ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 14° ΤΜΗΜΑ – Δ’ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
4513/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές ……..και τη Γραμματέα …ά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α. Εκκαλούσας: εταιρίας με την επωνυμία …………και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της……………………………
Εφεσίβλητων: ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Λουκαδούνο.
Β. Εκκαλούσας: εταιρίας με την επωνυμία ……….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………, εταίρο της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία …………….
Εφεσίβλητων: 1) εταιρίας με την επωνυμία ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Λουκαδούνο.
Αντεκκαλούντων: 1) εταιρίας με την επωνυμία…………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Λουκαδούνο.
Αντεφεσίβλητων. 1) εταιρίας με ………… που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της………….
Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνουν δεκτοί η από 11.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. ανακοπή και οι από 28.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, δικόγραφα τα οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά την έκδοση της απόφασης …. από το τελευταίο δικαστήριο, το οποίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το τελευταίο, με την απόφασή του ….., δέχθηκε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής, τόσο η καθ’ ης η ανακοπή, όσο και η διαχειρίστρια εταιρία των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, στην οποία μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της καθ’ ης, άσκησαν η πρώτη την από 17.10.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο 8039/6001/203) και η δεύτερη την από 20.10.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο….), που προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 27.6.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. αντέφεση, η οποία προσδιορίστηκε για την ίδια ως άνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 17.10.2023 υπό στοιχείο Α. έφεση της ηττηθείσας καθ’ ης η ανακοπή κατά της οριστικής απόφασης 3276/2023 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην της, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την οποία έγιναν δεκτοί οι σε βάρος της από 11.12.2017 ανακοπή και από 28.9.2018 πρόσθετοι λόγοι αυτής και ακυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ’ του ίδιου Κώδικα). Εξάλλου, επειδή η έφεση, με την οποία η εκκαλούσα δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ίδιου Κώδικα, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αρκούσης της τυπικής παραδοχής της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι ως προς τον μοναδικό λόγο ανακοπής που εξετάστηκε και έγινε δεκτός (κατά το δεύτερο σκέλος του). Επομένως, η εκκαλούσα δικαιούται να προβάλει πλέον όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως ως καθ’ ης η ανακοπή (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Κατόπιν τούτων, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα, κατ’ αρχήν για τον ως άνω λόγο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία.
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδοχοι τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι (Α.Π. 1356/2022 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου με τις παρ. 1 έως 3 της διάταξης του άρθρου 225 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι: 1) Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα, 2) Η μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, 3) Αν ο ενάγων μεταβίβασε το επίδικο δικαίωμα δεν μπορεί να προταθεί εναντίον του έλλειψη νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση που θα εκδοθεί δεν δεσμεύει τον ειδικό διάδοχο. Από την ανωτέρω διάταξη και αυτές των άρθρων 516 παρ. 1 και 556 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ένδικα μέσα μπορούν να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως, τόσο ο μεταβιβάσας το πράγμα ή το δικαίωμα αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφόσον αυτός έγινε ειδικός διάδικος μετά την άσκηση της αγωγής (Α.Π. 1873/2022 Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ», Α.Π.1597/2018 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, Α.Π. 1882/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 389/2007 ΝοΒ 2007, 1647). Τέλος, από τα άρθρα 221 παρ. 1α, 46 και 535 παρ. 2 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και, αποφαινόμενο γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου), παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο (Α.Π. 377/2024 και Α.Π. 746/2023 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
III. Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρία με την επωνυμία «…………. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ”, άσκησε την από 20.10.2023 υπό στοιχείο Β. έφεση, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….”, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η εκκαλούσα αυτή εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015, Διαχειρίστρια απαιτήσεων της παραπάνω αλλοδαπής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες της ειδικής διαδόχου της – τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από … σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του ν. 2844/2000 -Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……, στον τόμο …. με αριθμό …… έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην ως άνω εταιρία ειδικού σκοπού (……………). Στις …… μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της υπό στοιχείο Α. εκκαλούσας Τράπεζας [(ως ειδικού διαδόχου της Τράπεζας «……», δυνάμει της από …. σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της τελευταίας με την πρώτη και της απόφασης 12/26.7.2013 (Θέμα 1) της Επιτροπής Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος)], που απορρέουν από τη σύμβαση δανείου με αριθμό …… της Τράπεζας «…….» με την πρώτη εφεσίβλητη – οφειλέτρια, για την οποία εγγυήθηκαν οι δεύτερος και τρίτη εφεσίβλητοι, όπως προκύπτει από το ακριβές αντίγραφο της εκτύπωσης ενημέρωσης των δημοσίων βιβλίων με εκχωρημένες απαιτήσεις (σελ. 6393), που καταχωρήθηκε στα βιβλία του ν. 2844/2000 (αρ. πρωτ. 4483/2019) και για την οποία (απαίτηση από το ως άνω δάνειο) εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής ….. του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η διαχείριση της ανωτέρω απαίτησης, που μεταβιβάστηκε (στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…….”), ανατέθηκε στην εταιρία με την επωνυμία εταιρία με την επωνυμία «………….ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ”, η οποία δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, αδειοδοτήθηκε και εποπτεύεται από την ΤΡΑΠΕΖΑ της ΕΛΛΑΔΟΣ με την απόφαση …. της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, με το από …….. ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων, περίληψη του οποίου έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …, στον τόμο .. με αριθμό …. Η εταιρεία αυτή αποτελεί την υπό στοιχείο Β. εκκαλούσα εταιρεία, που κατά τα ανωτέρω κατέστη διαχειρίστρια της ως άνω απαίτησης, που τιτλοποιήθηκε. Σημειωτέον ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με τον ν. 3156/2003 (Ολ.Α.Π. 1/2023 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εφεσίβλητους. Επιπλέον, στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων (όροι 1 και 4), αναφέρεται ως προς τις εξουσίες και τις πράξεις της διαχειρίστριας εταιρίας, ότι αφορούν σε όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων δανειοληπτών και εγγυητών (άρα και αυτές των εφεσίβλητων), σύμφωνα με το Παράρτημα (κατάλογο απαιτήσεων), απορριπτομένων των περί ακυρότητας αυτού (ιδιωτικού συμφωνητικού) αιτιάσεων των τελευταίων. Ως προς την επιπλέον αιτίαση των εφεσίβλητων ότι δεν αναφέρεται η αμοιβή που καταβλήθηκε για τη διαχείριση, με συνέπεια να επέρχεται ακυρότητα της σύμβασης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα οριζόμενα στην Υ.Α. 161338/2003 του Υπουργού Δικαιοσύνης (όπως και μετά την κατάργησή της στη νέα Υ.