της οποίας η ύπαρξη στη βελγική αγορά διεθνών υπηρεσιών μετακομίσεως αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από μερικά χρόνια και η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο αποφάσεως επιβολής προστίμου εκδοθείσας την 11η Μαρτίου 2008 (στο εξής: επίδικη απόφαση) (2). Η Επιτροπή κατηγόρησε για συμμετοχή σε σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις, και επέβαλε πρόστιμο, σε δέκα συνολικά επιχειρήσεις ή/και ομίλους επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και στην εταιρία Gosselin Group NV (στο εξής: Gosselin). Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή τμήματος του εν λόγω προστίμου η Επιτροπή καταλόγισε στη Stichting Administratiekantoor Portielje (στο εξής: Portielje), ένα οικογενειακό ίδρυμα το οποίο ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου της Gosselin και διασφαλίζει την ενιαία διοίκηση της Gosselin προς το συμφέρον των μελών της οικογένειας των ιδρυτών. 3. Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις, με την απόφασή του της 16ης Ιουνίου 2011 (στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (3) κατέληξε ότι παρανόμως η Επιτροπή έκρινε ότι η Portielje ενεχόταν εις ολόκληρον, για τον λόγο, κυρίως, ότι η ίδια η Portielje δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου δεν αποτελεί επιχείρηση. 4. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται τώρα η Επιτροπή με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Όπως υποστηρίζει, o καταλογισμός ευθύνης με βάση τις διατάξεις περί συμπράξεων εξαρτάται αποκλειστικά από το αν η μητρική και η θυγατρική εταιρία, ήτοι εν προκειμένω οι Portielje και Gosselin, αποτελούν από κοινού επιχείρηση κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού και αν μπορεί η συμμετοχή στη σύμπραξη να καταλογιστεί στην εν λόγω ενιαία οικονομική οντότητα. 5. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί προσεχώς με μια σειρά περαιτέρω νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο των λοιπών εκκρεμών αναιρετικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τη σύμπραξη εταιριών που εκτελούν μετακομίσεις (4). II – Ιστορικό 6. Η Gosselin είναι εμπορική εταιρία με έδρα το Βέλγιο. Ιδρύθηκε το 1983 και από τις 20 Δεκεμβρίου […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 1 Δεκεμβρίου, 2012

    Υπόθεση C‑427/11, Ισότητα των αμοιβών – Διάκριση λόγω φύλου – Οδηγία 75/117/ΕΟΚ – Έμμεση διάκριση – Αντικειμενική δικαιολόγηση – Συλλογικές διαπραγματεύσεις

    Υπόθεση C‑427/11 Margaret Kenny Patricia Quinn Nuala Condon Eileen Norton Ursula Ennis Loretta Barrett Joan Healy Kathleen Coyne Sharon Fitzpatrick Breda Fitzpatrick Sandra Hennelly Marian Troy Antoinette Fitzpatrick Helena Gatley κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform Minister for Finance Commissioner of an garda siochana [αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του High Court (Ιρλανδία)] «Ισότητα των αμοιβών – Διάκριση λόγω φύλου – Οδηγία 75/117/ΕΟΚ – Έμμεση διάκριση – Αντικειμενική δικαιολόγηση – Συλλογικές διαπραγματεύσεις» 1. Το High Court της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας υποβάλλει σειρά ερωτημάτων σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία φέρει ο εργοδότης «σε περιστάσεις όπου υφίσταται εκ πρώτης όψεως έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την αμοιβή». Περαιτέρω, το High Court ζητεί να διευκρινιστεί αν, και σε ποιον βαθμό, το συμφέρον για διασφάλιση καλών συλλογικών εργασιακών σχέσεων μπορεί να συνιστά, μεταξύ άλλων, θεμιτό κριτήριο δικαιολογήσεως. 2. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα προδικαστική παραπομπή αποτελεί νέα αφορμή για επανεξέταση πολύ συγκεκριμένων πτυχών της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου (2). Αφενός, τα προβλήματα οριοθετήσεως των παραμέτρων αναφοράς που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την εκτίμηση της υπάρξεως ίσης μεταχειρίσεως (tertium comparationis)· αφετέρου, τη στάθμιση των εμπλεκόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων, ειδικότερα, στο πλαίσιο των διαδικασιών διοικητικής αναδιοργανώσεως οι οποίες συνεπάγονται εκ νέου ανάθεση καθηκόντων σε εργασιακούς τομείς οι οποίοι χαρακτηρίζονται ακόμη από την κυρίαρχη παρουσία ενός εκ των δύο φύλων. I – Νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης 3. Το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 (3) ορίζει τα εξής: «Η αρχή της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης και που καλείται στο εξής “αρχή της ισότητος των αμοιβών”, συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο. Ιδιαίτερα, όταν χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατατάξεως για τον καθορισμό των αμοιβών, το σύστημα αυτό πρέπει να βασίζεται σε κοινά κριτήρια για τους εργαζομένους άνδρες και γυναίκες και να επιβάλλεται κατά τρόπο που να αποκλείει τις διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο.» 4. Το άρθρο 3 της οδηγίας 75/117 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη καταργούν τις διακρίσεις μεταξύ των ανδρών και γυναικών που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητος των αμοιβών.» 5. Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε συλλογικές συμβάσεις, μισθολόγια ή συμφωνίες περί μισθών ή σε ατομικές συμβάσεις εργασίας και που είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητος των αμοιβών να είναι άκυρες, να δύνανται να κηρυχθούν άκυρες ή να δύνανται να τροποποιηθούν.» 6. Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες και το νομικό τους σύστημα, τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ισότητος των αμοιβών. Μεριμνούν για την ύπαρξη αποτελεσματικών μέσων που να επιτρέπουν την τήρηση της αρχής αυτής.» 7. Η οδηγία 75/117 καταργήθηκε, από 15ης Αυγούστου 2009, με την οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 1 Δεκεμβρίου, 2012

