• 2 Μαΐου, 2013

    ΜΠρΗρ 255/2013, Βεβαίωση προς διόρθωση ληξιαρχικής πράξης – Αλλαγή φύλου – Εκούσια δικαιοδοσία

      Δεκτή αίτηση για βεβαίωση προς σκοπό διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς το ορθό φύλο, το κύριο όνομα και το επίθετο της αιτούσας, ώστε, κατόπιν χειρουργικής επέμβασης, να συνάδει ο φαινότυπός της με τα επίσημα στοιχεία της.   Αριθμός 255/2013   (Αριθμός κατάθεσης κλήσης ΓΑ 509/FM/95/2013)     ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ     ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ οπό τη Δικαστή Ευδοκία Γκιόγκη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, κοι από την Γραμματέα Ειρήνη Μιχελακάκη.   ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013, γιο να δικάσει την αίτηση και με αντικείμενο τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης.   ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Γουβών Δήμου Χερσονήσου, που παραστάθηκε μετά ταυ πληρεξουσίου δικηγόρου της Απόλλωνα Καλογερόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.   Η αιτούσα ζητε! να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ΓΑ 509/EM/95/2013 αίτηση η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.     ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.     ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ     Η αιτούσα, με την επίκληση άμεσου έννομου συμφέροντος, ζητεί να διορθωθεί η με αριθμό 2775/τ.719/1987 ληξιαρχική πράξη γέννησης της που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ληξιαρχείου του Δήμου Ηρακλείου, ως προς το φύλο, το κύριο όνομα αυτής και το επίθετο ώστε κατόπιν χειρουργικής επέμβασης, ώστε να συνάδει ο φαινότυπος της με τα επίσημα στοιχεία της. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κστ’ ουσίαν, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διστακτικό της απόφασης.       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ     ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.   ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ προς σκοπό διόρθωσης της με αριθμό 2775/T.719/19S7 ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Ληξιάρχου Δήμου Ηρακλείου ότι το ορθό φύλο της αιτούσας είναι “άρρεν” αντί του εσφαλμένου “θήλυ”, το δε κύριο όνομα αυτής “Μ-Α.”, αντί του εσφαλμένου “Α.” και το επίθετο “Σ.” αντί του εσφαλμένου “Σ.”.   ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ηράκλειο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήρια του, χωρίς την παρουσία της αιτούσας και του πληρεξουσίου δικηγόρου της στις 7 Μαρτίου 2013.   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 2 Μαΐου, 2013

    Eφ.Θεσ/νίκης 92/2013, Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος οφειλέτη Τράπεζας ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία

    Κρίση ότι το δικαίωμα ασκήθηκε πρόωρα. Δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής. «(…) Η καθ` ης (τράπεζα) αποδέχθηκε την πρόταση αυτή για διακανονισμό της οφειλής με απόφαση του συμβουλίου της, αξιώνοντας την άμεση καταβολή ποσού 2.300 € και κατόπιν την εβδομαδιαία καταβολή ποσού 800 €, όπως αποδεικνύεται από την από 22-6-09 έγγραφη απάντησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την αμέσως επόμενη ημέρα, τάσσοντας της συγχρόνως πενθήμερη προθεσμία για να υλοποιηθεί η έγκριση του διακανονισμού, διαφορετικά θα προχωρούσε σε έναρξη δικαστικών ενεργειών, η αποτροπή των οποίων επιδιώκονταν με τη σύναψη της συμφωνίας του διακανονισμού. Μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία ολοκληρώθηκε η συμφωνία μεταξύ των μερών, για τη ρύθμιση του χρέους και στα πλαίσια αυτής και προς υλοποίηση των όρων της η ανακόπτουσα εταιρεία συμμορφούμενη απολύτως σ` αυτούς κατέβαλε στις 2-7-09 το ποσό των 2300 ευρώ, το οποίο έλαβε χωρίς επιφύλαξη η καθ` ης τράπεζα, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι ήθελε να εμμείνει στην τήρηση της συμφωνίας και τα αποτελέσματα της, παρά την ολιγοήμερη καθυστέρηση (εννέα ημέρες αντί της ταχθείσας εκ μέρους της πενθήμερης προθεσμίας) αφού ούτως ή άλλως η συμφωνία είχε μεταξύ των διαδίκων μερών «κλείσει» προγενέστερα. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα κατέβαλλε σε τακτά χρονικά διαστήματα το ποσό το 800 ευρώ, δόσεις τις οποίες εισέπραττε κάθε φορά η καθ` ης αδιαμαρτύρητα και χωρίς επιφύλαξη. Παρά ταύτα, η καθ` ης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων κατέθεσε την 1-7-09 την από 19-6-09 αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ενόσω δηλ. η περί διακανονισμού συμφωνία ήταν ενεργής και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και κατά τη διάρκεια των περιοδικών καταβολών εκ μέρους της ανακόπτουσας, αφού αυτή την τελευταία δόση την κατέβαλε στις 20-8- 09, αγνοώντας ότι είχε ήδη εκδοθεί η ανακοπτομένη, καθώς όπως καταθέτει ο μάρτυράς της – σύζυγος της νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας, έλαβε γνώση για πρώτη φορά με την επίδοση της προς αυτήν (3-9-09) σε αντίθεση με την κατάθεση της μάρτυρος της καθ` ης- υπαλλήλου της, η οποία αορίστως αναφέρει ότι η ανακόπτουσα ήταν ήδη ενημερωμένη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς να καταθέτει παράλληλα και το ακριβές χρονικό σημείο της πληροφόρησης της. Επομένως, το δικαίωμα που άσκησε η καθ` ης προς ικανοποίηση της απαίτησης της από τις προαναφερόμενες επιταγές με την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτομένης ασκήθηκε εκ μέρους της πρόωρα, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (1-7-09) υποβολής της αίτησης αλλά και έκδοσης της διαταγής πληρωμής (3-7-09) δεν είχε εκπνεύσει η προθεσμία, που παρείχε στην ανακόπτουσα προς πληρωμή του χρέους εξ αυτών, αντίθετα ήταν σε ισχύ παράγουσα έννομα αποτελέσματα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τη μη δικαστική επιδίωξη τους, αποκλείοντας αυτήν από τη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης είσπραξης των επίδικων επιταγών. Δε διαφοροποιεί εξάλλου την κρίση του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός της ότι όσον αφορά στις πρώτες τουλάχιστον των ανωτέρω επιταγών ελλόχευε ο κίνδυνος της παραγραφής, τον οποίον όφειλε να είχε συνεκτιμήσει η ίδια κατά την κατάρτιση της συμφωνίας και των όρων της περί σταδιακής εξόφλησης του χρέους, πλέον του ότι ο χρόνος παραγραφής διακόπτονταν με την αναγνώριση της οφειλής δια της καταβολής των περιοδικών δόσεων, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρεί το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης της με τακτική αγωγή από αδικοπραξία. Εφόσον επομένως αποδείχθηκε ότι η […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 31 Μαρτίου, 2013

    Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών 674/2013, δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων στην αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου

    Με την 674/2013 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα υποθέσεων ν.1406 και αναστολών) κρίθηκε ότι στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, ως διαφορές ουσίας, και οι περί την κοινή αναγκαστική εκτέλεση (κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σε βάρος του Δημοσίου με βάση τις κατά την παρ.1 του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καταψηφιστικές αποφάσεις είτε με βάση τις αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ή αιτήσεων ακυρώσεως και αποτελούν τίτλο εκτελεστό. Κατά την εκδίκαση δε των διαφορών αυτών, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την απόφαση 35/2013 της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 209Α του ΚΔΔ που προστέθηκε με το άρθρο 38 του ν.3900/2010, η οποία προβλέπει προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ένδικου μέσου, δεν παραβιάζει τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ. Όμοια και η ΕΑ ΣΤΕ 36/2013. (πηγή: defeteio-ath.gr / dprotodikeio-ath.gr)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 31 Μαρτίου, 2013

    ΜΠρΧαλκιδικής 123/2013, Επαγγελματική μίσθωση – Αναπροσαρμογή μισθώματος – Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης

    Επαγγελματική μίσθωση – Αναπροσαρμογή μισθώματος – Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης – Προσωρινή παράλειψη καταγγελίας μίσθωσης -.   Το δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική δικαστική απόφασή του για την αναπροσαρμογή του καταβαλλόμενου μισθώματος στο μέτρο που αρμόζει ή στο μέτρο που απαιτείται, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο. Διαταγή προσωρινής παράλειψης καταγγελίας της μίσθωσης. Δεν πρόκειται για την αντίθετη περίπτωση της προσωρινής καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (σε ενέργεια νομικής πράξεως) με ασφαλιστικά μέτρα, η οποία απαγορεύεται.   ΑΠΟΦΑΣΗ 123/2013 (Αριθμός κατάθεσης αίτησης 3/2013)   TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ     ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Μαρία Γιαννούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών.   ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2013, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό καταθέσεως 3/2013 και αντικείμενο ρύθμιση κατάστασης, μεταξύ:   ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …. κατοίκου Ουρανούπολής Χαλκιδικής, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου.   ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) …   κατοίκων Ουρανούπολης Χαλκιδικής, που παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου του δικηγορικού συλλόγου Θεσσαλονίκης.   ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.     ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ     Όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 388 παρ. 1, 288 ΑΚ συνδ. 682 παρ. 1 εδ. α’, 731 και 732 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική ή μη) δικαστική απόφαση του για τη μείωση ή όχι της παροχής «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα της απορρέουσας από τη σύμβαση έννομης σχέσης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τα άρθρα 731 και (ιδίως) 732 ΚΠολΔ [Μπέης, Πολιτική Δικονομία τ. 16 (1990), υπό το άρθρο 732 παρ. 3.12 σελ. 809], Ειδικότερα, ώσπου να εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης η τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική ή μη) δικαστική απόφαση για τη μείωση ή όχι του (αρχικά συμφωνημένου ή κατ’ αναπροσαρμογή διαμορφούμενου) καταβαλλόμενου μισθώματος (της παροχής) «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος (της παροχής) και της αληθούς αξίας της παραχωρούμενης χρήσης του μισθίου (της αντιπαροχής) και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, το δικαστήριρ μπορεί, σύμφωνα μετά άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη σύμβαση μισθώσεως διαρκούς μισθωτικής ενοχικής σχέσης και συγκεκριμένα μπορεί να διατάξει τον εκμισθωτή α) να παραλείπει προσωρινά (μέχρι τελεσιδίκου ή οριστικής αποφάνσεως για μείωση ή όχι του μισθώματος) την καταγγελία της μισθώσεως που τον συνδέει με το μισθωτή για το λόγο της καθυστερήσεως καταβολής από τον τελευταίο αυτού ακριβώς του μισθώματος αμείωτου και […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 25 Μαρτίου, 2013

    ΣτΕ 5/2012: Αποζημίωση οδηγού από το δημόσιο λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από ανωμαλίες του οδοστρώματος

