Απόφαση 843 / 2020 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 843/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή, Ιωάννη Μαγγίνα και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Χαλντούπη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Διονυσίου Σκάγια, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1103/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Γεωργία Μπουρδάκου, πάρεδρο του Ν.Σ.Κ.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Νοεμβρίου 2018 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 1 Φεβρουαρίου 2019 πρόσθετους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1568/2018.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 20-11-2018 αίτηση – δήλωση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Δ. Σ. του Ν., η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22-11-2018 και οι επ’ αυτής από 1-2-2019 πρόσθετοι λόγοι του αναιρεσείοντος, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 1-2-2019, για αναίρεση της 1103/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που πρέπει να συνεκδικασθούν.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, 33 παρ. 5 του Ν. 4055/2012 και 93 παρ. 4 του Ν. 4139/2013, και ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, “1.Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή χορηγείται με αίτημα του διαδίκου για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή”. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης μόνο αν κρίνει ότι συντρέχει λόγος αναβολής, όχι δε και όταν κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος αναβολής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, με τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο με το Ν.Δ. 53/1974, υπερισχύει δε σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος των ελληνικών νόμων, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και ορίζεται, ότι “παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε …., είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”. Στο δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ, περιλαμβάνονται ειδικότερα: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης προσβάσεως στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακροάσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναιρέσεως, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικ. από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3904/2010. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.: “Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα από το νόμο να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Σύμφωνα µε το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. γ’ της ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα “όπως αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του” και, σύμφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. δ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, “ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπισθεί τον εαυτό του µε τη βοήθεια συνηγόρου της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του”. Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις, που κυρώθηκαν µε νόμο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως νόμου. Πρακτική συνέπεια του ως άνω δικαιώματος επιλογής συνηγόρου είναι, ότι ο κατηγορούμενος δικαιούται να ζητήσει να αναβληθεί η υπόθεσή του, με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 349 Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή να υποβάλει αίτημα αναβολής με την επίκληση λόγων ανώτερης βίας στο πρόσωπο του συνηγόρου της επιλογής του. Ακόμη, κατά την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Η απόλυτη αυτή ακυρότητα, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν. Δ., επέρχεται μόνον στις περιπτώσεις που υπάρχει από τον νόμο υποχρέωση στον δικαστή να δημιουργήσει αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη υποβολή αντίστοιχης αίτησης από τον κατηγορούμενο. Αντίθετα, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν ο κατηγορούμενος παραστάθηκε κατά τη διεξαγωγή της δίκης και άσκησε ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης τα δικαιώματά του με τις διατυπώσεις του νόμου, άσχετα αν το δικαστήριο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του. Εξάλλου, ο τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων εμφανίσεως, εκπροσωπήσεως και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας και από τις περιστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της εκδίκασης συγκεκριμένης υπόθεσης . Ωστόσο, η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων του κατηγορουμένου τελεί υπό τον περιορισμό της μη καταχρηστικής άσκησής τους, όπως τούτο σαφέστατα συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις και τον συνδυασμό τους με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, με την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, καθώς και με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες απαγορεύεται η καταχρηστική δραστηριότητα προς αχρήστευση δικαιωμάτων ή ελευθεριών που έχουν αναγνωρισθεί από τις προβλεπόμενες στην πιο πάνω Σύμβαση διατάξεις και περαιτέρω τίθενται όρια στη χρήση των περιορισμών που τίθενται με τη Σύμβαση σε σχέση με τα προβλεπόμενα δικαιώματα μόνον προς τον σκοπό, για τον οποίο καθιερώθηκαν. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 17 της ΕΣΔΑ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος, ορίζει ότι: “Ουδεμία διάταξις της παρούσης συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι’ έν κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων μεγαλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει” και η διάταξη του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ, η οποία θέτει όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα, ορίζει ότι: “Οι επιτρεπόμενοι κατά τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως περιορισμοί των ειρημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ειμή προς τον σκοπόν δια τον οποίον καθιερώθησαν”. Τέλος, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που στοιχειοθετεί λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά αντλήθηκαν και οι νομικές σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Μάλιστα, σε σχέση με την αναφορά των αποδείξεων (αποδεικτικών μέσων) που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για να διαμορφώσει την κρίση του, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, αλλ’ αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, μολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί αυτή είναι ανέλεγκτη, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένο το αίτημα για αναβολή. Διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία, αν δε το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, αφού, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας, όταν το δικαστήριο παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Έτσι, αν υποβληθεί παραδεκτώς αίτημα αναβολής της δίκης για λόγους υγείας συνηγόρου υπερασπίσεως και αυτό απορριφθεί από το δικαστήριο χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. και, όπως προαναφέρθηκε, και λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., επειδή προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη κατά τα άρθρα 6 παρ. 1 και 3 περ. γ’ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αλλά και λόγος αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., επειδή το δικαστήριο προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα και καταδίκη του κατηγορουμένου, παραλείποντας να αποφασίσει αιτιολογημένα επί του αιτήματος αναβολής, όπως είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος επιλογής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Δ. Κ., ο οποίος παρέστη και εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα στην κατ’ έφεση δίκη, υπέβαλε αίτημα αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, επειδή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και τότε εκκαλών είχε εξουσιοδοτήσει επί πλέον ως συνήγορο υπεράσπισής του στην υπόθεση και τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Μ. Ξ., ο οποίος όμως είχε υποβληθεί σε καρδιοχειρουργική επέμβαση και παρέμενε νοσηλευόμενος στην κλινική “…” και προς υποστήριξη του αιτήματός του ενεχείρισε στο δικαστήριο την από 20-3-2018 σχετική εξουσιοδότηση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου προς τον ως άνω δικηγόρο Θεσσαλονίκης Μ. Ξ., την από 9-5-2018 βεβαίωση της κλινικής “…” και την από 15-5-2018 βεβαίωση της κλινικής “…”, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δημοσίως στο ακροατήριο, δηλώνοντας συνάμα ότι “πιθανόν ο πελάτης μου να μην έχει εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου για να τον εκπροσωπήσω μόνος μου και έχει επιλέξει και τον κ Ξ. ως συνήγορο υπεράσπισης”. Το αίτημα αυτό για αναβολή της δίκης, λόγω κωλύματος εμφανίσεως του ως άνω δεύτερου συνηγόρου που εξουσιοδότησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και τότε εκκαλών προς υπεράσπισή του, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας με παρεμπίπτουσα απόφασή του, που διαλαμβάνεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως ασκούμενο κατά κατάχρηση του υπερασπιστικού δικαιώματος προς διορισμό και δεύτερου συνηγόρου, με την ακόλουθη, επί λέξει, αιτιολογία: “Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ “1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνον για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει την δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή. 4. Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι τρεις φορές. Κατά την διακοπή της συνεδρίασης ο πρόεδρος κατανέμει τις μη εκδικασθείσες υποθέσεις του πινακίου στις επόμενες μετά την διακοπή συνεδριάσεις”. Ως “ανώτερη βία” νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου και το οποίο δεν μπόρεσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανέναν τρόπο (ΑΠ 1808/2016). Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκδίκαση της κρινόμενης υποθέσεως αναβλήθηκε πέντε (5) φορές (βλ. σχετικώς τις υπ’ αριθμ. 