Α. 20783/2020, κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης των άρθρων 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003 και 3 του ν. 2844/2000), αφορά μόνο στον καθορισμό του τύπου του εντύπου για τις καταχωρήσεις του ν. 3156/2003, χωρίς κάποια υποχρεωτικότητα ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης μεταβίβασης, ώστε η έλλειψή τους να συνιστά ελάττωμα της καταχώρησης με συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης. Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 της αμοιβής της διαχειρίστριας εταιρείας, καθόσον η διάταξη της παραγράφου 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 επιβάλλει την καταχώρηση απλώς της ανάθεσης της διαχείρισης και των τυχόν μεταβολών της. Τέλος, η αμοιβή διαχείρισης της εταιρείας διαχείρισης αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, χωρίς όμως τούτο να συνιστά και αναγκαίο ουσιώδες περιεχόμενο της καταχώρησης στα βιβλία του ενεχυροφυλακείου της σύμβασης διαχείρισης, που έχει συναφθεί κατ’ άρθρο 10 του ν. 3156/2003, η οποία σύμβαση, είτε σε πλήρες κείμενο, είτε σε περίληψη, σε κάθε περίπτωση, συνυποβάλ¬λεται με το έντυπο της Υ.Α. 20783/2020. Κατόπιν τούτων, η έφεση αυτή παραδεκτούς ασκείται, έστω κι αν η εκκαλούσα δεν είχε παρέμβει πρωτοδίκως (Πανατζόπουλος σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ2,2η έκδοση 2020, άρθρα 495 – 590, άρθρο 516, αρ. 7 και Μιχ. Μαργαρίτης -Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος I, έκδοση 2η 2018, άρθρα 516 αρ. 15 και 225 αρ. 12), κατά τα άρθρα 68, 76, 80, 83, 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 (φερόταν το πρώτον ως δεύτερη καθ’ ης η κλήση, με την από 25.10.2022 κλήση προς συζήτηση της ως άνω ανακοπής, ύστερα από την παραπομπή της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο έκρινε εαυτόν ως καθ’ ύλην αναρμόδιο και κρίθηκε ως μη νόμιμη η παράστασή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Και τούτο, διότι είχε δικαίωμα για την άσκηση έφεσης, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού – ειδικής διαδόχου της εκκαλούσας στην υπό στοιχεία Α. έφεση, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, η ειδική διαδοχή της απαίτησης έλαβε χώρα μετά την έναρξη της δίκης, δεδομένου ότι η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και, αποφαινόμενο γι’ αυτό, παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, όπως στην προ-κειμένη περίπτωση (όπου πρώτα έλαβε χώρα η έναρξη της δίκης και εν συνεχεία η μεταβίβαση της απαίτησης). Εξάλλου, η υπό στοιχείο Β. έφεση αυτή, η οποία σημειωτέον έχει το ίδιο περιεχόμενο – τον ίδιο λόγο έφεσης με αυτόν της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως δε, φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ’ του ίδιου Κώδικα). Μεταξύ δε, της εκκαλούσας αυτής και της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, κατ’ άρθρο 76 παρ. 1 περ. β’ Κ.Πολ.Δ., αφού κατέστη ειδικός διάδοχος της τελευταίας όσο διαρκούσε η δίκη -άρθρο 225 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό και με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015, διότι το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτής (ειδικής διαδόχου), κατά τη διάταξη του άρθρου 325 αριθ. 2 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π.307/2024, Α.Π. 663/2023 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1343/2022, Α.Π. 1102/2022, Α.Π. 864/2022 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, Α.Π. 1188/2021, Α.Π. 883/2021 και Α.Π. 467/2021 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η άσκηση της υπό στοιχείο Β. εφέσεως, παρά το γεγονός ότι ασκήθηκε ξεχωριστή έφεση από την ήδη αναγκαία ομόδικό της εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, που περιέχει τον ίδιο λόγο έφεσης δεν είναι άνευ αντικειμένου και συνεπώς ουσιαστικά ανενεργή (Εφ.Πειρ. 34/2005 ΝοΒ 2006, 714 και Νίκας Πολιτική Δικονομία Τόμος I, παρ. 27, αρ. 12, σελ. 361 – 362), αφού στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, όπου υπάρχει δυνατότητα συνεκδικάσεώς τους, μπορούν, συνεκδικαζόμενες, να θεωρηθούν ως κοινή έφεση όλων των αναγκαίων ομοδίκων (Εφ.Πειρ. 34/2005 ό.π., σχετ. και Πανατζόπουλος σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ ζ,ό.π., άρθρο 516, αρ. 9). Κατόπιν τούτων, οι υπό στοιχεία Α. και Β. εφέσεις, πρέπει, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 Κ.Πολ.Δ.), να θεωρηθούν ως κοινή έφεση και των δύο εκκαλούντων – αναγκαίων ομοδίκων, εκτείνεται δε, στην κοινή αυτή έφεση,το αποτέλεσμα που είχε η άσκηση του ενδίκου μέσου της υπό στοιχείο Α._έφεσης, ήτοι η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη σκέψη με αριθμό I. (σχετ. Α.Π. 849/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»),
