Νομικές διατάξεις: άρθρα 2 παρ. 2 ν. 4354/2015, 10 παρ. 14 ν. 3156/2003, 632 ΚΠολΔ
Αριθμός απόφασης: 769/2024
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Τσοπάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσή Βεγλιρή, Πρωτοδίκη, Νίκη Μαργιώλα, Πρωτόδικη Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Ελένη Βλάμου.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την 20η Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ-ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων, οδός …, αρ. …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) … του …, κατοίκου Αγίας Παρασκευής, οδός …, αρ. …, με ΑΦΜ …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αντωνίου Πράττα (AM ΔΣ Τρικάλων …).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «… ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής, …, αρ. …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «… DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννυς Βακιάνη (ΑΜΔΣΑ …).
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 12.4.2023 ανακοπή τους που κατατέθηκε την 13.4.2023 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης …/2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επίσης, οι ανακόπτοντες κατέθεσαν την 25.4.2023, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το από 24.4.2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής με αριθμό κατάθεσης …/2023, η συζήτηση δε αυτού προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση η από 12.4.2023 και με αριθμό κατάθεσης …/2023 ανακοπή και οι από 24.4.2023 και με αριθμό κατάθεσης …/2023 πρόσθετοι λόγοι αυτής, που συνεκφωνήθηκαν. Οι πρόσθετοι λόγοι στηρίζουν συμπληρωματικά το αίτημα της ανακοπής και δεν δημιουργούν αυτοτελή ένδικη υπόθεση, επομένως δεν νοείται συνεκδίκαση αυτών κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ λόγω μη συνδρομής των νομίμως προϋποθέσεων, και ειδικότερα αυτής των εκκρεμών δικών ενώπιον του δικαστηρίου, της μείωσης των δικαστικών εξόδων, εφόσον μία δικαστική δαπάνη θα επιβληθεί, ανάλογα με την έκβαση της δίκης επί της ανακοπής, ανεξάρτητα αν ο λόγος για την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης περιέχεται στο κύριο ή στο πρόσθετο δικόγραφο, και εν τέλει ούτε διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή δίκης, εφόσον ανακύπτει υποχρέωση του δικάζοντος δικαστηρίου να εξετάσει όλους τους νομίμως προβαλλόμενους λόγους, ενώ δεν πρόκειται καν για παρεπόμενη δίκη σε σχέση με την εκκρεμούσα κύρια δίκη επί της ανακοπής (βλ. Σ. Πανταζόπουλο «Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (2019) κεφ. η «Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής και οι συνέπειές του», σελ. 300, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, Ένδικα Μέσα, 2η έκδ. 2020). Επειδή, ωστόσο, αποτελούν μέρος της όλης εκ της ανακοπής υπόθεσης, η συζήτηση των πρόσθετων λόγων γίνεται υποχρεωτικά μαζί με τη συζήτηση της ανακοπής και κατατίθενται ενιαίες προτάσεις (βλ. Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ. 2018, σελ. 851 επ., Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» (2012) τόμος I, άρθρο 585 παρ. 7, σελ. 1258, ΑΠ 54/1990).
Με την υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπ’ αριθ. …/2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό του 1.288.652,42 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Επίσης, ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η ανακοπή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 632 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή στους ανακόπτοντες στις 27.3.2023 (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …/27.3.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), και η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου την 13.4.2023 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθ. …/13.4.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …). Θα πρέπει συνεπώς η υπό κρίση ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας πριν τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την υπ’ αριθ. …/26.4.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …). Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι της ανακοπής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ).
I. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 ν. 3156/2003 και 3 ν. 2844/2000, σε συνδυασμό με την ΥΑ 161338 ΦΕΚ Β 1688/2003 (Καθορισμός εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003) (ήδη ΥΑ 207/2020), προκύπτει ότι για να συντρέχουν οι προϋποθέσεις νομιμοποίησης εταιρείας ειδικού σκοπού και συναφώς οι προϋποθέσεις για την έκδοση από αυτήν διαταγής πληρωμής από απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία έχει εκχωρηθεί βάσει συμβάσεως εκχωρήσεως απαιτήσεων τιτλοποιηθεισών κατά την έννοια του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 πρέπει να προσκομίζονται: α) σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ή/και της πρόσθετης πράξης, β) απόσπασμα από εμπορικά βιβλία της τράπεζας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμών, το οποίο (απόσπασμα) βάσει όρου της σχετικής σύμβασης αποτελούσε πλήρη απόδειξη, γ) εξώδικη καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, δ) φωτοαντίγραφο της βεβαίωσης καταχώρισης περίληψης της σύμβασης εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 ν. 2844/2000, που τηρούνται σ’ αυτό, ε) φωτοαντίγραφο της βεβαίωσης καταχώρισης περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών του άρθρου 3 ν. 2844/2000, που τηρούνται σ’ αυτό, στ) φωτοαντίγραφο αποσπάσματος καταλόγου, που χορηγήθηκε από το ενεχυροφυλακείο Αθηνών από το καταχωρισθέν στα βιβλία του Ν. 2844/2000, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία των οφειλετών και των μεταβιβασθεισών επιχειρηματικών απαιτήσεων, μετά των παρεπομένων ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους, ζ) φωτοαντίγραφο της βεβαίωσης καταχώρισης περίληψης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και τυχόν μεταβολών – προσθηκών της σύμβασης αυτής στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και η) φωτοαντίγραφο αποσπάσματος καταλόγου, που χορηγήθηκε από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από το καταχωρισθέν στα βιβλία του ν. 2844/2000, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία των οφειλετών, σε περίπτωση δε που υπάρχει αναμεταβίβαση της επίδικης απαίτησης που είχε μεταβιβαστεί για τους σκοπούς της τιτλοποίησης στην εταιρεία ειδικού σκοπού και αποχαρακτηρίσθηκε, να προκύπτει από την ως άνω υπό στοιχείο (ζ) βεβαίωση, καταχώριση της μεταβολής αυτής στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σε συνδυασμό με το ως άνω υπό στοιχείο (στ) απόσπασμα του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών εκ του παραρτήματος της καταχωρισθείσας σύμβασης, από το οποίο προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που αποχαρακτηρίσθηκαν και αναμεταβιβάστηκαν περιλαμβάνεται και η επίδικη (ad hoc ΑΠ 434/2022, ΑΠ 909/2021, ΕφΑΘ 1586/2022 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ).
II. Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ.», προβλέφθηκε η δυνατότητα μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων (αλλά όχι μόνον) απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις πάσης φύσεως, λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, «ομολογίες», ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (παρ. 5). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολογιών εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Ακόμη, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ.», εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, αποκλειστικά προς αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται /το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παραγράφου αυτής. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Το άρθρο 2 ν. 4354/2015 ορίζει ότι η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα δύναται να ανατίθεται στις ΑΕΔΑΔΠ που προβλέπονται στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α του ιδίου νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρίες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Από τη σύγκριση των προπαρατιθέμενων διατάξεων προκύπτει ότι αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του v.3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο της έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρίες διαχείρισης. Ωστόσο ο ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (της απαίτησης της εταιρίας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρίες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Ωστόσο, οι εταιρίες διαχείρισης που προβλέπονται στο άρθρο 2 ν. 4354/2015 υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Επιπλέον στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το ν.4354/2015». Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του ν. 4354/2015. Επομένως επιβάλλεται μια ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, αφού έτσι εξυπηρετείται ο νομοθετικός σκοπός της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύεται κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης των δύο νομοθετημάτων θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερομένους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις (για τα παραπάνω βλ. ΟλΑΠ 1/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ως προς το επί μέρους ζήτημα της εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 2 ν. 4354/2015 σε περίπτωση μεταβίβασης δανειακής απαίτησης λόγω τιτλοποίησης). Περαιτέρω, το άρθρο 159 ΑΚ ορίζει ότι «Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν τηρήθηκε ο τύπος που είχαν καθορίσει τα μέρη. Αλλά η εκπλήρωση της δικαιοπραξίας με επίγνωση της έλλειψης του τύπου, θεραπεύει την έλλειψη αυτή». Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι η ακυρότητα από τη μη τήρηση του απαιτούμενου από τον νόμο τύπου για δικαιοπραξία, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της δικαιοπραξίας και αφορά το όλο περιεχόμενό της συνεπάγεται, αν δεν υπάρχει προς τούτο αντίθετη στον νόμο ρύθμιση, ακυρότητα της δικαιοπραξίας ανεξάρτητα αν αυτή απαγγέλλεται ρητά από τη διάταξη που διαγράφει τον τύπο της δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν έχουν προταθεί τα περιστατικά από τα οποία προκύπττει ότι δεν τηρήθηκε ο νόμιμος συστατικός τύπος, μπορεί ωστόσο να την επικαλεστεί και όποιος έχει έννομο συμφέρον (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές, 3η εκδ. παρ. 31 αρ. 35, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ τομ. Α σελ. 665, ΕφΑΘ 316/1994, ΕλλΔνη 36. 711). Θεραπεία αυτής αποκλείεται με την πάροδο του χρόνου ή με συμφωνία των μερών, προηγούμενη ή μεταγενέστερη, γιατί οι ως προς τον τύπο διατάξεις είναι δημόσιας τάξης και η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή τους (3 ΑΚ). Η γνώση ή άγνοια από τα μέρη του επιβαλλόμενου από το νόμο τύπου είναι αδιάφορη, δηλαδή είναι χωρίς έννομη επιρροή ή γνώση του ενός και η καλή πίστη του άλλου ως προς τη συνέπεια της ακυρότητας, καθώς και ο λόγος στον οποίον οφείλεται η μη τήρηση του τύπου, και ο λόγος θέσπισης της ακυρότητας. Τέλος η τήρηση του τύπου πρέπει να καλύπτει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας και η πλήρωσή τους δεν μπορεί να γίνει με παραπομπή σε άτυπες συμφωνίες, παρά μόνον με παραπομπή σε άλλη πράξη που έχει περιβληθεί τον απαιτούμενο τύπο (π.χ. για το τίμημα πώλησης ακινήτου σε άλλο συμβολαιογραφικό έγγραφο), η οποία στην περίπτωση αυτή βρίσκεται σε ενότητα με την πρώτη πράξη (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ τομ. Α σελ. 665 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν προσκόμισε τα απαιτούμενα έγγραφα κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προς απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης. Ότι, ειδικότερα: α) η καθ’ ης προσκόμισε την από 8.10.2021 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και την από 17.12.2021 περίληψη της σύμβασης μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι οποίες αποτελούν περίληψη της από 30.11.