1539/7-10-2015, 1672/27-9-2016, 1642/19-9-2017, 2162/13-11-2017 και 750/26-3-2018 αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις προαναφερθείσες δικασίμους ο εκκαλών – κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δημήτριο Καβαλιώτη, ο οποίος μάλιστα εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο και στην πρωτοβάθμια δίκη, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 158/6-9-2012 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Ο εν λόγω εκκαλών – κατηγορούμενος εκπροσωπείται νομίμως στην δίκη αυτή από τον προαναφερθέντα Δικηγόρο του, όπως ήδη αναφέρθηκε, και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναβολής εκδικάσεως της κρινόμενης υποθέσεως και επειδή δεν είναι δυνατόν να αναβάλλεται η εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς να συντρέχει νόμιμη περίπτωση προς τούτο, γιατί στην περίπτωση αυτή το σχετικό δικαίωμα του διαδίκου ασκείται καταχρηστικώς και είναι αντίθετο στο συμφέρον της δικαιοσύνης που συνίσταται στην κατά το δυνατόν ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και στην αποφυγή παραγραφής των εγκλημάτων (ΑΠ 530/2011 ΠοινΔνη 2012.118, ΑΠ 196/2005 ΠΧρ ΝΕ (2005) 923), πρέπει να απορριφθεί το ως άνω υποβληθέν αίτημα αναβολής εκδικάσεως της κρινομένης υποθέσεως”. Με την αιτιολογία αυτή, από την οποία συνάγεται με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα ως άνω έγγραφα που ενεχείρισε ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και που αναγνώστηκαν, από τα οποία αποδεικνυόταν ο διορισμός του δεύτερου ως άνω συνηγόρου υπερασπίσεως, η υποβολή του σε καρδιοχειρουργική επέμβαση και η εξακολούθηση της νοσηλείας του στην κλινική “…”, αφού δέχθηκε ως αληθείς του ισχυρισμούς που αποδεικνύονταν από τα έγγραφα αυτά και στήριζαν το αίτημα αναβολής, για να παραστεί και υπερασπισθεί τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο δεύτερος συνήγορος που εξουσιοδότησε προς τούτο, αλλά απέρριψε το αίτημά του για αναβολή προκειμένου να τον υπερασπισθεί και ο δεύτερος αυτός συνήγορος, που κωλυόταν να εμφανισθεί λόγω της νοσηλείας του από καρδιοχειρουργική επέμβαση, ως ασκούμενο κατά κατάχρηση δικαιώματος προς παρέλκυση της δίκης και όχι προς καλύτερη και αποτελεσματικότερη υπεράσπισή του, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο της ουσίας απάντησε με την προσβαλλόμενη απόφασή του στο ως άνω αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και το απέρριψε με πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τηρώντας τις διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και χωρίς να παραβιάσει κανένα νόμιμο υπερασπιστικό δικαίωμά του, ενώ, εξάλλου, εφόσον έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος αναβολής στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ως εκ τούτου, ούτε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού αυτός εκπροσωπήθηκε στην δίκη και τον υπερασπίστηκε συνήγορος της επιλογής του, ο οποίος χειριζόταν ως συνήγορος υπερασπίσεώς του την υπόθεση από τον πρώτο βαθμό και τον εκπροσωπούσε στην κατ’ έφεση δίκη σε κατ’ επανάληψη αναβολές που έγιναν από 7-10-2015 μέχρι και 26-3-2018, χωρίς μέχρι τότε να ζητήσει να τον υπερασπισθεί και δεύτερος δικηγόρος, αλλ’ ούτε και υπέρβαση εξουσίας, αφού με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ως καταχρηστικά ασκούμενο προς παρέλκυση της δίκης το δικαίωμά του να τον υπερασπισθεί και δεύτερος δικηγόρος και ακολούθως προχώρησε σε εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και σε καταδίκη του. Επομένως, ενόψει τούτων, τόσον ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδ. με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 στοιχ. δ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του κατηγορουμένου προς επιλογή του συνηγόρου υπερασπίσεώς του με την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή λόγω ασθένειας και νοσηλείας του δεύτερου συνηγόρου που εξουσιοδότησε προς υπεράσπισή του, όσον και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής, αλλά και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας λόγω αναιτιολόγητης απορρίψεως του αιτήματος αναβολής και καταδίκης του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι.
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποία ορίζεται ότι “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”, προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξεως μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδικάσεως της υποθέσεως. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1, 2 και 4 του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, “1) Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. 2). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. … 4). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. … “. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, απαιτείται η έκδοση από τον δράστη εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, δηλαδή φορολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή σε μέρος αυτής (ανεξάρτητα αν αυτά είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά, δηλαδή ως αναφερόμενα σε ανύπαρκτη συναλλαγή, μόνον τα γνήσια). Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη θέληση του υπαιτίου να προβεί ή τη γνώση αυτού (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας και αποδοχής) ότι προβαίνει στην έκδοση τέτοιων φορολογικών στοιχείων. Ενώ, στην περίπτωση της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση του υπαιτίου (με την ίδια ως άνω έννοια) ότι τα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά ή τη θέλησή του να αποδεχτεί τέτοια φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται. Τέλος, με το Ν. 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις (που άρχισε να ισχύει από 17-10- 2015) τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του Ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, με το δε άρθρο 71 καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 17, 18, 19, 20 και 21 του Ν. 2523/1997 και ειδικότερα, για το ως άνω αδίκημα της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 66 τα εξής: “Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό …. . Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο…”. Από τις νέες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι, στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων. Ειδικότερα από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 και άρχισε να ισχύει από 17-10-2015, προκύπτει ότι από 17-10-2015 και εφεξής η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νόθευσης τέτοιων στοιχείων, έχει γίνει υπό όρο ανέγκλητη. Δηλαδή η σχετική πράξη, όταν ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης φορολογικής εγκληματικής πράξης του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει, δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική πράξη, η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 και υπάρχει περί τούτου σχετική παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση, μετά από την εκτίμηση των πραγμάτων, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 ή ότι έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές και δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε μεν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, πλην όμως δεν καταδικάσθηκε ούτε έχει ασκηθεί σε βάρος του σχετική ποινική δίωξη. Ακόμη, με το νέο άρθρο 70 παρ. 2 του παραπάνω Ν. 4174/2013, που επίσης προστέθηκε με το άρθρ. 8 του Ν. 4337/2015, ορίζεται ότι “αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 66 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς μηνυτήριες αναφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα”, κατά δε το άρθρο 71 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που ομοίως προστέθηκε με το άρθρ. 8 Ν. 4337/2015, “τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου (άρθρα 66-70)”. Από την σύγκριση όλων των ως άνω διατάξεων, που καλύπτουν τις σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εξορθολογίζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως των σχετικών εγκλημάτων φοροδιαφυγής, προκύπτει ότι σχετικά με το αδίκημα της εκδόσεως εικονικών τιμολογίων, δηλαδή της εκδόσεως τιμολογίων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή μέρος αυτής, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε μετά το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, τιμωρείτο ποινικά ως πλημμέλημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερέβαινε το ποσό των 3.000 ευρώ και ως κακούργημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, πλέον, μετά την κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 με το άρθρο 71 παρ. 1 του Ν. 4337/2015, τιμωρείται ποινικά, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. α’ και β’, που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, ως πλημμέλημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και ως κακούργημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, οι οποίες, ως επιεικέστερες των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, τυγχάνουν εφαρμογής σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ.. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο. Επίσης δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη ξεχωριστή αιτιολογία η απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών, με τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν προτείνει αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, αλλ’ απλώς αρνείται την κατηγορία, αφού η αιτιολογία για την απόρριψη των αρνητικών αυτών της κατηγορίας ισχυρισμών εμπεριέχεται στην αιτιολογία, με την οποία το δικαστήριο δέχθηκε την ενοχή του κατηγορουμένου. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες (Ολομ. Α.Π. 1/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ’ έφεση σε δεύτερο βαθμό, με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1103/2018 αποφάσεώς του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατά το είδος τους μνημονευομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, επί λέξει, τα ακόλουθα: “Από τις ένορκες καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξετάσθηκαν νομότυπα δημοσίως στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα πρακτικά της δημοσίας συνεδριάσεώς του και από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των παραπάνω εγγράφων που λεπτομερώς αναφέρονται στα αυτά ως άνω πρακτικά συνεδριάσεώς αυτού του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση επί της οδού … του Δήμου …, της οποίας η εμπορική δραστηριότητα εφέρετο ότι ήταν το εμπόριο απορρυπαντικών και ειδών καθαρισμού αλλά και η παροχή υπηρεσιών καθαρισμού, εξέδωσε εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους και η ως άνω επιχείρησή του ποτέ δεν ανέπτυξε πράγματι την παραπάνω εμπορική δραστηριότητά της αλλά είχε συσταθεί εκ μέρους του με μοναδικό σκοπό την έκδοση εικονικών τιμολογίων που αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το ότι δεν πραγματοποίησε αγορές εμπορευμάτων ούτε αναλωσίμων αγαθών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση της παροχής υπηρεσιών, ενώ παρότι φαινόταν να παρέχει πολλές υπηρεσίες, εν τούτοις δεν απασχολούσε το ανάλογο προσωπικό, αφού βεβαίως ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν θα ήταν