IV. Τέλος, οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής άσκησαν επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που γίνουν δεκτές οι ως άνω εφέσεις, την από 27.6.2024 αντέφεση (ως προς το έννομο συμφέρον τους για την άσκησή , τ της, εφόσον πρόκειται για νικήσαντες διαδίκους σχετ. Α.Π. 450/2024, Α.Π. 1193/2022 στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, Α.Π. 1194/2021, Α.Π. 693/2020 στηνΤ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1584/2017, Α.Π. 1037/2010 στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ ό.π., άρθρο 516 αρ. 28), με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στις ως άνω εκκαλούσες νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης 2186Γ729.7.2024 και 2197Γ731.7.2024 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….., ήτοι οκτώ ημέρες πριν τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1 περ. ζ’ του Κ.Πολ.Δ.). Η αντέφεση αυτή, η οποία αφορά στη μη χορήγηση πληρεξουσιότητας από την καθ’ ης η ανακοπή στα πρόσωπα που κατήγγειλαν τη σύμβαση δανείου, είναι παραδεκτή, κατ’ άρθρο 523 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., αφού αφορά σε κεφάλαιο αναγκαίως συνεχόμενο με αυτό του λόγου των δικογράφων των εφέσεων (κατά του κεφαλαίου της απόφασης που αφορά την απόρριψη άλλου σκέλους του ίδιου λόγου ανακοπής ως προς τις ίδιες τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής -έλλειψη χορήγησης πληρεξουσιότητας από την καθ’ ης η ανακοπή στον πληρεξούσιο δικηγόρο για την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής- Α.Π. 684/2013 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Πρέπει επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή η αντέφεση (άρθρο 532 του ΚΠολ.Δ.) και συνεκδικαστεί με τις ανωτέρω εφέσεις, υποχρεωτικά διότι δεν νοείται χωριστή εκδίκασή τους, λόγω της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ένδικου βοηθήματος παρεπόμενου της έφεσης (άρθρα 532 παρ. 1, 524 παρ. 1 και 246 του ίδιου Κώδικα) να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Σημειωτέον ότι η επικουρική αντέφεση τελεί υπό την αίρεση ευδοκίμησης των πιο πάνω εφέσεων, το έννομο δε, συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή των εφέσεων αυτών, ανατρέχει όμως, κατά τη φύση και το
σκοπό της αίρεσης υπό την οποία τελεί η αντέφεση των ανακοπτόντων, στον χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου αυτού (Α.Π. 450/2024, Α.Π. 1193/2022, Α.Π. 1194/2021, Α.Π. 693/2020 και Α.Π. 1037/2010 όλες ό.π.).
V. Οι ανακόπτοντες ………., με την από 11.12.2017 ανακοπή και τους από 28.9.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, που άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ. ως προς την ανακοπή και 585 παρ. 2 και 591 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα ως προς τους πρόσθετους λόγους αυτής), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (το οποίο με την τελεσίδικη απόφαση 3599/2020 του τελευταίου δικαστηρίου, κηρύχθηκε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο – Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών), ζητούν, για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής 8910/2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «….», το ποσό των 4.397.533,83 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Πρέπει επομένως, να ερευνηθούν (η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής), ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του . ως άνω πρόσθετου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του, κεφάλαιο ως προς το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη.