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως τροποποιήθηκε στις 28.2.2021 και όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και επαναδιατυπώθηκε στις 18.6.2021, καθώς και της από 8.10.2021 σύμβασης μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίστοιχα, χωρίς οι συμβάσεις αυτές να προσκομίζονται, β) δεν προσκομίστηκε με την υποβολή της αίτησης σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων που να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, τα ακόλουθα: (1) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (2) τις πράξεις της διαχείρισης, (3) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης, γ) στα προσκομισθέντα από την καθ’ ης η ανακοπή έγγραφα δεν αναφέρονται οι εξουσίες αυτής, αλλά γίνεται παραπομπή στο Παράρτημα 1 της από 8.10.2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, χωρίς όμως να προσκομίζεται ούτε η από 08.10.2021 Σύμβαση Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, ούτε το Παράρτημα αυτό, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η εξουσία της καθ’ ης να επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής ως προς το πρώτο σκέλος του τυγχάνει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη (υπό I) της παρούσας, μη νόμιμος, καθώς δεν είναι αναγκαία για την έκδοση διαταγής πληρωμής η προσκομιδή ολόκληρων των συμβάσεων διαχείρισης, αλλά αρκεί η καταχωρισθείσα στο αρμόδιο Ενεχυροφυλακείο περίληψη αυτών. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου, δοθέντος ότι η καθ’ ης η ανακοπή ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις νομιμοποιείται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015, να ασκήσει κάθε ένδικο βοήθημα, συμπεριλαμβανομένης της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να αποδειχθεί η παροχή της εξουσίας αυτής με την προσκομιδή σχετικής συμφωνίας των μερών. Ακόμη, ο υπό κρίση λόγος ως προς το δεύτερο σκέλος του τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη (υπό II) της παρούσας, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, της Νίκης Μαργιώλα, Πρωτοδίκη – Εισηγήτριας, ο υπό κρίση λόγος και ως προς το δεύτερο σκέλος του θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται όταν η μεταβίβαση της απαίτησης και η ανάθεση διαχείρισης έγινε επί τη βάσει του ν. 3156/2003, όπως εν προκειμένω, ο οποίος δεν θέτει αντίστοιχες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 που ρυθμίζει τη σύμβαση διαχείρισης των μεταβιβασθεισών προς τιτλοποίηση απαιτήσεων, δεν προβλέπει ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης αυτής, ούτε επιβάλλει να αναφέρονται στη σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, αλλά αντιθέτως, προβλέπεται μόνο ότι η σύμβαση διαχείρισης συνάπτεται εγγράφως. Ως προς δε τον τύπο και το περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν προς τιτλοποίηση εφαρμόζεται το άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 και δεν εφαρμόζεται ούτε ευθέως ούτε αναλογικά το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, διότι ο ν. 3156/2003 δεν άφησε αρρύθμιστο το ζήτημα του τύπου της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν προς τιτλοποίηση, ώστε να συντρέχει ανάγκη προσφυγής στις διατάξεις του ν. 4354/2015 προς κάλυψη του (μη) υπάρχοντος κενού, αλλά αντιθέτως, ρύθμισε τον τύπο της σύμβασης διαχείρισης προβλέποντας ρητά στην ανωτέρω διάταξη τον έγγραφο τύπο, χωρίς να επιβάλλει συγκεκριμένο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής. Το γεγονός ότι δεν προβλέφθηκε ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης, δεν οφείλεται σε ακούσιο νομοθετικό κενό, ώστε να υφίσταται η ανάγκη ευθείας ή αναλογικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, αλλά σε νομοθετική επιλογή, διότι εάν ο νομοθέτης ήθελε να υπάρχει ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν προς τιτλοποίηση θα το προέβλεπε στη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στις συναπτόμενες βάσει των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συμβάσεις μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων και διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών, εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015, δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια την εφαρμογή αδιάκριτα όλων των διατάξεων του ν. 4354/2015 επί των συμβάσεων διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν προς τιτλοποίηση. Τούτο διότι τα δύο νομοθετικά συστήματα, ήτοι αυτό του ν. 3156/2003 αφενός και αυτό του ν. 4354/2015 αφετέρου, ναι μεν δεν είναι στεγανά μεταξύ τους και δεν αλληλοαποκλείονται