• 22 Αυγούστου, 2016

    ΔΕΕ C-542/14 της 21ης Ιουλίου 2016 : Ελεύθερος Ανταγωνισμός. Εναρμονισμένη πρακτική.

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 21ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C-542/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης SIA «VM Remonts», πρώηνSIA «DIV un Ko», SIA «Ausma grupa», Κατά Konkurences padome Και Konkurences padome Κατά SIA «Pārtikas kompānija», ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, E. Juhász, C. Vajda και K. Jürimäe (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Οκτωβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και J. Treijs-Gigulis, – η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Khan και C. Giolito, καθώς και από την I. Rubene, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς πρώτον, μεταξύ, αφενός, της SIA «VM Remonts», πρώην SIA «DIV un Ko», και της SIA «Ausma grupa» και, αφετέρου, της Konkurences padome (Επιτροπή Ανταγωνισμού, Λεττονία) και δεύτερον, μεταξύ της Konkurences padome (Επιτροπή Aνταγωνισμού, Λεττονία) και της SIA «Pārtikas kompānija», σχετικά με φερόμενη εναρμονισμένη πρακτική των ανωτέρω επιχειρήσεων κατά τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμό που οργανώθηκε από τον Δήμο της Jūrmala (Λεττονία). Το νομικό πλαίσιο 3 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Konkurences likums (νόμου περί ανταγωνισμού) της 4ης Οκτωβρίου 2001 (Latvijas Vēstnesis, 2001, αριθ. 151), προβλέπει τα εξής: «Απαγορεύονται και είναι άκυρες από τη σύναψή τους οι συμφωνίες μεταξύ οικονομικών φορέων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην επικράτεια της Λεττονίας, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών οι οποίες αφορούν: […] 5) τη συμμετοχή ή τη μη συμμετοχή σε διαγωνισμούς και πλειστηριασμούς ή τους όρους που αφορούν τέτοια συμμετοχή (ή μη συμμετοχή), πλην των περιπτώσεων στις οποίες οι ανταγωνιστές δημοσιοποίησαν την κοινή προσφορά τους και η εν λόγω προσφορά δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού· […]». Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα 4 Το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου της Jūrmala προκήρυξε διαγωνισμό για την προμήθεια τροφίμων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η DIV un Ko, η Ausma grupa και η Pārtikas kompānija υπέβαλαν προσφορές στον εν λόγω διαγωνισμό. 5 Η Pārtikas kompānija απευθύνθηκε στη SIA «Juridiskā sabiedrība “B&Š partneri”» προκειμένου να λάβει νομικές συμβουλές για την κατάρτιση και την παρουσίαση της προσφοράς της. Η δεύτερη αυτή εταιρία απευθύνθηκε, με τη σειρά της, σε υπεργολάβο, την εταιρία SIA «MMD lietas», η οποία έλαβε από την Pārtikas kompānija σχέδιο προσφοράς. 6 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το εν λόγω σχέδιο είχε καταρτισθεί από την Pārtikas kompānija υπό συνθήκες απόλυτης ανεξαρτησίας, χωρίς συνεννόηση ως προς τις τιμές με την DIV un […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 22 Αυγούστου, 2016

    ΔΕΕ C-476/14 της 7ης Ιουλίου 2016 : Προστασία καταναλωτών. Αναγραφή τιμής.