    Υπόθεση C‑228/11, Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 – Ειδική δικαιοδοσία σε διαφορές εξ αδικοπραξίας

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ NIILO JÄÄSKINEN της 29ης Νοεμβρίου 2012 (1) Υπόθεση C‑228/11 Melzer κατά MF Global UK [αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Landgericht Düsseldorf (Γερμανία)] «Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 – Ειδική δικαιοδοσία σε διαφορές εξ αδικοπραξίας – Διασυνοριακή συμμετοχή πλειόνων προσώπων στην αυτή φερόμενη ως αδικοπραξία – Ενδεχόμενη δυνατότητα θεμελιώσεως δικαιοδοσίας κράτους μέλους ως προς εναγόμενο που έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος επί του στοιχείου του τόπου όπου τελέσθηκε ζημιογόνος πράξη από πρόσωπο μη εναχθέν το οποίο φέρεται ως συναυτουργός ή συνεργός» I – Εισαγωγή 1. Η υποβληθείσα από το Landgericht Düsseldorf (Γερμανία) αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2), και, συγκεκριμένα, τον ορισμό του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του προβλεπόμενου από τον εν λόγω κανονισμό κανόνα δικαιοδοσίας σε διαφορές εξ αδικοπραξίας, οσάκις συστατικά ενός τέτοιου γεγονότος στοιχεία φέρονται ως επελθόντα σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη, καθώς και εντός ενός και του αυτού εκ των δύο αυτών κρατών μελών. 2. Το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αγωγής αποζημιώσεως για αδικοπρακτική ευθύνη η οποία παρουσιάζει διασυνοριακό χαρακτήρα και προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει αν το ίδιο είναι κατά τόπον αρμόδιο να αποφανθεί συναφώς, ερωτά εάν ένας εκ φερόμενων ως υπαιτίων της ζημίας ο οποίος έχει την κατοικία του εντός κράτους μέλους (3) δύναται να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους βάσει του τόπου όπου συνεργός ή συναυτουργός τέλεσε ζημιογόνο πράξη, μολονότι η αγωγή δεν στρέφεται ομοίως κατά του εν λόγω συνεργού ή συναυτουργού. 3. Με την απόφασή του, το Landgericht Düsseldorf προτείνει στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει μια νέα βάση δικαιοδοσίας, η οποία θα προσφέρει στον ενάγοντα πρόσθετη επιλογή (4) σε σχέση με την κύρια εναλλακτική που απορρέει από τη διάκριση στην οποία από μακρού προβαίνει η νομολογία σε περιπτώσεις χωρικής διασπάσεως των αδικοπραξιών, ήτοι από τη διάκριση μεταξύ του τόπου επελεύσεως της ζημίας και του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος (5)· η νέα αυτή δωσιδικία θα βασίζεται στον τόπο τελέσεως της πράξεως εκ μέρους άλλου αυτουργού της ζημιογόνου πράξεως και όχι από τον εναγόμενο, κατ’ εφαρμογήν κανόνα που ισχύει στη γερμανική έννομη τάξη (6). 4. Η υπό κρίση υπόθεση φέρνει για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο την τάση ορισμένων δικαιοδοτικών οργάνων κρατών μελών να θεωρούν ότι κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001 χωρεί συνεκτίμηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, τάση τις συνέπειες της οποίας το Δικαστήριο καλείται να αποδεχθεί σε διασυνοριακό επίπεδο (7), εις βάρος του πρωτίστως ενοποιητικού σκοπού που υπηρετεί η εν λόγω πράξη του δικαίου της Ένωσης. Πέραν της αξιοσημείωτης σημασίας της υπό το εν λόγω θεωρητικό πρίσμα, η υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να έχει ενδεχομένως σημαντικό αντίκτυπο και σε πρακτικό επίπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία που οι διάδικοι παρέσχαν στο Δικαστήριο (8). II – Το νομικό πλαίσιο 5. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, σκοπός του κανονισμού 44/2001 είναι η εισαγωγή, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, «διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 26 Νοεμβρίου, 2012