ως προς το ειδικότερο ζήτημα των συμβάσεων διαχείρισης, αλλά, το δεύτερο εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς κάλυψη των κενών του πρώτου, εφόσον υφίστανται κατά περίπτωση τέτοια κενά. Σύμφωνα δε με το πνεύμα αλλά και το γράμμα του άρθρου 10 παρ.14 του ν. 3156/2003, ως προς το ζήτημα του τύπου της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, δεν υφίσταται νομοθετικό κενό, αλλά εφαρμόζεται το ειδικότερο νομοθετικό καθεστώς του ν. 3156/2003, που προβλέπει απλώς έγγραφο τύπο, χωρίς ειδικότερο ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης. Το γεγονός ότι κατά νομοθετική επιλογή, και όχι λόγω ακούσιου νομοθετικού κενού, δεν προβλέφθηκε ως ελάχιστο περιεχόμενο στη σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων η αναφορά των προς διαχείριση απαιτήσεων και του τυχόν σταδίου μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, προκύπτει και από το γεγονός ότι κατά το έτος 2020, ήτοι μετά την θέση σε ισχύ του νόμου 4354/2015, οπότε και δια της με αριθ. 20783/2020 (ΦΕΚ Β’ 4944/09.11.2020) απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης καταργήθηκε η με αριθ. 161338/30.10.2003 (Β 1688) υπουργική απόφαση και καθορίσθηκε εκ νέου το έντυπο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003), δεν καταργήθηκε ούτε τροποποιήθηκε η με αριθ. 161337/2003 (ΦΕΚ Β’ 1688/18. ί1.2003) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με θέμα τον καθορισμό του εντύπου σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ.10 § 14 και 16 Ν. 3156/2003), ώστε να συμπεριληφθεί στο ελάχιστο περιεχόμενο της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης – η οποία αντικατοπτρίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης – και το παράρτημα με τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το στάδιο της μη εξυπηρέτησης αυτών, αλλά αντιθέτως αυτή εξακολουθεί να ισχύει ως είχε (ήτοι χωρίς τέτοιου είδους αναφορά) έως και σήμερα.
Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία στη συνέχεια, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. … σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη στην Αθήνα στις 3.3.2010 μεταξύ των ανακοπτόντων και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», η τελευταία χορήγησε στην πιστούχο – ανακόπτουσα, με την εγγύηση του ανακόπτοντα, πίστωση μέχρι του ποσού του 1.700.000,00 ευρώ, η οποία συμφωνήθηκε να εξυπηρετείται με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Περαιτέρω, την ίδια ημέρα καταρτίστηκε, μεταξύ των ιδίων μερών, η από 3.3.2010 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση, με την οποία χορηγήθηκε στην ανακόπτουσα, με την εγγύηση του ανακόπτοντος, δάνειο ύψους 1.500.000 ευρώ για την αγορά γραφείων, η ανάληψη του οποίου συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί εφάπαξ έως την 31.3.2010, η δε διάρκεια του ορίστηκε 15ετής και η εξόφλησή του συμφωνήθηκε να γίνει σε 60 τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις. Επίσης, την ίδια ημέρα καταρτίσθηκε, μεταξύ των ιδίων μερών, η από 3.3.2010 πρόσθετη πράξη, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην ανακόπτουσα, με την εγγύηση του ανακόπτοντος, δάνειο ύψους 150.000 ευρώ, ως κεφάλαιο κίνησης μονιμότερου χαρακτήρα, η ανάληψη του οποίου συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί εφάπαξ έως την 31.3.2010, η δε διάρκειά του ορίσθηκε τετραετής και η εξόφλησή του συμφωνήθηκε να γίνει σε 16 τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις. Εν συνεχεία, με την από 3.10.2011 πρόσθετη πράξη, μεταξύ των ιδίων μερών, το ποσό της πίστωσης αυξήθηκε και ανήλθε στο ποσό των 2.150.000 ευρώ. Ακολούθως, με την από 3.10.2011 πρόσθετη πράξη στην αρχική σύμβαση πίστωσης και την από 3.10.2011 επιστολή της πρώτης εκ των ανακοπτόντων χορηγήθηκε στην πιστούχο όριο χρηματοδοτήσεων ύψους 650.000 ευρώ για αντιμετώπιση έκτακτων ταμειακών αναγκών. Σε συνέχεια της ως άνω σύμβασης, την 16.12.2011 υπεγράφη μεταξύ των ιδίων προσώπων, πρόσθετη πράξη στη σύμβαση πίστωσης, με την οποία συμφωνήθηκε η αποπληρωμή της οφειλής των 650.000 ευρώ με την εφάπαξ καταβολή όλου του ποσού την 15.2.2012. Κατόπιν, καταρτίσθηκε