σε θέση να παρέχει μόνος του τις (πολλές) αυτές υπηρεσίες στους τρίτους (πελάτες του). Επί πλέον, δεν προσκόμισε στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία τα βιβλία που θα έπρεπε να τηρεί για την παραπάνω επιχείρησή του, ενώ υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις ΦΠΑ με σκοπό να αποφύγει την καταβολή φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια των χρήσεων 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 ο κατηγορούμενος προέβη στην έκδοση συνολικώς χιλίων διακοσίων ενενήντα δύο (1.292) (183 + 194 + 273 + 309 + 333) εικονικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών (ΤΠΥ), τιμολογίων πωλήσεως – δελτίων αποστολής (ΤΠ – ΔΑ) και τιμολογίων πωλήσεων (ΤΠ), όπως αυτά αναλυτικώς παρατίθενται αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως ανά είδος, αριθμό και ημερομηνία εκδόσεως φορολογικού στοιχείου, λήπτρια επιχείρηση/ΑΦΜ, καθαρή αξία σε ευρώ, αναλογούντα ΦΠΑ και συνολική αξία. Ενόψει όλων όσων αναφέρθηκαν, θα πρέπει, αφού απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή δεν διασταυρώθηκαν τα ως άνω αναφερόμενα εκ μέρους του σχετικά στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες – που συνιστά άρνηση της εις βάρος του αποδιδόμενης κατηγορίας – να κηρυχθεί ένοχος αυτός (ο κατηγορούμενος) της ως άνω σχετικής πράξεως που αποδίδεται σ’ αυτόν, καθ’ όσον αυτός προέβη στην έκδοση των εικονικών τιμολογίων που περιγράφονται αναλυτικά αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως”. Στη συνέχεια, το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της κακουργηματικής πράξης της κατ’ εξακολούθηση εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας που υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ, επιβάλλοντάς του ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών και συγκεκριμένα τον κήρυξε ένοχο, επί λέξει, για το ότι: “Στην Θεσσαλονίκη, κατά τους παρακάτω αναφερομένους χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος εξέδωσε εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Ειδικότερα, ως ασκών την διαχείριση της ατομικής επιχειρήσεώς του, που έδρευε ενταύθα επί της οδού … – … και είχε ως αντικείμενο το εμπόριο απορρυπαντικών και ειδών καθαρισμού, αλλά και την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού, η οποία όμως δεν ανέπτυξε ποτέ δραστηριότητα και σκοπός της σύστασής της ήταν μεταξύ άλλων, η έκδοση εικονικών τιμολογίων που αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, εξέδωσε κατά την διάρκεια των χρήσεων 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 συνολικά χίλια διακόσια ενενήντα δύο (1.292) (183 + 194 + 273 + 309 + 333) εικονικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (ΤΠΥ), τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής (ΤΠ – ΔΑ) και τιμολόγια πώλησης (ΤΠ), όπως αυτά παρατίθενται κατωτέρω ανά είδος, αριθμό και ημερομηνία έκδοσης φορολογικού στοιχείου, λήπτρια επιχείρηση/ΑΦΜ, καθαρή αξία σε ευρώ, αναλογούντα ΦΠΑ και συνολική αξία και έχουν αναλυτικώς ως εξής: (παρατίθεται ενσωματωμένος πίνακας στον οποίο αναφέρονται όλα τα εικονικά φορολογικά στοιχεία που εξέδωσε ανά είδος, αριθμό, ημερομηνία εκδόσεως, λήπτρια επιχείρηση με το ΑΦΜ της, καθαρή αξία, αναλογούντα Φ.Π.Α. και συνολική αξία). Δηλαδή κατά τις χρήσεις 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 ο κατηγορούμενος εξέδωσε φορολογικά στοιχεία συνολικής καθαρής αξίας (906.100,61 + 959.224,25 + 1.125.733,98 + 1.429.508,89 + 1.533.128,20 =) 5.953.695,93 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ποσού (163.114,93 + 173.202,41 + 211.161,41 + 271.906,20 + 291.298,60=) 1.110.683,55 ευρώ, και συνολικά (1.069.215,54+1.132.426,66 + 1.336.895,39 + 1.701.415,09 + 1.824.426,80 =) 7.064.379,48 ευρώ, τα οποία ήταν εικονικά και αναφέρονταν σε ανύπαρκτες συναλλαγές, καθ’ όσον η προαναφερθείσα ατομική του επιχείρηση ουδέποτε άσκησε τις δραστηριότητες που δήλωσε όταν προέβη σε έναρξη δραστηριότητας αυτής, ούτε και πώλησε στις ανωτέρω εταιρίες τα προϊόντα ή παρέσχε τις υπηρεσίες που αφορούσαν τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία, ενώ εστερείτο έδρας και οποιοσδήποτε άλλης εγκατάστασης, καθώς και μηχανημάτων, δεν απασχολούσε προσωπικό και δεν εμφάνιζε αγορές”. Με τις ως άνω παραδοχές, που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω κακουργήματος της κατ’ εξακολούθηση φοροδιαφυγής με τη μορφή της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας που υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του Π.Κ., 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 98 παρ. 2 ΠΚ και άρθρο 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του Ν 4337/2015, τις οποίες ορθά ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, εξειδικεύονται με τα πλήρη στοιχεία τους τα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια πωλήσεως και δελτία αποστολής – τιμολόγια), τα οποία εξέδωσε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, εκτίθεται η εικονικότητα τούτων, με αναφορά των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει αυτή, καθόσον αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές, τα ποσά των εικονικών φορολογικών στοιχείων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ (άρθρο 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013 και 8 του Ν 4337/2015) και ανέρχεται συνολικά σε 7.064.379,48 