    ΔΕΕ υπόθεση C‑410/11, Αεροπορικές μεταφορές, ευθύνη σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης των αποσκευών

    Το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνάφθηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης, έχει την έννοια ότι τόσο το δικαίωμα αποζημίωσης όσο και το όριο ευθύνης του μεταφορέα σε περίπτωση απώλειας αποσκευών εφαρμόζονται και σε επιβάτη που αξιώνει την αποζημίωση αυτή λόγω απώλειας αποσκευής που παραδόθηκε στον έλεγχο στο όνομα άλλου επιβάτη, υπό τον όρο ότι η απολεσθείσα αποσκευή περιείχε όντως προσωπικά αντικείμενα του πρώτου επιβάτη.

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 12 Νοεμβρίου, 2012

    υπόθεση C‑244/11, έγκριση για την απόκτηση δικαιωμάτων ψήφου επί “ανωνύμων εταιριών εθνικής στρατηγικής σημασίας”

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 8ης Νοεμβρίου 2012 (*) «Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ – Σύστημα που εξαρτά από προηγούμενη έγκριση την απόκτηση δικαιωμάτων ψήφου που αντιπροσωπεύουν άνω του 20 % του μετοχικού κεφαλαίου ορισμένων “ανωνύμων εταιριών εθνικής στρατηγικής σημασίας” – Ρύθμιση προβλέπουσα τον εκ των υστέρων έλεγχο ορισμένων αποφάσεων των εταιριών αυτών» Στην υπόθεση C‑244/11, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 20 Μαΐου 2011, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Montaguti και τον Γ. Ζαββό, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, προσφεύγουσα, κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τους Π. Μυλωνόπουλο και Κ. Μπόσκοβιτς, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, καθής, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, J.-C. Bonichot, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιουνίου 2012, κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καθορίζοντας τις απαιτήσεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 2, καθώς και εκείνες του άρθρου 11, παράγραφος 3, του νόμου 3631/2008 περί συστάσεως Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής (ΦΕΚ Α΄ 6/29.1.2008), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ που αφορούν, αντιστοίχως, την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία εγκαταστάσεως.  Το νομικό πλαίσιο 2        Το άρθρο 11 του νόμου 3631/2008 ορίζει τα εξής: «1.      Επί ανωνύμων εταιριών εθνικής στρατηγικής σημασίας, που έχουν ή είχαν μονοπωλιακό χαρακτήρα, και ιδίως όταν πρόκειται για εταιρίες που έχουν στην κυριότητα τους ή εκμεταλλεύονται ή διαχειρίζονται εθνικά δίκτυα υποδομών, η απόκτηση από άλλο μέτοχο, εκτός του Ελληνικού Δημοσίου, ή από συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις […], ή από μετόχους που δρουν από κοινού με εναρμονισμένο τρόπο, δικαιωμάτων ψήφου από 20% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου και άνω, προϋποθέτει την προγενέστερη έγκριση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων του ν. 3049/2002, κατά τη διαδικασία του νόμου αυτού. 2.      Η έγκριση χορηγείται εφόσον πληρούνται κριτήρια αξιολόγησης προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής και απρόσκοπτη παροχή των προσφερόμενων υπηρεσιών και λειτουργία των δικτύων. Ενδεικτικά λαμβάνονται υπόψη ως κριτήρια αξιολόγησης και συνεκτιμώνται: α΄) η εμπειρία των τρίτων μετόχων στο αντικείμενο των ανωτέρω επιχειρήσεων, β΄) η φερεγγυότητά τους, γ΄) πληροφορίες αναφορικά με τις επενδυτικές τους στρατηγικές, δ΄) η διαφάνεια των συναλλαγών τους, ε΄) τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά τους σχέδια, στ΄) το μέγεθος και το είδος του επενδυτικού τους προγράμματος, ζ΄) το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, η΄) η διασφάλιση των θέσεων εργασίας, θ΄) η δομή του μετοχικού τους κεφαλαίου και ιδίως η συμμετοχή κεφαλαίων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της αρχής της διαφάνειας και της αμοιβαιότητας, ι΄) ο τρόπος λήψεως αποφάσεων. 3.      Οι αποφάσεις των ως άνω εταιριών εθνικής στρατηγικής σημασίας που αναφέρονται στα ακόλουθα θέματα υπόκεινται για την εγκυρότητά τους σε έγκριση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. α)      Στη διάλυση της εταιρίας, τη θέση της σε εκκαθάριση και τον ορισμό εκκαθαριστών. β)      Σε οποιοδήποτε εταιρικό μετασχηματισμό των ανωτέρω επιχειρήσεων, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 7 Νοεμβρίου, 2012

    ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (2012/C 338/01)

    I — ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τομέα της εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων 1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνιστά σημαντικό μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντικείμενό της είναι να παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών το μέσο για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου αυτού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 2. Κατά τα άρθρα 19, παράγραφος 3, στοιχείο β’, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και επί του κύρους των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. 3. Βεβαίως, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων υποβαλλόμενων δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σε συγκεκριμένους τομείς που καθορίζονται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου. Δεδομένου ωστόσο ότι ο Οργανισμός αυτός δεν προσαρμόστηκε συναφώς, το Δικαστήριο εξακολουθεί να είναι, στο παρόν στάδιο, το μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων. 4. Μολονότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο γενική αρμοδιότητα στον τομέα αυτό, εντούτοις διάφορες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου προβλέπουν εξαιρέσεις ή προσωρινούς περιορισμούς όσον αφορά την αρμοδιότητα αυτή. Πρόκειται ιδίως για τα άρθρα 275 και 276 ΣΛΕΕ, καθώς και για το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας (ΕΕ C 83 της 30ής Μαρτίου 2010, σ. 1) ( 1 ).EL 6.11.2012 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 338/1 ( 1 ) Κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 1 έως 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου όσον αφορά τις πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και δεν τροποποιήθηκαν έκτοτε, παραμένουν αμετάβλητες για μέγιστο διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας (1η Δεκεμβρίου 2009). Επομένως, κατά το διάστημα αυτό, τέτοιες πράξεις δεν μπορούν να αποτελούν το αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος παρά μόνον από τα δικαστήρια των κρατών μελών που έχουν δεχθεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, καθότι καθένα από τα κράτη αυτά καθορίζει αν δυνατότητα παραπομπής στο Δικαστήριο έχουν όλα τα δικαστήριά του ή μόνον αυτά των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο. 5. Δεδομένου ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στηρίζεται στη συνεργασία του Δικαστηρίου με τα δικαστήρια των κρατών μελών, για να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής είναι σκόπιμο να παρασχεθούν στα εν λόγω δικαστήρια οι ακόλουθες συστάσεις. 6. Χωρίς να είναι δεσμευτικές, οι συστάσεις αυτές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τον τρίτο τίτλο του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (άρθρα 93 έως 118) και αποσκοπούν στην καθοδήγηση των δικαστηρίων των κρατών μελών ως προς τη σκοπιμότητα της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων και στην παροχή πρακτικών υποδείξεων όσον αφορά τη μορφή και τα αποτελέσματα της υποβολής τέτοιων ερωτημάτων. Ο ρόλος του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων 7. Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, ο ρόλος του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας είναι να παρέχει στοιχεία ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 6 Νοεμβρίου, 2012