η από 31.3.2015 πρόσθετη πράξη, δυνάμει της οποίας η ως άνω τράπεζα χορήγησε στην πρώτη των ανακοπτόντων δάνειο ποσού 1.112.842,80 ευρώ με σκοπό την αποπληρωμή των έως εκείνη τη στιγμή υφιστάμενων οφειλών από μεσομακροπρόθεσμο δάνειο, η ανάληψη του οποίου θα λάμβανε χώρα άπαξ, η δε διάρκειά του ορίσθηκε σε 10 έτη και η αποπληρωμή του θα λάμβανε χώρα σε 108 ισόποσες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Στη συνέχεια, με την από 27.6.2016 πρόσθετη πράξη, χορηγήθηκε στην πρώτη εκ των ανακοπτόντων δάνειο ύψους 1.157.538,54 ευρώ, με σκοπό την αποπληρωμή του ισόποσου χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού που τηρείτο στο πλαίσιο της σύμβασης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε η εφάπαξ ανάληψη του δανείου και η αποπληρωμή του σε 96 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ακολούθως, με την από 6.3.2017 πρόσθετη πράξη χορηγήθηκε στην πρώτη εκ των ανακοπτόντων δάνειο ύψους 1.190.525,68 ευρώ, με σκοπό την αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού που τηρείτο στο πλαίσιο της από 27.6.2016 πρόσθετης πράξης στη σύμβαση ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε η εφάπαξ ανάληψη του δανείου και η αποπληρωμή του σε 89 δόσεις. Τέλος, με την από 17.10.2018 πρόσθετη πράξη οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που τηρείτο στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ύψους 1.272.907,69 ευρώ και συμφώνησαν με την πιστοδότρια τράπεζα την αναδιάρθρωση του συνόλου της οφειλής με την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού εντόκως έως την 17.10.2021. Περαιτέρω, στις 16.4.2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. η διάσπαση της ως άνω αναφερόμενης τράπεζας (η «Διασπώμενη»), με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της Διασπώμενης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «… BANK» (η «Επωφελούμενη»), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 του ν. 2515/1997, την παρ. 3 του άρθρου 54, την παρ. 3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 έως και 74 και 140 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …/7.4.2021 Πράξη Διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών …. Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/16.4.2021 απόφαση της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης με τις υπ’ αριθ. πρωτ. …/16.4.2021 και …/16.4.2021 ανακοινώσεις αντίστοιχα. Περαιτέρω, δυνάμει της από 8.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από δάνεια του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (φέρουσα στο πρωτότυπο τον τίτλο Greek Assignment Agreement Assignment of Receivables) που καταρτίσθηκε μεταξύ της «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «… DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» και καταχωρίστηκε με αριθ. πρωτ. …/11.10.2021 στον τόμο … και αρ. … στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η τελευταία απέκτησε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αριθ. …/3.3.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των προσθέτων πράξεων αυτής. Περαιτέρω, η εταιρεία ειδικού σκοπού «… DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση στην καθ’ ης η ανακοπή, κατά τα οριζόμενα στην από 8.10.2021 σύμβαση διαχείρισης, η οποία καταχωρίστηκε με αριθ. πρωτ. …/11.10.2021 στον τόμο … και αρ. … στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Η ως άνω σύμβαση διαχείρισης αντικαταστάθηκε από την από 17.12.2021 σύμβαση μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, η οποία καταχωρίστηκε με αριθ. πρωτ. …/20.12.2021 στον τόμο … και αριθ. … στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Ακόμη, αποδεικνύεται ότι οι ανακόπτοντες δεν ήταν συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις εκ της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με αποτέλεσμα η καθ’ ης η ανακοπής, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, να προβεί στις 3.6.2022 στο κλείσιμο του τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού, ο οποίος παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 1.288.652,42 ευρώ, καθώς και στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης με την από 20.6.2022 εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 24.6.2022, καλώντας τους παράλληλα να της καταβάλουν το ως άνω ποσό. Επειδή, ωστόσο, οι ανακόπτοντες δεν προέβησαν στην εξόφληση της οφειλής αυτής, η καθ’ ης η ανακοπή ζήτησε, με την από 29.7.2022 αίτησή της, και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, από τις περιλήψεις του δημοσιευθέντος ουσιώδους περιεχομένου τόσο της από 11.10.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων όσο και της από 20.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ευθέως αποδεικνύεται ότι δεν αναφέρονται σε αυτές οι προς διαχείριση απαιτήσεις, καθώς δεν επισυνάπτεται στις ανωτέρω δημοσιευθείσες περιλήψεις κατάλογος των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, η διαχείριση των οποίων ανατίθεται στην καθ’ ης δυνάμει των παραπάνω συμβάσεων διαχείρισης απαιτήσεων. Ομοίως, από τις περιλήψεις των ως άνω συμβάσεων διαχείρισης αποδεικνύεται ότι δεν αναφέρεται σε αυτές το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, η διαχείριση των οποίων ανατίθεται στην καθ’ ης, το οποίο αν αναφερόταν στη σύμβαση διαχείρισης, θα έπρεπε να αναφέρεται στο χωρίο της περίληψης «στ. λοιποί ουσιώδεις όροι». Επίσης, δεν αναφέρεται στις ως άνω συμβάσεις η καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Η ως άνω παράλειψη των προαναφερθέντων στοιχείων συνιστά μη τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου ως προς το ουσιώδες ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης, για την οποία τυγχάνει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 2 ν. 4354/2015, η παρ. 2 του οποίου ορίζει ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης προς τις Ε.Δ.Α,Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης και γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Ειδικότερα, ναι μεν η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης έλαβε χώρα λόγω τιτλοποίησης κατ’ άρθρο 10 ν. 3156/2003, και για τη διαχείριση αυτής τα μέρη επικαλέστηκαν την παρ. 14 του άρθρου 10 ν. 3156/2003, πλην όμως η καθ’ ης είναι Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π. που έχει συσταθεί με βάση τον ν. 4354/2015 και προκειμένου να έχει τη δικονομική δυνατότητα να επισπεύδει, όπως εν προκειμένω, αναγκαστική εκτέλεση, δυνάμει και κατ’ επίκληση της παρ. 4 του άρθρου 2 ν. 4354/2015, απαιτείται να πληρούνται οι προϋποθέσεις ολόκληρου του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Τούτο επιβάλλει η ασφάλεια δικαίου, που επιτάσσει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αρ. II μείζονα σκέψη της παρούσας, την ευθεία και ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών, αφού ο δανειολήπτης πρέπει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τόσο το πρόσωπο του δανειστή της απαίτησης, όσο και το πρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα διαχειριστή που δύναται να την εισπράξει, ακόμη και αναγκαστικά, πληροφορία εξ ίσου (ή και περισσότερο) σημαντική. Εξάλλου ερμηνεία, κατά την οποία το άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4354/2015 εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση αυτοτελούς ανάθεσης της διαχείρισης, ανεξάρτητα δηλαδή από σύμβαση πώλησης, δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως αντιβαίνουσα στο γράμμα του νόμου αλλά και στην τελεολογία της διάταξης. Κατ’ αρχάς το άρθρο 2 ν. 4354/2015 εξειδικεύει το περιεχόμενο κάθε σύμβασης διαχείρισης, ανεξάρτητα από το αν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση της δανειακής απαίτησης. Τούτο προκύπτει από το σαφές γράμμα της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στο οποίο αναφέρεται ότι «Στις εταιρίες της περίπτωσης α της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου (δηλαδή στις Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων…» και όχι «Στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 1…». Δηλαδή στην εισαγωγική αναφορά του άρθρου 2 εκτίθεται σαφώς ότι πρόκειται να ρυθμιστούν στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού – γενικώς – τα περί ανάθεσης της διαχείρισης σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. (αυτές μνημονεύονται – για πρώτη φορά – στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 1) και όχι ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού αφορούν περιοριστικά μόνον στην «στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 1». Άλλωστε και στο σκεπτικό της ΟλΑΠ 1/2023 αναφέρεται ότι «ο ν. 4354/2015 (σε αντίθεση με τον ν. 3156/2003) περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου». Το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης στο άρθρο 2 υπό τον τίτλο «συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης». Επιπλέον η παρ. 4 του άρθρου 2 αναφέρεται σε κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης. Εξάλλου ο λόγος, για τον οποίο θεσπίζεται ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης, συνιστάμενος σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην προστασία των μικρών δανειοληπτών, και επιβάλλεται στο πλαίσιο αυτό, ειδικότερα, η αναφορά, μεταξύ άλλων, των προς διαχείριση απαιτήσεων ισχύει προδήλως για κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης, είτε συνοδεύεται από μεταβίβαση της απαίτησης είτε όχι. Πράγματι σε αμφότερες τις περιπτώσεις καταφάσκεται (δυνητικά τουλάχιστον) ανάγκη εξατομίκευσης των προς διαχείριση απαιτήσεων, αφού ακόμη και στην περίπτωση της μεταβίβασης δανειακών απαιτήσεων, οπότε είναι υποχρεωτική η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διαχείρισης, δεν απαγορεύεται η αλλαγή του προσώπου του διαχειριστή ως προς ορισμένες από τις ήδη αποκτηθείσες απαιτήσεις, ώστε εν τέλει από ένα σύνολο δανειακών απαιτήσεων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ΕΑΑ.Δ.Π., ορισμένες ανατίθενται προς διαχείριση στην εταιρία Α και ορισμένες στην εταιρία Β. Σε κάθε πάντως περίπτωση η ερμηνεία του νόμου δεν μπορεί να είναι συγκυριακή ή περιπτωσιολογική. Αλλά και ανεξάρτητα από τα παραπάνω η ανάγκη αναφοράς «του τυχόν σταδίου μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης» καταφάσκεται σε κάθε περίπτωση ανεξαιρέτως, δεδομένου ότι δεν αποτελεί υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί, όπως σαφώς αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου «Οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν ισχύσουν. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ο εν λόγω έλεγχος δεν υποκαθιστά τη δικαστική κρίση». Επομένως, οι ως άνω συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης πάσχουν απόλυτης ακυρότητας λόγω μη τήρησης του νόμιμου συστατικού τύπου και συνεπώς η καθ’ ης η ανακοπή δεν απέδειξε τη νομιμοποίησή της για την κατάθεση της από 29.7.2022 αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών κύριων και πρόσθετων λόγων της ανακοπής, καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω κύριου λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής, και απορριπτομένης της ένστασης της καθ’ ης η ανακοπή περί καταχρηστικής άσκησης της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής ως μη νόμιμης, διότι επί αμιγώς διαδικαστικών πράξεων στο χώρο του δικονομικού δικαίου, όπως είναι η άσκηση ανακοπής και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, δε βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού το άρθρο 281 ΑΚ, όπως προκύπτει από το πνεύμα και τον σκοπό του, ρυθμίζει την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από ουσιαστικούς νόμους και όχι από δικονομικούς (ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1003/2008 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 184, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1, 65 και 68 του ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 12.4.2023 και με αριθμό κατάθεσης …/2023 ανακοπή και τους από 24.4.2023 και με αριθμό κατάθεσης …/2023 πρόσθετους λόγους ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. …/2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (17.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 17η Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στο ακροατήριό του σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 29.3.2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
www.sakkoulas-online.gr