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C-476/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Οκτωβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης Citroën Commerce GmbH Κατά Zentralvereinigung des Kraffahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή), A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Citroën Commerce GmbH, εκπροσωπούμενη από τους L. Pechan και J. Croll, Rechtsanwälte, – η Zentralvereinigung des Kraffahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW), εκπροσωπούμενη από την B. Ackermann, Rechtsanwältin, – η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Ζ. Fehér, G. Szima και M. Bóra, – η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και M. Kellerbauer, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ 1998, L 80, σ. 27), καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, τηςοδηγίας 2005/29/EK τουΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίουκαιτουΣυμβουλίου, της 11ηςΜαΐου 2005, γιατιςαθέμιτεςεμπορικέςπρακτικέςτωνεπιχειρήσεωνπροςτουςκαταναλωτέςστηνεσωτερικήαγοράκαιγιατηντροποποίησητηςοδηγίας 84/450/ΕΟΚτουΣυμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Citroën Commerce GmbH και της Zentralvereinigung des Kraftfahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW) (ένωση των επιχειρήσεων αυτοκινήτου για τη διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού) με αντικείμενο διαφήμιση της Citroën Commerce για αυτοκίνητα οχήματα. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης Η οδηγία 98/6 3 Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 12 της οδηγίας 98/6: «(6) […] η υποχρέωση αναγραφής των τιμών πώλησης […] συμβάλλει κατά τρόπο σημαντικό στη βελτίωση της πληροφόρησης των καταναλωτών δεδομένου ότι παρέχει κατά τον απλούστερο τρόπο στους καταναλωτές τις βέλτιστες δυνατότητες αξιολόγησης και σύγκρισης της τιμής των προϊόντων και τους επιτρέπει κατά συνέπεια να προβαίνουν σε συνειδητές επιλογές με βάση απλές συγκρίσεις· […] (12) […] ρυθμίσεις σε κοινοτικό επίπεδο επιτρέπουν τη διασφάλιση μιας ομοιογενούς και διαφανούς πληροφόρησης υπέρ του συνόλου των καταναλωτών στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς […]». 4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει: «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ορίσει την αναγραφή της τιμής πώλησης και της μοναδιαίας τιμής μέτρησης των προϊόντων τα οποία προσφέρονται από τους εμπόρους στους καταναλωτές, προκειμένου να βελτιωθεί η ενημέρωση των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η σύγκριση των τιμών.» 5 Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας προβλέπει: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: α) “τιμή πώλησης”: η τελική τιμή […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 12 Αυγούστου, 2016

    Υπόθεση C-244/15 : Καταδικαστική απόφαση διότι η Ελλάδα απαλλάσσει από τον σχετικό φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας.

    Ποιοι απαλλάσσονται από τον φόρο κληρονομιάς ΝΕΟ Καταδικαστική απόφαση βγήκε για την ελληνική κυβέρνηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα απαλλάσσει από το φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία τους πολίτες, μια νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας. Το υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να εναρμονιστεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (υπόθεση C-244/15, παράβαση 2012/2134), σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας με ημερομηνία 26-5-2016, η οποία αναφέρει ότι η Ελλάδα, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθεσία προβλέπουσα απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία, η οποία εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) της 2ας Μαΐου 1992, που απαγορεύουν τον περιορισμό της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Η Ελλάδα, όπως αναφέρει το Taxheaven.gr διαφωνεί με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, δεδομένου -κυρίως- ότι η συγκεκριμένη απαλλαγή θεσπίστηκε από το νόμο ως κοινωνική παροχή, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο κατοικίας, στον οποίο αποκτά ο δοκιμαζόμενος από το θάνατο του συζύγου ή γονέως την πρώτη του κατοικία (για το λόγο αυτό άλλωστε όλες οι προϋποθέσεις χορήγησής της συνδέονται με τον τόπο μόνιμης κατοικίας). Λόγω δε και της αναγκαστικής αιτία θανάτου διαδοχής δεν τίθεται θέμα ελευθερίας επενδύσεων στον τομέα των κληρονομιών, οπότε δεν θεωρούμε ότι θίγεται η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων με τη μη χορήγηση απαλλαγής στους μη κατοίκους Ελλάδος (οι οποίοι στην πληθώρα των περιπτώσεων κληρονομούν εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα και όχι την πρώτη τους κατοικία, που βρίσκεται -προφανώς- στη χώρα της πραγματικής κατοικίας τους). Μετά την έκδοση της απόφασης του Δ.Ε.Ε. ωστόσο και ενόψει των επαπειλούμενων κυρώσεων, η Ελλάδα εξετάζει την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 26, διευρύνοντάς τη αναγκαστικά, ώστε στους δικαιούχους της απαλλαγής να συμπεριληφθούν τόσο οι πολίτες κρατών μελών της Ε.Ε. που δεν κατοικούν στην Ελλάδα -συνεπώς και οι Έλληνες κάτοικοι άλλων κρατών μελών- όσο και οι πολίτες των κρατών μελών του Ε.Ο.Χ. Τα ανωτέρω προκύπτουν από έγγραφη απάντηση που έδωσε το υπουργείο Οικονομικών στην Βουλή, μετά από σχετικό ερώτημα βουλευτή. Πηγή: http://www.enikonomia.gr/

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 11 Μαΐου, 2016

    Yπόθεση C 49/14, Οδηγία 93/13/EOK — Καταχρηστικές ρήτρες — Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής — Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου της εκτελέσεως να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας — Αρχή του δεδικασμένου — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ένδικη προστασία.