    υπόθεση C‑286/12, Οδηγία 2000/78/ΕΚ, παύση επαγγελματικής δραστηριότητας με τη συμπλήρωση του 62ου έτους

    Στην υπόθεση C‑286/12, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2012, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Enegren και την K. Talabér-Ritz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, προσφεύγουσα, κατά Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενης από τον M. Z. Fehér, καθής, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič, E. Levits και J.-J. Kasel, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott γραμματέας: A. Impellizzeri υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2012 με την οποία αποφασίστηκε να εφαρμοστεί η ταχεία διαδικασία κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Οκτωβρίου 2012, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ουγγαρία, θεσπίζοντας εθνική ρύθμιση που επιβάλλει την παύση με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικαστών, εισαγγελέων και συμβολαιογράφων, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας η οποία δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι πρόσφορη ούτε απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).  Το νομικό πλαίσιο  Το δίκαιο της Ένωσης 2        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει: «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.» 3        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει: «1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2.      Για τον σκοπό της παραγράφου 1: α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν, i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή […]». 4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής: «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 28 Οκτωβρίου, 2012

    ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2012/C 326/02)EL 26.10.2012 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 326/391 ΠΡΟΟΙΜΙΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 395 ΤΙΤΛΟΣ Ι ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 396 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 397 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ ΙΣΟΤΗΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 399 ΤΙΤΛΟΣ ΙV ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 401 ΤΙΤΛΟΣ V ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 403 ΤΙΤΛΟΣ VΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 405 ΤΙΤΛΟΣ VΙΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 406EL C 326/392 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 26.10.2012 ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣEL 26.10.2012 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 326/393 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διακηρύσσουν πανηγυρικά ως Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ακόλουθο κείμενο: ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Προοίμιο Οι λαοί της Ευρώπης, εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους μία διαρκώς στενότερη ένωση, αποφάσισαν να μοιραστούν ένα ειρηνικό μέλλον θεμελιωμένο σε κοινές αξίες. Η Ένωση, έχοντας επίγνωση της πνευματικής […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 23 Οκτωβρίου, 2012

    Yποθέσεις C‑581/10 και C‑629/10, Μεταφορές – Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ YVES BOT της 15ης Μαΐου 2012 (1) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑581/10 και C‑629/10 Emeka Nelson, Bill Chinazo Nelson, Brian Cheimezie Nelson(C‑581/10) κατά Deutsche Lufthansa AG [αίτηση του Amtsgericht Köln (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] και TUI Travel plc, British Airways plc, easyJet Airline Co. Ltd, International Air Transport Association, The Queen (C-629/10) κατά Civil Aviation Authority [αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Μεταφορές – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης – Συμβατό του δικαιώματος αυτού με τη Σύμβαση του Μόντρεαλ» 1.        Οι υπό εξέταση υποθέσεις αφορούν την ερμηνεία και το κύρος των άρθρων 5, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 (2). 2.        Το Amtsgericht Köln (Γερμανία) και το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), ερωτούν στην πραγματικότητα το Δικαστήριο, με τα ερωτήματα που του έχουν υποβάλει, αν εμμένει στην ερμηνεία που έδωσε στις διατάξεις αυτές με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07, Sturgeon κ.λπ. (3), κατά την οποία οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση μπορούν, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσης, να εξομοιώνονται με τους επιβάτες πτήσεων που ματαιώθηκαν και μπορούν επομένως να επικαλούνται το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 δικαίωμα αποζημίωσης, οσάκις, εξαιτίας της καθυστέρησης της πτήσης, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών, ήτοι οσάκις φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα άφιξης που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (4). 3.        Εν προκειμένω θα προτείνω στο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την ερμηνεία αυτή και να αποφανθεί ότι τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού αυτού είναι συμβατά τόσο με τη Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 9 Δεκεμβρίου 1999 (5), όσο και με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ασφάλειας δικαίου. I –    Το νομικό πλαίσιο  Α –      Το διεθνές δίκαιο 4.        Η Σύμβαση του Μόντρεαλ εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2001/539/ΕΚ (6) και άρχισε να ισχύει, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 28 Ιουνίου 2004. 5.        Το άρθρο 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ προβλέπει ότι ο αερομεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκαλείται από την καθυστέρηση της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, αποσκευών ή φορτίου. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται λόγω καθυστέρησης, εάν αποδείξει ότι αυτός, οι υπάλληλοι και οι πράκτορές του έλαβαν όλα τα μέτρα τα οποία μπορούν να επιβάλλονται ευλόγως για να αποφευχθεί η ζημία ή ότι ήταν αδύνατον σε αυτόν ή στους υπαλλήλους ή στους πράκτορές του να λάβουν τα εν λόγω μέτρα. 6.        Το άρθρο 29 της Σύμβασης του Μόντρεαλ ορίζει τα εξής: «Όσον αφορά τη μεταφορά επιβατών, αποσκευών και φορτίου, κάθε αγωγή αποζημίωσης, για οποιοδήποτε λόγο, στα πλαίσια της παρούσας σύμβασης, λόγω σύμβασης ή παρανόμου πράξεως ή κάθε άλλης αιτίας, μπορεί να ασκείται μόνον υπό τους όρους και με τα όρια αποζημίωσης που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση, με την επιφύλαξη του καθορισμού των προσώπων που έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 22 Οκτωβρίου, 2012