ευρώ, ενώ το άνω Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαίτερα το δόλο του κατηγορουμένου, διότι αυτός (δόλος) ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις αναφερόμενες ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, αφού από το νόμο δεν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υπόστασεως. Ακόμη, με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση στην κατά τα ανωτέρω αιτιολογία της ότι όλα τα αναφερόμενα σ’ αυτήν φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά και αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο αρκεί για την κατάφαση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ακόμη και αν ορισμένα από αυτά ήταν επί πλέον και πλαστά και, ως εκ τούτου, η από παραδρομή πλεοναστική αναφορά και σε πλαστά φορολογικά στοιχεία, δεν δημιουργεί καμμιά αντίφαση, που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν, οι οποίες ορθά εφαρμόστηκαν. Επίσης, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει με σαφήνεια, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων που αναφέρονταν σε ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, πράξη για την οποία και διώχθηκε και όχι και για έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων καθ’ υπέρβαση εξουσίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Περαιτέρω, αβάσιμη κρίνεται και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι έπρεπε να καταδικασθεί για διάπραξη της αποδιδόμενης σ’ αυτόν αξιόποινης πράξης σε βαθμό πλημμελήματος για όσες πράξεις τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση μέχρι 28-1-2004, καθόσον επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, όπως εν προκειμένω, τόσο κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, όσο και κατά την ισχύουσα επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του Ν.4337/2015, αλλά και κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., για το χαρακτηρισμό της οικείας συμπεριφοράς, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων και όχι η κατ’ ιδίαν αξία εκάστου εικονικού φορολογικού στοιχείου, πράγμα που σημαίνει, ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος φέρει χαρακτήρα κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, ακόμη και για τις κατ’ εξακολούθηση πράξεις που τελέστηκαν από το έτος 2003 μέχρι 28-1-2004, ενόψει του ότι το σύνολο του ποσού των εικονικών τιμολογίων που εξέδωσε υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ και ανέρχεται συνολικά σε 7.064.379,48 ευρώ. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας απάντησε και αιτιολόγησε την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου με την κρίση και την αιτιολογία επί της ενοχής του και δεν χρειαζόταν να απαντήσει και να αιτιολογήσει με ξεχωριστή αιτιολογία του αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του, οι δε υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες αναφέρονται σε εσφαλμένη, κατά την άποψή του, εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ασαφή αιτιολογία και για εσφαλμένη εκ πλαγίου εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν, επειδή αναφέρεται και σε πλαστά φορολογικά στοιχεία, τα οποία δεν προσδιορίζει, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, επειδή καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και για πράξη, για την οποία δεν διώχθηκε, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων όσον αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τις κατ’ εξακολούθηση πράξεις που τελέστηκαν μέχρι 28-1-2004 σε βαθμό κακουργήματος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμοι.
Η κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, εφόσον, βεβαίως, αυτός προβλήθηκε κατά τον προεκτεθέντα σαφή και ορισμένο τρόπο. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του Π.Κ.. Τέτοια ελαφρυντική περίσταση είναι και η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ του Π.Κ., ήτοι το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, η καλή και συνήθης συμπεριφορά, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό να του αναγνωρισθεί, μεταξύ άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων, και η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς του επί σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ) και για τη θεμελίωσή του επικαλέστηκε, επί λέξει, τα εξής: “Το ότι συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη μου, αφού από το 2007 και μετά, δηλαδή από την φερόμενη ως διάπραξη των αδικημάτων μου (ανεξαρτήτως του πότε βεβαιώθηκαν) και μετά ο βίος μου είναι έντιμος και ανεπίληπτος. Εργάζομαι επί 12ωρο ως εργάτης-υπάλληλος, προσφέρω κοινωνικό έργο, τόσο ατομικά μέσω της εταιρείας στην οποία εργάζομαι, προωθώντας δωρεάν είδη υγιεινής στα παιδικά χωριά ΣΟΣ, ενώ στις αργίες βοηθώ την διανομή συσσιτίου στην … και εξυπηρετώ γέροντες για οποιαδήποτε εργασία έχουν ανάγκη. Θα πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι είμαι ο μοναδικός εργαζόμενος, ως εργάτης πλέον, αφού καταστράφηκα οικονομικά, μιας τριμελούς οικογένειας (σύζυγος και θυγατέρα), η δε θυγατέρα μου πάσχει από βαρύτατη ψυχολογική νόσο (νευρική ανορεξία) και τη φροντίζω αποκλειστικά εγώ. Σχετικά προσκομίζω: 1) Την βεβαίωση εθελοντικής προσφοράς εργασίας του Δήμου …, σε δράσεις για τη στήριξη ευπαθών ομάδων πληθυσμού και υλοποιήθηκαν μέσα σε δύο έτη. 2) Επιστολές της οργάνωσης “ΤΟ …” κατ’ έτη 2012 και 2017 με τις οποίες απευθυνόμενες σε μένα εκφράζει τις ευχαριστίες της για την χορηγία βιολογικών απορρυπαντικών. 