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Φεβρουαρίου 2016 (*) «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 93/13/EOK — Καταχρηστικές ρήτρες — Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής — Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου της εκτελέσεως να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας — Αρχή του δεδικασμένου — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ένδικη προστασία» Στην υπόθεση C 49/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia n° 5 de Cartagena (Ισπανία) με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης Finanmadrid EFC SA κατά Jesús Vicente Albán Zambrano, María Josefa García Zapata, Jorge Luis Albán Zambrano, Miriam Elisabeth Caicedo Merino, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή), M. Berger και S. Rodin, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González, – η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze καθώς και από τις J. Kemper, D. Kuon και J. Mentgen, – η Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér Miklós και G. Szima, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier και M. van Beek, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ιδίως την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Finanmadrid EFC SA (στο εξής: Finanmadrid) και των J. V. Albán Zambrano, M. J. García Zapata, J. L. Albán Zambrano και M. E. Caicedo Merino, σχετικά με ποσά οφειλόμενα σε εκτέλεση συμβάσεως καταναλωτικού δανείου. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης 3 Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής: «1. Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση. 2. Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επ[η]ρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο μιας σύμβασης, εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Εάν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης. 3. Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 11 Μαΐου, 2016

    Υπόθεση C 618/10, Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Καταχρηστική ρήτρα περί επιτοκίου υπερημερίας — Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής — Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου.

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2012 (*) «Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Καταχρηστική ρήτρα περί επιτοκίου υπερημερίας — Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής — Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου» Στην υπόθεση C 618/10, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, M. Ilešič, E. Levits και M. Berger, δικαστές, γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Banco Español de Crédito SA, εκπροσωπούμενη από τις A. Herrador Muñoz και V. Betancor Sánchez καθώς και από τον R. Rivero Sáez, abogados, – η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta, – η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Kemper και τον T. Henze, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany-Homung και τον E. Gippini Fournier, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία: – του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29)• – του άρθρου 2 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110, σ. 30)• – των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399, σ. 1)• – των άρθρων 5, παράγραφος 1, στοιχεία ιβ΄ και ιγ΄, 6, 7 και 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133, σ. 66), και – του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149, σ. 22). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Banco Español de Crédito SA (στο εξής: Banesto) και, αφετέρου, του J. Calderón Camino σχετικά με την καταβολή ποσών οφειλόμενων για την εκτέλεση σύμβασης καταναλωτικού δανείου συναφθείσας μεταξύ των μερών αυτών. Το νομικό πλαίσιο Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης Η οδηγία 87/102/ΕΟΚ 3 Το άρθρο 6 της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαΐου, 2016

    ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/681 σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων.

    ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/681 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο α), Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1), Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στις 6 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για τη χρήση των δεδομένων από τις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) με σκοπό την επιβολή του νόμου. Εντούτοις, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, η πρόταση της Επιτροπής, η οποία δεν είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο μέχρι τότε, κατέστη παρωχημένη. (2) Με το «Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» (3) η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει πρόταση σχετικά με τη χρήση των δεδομένων PNR για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. (3) Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 με τίτλο «Γενική προσέγγιση για τις διαβιβάσεις δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) σε τρίτες χώρες» περιέγραψε έναν αριθμό βασικών στοιχείων μιας πολιτικής της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα. (4) Η οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου (4) διέπει τη διαβίβαση εκ των προτέρων συλλεγόμενων δεδομένων για τους επιβάτες (ΑΡΙ) από τους αερομεταφορείς προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τους σκοπούς της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης. (5) Στόχοι της παρούσας οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια, η προστασία της ζωής και ασφαλείας των προσώπων και η δημιουργία νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων PNR όταν τα επεξεργάζονται οι αρμόδιες αρχές. (6) Η αποτελεσματική χρήση δεδομένων PNR, π.χ. μέσω της αντιπαραβολής δεδομένων PNR με διάφορες βάσεις δεδομένων για αναζητούμενα πρόσωπα και αντικείμενα, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων και την κατ’ αυτόν τον τρόπο ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας, με στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, την εξεύρεση συνεργών και την εξάρθρωση εγκληματικών κυκλωμάτων. (7) Η αξιολόγηση δεδομένων PNR επιτρέπει την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν υπήρχαν υποψίες εμπλοκής σε τρομοκρατική πράξη ή σοβαρό έγκλημα πριν την αξιολόγηση, και πρέπει κατά συνέπεια να εξετασθούν περαιτέρω από τις αρμόδιες αρχές. Με τη χρήση των δεδομένων PNR μπορεί να αντιμετωπισθεί η απειλή της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων από διαφορετική οπτική γωνία, πέραν εκείνης που προσφέρει η επεξεργασία άλλων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων PNR να είναι περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο, η θέσπιση και η εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης πρέπει να περιοριστεί στην τρομοκρατία και στα σοβαρά εγκλήματα όπου η χρήση τέτοιων κριτηρίων έχει νόημα. Επιπλέον, τα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο ώστε το σύστημα να ταυτοποιεί […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαΐου, 2016

    ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/680 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων.

    ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 2, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (1), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. (2) Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η παρούσα οδηγία σκοπεύει να συμβάλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. (3) Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η παγκοσμιοποίηση δημιούργησαν νέες προκλήσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η κλίμακα της συλλογής και της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυξήθηκε σημαντικά. Η τεχνολογία επιτρέπει να γίνεται επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια πρωτοφανή κλίμακα για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων όπως η πρόληψη, η διερεύνηση, η ανίχνευση ή η δίωξη ποινικών αδικημάτων ή η εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. (4) H ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους εντός της Ένωσης και της διαβίβασης τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, θα πρέπει να διευκολύνεται με παράλληλη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εν λόγω εξελίξεις απαιτούν την οικοδόμηση ενός ισχυρού και συνεκτικότερου πλαισίου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, υποστηριζόμενου από αυστηρή επιβολή της νομοθεσίας. (5) Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως δραστηριότητες στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας. (6) Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (4) εφαρμόζεται στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας. Το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απόφασης-πλαισίου περιορίζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή καθίστανται διαθέσιμα μεταξύ κρατών μελών. (7) Η διασφάλιση συνεκτικής και υψηλής προστασίας δεδομένων προσωπικού […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαΐου, 2016

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 16, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μετά από διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1), Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης») και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. (2) Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής τους, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο παρών κανονισμός σκοπεύει να συμβάλλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και μιας οικονομικής ένωσης, στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, στην ενίσχυση και σύγκλιση των οικονομιών εντός της εσωτερικής αγοράς και στην ευημερία των φυσικών προσώπων. (3) Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) επιδιώκει την εναρμόνιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας και τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών. (4) Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προορίζεται να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία. (5) Η οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, η οποία προέκυψε από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των διασυνοριακών ροών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. H ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, περιλαμβανομένων των φυσικών προσώπων, ενώσεων και επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ένωση, έχει αυξηθεί. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών καλούνται από το δίκαιο της Ένωσης να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να μπορούν να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους ή να ασκούν καθήκοντα για λογαριασμό αρχής άλλου […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 14 Μαρτίου, 2016

    C‑543/14 : ΦΠΑ — Οδηγία 2006/112/EΚ — Κύρος και ερμηνεία — Δικηγορικές υπηρεσίες — Μη απαλλαγή από τον ΦΠΑ — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη — Δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο — Ισότητα των όπλων — Ευεργέτημα πενίας.