    Υπόθεση C‑439/09, Ανταγωνισμός – Δίκτυο επιλεκτικής διανομής – Γενική και απόλυτη απαγόρευση της πωλήσεως στο διαδίκτυο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 13ης Οκτωβρίου 2011 (*) «Άρθρο 101, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 – Άρθρα 2 έως 4 – Ανταγωνισμός – Περιοριστική πρακτική – Δίκτυο επιλεκτικής διανομής – Καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης – Γενική και απόλυτη απαγόρευση της πωλήσεως στο διαδίκτυο – Απαγόρευση που επέβαλε ο προμηθευτής στους εξουσιοδοτημένους διανομείς» Στην υπόθεση C‑439/09, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το cour d’appel de Paris (Γαλλία) με απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης Pierre Fabre Dermo-Cosmétique SAS κατά Président de l’Autorité de la concurrence, Ministre de l’Économie, de l’Industrie et de l’Emploi, παρισταμένων των: Ministère public, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη, T. von Danwitz και D. Šváby, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Mazák, γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Νοεμβρίου 2010, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: –        η Pierre Fabre Dermo-Cosmétique SAS, εκπροσωπούμενη από τον J. Philippe, δικηγόρο, –        ο président de l’Autorité de la concurrence (πρόεδρος της αρχής ανταγωνισμού), εκπροσωπούμενος από τους B. Lasserre και F. Zivy, και από τις I. Luc και L. Gauthier-Lescop, –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter, –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Massella Ducci Teri, avvocato dello Stato, –        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Szpunar, –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. J. O. Van Nuffel και A. Bouquet, –        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τον O. Einarsson και την F. Simonetti, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Μαρτίου 2011, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 81, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336, σ. 21). 2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε η Pierre Fabre Dermo Cosmétique SAS (στο εξής: Pierre Fabre Dermo-Cosmétique) με αίτημα την ακύρωση και, επικουρικώς, τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως υπ’ αριθ. 08‑D‑25, της 29ης Οκτωβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), του Conseil de la concurrence (γαλλικού Συμβουλίου Ανταγωνισμού και νυν Autorité de la concurrence, ήτοι Αρχή Ανταγωνισμού, από τις 13 Ιανουαρίου 2009), με αντικείμενο την επιβληθείσα από την Pierre Fabre Dermo‑Cosmétique απαγόρευση, που περιείχαν οι συμβάσεις της επιλεκτικής διανομής προς τους εξουσιοδοτημένους διανομείς της, της πωλήσεως στο διαδίκτυο των καλλυντικών και προϊόντων της ατομικής περιποίησης, κατά παράβαση του άρθρου L. 420-1 του code de commerce (εμπορικού κώδικα) και του άρθρου 81 ΕΚ.  Το νομικό πλαίσιο  Η νομοθεσία της Ένωσης 3        Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2790/1999 εκθέτει τα εξής: «Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να απαλλάσσει κάθετες συμφωνίες περιλαμβάνοντας περιορισμούς που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των θετικών αποτελεσμάτων που αναφέρθηκαν ανωτέρω· ιδίως, κάθετες συμφωνίες που περιλαμβάνουν ορισμένες κατηγορίες σοβαρά επιζήμιων περιορισμών για τον ανταγωνισμό, όπως η επιβολή ελάχιστων και πάγιων τιμών μεταπώλησης καθώς και ορισμένα […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