3) Ένα από τα πολλά δελτία ποσοτικής παραλαβής της οργάνωσης “ΤΟ …” για τα είδη καθαριότητας που προσφέρω. 4) Ευχαριστήρια επιστολή του Αστυνομικού Τμήματος Θερμαϊκού για προσφορά ειδικών απορρυπαντικών στο τμήμα”. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: “Περαιτέρω, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται μεταξύ άλλων, η προβλεπομένη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχ. ε’, ήτοι το ότι ο υπαίτιος ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε’ ΠΚ, πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητάς του και καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας αλλά περιλαμβάνει και την θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Συντρέχει δε, στο πρόσωπο εκείνου του δράστη, ο οποίος, πραγματικά μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά, έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις της αξιόποινης πράξεως του και απέχοντας μετά ταύτα για σχετικά μεγάλο διάστημα, από οποιοσδήποτε φύσης επιλήψιμη, ενέργεια και συμπεριφορά. … Στην κρινομένη όμως υπόθεση δεν έγινε εκ μέρους του προαναφερθέντος πληρεξουσίου Δικηγόρου του ως άνω καταδικασθέντος κατηγορουμένου επίκληση σχετικών πραγματικών περιστατικών, εκ των οποίων να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του (δηλαδή του κατηγορουμένου) προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα και η στάση του να παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του αλλά ούτε και για την μεταμέλειά του και συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα ως άνω σχετικά υποβληθέντα αιτήματα, να αναγνωρισθούν δηλαδή στον κατηγορούμενον οι προαναφερθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 εδ. δ’ και ε’ ΠΚ”. Η αιτιολογία όμως αυτή για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, ο οποίος ήταν σαφής και ορισμένος, δεν είναι η απαιτούμενη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφορικά με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., καίτοι στην προκειμένη περίπτωση έγινε επίκληση σαφών και επαρκών στοιχείων, περί του ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξης του για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε ως αορίστως προβληθέντα από το συνήγορό του τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό και τον απέρριψε χωρίς να γίνεται στην απόφαση αναφορά συγκεκριμένων αρνητικών περιστατικών, που να αποκλείουν την αναγνώριση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, δοθέντος ότι η απαιτούμενη πέραν της συνήθους καλή συμπεριφορά, του υπαιτίου υπό καθεστώς ελευθερίας, όπως εν προκειμένω, δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μια εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω τέταρτου πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη μόνον ως προς την διάταξή της που απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη του, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της για την επιμέτρηση και την επιβολή της ποινής και, παρελκούσης, ως καθισταμένης άνευ αντικειμένου, της έρευνας του πέμπτου πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, που αναφέρεται σε εσφαλμένη επιμέτρηση της ποινής, να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ., η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ. και, αναλόγως προς την κρίση του αυτή, να επιμετρήσει και να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της κρινόμενης αιτήσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 1103/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της, που απορρίπτει τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Δ. Σ. του Ν., για αναγνώριση υπέρ αυτού της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ. και συνακόλουθα και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 20-11-2018 αίτηση – δήλωση του ως άνω κατηγορουμένου, Δ. Σ. του Ν., κατοίκου …, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22-11-2018, καθώς και τους επ’ αυτής από 1-2-2019 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της ως άνω, υπ’ αριθ. 1103/2018, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
areiospagos.gr
Σύνοψη : Αρχή της αναδρομικότητας επιεικέστερου νόμου. – Αναγκαία στοιχεία για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων. – Εικονικά φορολογικά στοιχεία είναι τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται σε συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή σε μέρος αυτής, ανεξάρτητα αν αυτά είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά, δηλαδή ως αναφερόμενα σε ανύπαρκτη συναλλαγή, μόνον τα γνήσια. – Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την θέληση του υπαιτίου να προβεί ή την γνώση αυτού (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας και αποδοχής) ότι προβαίνει στην έκδοση τέτοιων φορολογικών στοιχείων. – Στην περίπτωση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο δόλος περιλαμβάνει την γνώση του υπαιτίου (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας και αποδοχής) ότι τα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά ή την θέλησή του να αποδεχθεί τέτοια φορολογικά στοιχεία. – Σκοπός για απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται.