     Ευθύνη νπδδ για αποζημίωση. Μη λήψη μέτρων από τα κρατικά όργανα για την αποτροπή ατυχήματος, όπως είναι η εξάλειψη των ανωμαλιών του οδοστρώματος της επαρχιακής οδού, η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων κινδύνου σε ικανή απόσταση από το σημείο του ατυχήματος, ώστε οι οδηγοί να αντιλαμβάνονται εγκαίρως τις ανωμαλίες του οδοστρώματος και να τις αποφεύγουν. «(…)  Με βάση τα ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος ήταν η αναιρεσείουσα Ν.Α., η οποία δεν είχε φροντίσει να λάβει με τα αρμόδια όργανά της μέτρα για την αποτροπή του ατυχήματος, με την εξάλειψη των ανωμαλιών που υπήρχαν στο οδόστρωμα αρκετό χρόνο πριν από το ατύχημα ή έστω με τη λήψη άλλων μέτρων, όπως είναι η τοποθέτηση προειδοποιητικής πινακίδας σε αρκετή απόσταση από το σημείο του ατυχήματος, προκειμένου να αντιλαμβάνονται οι οδηγοί εγκαίρως τις ανωμαλίες αυτές και να τις αποφεύγουν. Οι πιο πάνω παραλείψεις είχαν, κατά το διοικητικό εφετείο, ως συνέπεια την πρόσκρουση του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο αναιρεσίβλητος στις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τις οποίες δεν είχε αυτός αντιληφθεί εγκαίρως για να τις αποφύγει, αφού στο σημείο του ατυχήματος δεν υπήρχαν προειδοποιητικά σήματα, με αποτέλεσμα να υποστεί από την εκτροπή του αυτοκινήτου του σοβαρό τραυματισμό. Με τας σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δεχθεί ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση του πιο πάνω ατυχήματος την αναιρεσείουσα και ότι οι ισχυρισμοί της τελευταίας περί αμελείας του αναιρεσιβλήτου κατά την οδήγηση του οχήματος και περί ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των οργάνων της αναιρεσείουσας και της επελθούσας στον αναιρεσίβλητο ζημίας έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η κρίση αυτή είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο δε, διότι η κρίση αυτή στηρίζεται στο πρωτοδίκως προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό, όπως είναι η έκθεση αυτοψίας και το αντίγραφο του βιβλίου συμβάντων του αρμόδιου Αστυνομικού Τμήματος. Από τα στοιχεία αυτά προέκυψε, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, ότι τα όργανα της αναιρεσείουσας δεν είχαν λάβει μέτρα για την αποτροπή του πιο πάνω ατυχήματος, όπως είναι η εξάλειψη των ανωμαλιών του οδοστρώματος της επαρχιακής οδού Προτορίων Χάρακα, η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων κινδύνου σε ικανή απόσταση από το σημείο του ατυχήματος, ώστε οι οδηγοί των κινουμένων επί της οδού αυτής οχημάτων να αντιλαμβάνονται εγκαίρως τις ανωμαλίες του οδοστρώματος και να τις αποφεύγουν και, τέλος, ότι ο αναιρεσίβλητος κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν είχε παραβιάσει το προβλεπόμενο όριο ταχύτητας». (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 25 Μαρτίου, 2013

    Άρειος Πάγος αρ. απ. 2/2011: Eφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων του ΠΚ για την παραγραφή του εγκλήματος της φοροδιαφυγής

     Όσο αφορά στο εγκλήμα της φοροδιαφυγής, με την καθυστέρηση καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 ν. 1882/1990, όπως έχει αντικατασταθεί), μετά την ισχύ του ν. 3220/2004 την 1-1-2004, με το άρθρο 34 παρ. 2 του οποίου αντικαταστάθηκε εκ νέου η παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, εφαρμόζονται σχετικά με το θέμα της παραγραφής ως επιεικέστερες, οι γενικές διατάξεις του Π.Κ. (άρθρα 111 – 113), έναντι των δυσμενέστερων ειδικών διατάξεων για την παραγραφή του εγκλήματος αυτού, του αναφερόμενου άρθρου 25 του ν. 1882/1990: «(…)Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο από την παραγραφή του ως άνω σε βαθμό πλημμελήματος διωκόμενου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παρ.7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ.α) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση(εδάφ. β), με την τελευταία αντικατάσταση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ.2 του ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση “Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.” Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε μπορεί να γίνει λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού κλπ, διαλαμβάνει μόνον περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο». legalnews24.gr

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 25 Μαρτίου, 2013

    ΜονΠρωτΚορ 175/2013: Αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικότητας επιτοκίου

    Αριθμός Απόφασης 175/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Αικατερίνη Γ. Μπετσικώκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-1-2013, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, γι να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αιτούντων: [1] Λ.B. και [2] Κ.Μ., κατοίκων Βραχατίου Κορινθίας, οδός Θ. Βασιλείου, αρθ 5, η εκ των οποίων η πρώτη εμφανίστηκε ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Μάριο Μαρινάκο. Της καθ’ ης η αίτηση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου, αρ. 86 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γκότση. Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21-5-2012 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου έλαβε αριθμό 781/ΑΣΦ781/2012 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 1-10-12. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ 207/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 21-5-2012 και με αριθμό καταθέσεως 373/ΤΜ373/2012 ανακοπής, που άσκησαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ αυτής της διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στην καθ’ ης το ποσό των 22.690,69 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της από την αναφερόμενη στην αίτηση σύμβαση δανείου, επικαλούμενοι περαιτέρω ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής θα τους προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτά που ανέπτυξαν προφορικά και με τα σημειώματά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και γενικά από την όλη συζήτηση της υποθέσεως, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Μετά από σύμβαση μεταξύ της καθ’ ης Τράπεζας και του δευτέρου των αιτούντων ως οφειλέτη και της πρώτης αυτών ως εγγυήτριας καταρτίστηκε η από 28-7-2004 σύμβαση χορήγησης δανείου-ανοικτού εθνοδιακοπών ποσού ανώτατης πίστωσης 12.000 ευρώ. Η καθ’ ης η παρούσα Τράπεζα την 29-10-2007 κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση, λόγω μη τηρήσεως των υποχρεώσεων-συμβατικών όρων αυτής εκ μέρους των αιτούντων, καταγγελία την οποία επέδωσε στους τελευταίους την 7-11-2007 (σχετ. οι υπ’ αριθμ 3574 και 3535/2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου Αθανασίου Καρακώστα]. Εν συνεχεία, με την από 13-3-2012 αίτηση της πιστώτριας και ήδη καθ’ ης τράπεζας εκδόθηκε η 207/2012 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία οι αιτούντες, οφειλέτης και εγγυήτρια, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 22690,69 ευρώ, έντοκα από 3-2-2012, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον εξόδων ήτοι συνολικά το ποσό των 23.282,50 ευρώ. Κατά της διαταγής αυτής πληρωμής, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους αιτούντες την 3-5-2012, άσκησε η τελευταία νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 12-5-2012 και με αριθμό κατάθεσης 373/373/2012 ανακοπή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία ζητούν […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 25 Μαρτίου, 2013

    ΑΕΔ 25/12 – Οφειλές Δημοσίου , ύψος επιτοκίου υπερημερίας και συνταγματικότητα προνομιακής μεταχείρισης

    ΑΕΔ 25/12 – Οφειλές Δημοσίου , ύψος επιτοκίου υπερημερίας και συνταγματικότητα προνομιακής μεταχείρισης υπέρ του Δημοσίου   ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 25/2012 (ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ)   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, ως Πρόεδρο, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Παναγιώτη Πικραμμένου), Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Καραβοκύρη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Κωνσταντίνο Μενουδάκο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, (κωλυομένου του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας), Αριστόβουλο – Γεώργιο Βώρο, Κίμωνα – Παναγιώτη Ευστρατίου – Εισηγητή, Γεώργιο Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρλή, Συμβούλους της Επικρατείας, Γεώργιο Γιαννούλη, Αντώνιο Αθηναίο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Γεώργιο Αρχανιωτάκη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Παρασκευόπουλου), Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 23 Μαΐου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ……. , ο οποίος ήδη απεβίωσε, κατοίκου εν ζωή Αθηνών και τη δίκη συνεχίζει ως κληρονόμος αυτού η σύζυγός του….. , κάτοικος Αθηνών, η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Στεφανάκη, (Α.Μ. 4198). ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο παρέστη με τους: 1) Χρυσαφούλα Αυγερινού και 2) Κωνσταντίνο Κατσούλα, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους. Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ΄αριθμ. 2812/2011 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (αριθμ. καταθέσεως 1/27-1-2012). Επειτα ο Εισηγητής, Κίμων-Παναγιώτης Ευστρατίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την έκθεσή του. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας καθώς και τους Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντίθετων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Αρείου Πάγου. 2. Επειδή, η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, εφόσον, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως και έγγραφα, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΦΕΚ Α΄ 141). 3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) έχει δικαιοδοσία προς άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια ή την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, όταν υπάρχει αφενός μεν ταυτότητα της διατάξεως του τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αφετέρου αντίθεση στις ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι σύμφωνη προς συνταγματικές διατάξεις […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 25 Μαρτίου, 2013

    Ειρ.Αθ. 1745/2013: Καταχρηστικότητα ρήτρας παρέκτασης αρμοδιότητας

    Ειρηνοδικείο Αθηνών 1745/2013: Κατά τόπο αναρμοδιότητα – καταχρηστικότητα ρήτρας παρέκτασης αρμοδιότητας Με την απόφαση αυτή η κα Ειρηνοδίκης Αθηνών δέχτηκε τον σχετικό, προβαλλόμενο από τους καθ’ ών ισχυρισμό, περί της κατά τόπον αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου εκείνου (δηλ. του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Σχετικά δε με τη ρήτρα περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, η οποία είχε συμπεριληφθεί στο κείμενο της ενδίκου δανειακής συμβάσεως, το Δικαστήριο απεφάνθη, ότι η κατ’ άρθρο 42 ΚΠολΔ συμφωνία περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, κατά το μέρος που δεν αποτέλεσε προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης αλλά ετέθη ως προδιατυπωμένος Γενικός Όρος των Συναλλαγών, κρίνεται άκυρη ως καταχρηστική, καθώς αντίκειται στο άρθρο 2 παρ 6 και 7 του Ν.2251/1994 “περί προστασίας του καταναλωτή”.

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 24 Μαρτίου, 2013

    Μον.Πρ.Αθ. 136/13 (Ασφ. Μέτρα): Δεν καταβάλεται δικαστικό ένσημο στα Ασφαλιστικά Μέτρα

    Η απόφαση με αριθμό 136/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) απορρίπτει ρητά την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (δικαστικού ενσήμου), που ισχύει επί των αγωγών, και στην περίπτωση άσκησης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης “(…) η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο πλην της αγωγής θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον έλληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερεί τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Εξάλλου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής, αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάπτεται με την λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7).  Ειδικότερα δε στην έννοια του κάθε «άλλου δικογράφου» δεν μπορεί να περιληφθεί και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διότι ως εκ της φύσεώς τους δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο. Για το λόγο αυτό εξάλλου είχε εξαιρεθεί ρητά η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής ενσήμου με το ν. ΓΠΟΗ/1912. Τέλος η διάταξη της παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012  είναι αόριστη και άρα ανεφάρμοστη κατά το σκέλος που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους «και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις». Εμφανίζεται έτσι ως προϋπόθεση καταβολής του δικαστικού ενσήμου για κάθε δικόγραφο, αφενός να υποβάλλεται αυτό σε δικαστήριο του Κράτους και αφετέρου να υπόκειται σε ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Ενώ όμως εξειδικεύονται πλήρως στο άρθρο 21 ν. 4055/2012 τα είδη των αγωγών που εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αντίθετα από πουθενά δεν προκύπτει ποιες είναι οι διατάξεις που υποχρεώνουν σε καταβολή ενσήμου κάθε άλλο δικόγραφο. Ως εκ τούτου είναι παραδεκτή η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να υφίσταται ανάγκη καταβολής δικαστικού ενσήμου”. (πηγή: dikastis.blogspot.com)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 24 Μαρτίου, 2013

    Eφ.Πειρ.22/2012: Ακάλυπτη επιταγή, Συρροή της ευθύνης του εκδότη από το δίκαιο της επιταγής με αδικοπρακτική ευθύνη

     Ακάλυπτη επιταγή. Συρροή της ευθύνης του εκδότη από το δίκαιο της επιταγής με αδικοπρακτική ευθύνη. « (…) Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση από τη μη πληρωμή ακάλυπτης επιταγής είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση επιταγής χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, όπως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη από την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, εξομοιώνεται δε με την ανεπάρκεια τους προς πληρωμή του όλου ποσού της επιταγής, όπως και η δέσμευση υπαρχόντων κεφαλαίων λόγω ανακλήσεως της εντολής προς πληρωμή από μέρος του εκδότη. Το αξιόποινο δε κατά το άρθρο 79 Ν 5960/1933, δεν επηρεάζεται από την τυχόν ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία η επιταγή εκδόθηκε, ανεξαρτήτως αν η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη (ΑΠ 587/2002 ΕλλΔνη 44,450). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, (μεταχρονολογημένης επιταγής), το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής συντελείται όταν η επιταγή εμφανιστεί κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως μέχρι την τελευταία ημέρα του οκταημέρου που αρχίζει από την επομένη της αναγραφόμενης ως ημέρας εκδόσεως και δεν πληρωθεί λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον αντίστοιχο λογαριασμό (βλ. ΑΠ Ολ 123/1981 ΕΕμπΔ ΛΒ`,536, ΕφΑΘ 10122/1990 ΕΕμπΔ 1991,273). (…) Κατά το άρθρο 79 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής», το αξιόποινο του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη αιτίας, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών και πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς έρευνα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής (ΑΠ 1047/2005 ΕλλΔνη 46,1587). […] Ο εκδότης της επιταγής, είναι υποχρεωμένος κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε αποζημίωση του κομιστή, διότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής (ΑΠ 1262/1993 ΕλλΔνη 36,157, ΑΠ 1760/1990 ΕλλΔνη 32,1587, ΕφΑθ 10201/1996 ΕλλΔνη 38,899)». (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 22 Μαρτίου, 2013

    ΣτΕ 1032/2013, Αντισυνταγματικότητα διατάξεως με την οποία παρέχεται στο Σ.Δ.Ο.Ε. η δυνατότητα δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων

    ΣτΕ 1032/2013 Αντισυνταγματικότητα διατάξεως με την οποία παρέχεται στο Σ.Δ.Ο.Ε. η δυνατότητα δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων. Παραπομπή σε Ολομέλεια.   … Με το άρθρο 30 του ν. 3296/2004 παρέχονται στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ευρείες εξουσίες για την αποκάλυψη διαφόρων παραβάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και σοβαρές οικονομικής φύσεως παραβάσεις, προκειμένου στην συνέχεια να επιληφθούν τα αρμόδια, εν όψει των κατ’ αρχήν πιθανολογηθεισών παραβάσεων, όργανα για να επιβάλουν τις σχετικές κυρώσεις ή λάβουν τα τυχόν προβλεπόμενα από την οικεία νομοθεσία μέτρα, τα οποία μπορεί να μην είναι μόνον διοικητικής φύσεως.   Μεταξύ των εξουσιών αυτών περιλαμβάνεται και η εξουσία των αρμοδίων οργάνων του Σ.Δ.Ο.Ε. να επιβάλουν τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου. Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό αποσκοπεί, κατ’ αρχήν, στην προστασία γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος και επιβάλλεται από διοικητικό όργανο, η πράξη περί επιβολής του προκαλεί διοικητική διαφορά, αδιαφόρως του χαρακτήρα των ελεγχομένων παραβάσεων και της φύσεως της νομοθεσίας που τις διέπει. Εξ άλλου, το μέτρο αυτό έχει προληπτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί κύρωση για παράβαση διατάξεων της φορολογικής ή άλλης νομοθεσίας, από την αμφισβήτηση δε της νομιμότητας της πράξεως επιβολής του γεννάται ακυρωτική διαφορά. Περαιτέρω, το μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως περιουσιακών του στοιχείων, και δη ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά Ιδρύματα, το μέτρο αυτό συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του, αγαθών, δηλαδή, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ.1 και 5 παρ.1 του Σ. Και ναι μεν, το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στην διασφάλιση της διατηρήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στην διασφάλιση της διατηρήσεως στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά την διερεύνηση της τελέσεως της παραβάσεως αλλά ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν εξαρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής απόψεως την επίμαχη ρύθμιση του νόμου. Απαιτείται επί πλέον, εν όψει της επεμβάσεως σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του ελεγχομένου προσώπου, αφ’ ενός μεν οι προϋποθέσεις επιβολής του επιμάχου μέτρου να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, αφ’ ετέρου δε η σχετική ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, στην διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 περ.3 του ν. 3296/2004, ως προς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί το επίμαχο μέτρο, ορίζεται ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται «σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου». Με την χρήση, όμως, των ανωτέρω αορίστων εννοιών καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην Διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επιμάχου μέτρου. Περαιτέρω, στο νόμο δεν τίθεται περιορισμός ούτε ως προς την […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