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ELEANOR SHARPSTON της 10ης Μαρτίου 2016 (1) Υπόθεση C‑543/14 Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. Vlaams Netwerk van Verenigingen waar armen het woord nemen ASBL κ.λπ. Jimmy Tessens κ.λπ. Orde van Vlaamse Balies Ordre des avocats du barreau d’Arlon κ.λπ. κατά Conseil des ministres [αίτηση του Cour constitutionnelle (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «ΦΠΑ — Οδηγία 2006/112/EΚ — Κύρος και ερμηνεία — Δικηγορικές υπηρεσίες — Μη απαλλαγή από τον ΦΠΑ — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη — Δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο — Ισότητα των όπλων — Ευεργέτημα πενίας» 1. Δυνάμει μεταβατικής διατάξεως θεσπισθείσας με την έκτη οδηγία περί ΦΠΑ (2), η οποία, μολονότι αρχικώς προοριζόταν να έχει εφαρμογή για πέντε έτη από την 1η Ιανουαρίου 1978, περιέχεται ακόμη στην τωρινή οδηγία περί ΦΠΑ (3), το Βέλγιο απήλλασσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 από τον ΦΠΑ τις δικηγορικές υπηρεσίες. Ήταν το μόνο κράτος μέλος που χρησιμοποιούσε την παρέκκλιση αυτή. 2. Ορισμένοι βελγικοί δικηγορικοί σύλλογοι, από κοινού με διάφορες οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φιλανθρωπικές οργανώσεις και με ορισμένους ιδιώτες που χρεώθηκαν με δικηγορικές αμοιβές υποκείμενες σε ΦΠΑ, κίνησαν δίκη ενώπιον του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου), βάλλοντας κατά της από 1ης Ιανουαρίου 2014 καταργήσεως της εν λόγω απαλλαγής. Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας τους συνίσταται στο ότι η εντεύθεν αύξηση των δικαστικών εξόδων συνιστά παράβαση διαφόρων εγγυήσεων του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη. 3. Πριν αποφανθεί επί της επιχειρηματολογίας αυτής, το Cour constitutionnelle υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της ερμηνείας και του κύρους ορισμένων διατάξεων της οδηγίας περί ΦΠΑ. Νομικό πλαίσιο Διεθνείς συμβάσεις 4. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (4) προβλέπει ειδικότερα: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Μεταξύ των ελάχιστων δικαιωμάτων που το άρθρο 6, παράγραφος 3, παρέχει σε κάθε κατηγορούμενο περιλαμβάνεται το δικαίωμα «όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης». 5. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (στο εξής: ΔΣΑΠΔ) (5) προβλέπει ειδικότερα: «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και δʹ, κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα έχει, σε πλήρη ισότητα, δικαίωμα «επικοινωνίας με τον δικηγόρο της επιλογής του» καθώς και «να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως ή με τη βοήθεια του συνηγόρου της επιλογής του. Αν δεν έχει συνήγορο, να ενημερωθεί για το δικαίωμά […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 2 Μαρτίου, 2016

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΕ της 1ης Μαρτίου 2016 (τμήμα μείζονος συνθέσεως) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C 443/14 και C 444/14: ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ [συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-443/14 Alo και C-444/14 Osso]

    Ιστορικό Κατά την Οδηγία 2011/95/ΕΕ(link is external), τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν στα πρόσωπα, τα οποία έχουν αναγνωρίσει ως δικαιούχους του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός του εδάφους τους υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που προβλέπονται για τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στο έδαφός τους. Το γερμανικό δίκαιο προβλέπει ότι, όταν οι δικαιούχοι του καθεστώτος επικουρικής προστασίας λαμβάνουν κοινωνικές παροχές, η άδεια διαμονής τους πρέπει να συνοδεύεται με την υποχρέωση να διαμένουν σε συγκεκριμένο τόπο (υποχρέωση διαμονής). Αφενός, με την υποχρέωση αυτή είναι δυνατόν να διασφαλίζεται κατάλληλος επιμερισμός της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι παροχές αυτές μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων επί τούτου φορέων. Αφετέρου, μπορεί να έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της ένταξης των υπηκόων τρίτων χωρών στη γερμανική κοινωνία. Οι Ι. Alo και Α. Osso είναι Σύριοι υπήκοοι, οι οποίοι εισήλθαν στη Γερμανία, όπου τους χορηγήθηκε καθεστώς επικουρικής προστασίας. Επιπλέον, τους επιβλήθηκε υποχρέωση διαμονής την οποία αμφισβητούν ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων. Η διαφορά εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία), το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει κατά πόσον η υποχρέωση διαμονής συμβιβάζεται με την οδηγία. Απόφαση Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να επιτρέπουν στα πρόσωπα, στα οποία χορήγησαν το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όχι μόνον να μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα εντός του εδάφους τους, αλλά, επίσης, να μπορούν να επιλέγουν τον τόπο διαμονής τους στο εν λόγω έδαφος. Κατά συνέπεια, η επιβληθείσα στα πρόσωπα αυτά υποχρέωση διαμονής συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία εγγυάται η οδηγία. Όταν η εν λόγω υποχρέωση διαμονής επιβάλλεται μόνον στους δικαιούχους του καθεστώτος επικουρικής προστασίας που λαμβάνουν κοινωνικές παροχές, συνιστά, επίσης, περιορισμό στην πρόσβαση των δικαιούχων αυτών στην κοινωνική προστασία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι δικαιούχοι του καθεστώτος επικουρικής προστασίας δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να υπάγονται, σε πιο περιοριστικό καθεστώς από το εφαρμοστέο στους άλλους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στο οικείο κράτος μέλος, όσον αφορά την επιλογή του τόπου διαμονής τους, και από το εφαρμοστέο στους υπηκόους του κράτους αυτού, όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινωνική αρωγή. Εντούτοις, το Δικαστήριο φρονεί ότι είναι δυνατόν να επιβάλλεται υποχρέωση διαμονής στους δικαιούχους του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, εάν αυτοί δεν τελούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από την επίμαχη εθνική ρύθμιση σκοπό, σε κατάσταση αντικειμενικώς συγκρίσιμη με εκείνη των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στο οικείο κράτος ή με εκείνη των υπηκόων του κράτους αυτού. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η μετακίνηση των δικαιούχων κοινωνικών παροχών ή η άνιση συγκέντρωσή τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να συνεπάγεται μη κατάλληλο επιμερισμό της επιβάρυνσης που απορρέει από τις παροχές αυτές μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων επί τούτου φορέων. Εντούτοις, ο άνισος αυτός επιμερισμός των επιβαρύνσεων δεν συνδέεται ειδικά με την τυχόν ιδιότητα των προσώπων που λαμβάνουν κοινωνικές παροχές ως δικαιούχων του καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία αντιτίθεται στην επιβολή υποχρέωσης διαμονής στους δικαιούχους του καθεστώτος επικουρικής προστασίας η οποία αποσκοπεί στον κατάλληλο επιμερισμό της επιβάρυνσης που συνεπάγονται οι επίμαχες παροχές. Αντιθέτως, το Δικαστήριο αναφέρει ότι απόκειται στο γερμανικό δικαστήριο να […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 21 Φεβρουαρίου, 2016

    ΔΕΕ υπόθ. C-312/14 : MiFID και δάνεια σε ελβετικό φράγκο – Απορριπτικές οι Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα .

    (Banif Plus Bank) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ NIILO JÄÄSKINEN της 17ης Σεπτεμβρίου 2015 (1) Υπόθεση C‑312/14 Banif Plus Bank Zrt. κατά Márton Lantos και Mártonné Lantos [αίτηση του Ráckevei Járásbíróság (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Παραδεκτό — Προστασία των επενδυτών — Σύμβαση δανείου που έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα — Έννοια του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 17, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ — Έννοια των επενδυτικών υπηρεσιών κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2004/39 — Περιστάσεις υπό τις οποίες οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών υποχρεούνται να αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών για τους πελάτες — Κύρος συμφωνιών που παραβιάζουν τις εν λόγω υποχρεώσεις — Κυρώσεις δυνάμει του άρθρου 51 της οδηγίας 2004/39» I – Εισαγωγή Με την παρούσα διάταξη περί παραπομπής, το Ráckevei Járásbíróság, Ουγγαρία (περιφερειακό δικαστήριο Ráckeve), ζητεί, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί ποια είδη χρηματοπιστωτικών μέσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39 (2). Επίσης ερωτά εάν απορρέει από την ως άνω οδηγία υποχρέωση αξιολογήσεως της καταλληλότητας επενδυτικών υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών προϊόντων για κάθε πελάτη χωριστά. Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα υπεβλήθησαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο δίκης που αφορά σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, η οποία συνήφθη για τη χρηματοδότηση αγοράς αυτοκινήτου. Ωστόσο, φρονώ ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας κατά την περιγραφή τόσο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών όσο και του εθνικού νομικού πλαισίου. Πάντως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θίγει ένα δυσχερές κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα που είναι μείζονος σημασίας σε πολλά κράτη μέλη. Δυστυχώς, η διάταξη περί παραπομπής και η κύρια δίκη δεν παρέχουν την κατάλληλη ευκαιρία για την ανάπτυξη της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου ζητήματος, καθόσον το πλέον ενδεδειγμένο πλαίσιο συναφώς θα ήταν εκείνο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, και ειδικότερα της οδηγίας 2008/48 (3), και όχι του δικαίου προστασίας των επενδυτών. II – Νομικό πλαίσιο Α — Δίκαιο της Ένωσης Οδηγία 2004/39 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 31 της οδηγίας 2004/39 έχουν ως εξής: «(2) Ο αριθμός των επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολυσύνθετο. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το νομοθετικό πλαίσιο της Κοινότητας θα πρέπει να καλύψει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που απευθύνονται στους επενδυτές. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα, ως ενιαία αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. Για τους λόγους αυτούς, η οδηγία 93/22/ΕΟΚ θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέα οδηγία. […] (31) Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. Τα μέτρα προστασίας των επενδυτών θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις διάφορες κατηγορίες επενδυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι).» Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/39 ορίζει τα εξής: «1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στις ρυθμιζόμενες αγορές. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν/ασκούν μία ή πλείονες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες: […] […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