Σε περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για διάπραξη ή υποστήριξη πράξης φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης από την πράξη φοροδιαφυγής της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, συνεπώς καθιερώνεται φαινομένη κατ’ ιδέαν συρροή των αδικημάτων.
Από 17.10.2015 και εφεξής η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και αποδοχής ή νόθευσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έχει γίνει υπό όρο ανέγκλητη. – Η πράξη, όταν ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης φορολογικής εγκληματικής πράξης του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 Ν.4174/2013, όπως ισχύει, δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική πράξη. – Προϋπόθεση εφαρμογής της ρύθμισης αυτής είναι ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής και υπάρχει περί αυτού σχετική παραδοχή στην απόφαση, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για την διάπραξη ή υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 ή ότι έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. – Δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε μεν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, πλην όμως δεν καταδικάσθηκε ούτε έχει ασκηθεί σε βάρος του σχετική ποινική δίωξη.
Το αδίκημα της εκδόσεως εικονικών τιμολογίων, για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή μέρος αυτής, πλέον, μετά την κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν.2523/1997 με το άρθρο 71 παρ. 1 Ν.4337/2015, τιμωρείται ποινικά ως πλημμέλημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, και ως κακούργημα, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, διατάξεις οι οποίες είναι επιεικέστερες των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 Ν.2523/1997. –
Πότε η καταδικαστική απόφαση έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. – Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο έγκλημα της φοροδιαφυγής με την μορφή εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο. – Δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη ξεχωριστή αιτιολογία η απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών, με τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν προτείνει αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλ’ απλώς αρνείται την κατηγορία, αφού η αιτιολογία για την απόρριψη αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών εμπεριέχεται στην αιτιολογία, με την οποία το δικαστήριο δέχθηκε την ενοχή του κατηγορουμένου. – Δεν θεμελιώνει λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου και οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. – Πότε υφίσταται εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. – Πότε ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου. – Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για το κακούργημα της κατ’ εξακολούθηση φοροδιαφυγής με την μορφή της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων. –
Αβάσιμη κρίνεται η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι έπρεπε να καταδικασθεί για διάπραξη της αξιόποινης πράξης σε βαθμό πλημμελήματος για όσες πράξεις τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση μέχρι 28.1.2004, καθόσον επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αφορούν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, τόσο κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 Ν.2523/1997, όσο και κατά την ισχύουσα επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 Ν.4174/2013, όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του Ν.4337/2015, αλλά και κατά την γενική διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ., για το χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων και όχι η κατ’ ιδίαν αξία εκάστου εικονικού φορολογικού στοιχείου, πράγμα που σημαίνει ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος φέρει χαρακτήρα κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, ακόμη και για τις κατ’ εξακολούθηση πράξεις που τελέστηκαν από το έτος 2003 μέχρι 28.1.2004, ενόψει του ότι το σύνολο του ποσού των εικονικών τιμολογίων που εξέδωσε υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ. – Στην απόφαση εξειδικεύονται τα φορολογικά στοιχεία, εκτίθεται η εικονικότητά τους, με αναφορά των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει, και τα ποσά των εικονικών φορολογικών στοιχείων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το όριο του Νόμου. – Το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαίτερα τον δόλο του κατηγορουμένου, αφού από τον Νόμο δεν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως. – Η απόφαση δέχεται ότι όλα τα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά και αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο αρκεί για την κατάφαση του εγκλήματος, ακόμη και αν ορισμένα ήταν επί πλέον και πλαστά.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αναφέρονταν σε ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, πράξη για την οποία διώχθηκε, και όχι και για έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων καθ’ υπέρβαση εξουσίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. – Το Δικαστήριο απάντησε και αιτιολόγησε την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του κατηγορουμένου με την κρίση και την αιτιολογία επί της ενοχής του και δεν χρειαζόταν να απαντήσει και να αιτιολογήσει με ξεχωριστή αιτιολογία την απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών. – Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες αναφέρονται σε εσφαλμένη, κατά την άποψή του, εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέες.