• 22 Μαρτίου, 2013

    ΑΠΔ 25/2013, Παράνομη συλλογή και χρήση προσωπικών δεδομένων για τον σκοπό της απευθείας εμπορικής προώθησης και διαφήμισης

    ΑΠΔ 25/2013   Παράνομη συλλογή και χρήση προσωπικών δεδομένων για τον σκοπό της απευθείας εμπορικής προώθησης και διαφήμισης μέσω της αποστολής αζήτητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας (SPAM).   ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Αθήνα, 26-02-2013   Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1214/26-02-2013 Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 25 /2013   Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 17/01/2013 στο κατάστημά της, αποτελούμενη από τους Π. Χριστόφορο, Πρόεδρο, Α. Μεταξά, . Μπριόλα, Γ. Πάντζιου και Α. Πράσσο, τακτικά μέλη, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Δεν παρέστησαν οι Λ. Κοτσαλής, τακτικό μέλος, καθώς και ο αναπληρωτής του Σ. Βλαχόπουλος, αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, λόγω κωλύματος. Στη συνεδρίαση παρέστησαν οι Α. Μπούρκα, Γ. Ρουσόπουλος, Α. Χρυσάνθου, πληροφορικοί ελεγκτές, ως βοηθοί του μέλους Γ. Πάντζιου, εισηγήτριας της υπόθεσης, και η Μ. Γιαννάκη, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων ως γραμματέας, μετά από εντολή του Προέδρου.   Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα παρακάτω:   Στην Αρχή έχουν υποβληθεί οι υπ. αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1810/20-03-2009, Γ/ΕΙΣ/2264/08-04-2009, Γ/ΕΙΣ/1494/09-03-2010, Γ/ΕΙΣ/2446/19-04-2010, Γ/ΕΙΣ/185/12-01-2010, Γ/ΕΙΣ/4148/14-06-2011, Γ/ΕΙΣ/6239/22-09-2011 καταγγελίες κατά της εταιρείας Suntech Α.Ε., στις οποίες η τελευταία κατηγορείται για αποστολή αζήτητων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των παραληπτών (spam). Από τις καταγγελίες διαφαίνεται ότι ορισμένα μηνύματα αποστέλλονταν για τη διαφήμιση της ίδιας της εταιρείας, ενώ άλλα για λογαριασμό πελατών της με σκοπό την διαφήμιση των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, ενώ η αποστολή των μηνυμάτων γινόταν με χρήση λίστας διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις οποίες διατηρούσε η ίδια η εταιρεία.   Η Αρχή επιβεβαίωσε καταρχήν ότι οι παραπάνω καταγγελίες στρέφονται κατά της εταιρείας Suntech A.E. μετά από τεχνική ανάλυση των κεφαλίδων (headers) των αποσταλμένων αζήτητων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχονταν στις καταγγελίες. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποστέλλονταν μαζικά από τις διευθύνσεις info@1pp.gr και info@2go.gr, που ανήκουν στην εταιρεία Suntech Α.Ε., με χρήση του προγράμματος λογισμικού Suntech Fortune CRM, καθώς και της λειτουργικής μονάδας chilkat mail (active x). Σε ορισμένες περιπτώσεις τα αζήτητα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιείχαν αναφορά στην εν λόγω εταιρεία ή/και υπερσύνδεσμο σε ιστοσελίδες της στο διαδίκτυο. Στο πλαίσιο της ανάλυσης, η Αρχή εξέτασε και τους διαδικτυακούς τόπους της εταιρείας Suntech Α.Ε. στις διευθύνσεις www.1pp.gr, www.sfw.gr και www.2go.gr, όπου η εταιρεία διαφήμιζε την παροχή «πακέτων» προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών επί συγκεκριμένης αμοιβής με βασικό στοιχείο τη δυνατότητα αποστολής διαφημιστικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τους πελάτες της σε χιλιάδες, όπως ανέφερε, παραλήπτες. Η Αρχή επιβεβαίωσε μέσω της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) ότι τα ονόματα χώρων των παραπάνω διαδικτυακών τόπων, έχουν πράγματι καταχωρηθεί στο σχετικό μητρώο της ΕΕΤΤ με δικαιούχο την εταιρεία Suntech A.E (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. της Αρχής Γ/ΕΙΣ/6121/26-09-2012, Γ/ΕΙΣ/6122/26-09-2012 και Γ/ΕΙΣ/6129/26-09-2012 έγγραφα της ΕΕΤΤ).   Η Αρχή επίσης διαπίστωσε, μέσω της εξέτασης άλλων καταγγελιών για αζήτητη ηλεκτρονική επικοινωνία, ότι η εταιρεία Suntech Α.Ε. χρησιμοποιούσε τη λίστα των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τηρούσε για τη διαφήμιση υπηρεσιών τρίτων προσώπων-πελατών της. Ειδικότερα, κατά την εξέταση της υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/8386/14-12-2011 καταγγελίας για αζήτητη ηλεκτρονική επικοινωνία κατά της εταιρείας Global Business Development, η Αρχή ενημερώθηκε από την εταιρεία αυτή, με τα Γ/ΕΙΣ/1397/28-02-2012, Γ/ΕΙΣ/1398/28-02-2012 και Γ/ΕΙΣ/1399/28-02-2012 μηνύματα ηλεκτρονικού […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 18 Μαρτίου, 2013

    Η ηχορύπανση ως προσβολή προσωπικότητας. Μέσα δικαστικής προστασίας

    Προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας συνιστά η εκπομπή ρύπων στην ατμόσφαιρα, όπως καπνοί, αναθυμιάσεις και θόρυβοι. Δικαστική προστασία τόσο με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων όσο και κατά τα άρθρα 1003 και 989 ΑΚ. Εκπομπή από ημιυπαίθριο καφέ μπαρ ισχυρής έντασης μουσικής σε ώρες κοινής ησυχίας. “(…) H απόλαυση ενός ήρεμου περιβάλλοντος ελεύθερου από ρύπους είναι και αυτή μία έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Προσβολή ως προς αυτή την πλευρά του όλου δικαιώματος μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος όσον αφορά την ατμόσφαιρα με την εκπομπή ρύπων όπως καπνού, αναθυμιάσεων αλλά και θορύβων (ηχορύπανση). Εάν η εκπομπή είναι τόσο ισχυρή ώστε να απειλεί και την υγεία των κοινωνών τότε επέρχεται προσβολή και ως προς μία επιπλέον έκφανση του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας εκείνης που αφορά το ειδικότερο δικαίωμα στην υγεία. Οι προσβολές που επέρχονται με εκπομπή θορύβων είναι πάντα παράνομες όχι μόνο ως κοινωνικό απρόσφορες βλαπτικές πράξεις αλλά και ως αντικείμενες σε ειδικότερες ρητές απαγορευτικές διατάξεις του νόμου και μάλιστα στο άρθρο 417 ΠΚ περί διαταράξεως ησυχίας, στα άρθρα 1 και 3 του α.ν. 2520/1940, στην Υγειονομική διάταξη Α5/3010/14.8.1985 (ΦΕΚ Β` 593) και στην Αστυνομική διάταξη 1/1991 (ΦΕΚ Β` 621), (βλ. ΑΠ 718/2001 ό.π.). Τις αξιώσεις εκ του άρθρου 57 ΑΚ επί προσβολής της προσωπικότητος μπορεί να ασκήσει ο προσβαλλόμενος όχι μόνο με τακτική αγωγή αλλά και με αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κατ` άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ (ΠΠρΑθ 702/81 ΝοΒ 29.1301 και Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα 1985, σ.273 επ.). Αφετέρου κατά το άρθρο 1003 ΑΚ ο κύριος ακινήτου δεν έχει υποχρέωση να ανέχεται εκπομπές θορύβου κ.λπ. από άλλο γειτονικό ακίνητο και συνεπώς έχει δικαίωμα να ζητήσει να απαγορευθούν αυτές (αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψη στο μέλλον) εφόσον παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του και δεν προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής. Η προστασία στην περίπτωση αυτή χωρεί είτε με τακτική αγωγή περί διαταράξεως κυριότητας κατ` άρθρο 1108 ΑΚ (= αρνητική αγωγή) ή περί διαταράξεως νομής κατ`άρθρο 989 ΑΚ, είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή προστασία της νομής του προσβαλλομένου λόγω διαταράξεως. Η μορφή της προστασίας αυτής οργανώνεται παράλληλα με εκείνη που δίδεται εκ του ότι οι εν λόγω εκπομπές συνήθως συνιστούν και προσβολή της προσωπικότητας υπό την ανωτέρω έννοια, (βλ. παρατηρήσεις Γ. Ιατρού υπό την ΑΠ 718/2001 ΧριδΔ 511 επ.). Επί ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορούν να ζητηθούν και οι δύο μορφές προστασίας ταυτόχρονα διότι για την μεν προσβολή στην προσωπικότητα αρμόδιο καθύλη είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρο 683 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ για την προστασία της νομής από την συρρέουσα διατάραξη αυτής είναι το Ειρηνοδικείο (άρθρο 733 ΚΠολΔ). (…)”.(από απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου έτους 2004 – δημοσίευση Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 21 Φεβρουαρίου, 2013

    Μον.Πρωτ.Χαν 3/2013 – ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΕΝΣΗΜΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ

                                      ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     3/2013                           ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ            Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Ευαγγελάτο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Χανίων Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Νίκη Αντωνιάδου.             …..                            ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ                            ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ….. Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον  σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α’ του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Φεβρουαρίου, 2013

    ΑΠ 273/2011 – Ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας

    (..) Κατά το άρθρο 1481 εδ. α` του Α.Κ., όπως ισχύει με το ν. 1329/1983 “η πατρότητα τεκμαίρεται, αν αποδειχθεί ότι αυτός, για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης”. Κατά το άρθρο 1482 του Α.Κ. “το τεκμήριο του προηγούμενου άρθρου ανατρέπεται, αν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα”. Κατά το άρθρο 1468 του Α.Κ. “κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο της μητέρας του αρκεί να αποδειχθεί (ότι ο εναγόμενος ήρθε σε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα του τέκνου κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ των 180 και 300 ημερών προ του τοκετού. Η ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 1481 εδ. α` Α.Κ. επέρχεται ύστερα από σχετική ένσταση του εναγομένου, όταν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα, όπως συμβαίνει όταν ο φερόμενος ως πατέρας εστερείτο της ικανότητας προς τεκνοποίηση ή η μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως είχε σαρκική επαφή με περισσότερους άνδρες ή ήταν έγγαμη, όχι όμως και όταν ο φερόμενος ως πατέρας είχε αμφιβολίες για την πατρότητα του τέκνου εξαιτίας της ηθικώς αξιόμεμπτης συμπεριφοράς της μητέρας κατά ή πριν από το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως, αν τέτοια και μόνον διαγωγή της μητέρας δεν ήταν ικανή, κατά τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας, να αποτρέψει ή αποκλείσει την από αυτόν (φερόμενο ως πατέρα) σύλληψη του τέκνου, αφού άλλωστε, μετά τον ν. 1329/1983 δεν ισχύει πλέον η ένσταση του ακολάστου βίου της μητέρας, κατά το άρθρο 1543 Α.Κ., όπως αυτό ίσχυε προ της κατά τα ανωτέρω αντικαταστάσεως του, η προβολή της οποίας ενστάσεως καθιστούσε απαράδεκτη την αγωγή. ( Δημοσίευση: τ.ν.π. Νοmos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 18 Φεβρουαρίου, 2013

    ΑΠ 273/2011 – Ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας

    Ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας (νομολογία)   (..) Κατά το άρθρο 1481 εδ. α` του Α.Κ., όπως ισχύει με το ν. 1329/1983 “η πατρότητα τεκμαίρεται, αν αποδειχθεί ότι αυτός, για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης”. Κατά το άρθρο 1482 του Α.Κ. “το τεκμήριο του προηγούμενου άρθρου ανατρέπεται, αν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα”. Κατά το άρθρο 1468 του Α.Κ. “κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο της μητέρας του αρκεί να αποδειχθεί (ότι ο εναγόμενος ήρθε σε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα του τέκνου κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ των 180 και 300 ημερών προ του τοκετού. Η ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 1481 εδ. α` Α.Κ. επέρχεται ύστερα από σχετική ένσταση του εναγομένου, όταν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα, όπως συμβαίνει όταν ο φερόμενος ως πατέρας εστερείτο της ικανότητας προς τεκνοποίηση ή η μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως είχε σαρκική επαφή με περισσότερους άνδρες ή ήταν έγγαμη, όχι όμως και όταν ο φερόμενος ως πατέρας είχε αμφιβολίες για την πατρότητα του τέκνου εξαιτίας της ηθικώς αξιόμεμπτης συμπεριφοράς της μητέρας κατά ή πριν από το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως, αν τέτοια και μόνον διαγωγή της μητέρας δεν ήταν ικανή, κατά τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας, να αποτρέψει ή αποκλείσει την από αυτόν (φερόμενο ως πατέρα) σύλληψη του τέκνου, αφού άλλωστε, μετά τον ν. 1329/1983 δεν ισχύει πλέον η ένσταση του ακολάστου βίου της μητέρας, κατά το άρθρο 1543 Α.Κ., όπως αυτό ίσχυε προ της κατά τα ανωτέρω αντικαταστάσεως του, η προβολή της οποίας ενστάσεως καθιστούσε απαράδεκτη την αγωγή. (ΑΠ 273/2011 – Δημοσίευση: τ.ν.π. Νοmos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 12 Φεβρουαρίου, 2013

    ΕφΘεσ 162/2013: Στην έφεση σε ομοδικία αρκεί ένα παράβολο

      Αρκεί η κατάθεση ενιαίου παραβόλου από όλους τους εκκαλούντες όταν η έφεση ασκείται με το ίδιο δικόγραφο, ανεξάρτητα από το αν συνδέονται με απλή ή αναγκαστική ομοδικία. ΑΡΙΘΜΟΣ:162/2013 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β’ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Παναγιώτη Αγγελόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Σταματία Αναστασιάδου και Χρήστο Νάστα, Εισηγητή, Εφέτες, και τον Γραμματέα Δημήτριο Ροδακόπουλο. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1]………4] , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραμαγκιώλη (Α.Μ. 3761) με δήλωση. ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της…………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αστέριο Τόσκα (Α.Μ. 5285)με δήλωση. Οι ενάγοντες με την υπ’ αριθμ. 35157/2010 αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητούσαν ότι ανέφεραν σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ.14247/2012 οριστική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπ’ αριθμ. 2687/20-07-2012 έφεσή τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά κατέθεσαν μονομερείς δηλώσεις του άρθρου 242 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν.1649/1986 και προκατέθεσαν προτάσεις. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η υπό κρίση από 12-7-2012 (αριθμ. κατάθ. 2687/20-7-2012) έφεση κατά της 14247/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κατά την 29-6-2012 επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στους ενάγοντες και νυν εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 2, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες ενιαίο παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, χωρίς να απαιτείται για την οικονομία της δίκης, ο καθένας από τους εκκαλούντες, να προκαταβάλει χωριστό παράβολο, όταν μάλιστα η έφεση ασκήθηκε από αυτούς με το ίδιο δικόγραφο, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι, οι οποίοι εκκαλούν την πρωτόδικη απόφαση συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ή της αναγκαστικής ομοδικίας. Ο σκοπός της επιβολής διαφορετικών τελών, χαρακτήρα που έχει και το ως άνω παράβολο του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, δεν αποβλέπει σε δημοσιονομικά οφέλη του Δημοσίου, αλλά συνιστά οικονομική υποχρέωση του διαδίκου, ως προϋπόθεση για την αποτροπή αβασίμων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Ο σκοπός όμως αυτός, ικανοποιείται, σε περίπτωση ομοδικίας, ανεξάρτητα του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παραβόλου από την ομάδα των ομοδίκων – εκκαλούντων. Διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία, ενεργητική και παθητική), θα οδηγήσει στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη δικαιοσύνη, συνέπεια η οποία έρχεται σε αντίθεση με το καταχωρημένο […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 7 Φεβρουαρίου, 2013

    Εφετείο Θεσσαλονίκης 162/2013: Ένα παράβολο για τους ομόδικους που ασκούν έφεση με το ίδιο δικόγραφο

     Κατάθεση ενιαίου παραβόλου από όλους τους εκκαλούντες όταν η έφεση ασκείται με το ίδιο δικόγραφο σε περίπτωση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας. (…) Η υπό κρίση έφεση κατά της οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στους ενάγοντες και νυν εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 2, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες ενιαίο παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, χωρίς να απαιτείται για την οικονομία της δίκης, ο καθένας από τους εκκαλούντες, να προκαταβάλει χωριστό παράβολο, όταν μάλιστα η έφεση ασκήθηκε από αυτούς με το ίδιο δικόγραφο, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι, οι οποίοι εκκαλούν την πρωτόδικη απόφαση συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ή της αναγκαστικής ομοδικίας. Ο σκοπός της επιβολής διαφορετικών τελών, χαρακτήρα που έχει και το ως άνω παράβολο του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, δεν αποβλέπει σε δημοσιονομικά οφέλη του Δημοσίου, αλλά συνιστά οικονομική υποχρέωση του διαδίκου, ως προϋπόθεση για την αποτροπή αβασίμων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Ο σκοπός όμως αυτός, ικανοποιείται, σε περίπτωση ομοδικίας, ανεξάρτητα του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παραβόλου από την ομάδα των ομοδίκων – εκκαλούντων. Διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία, ενεργητική και παθητική), θα οδηγήσει στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη δικαιοσύνη, συνέπεια η οποία έρχεται σε αντίθεση με το καταχωρημένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αφού με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις, ουσιαστικά αναιρείται ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού. (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 1 Φεβρουαρίου, 2013

    Άρειος Πάγος 1384/2011: Απόρριψη αιτήματος αναβολής που στηρίζεται στην αποχή των δικηγόρων λόγω κινδύνου παραγραφής του αδικήματος

    Άρειος Πάγος 1384/2011: Απόρριψη αιτήματος αναβολής που στηρίζεται στην αποχή των δικηγόρων λόγω κινδύνου παραγραφής του αδικήματος και μη προσκόμισης απόφασης του δικηγορικού συλλόγου που να απορρίπτει την αίτηση άδειας για παράσταση στη δίκη. (…)Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 349§3 του ΚΠοινΔ, “η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1”. Ομως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, υπέβαλε ο τελευταίος αίτημα αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, απείχε από τα καθήκοντά του. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: ” Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προέκυψε το πραγματικό κώλυμα του συνηγόρου του κατηγορουμένου να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την σημερινή δικάσιμο, εφόσον δεν προσκομίζεται απόφαση του Προέδρου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία να μην χορηγείται η άδεια στον τελευταίο να παραστεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, μολονότι η αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός κατηγορείται είχε χρόνο τέλεσης …2002. Κατόπιν τούτου και ενόψει του άμεσου κινδύνου παραγραφής το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο συνηγόρου του κατηγορουμένου. (δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 10 Ιανουαρίου, 2013

    Δεν καταβάλεται δικαστικό ένσημο στα Ασφαλιστικά Μέτρα

    Η απόφαση με αριθμό 136/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) απορρίπτει ρητά την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (δικαστικού ενσήμου), που ισχύει επί των αγωγών, και στην περίπτωση άσκησης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης “(…) η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο πλην της αγωγής θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον έλληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερεί τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων.  Εξάλλου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής, αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάπτεται με την λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7).  Ειδικότερα δε στην έννοια του κάθε «άλλου δικογράφου» δεν μπορεί να περιληφθεί και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διότι ως εκ της φύσεώς τους δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο. Για το λόγο αυτό εξάλλου είχε εξαιρεθεί ρητά η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής ενσήμου με το ν. ΓΠΟΗ/1912. Τέλος η διάταξη της παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012  είναι αόριστη και άρα ανεφάρμοστη κατά το σκέλος που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους «και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις». Εμφανίζεται έτσι ως προϋπόθεση καταβολής του δικαστικού ενσήμου για κάθε δικόγραφο, αφενός να υποβάλλεται αυτό σε δικαστήριο του Κράτους και αφετέρου να υπόκειται σε ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Ενώ όμως εξειδικεύονται πλήρως στο άρθρο 21 ν. 4055/2012 τα είδη των αγωγών που εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αντίθετα από πουθενά δεν προκύπτει ποιες είναι οι διατάξεις που υποχρεώνουν σε καταβολή ενσήμου κάθε άλλο δικόγραφο. Ως εκ τούτου είναι παραδεκτή η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να υφίσταται ανάγκη καταβολής δικαστικού ενσήμου”. (πηγή: dikastis.blogspot.com)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 10 Ιανουαρίου, 2013

    Η δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση

    Στην αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης αναφέρεται η υπ’ αρ. 222/2012 απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου Θηβών: «(…) Σύμφωνα με το άρθρο 127 του ΝΔ 3026/1954 «περί Κώδικος των Δικηγόρων» για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση επί αποφάσεως Πρωτοδίκου ή Προέδρου το ελάχιστο όριο αμοιβής είναι 40 δραχμές πολλαπλασιαζόμενη επί του ισχύοντα συντελεστή, ο οποίος με την υπ` αριθμ. 12398/9-2- 1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίσθηκε στις 140 μονάδες. Με την προσθήκη που έγινε στο άρθρο 127 με το άρθρο 23 του ΝΔ 3790/1957, ορίσθηκε ότι «εν πάση περιπτώσει η αμοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωμή ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της……επιταγής οφειλής». Η ορθή ερμηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης είναι ότι ο περιορισμός του 1/4 αφορά τα τιθέμενα από το άρθρο 127 ελάχιστα όρια προκειμένου να προστατευθούν οι μικροοφειλέτες και δεν θέτει ανώτατο όριο αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής. Με την έννοια αυτή ο περιορισμός αφορά οτις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το επιδικαζόμενο ποσό είναι μικρό οπότε εάν η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής υπολογιζόταν βάσει των καθοριζομένων από το άρθρο 127 ήταν δυνατόν να ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση προς την όλη οφειλή. Αν δε η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση υπερβαίνει το ελάχιστο όριο, το Δικαστήριο μπορεί να μειώσει στο προσήκων μέτρο και να ακυρώσει το συγκεκριμένο κονδύλι της επιταγής μόνο για το υπερβάλλον ποσό (βλ. Εφ. Θεσ. 213/1991 ΕλλΔνη 33 σελ. 1280, Εφ. Αθ. 3284/1991 ΕλλΔνη 33 σελ. 884, ΜΠρωτ. Θηβ. 160/2009 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, το ποσό των 150 ευρώ ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής, ουδόλως προκύπτει πως είναι υπερβολικό σε σύγκριση με το αιτούμενο ποσό της επιταγής προς πληρωμή ύψους 20.978,25 ευρώ. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής». (δημοσίευση: τνπ Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 14 Δεκεμβρίου, 2012

    ΜονΠρωτ 82/2012, Δεν επιτρέπεται πλειστηριασμός με συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά τις 200 χιλ.ευρώ

      Αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα μικρότερες των 200.000 ευρώ. Δεν επιτρέπεται η συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό αυτό. (…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του Ν. 3986/2011 αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου 2011 έως την 1η Δεκεμβρίου 2011 οι πλειστηριασμοί, (σημείωση: η ρύθμιση εφαρμόζεται και για το έτος 2012 σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.4047/2012) οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νομοθέτης με τη θέσπιση της ως άνω διάταξης αποσκοπούσε στην προστασία -ενόψει της βαθύτατης εθνικής οικονομικής κρίσης- των πολιτών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για την εξόφληση των χρεών τους και των δανειοληπτών που δε δύνανται να αντιμετωπίσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3986/2011). Σύμφωνα, λοιπόν, με το πνεύμα του νομοθέτη πρέπει να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη και ως εκ τούτου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται να επισπευθεί πλειστηριασμός για απαίτηση μικρότερη των 200.000 ευρώ από τις τράπεζες, ανεξαρτήτως αν η συνολική τους απαίτηση έναντι του οφειλέτη υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό (βλ. την υπ` αρ. 1/2010 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελεα του ΑΠ και την ΜΠρΡεθ 138/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι κρίσιμο στοιχείο για την επίσπευση του πλειστηριασμού είναι το συνολικό ύψος των οφειλών με δυνατότητα συνένωσης περισσότερων απαιτήσεων του ίδιου δανειστή, που είναι κατώτερες του ποσού των 200.000 ευρώ, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστρατήγηση της ευνοϊκής δικονομικής μεταχείρισης που προβλέπεται υπέρ του οφειλέτη με το ως άνω άρθρο 46 του Ν. 3986/2011. Πρέπει δε, να επισημανθεί ότι δεδομένου του σκοπού του ως άνω νόμου, ήτοι της παροχής ευκαιρίας και χρόνου στους υπερχρεωμένους οφειλέτες να αναδιοργανώσουν και να ρυθμίσουν τη διευθέτηση των οφειλών τους, επιβάλλεται οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού να εφαρμόζονται με το λιγότερο επαχθή για τους οφειλέτες τρόπο, εφόσον βέβαια τούτο δε θίγει τα συμφέροντα τω πιστωτών, το οποίο εν προκειμένω δε συμβαίνει, αφού τηρούνται οι διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, ενώ καίτοι αναστέλλεται η ικανοποίηση των απαιτήσεως της καθ` ης, τούτο γίνεται με σκοπό την ικανοποίησή της μέσω της διευθέτησης των χρεών του ανακόπτοντος. (δημοσίευση: τνπ Nomos)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 13 Δεκεμβρίου, 2012

    Ειρ.Βερ.6/2011,Στεγαστικό δάνειο: αδιαφανείς όροι εις βαρος του δανειολήπτη

     Σύμβαση στεγαστικού δανείου και όρος μονομερούς διαμόρφωσης του επιτοκίου, χωρίς την πρόβλεψη ειδικών ευλόγων για τον καταναλωτή κριτηρίων.  Η αρχή της διαφάνειας, ως θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, έχει ως εκφάνσεις της τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων της σύμβασης, τόσο ως προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Οι αδιαφανείς ρήτρες αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση και δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής, οδηγώντας σε διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (2 παρ. 6 ν. 2251/1994). Επικουρική φύση της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού.(περίληψη περιοδικό Αρμενόπουλος)   (…)Το δίκαιο των ΓΟΣ καταναλωτή διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει δύο εκφάνσεις. Τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Η σαφήνεια αφορά τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας στα δικαιώματα δηλαδή και στις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Για το λόγο αυτόν ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Iδιαίτερα οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ευκρινείς. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, πρέπει ο καταναλωτής να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την υποχρέωση που αναλαμβάνει ως προς την επιβάρυνση της πρόωρης εξόφλησης (ΑΠ 430/2005, ΕφΑΘ 5253/2003 δημοσίευση Νόμος). Η διαφάνεια και σαφήνεια πρέπει να υπάρχει τόσο προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενο της. Η διαφάνεια αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Με αυτήν τη έννοια πρέπει να προκύπτει από τον ΓΟΣ ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη, το τελικό ύψος της επιβάρυνσης του αλλά και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή. Στην αιτία της επιβάρυνσης ανήκει κατά κύριο λόγο και η αποσαφήνιση αν το ποσό αφορά αποκατάσταση ζημίας ή αν αφορά αντίτιμο – ανταμοιβή για παροχή της τράπεζας. (Nomos/ ΑΡΜ 2011/1532, ΑΡΜ 2011/1860)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