VI. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 2, 97 παρ. 1 και 2 και 98 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, που δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν στη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες με τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104 του Κ.Πολ.Δ., για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, της έλλειψης της πληρεξουσιότητας, καθώς και της υπέρβασής της, εξεταζομένης από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 159 αρ. 1, 544 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., 211, 219 και 238 του Α.Κ. προ-κύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενέστερα τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει, είτε ρητά, είτε σιωπηρά, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποίησής τους, εξετάζεται δε η ύπαρξη της έγκρισης, που έχει αναδρομική ενέργεια (Ολ.Α.Π. 1408/1984 ΕλλΔνη 1985, 198, Α.Π. 776/2021, Α.Π. 1152/2017, Α.Π. 254/2016, Α.Π. 344/2014 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και ΑΠ 834/2010 ΝοΒ 2011, 712) και μάλιστα είναι αδιάφορο αν ο διάδικος παρίσταται με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο, αφού η έγκριση αφορά στις πράξεις και όχι το πρόσωπο (Α.Π. 294/2018, Α.Π. 818/2017, Α.Π. 932/2014 και Α.Π. 683/2013 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 του Κ.Πολ.Δ., την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε, η οποία προβάλλεται με λόγο ανακοπής κατ’ αυτής, όμως ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με τα παραπάνω, την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε (Τριμ.Εφ.ΑΘ. 653/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»),
VII. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του ένατου πρόσθετου λόγου της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης η ανακοπή δεν είχε σχετική πληρεξουσιότητα από την τελευταία για να καταθέσει την αίτηση έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ούτε τους κοινοποιήθηκε τέτοιο έγγραφο, οπότε η (ανακοπτόμενη )διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις και σ’ αυτές των άρθρων 64, 623 και 624 Κ.Πολ.Δ. Ωστόσο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία με την επωνυμία «……», παραστάθηκε δια του υπογράφοντας το δικόγραφο της έφεσης δικηγόρου…….., χωρίς να αμφισβητείται ρητά η παράσταση αυτή, ώστε θεωρείται, κατά τα οριζόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα και για τις πράξεις της προδικασίας, όπως αυτή της υποβολής αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης
διαταγής πληρωμής, που προηγήθηκε. Άλλωστε, ο ίδιος πληρεξούσιος δικηγόρος είχε εκπροσωπήσει την καθ’ ης και στη δίκη για την αναστολή εκτέλεσης της ίδιας διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση …… του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), χωρίς επίσης να αμφισβητηθεί η παράστασή του ως πληρεξούσιον’ δικηγόρος της. Κατά συνέπεια, ως προς το σκέλος αυτό ο πρόσθετος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
VIII. Η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθρο 226 Α.Κ. (Α.Π. 1039/2019 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Στο τελευταίο άρθρο ορίζεται ότι μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη, αν ο άλλος, προς τον οποίο γίνεται, την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της αποκρούσεως της δηλώσεως χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc, πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Η διάταξη του άρθρου 226 Α.Κ. σκοπεί στην προστασία του συμφέροντος του λήπτη της δηλώσεως να μην περιέρχεται με μονομερή ενέργεια άλλου προσώπου σε κατάσταση αβεβαιότητας σχετικά με έννομη σχέση που τον αφορά. Γι’ αυτό η επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου πρέπει να είναι πραγματική. Έτσι, αν η δήλωση επιχειρείται με επίδοση εγγράφου με δικαστικό επιμελητή και ο προς ον απευθύνεται είναι απών (επίδοση με θυροκόλληση), δεν υπάρχει επίδοση, αν επιδοθεί μόνο η δήλωση και δεν συνεπιδοθεί το πληρεξούσιο έγγραφο, έστω και αν ο δικαστικός επιμελητής ήταν εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό. Το πρόσωπο εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση, την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις (Α.Π. 825/2023 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, Α.Π. 139/2016 και Α.Π. 687/2008 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση (Α.Π. 825/2023 ό.π., Α.Π. 139/2016 ό.π., Δωρής σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ (κατ’ άρθρον ερμηνεία) 1978, Τόμος I, άρθρο 226 αρ.8, Πουρνάρας σε Απ. Γεωργιάδη Σ.Ε.Α.Κ. 2010, Τόμος I, άρθρο 226 αρ. 8 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ., Τόμος Α’ 2001, άρθρο 226 αρ. 4 και 8), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του πα- ριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (Α.Π. 825/2023 ό.π.). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσω- πήσεώς του (Α.Π. 825/2023 ό.π., Α.Π. 1085/2019 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και Α.Π. 139/2016 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86 και 87 του ν. 4548/2018, “Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών”, προκύπτει ότι η δικαστική ή εξώδικη εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας ανήκει, κατ’ αρχήν στο διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί για το σκοπό αυτό συλλογικά. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί, εφόσον αυτό επιτρέπεται σύμφωνα με το καταστατικό, να αναθέτει τις εξουσίες της διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη, τα οποία ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του Α.Κ., εκφράζοντας τη βούληση αυτού (Α.Π. 131/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και, υπό τις προγενέστερες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 2 και 22 του ν. 2190/20 “περί Ανωνύμων Εταιριών”, Α.Π. 139/2016 ό.π.).
IX. Στην προκειμένη περίπτωση, με την επικουρική αντέφεση, η οποία εξετάζεται εφόσον έγινε δεκτή η κύρια έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ως προς τον ένατο πρόσθετο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του και απορρίφθηκε αυτός, πλήττεται η εκκαλουμένη, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, από την απόρριψη του πρώτου σκέλους του ίδιου (ένατου) πρόσθετου λόγου της ανακοπής. Σύμφωνα με αυτόν, η καταγγελία της σύμβασης δανείου, που έλαβε χώρα με την από 27.7.2017 επιστολή της πρώτης αντεφεσίβλητης, ήταν άκυρη, διότι δεν υπήρχε, ούτε προσκομίστηκε το έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι δόθηκε πληρεξουσιότητα στους καταγγέλλοντες αυτήν (σύμβαση δανείου) από την πρώτη αντεφεσίβλητη ως δικαιούχο του σχετικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός ήταν αρκούντος ορισμένος, διότι οι ανακόπτοντες επικαλούνταν με τον πρόσθετο αυτό λόγο της ανακοπής τους την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης δανείου τους, την οποία προς τούτο και απέκρουαν. Το πρωτοβάθμιο λοιπόν δικαστήριο, που έκρινε ως αόριστο τον λόγο αυτό, επειδή δεν γινόταν αναφορά ότι αποκρούσθηκε η καταγγελία για την ανωτέρω αιτία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, το αν δε, έγινε τούτο (χωρίς ή με υπαίτια καθυστέρηση), αφορά στην επί της ουσίας απόδειξή του (ίδιου λόγου). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η αντέφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη καθ’ ο μέρος απέρριψε το πρώτο σκέλος του ένατου πρόσθετου λόγου της ανακοπής, να κρατηθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να δικαστούν κατά το σκέλος αυτό του ένατου πρόσθετου λόγου της, ο οποίος είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη και (πρέπει) να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
X. Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συ-ναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως, να έχει παραληφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), απο-δείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ανάμεσα στην πρώτη ανακόπτουσα και ασκούσα πρόσθετους λόγους ανακοπής – ανώνυμη εταιρία και την Τράπεζα «Probank» συνάφθηκε η με αριθμό 198/31.10.2012 σύμβαση δανείου τακτής λήξης, με την οποία συμφωνήθηκε η τελευταία να χορηγήσει στην πρώτη έντοκο δάνειο ποσού 3.200.000 ευρώ, για την εξόφληση υφιστάμενου τραπεζικού δανεισμού και τη χρηματοδότηση εκκίνησης λειτουργίας ξενοδοχειακής μονάδας. Προς εξασφάλιση της Τράπεζας από κάθε απαίτησή της από το ως άνω δάνειο των όρων της σύμβασης συμβλήθηκαν οι δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ως εγγυητές, εγγυώμενοι για την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του λογαριασμού που εξυπηρετούσε το δάνειο, κατά κεφάλαιο και τόκους, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια εταιρία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 26.7.2013 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, η οποία έλαβε χώρα ανάμεσα στην Τράπεζα «….» και την «…..» και της απόφασης …….Β (Θέμα 1) της Επιτροπής Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, η τελευταία (….) κατέστη ειδικός διάδοχος της πρώτης (Τράπεζας «………») και υπεισήλθε στη θέση της ως δανείστρια από την ως άνω σύμβαση δανείου τακτής λήξης. Εξάλλου, στις 28.7.2017 επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, με τις εκθέσεις επίδοσης 4266ΣΤ, 4268ΣΤ και 4270ΣΤ Ζ28.7.2017 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……., η από 27.7.2017 επιστολή – καταγγελία της καθ’ ης – Τράπεζας, με την οποία τους γνωστοποιούνταν η καταγγελία της ως άνω σύμβασης δανείου. Η καταγγελία αυτή έφερε τις υπο-γραφές των υπαλλήλων της καθ’ ης, ……………………., χωρίς να επιδοθεί και σχετική πληρεξουσιότητα από την καθ’ ης – Τράπεζα προς τους τελευταίους. Ακολούθως δε, μετά την από 3.10.2017 αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής ………. του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, από την επίδοση της καταγγελίας αυτής έως και την άσκηση των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, στις 23.10.2018, οπότε αποκρούσθηκε το πρώτον (η καταγγελία) από τους ανακόπτοντες παρήλθε χρονικό διάστημα 14 μηνών και 25 ημερών, στο οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τους τελευταίους η πληρεξουσιότητα των υπαλλήλων που υπέγραψαν την εν λόγω επιστολή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι τούτο (η απόκρουση της καταγγελίας) έλαβε χώρα στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, χωρίς υπαίτια καθυ-στέρηση, λαμβανομένων υπόψη της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και των συντρεχουσών περιστάσεων και να μην είναι κατ’ αρχήν άκυρη. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη με αριθμό VIII., η ως άνω μονομερής δικαιοπραξία (καταγγελία) που επιχειρήθηκε προς τους ανακόπτοντες χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, μόνο αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκρισή της. Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε εντολή εκπροσώπησης από την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα προς τους ανωτέρω υπαλλήλους της για την καταγ-γελία της πιο πάνω σύμβασης δανείου (ΐ98/31.10.2012) αφού δεν αναφέρεται τούτο στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ούτε προσκομίστηκε πληρεξούσιο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πριν τον χρόνο της καταγγελίας. Για την έγκριση αυτής (καταγγελίας) προσκομίζεται το με ημερομηνία ………. έγγραφο, στο οποίο αναγράφεται ότι οι υπάλληλοί της καθ’ ης, …………………….., εγκρίνουν την από 27.7.2017 καταγγελία της παραπάνω σύμβασης δανείου, ενεργώντας ως πληρεξούσιοι αυτής, δυνάμει του πληρεξουσίου …….. της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. Σύμφωνα με το τελευταίο φέρεται να τους παρέχεται η μεταπληρεξουσιότητα από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της καθ’ ης, ……….και τον Γενικό Διευθυντή των Νομικών Υπηρεσιών της, ………….., οι οποίοι, όπως αναγράφεται σ’ αυτό (πληρεξούσιο), φέρονται να ενεργούν προς τούτο, στην προκειμένη περίπτωση, για λογαριασμό της καθ’ ης η ανακοπή – Τράπεζας, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της, σύμφωνα με το καταστατικό, την από …… απόφαση της Γ.Σ. αυτής και το από ./ πρακτικού του Δ.Σ. της. Όμως, η τελευταία, προς αντίκρουση του πρόσθετου λόγου αυτού της ανακοπής, δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει το καταστατικό της, ούτε τα λοιπά έγγραφα – απόφαση και πρακτικό της ΓΣ και του ΔΣ αυτής αντίστοιχα- ώστε να ελεγχθούν κυριαρχικά από το Δικαστήριο τούτο, με αποτέλεσμα, μη ανταποκρινόμενη στο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της περί έγκρισης της καταγγελίας της σύμβα-σης δανείου, να μην αποδεικνύεται, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στον νόμο κατά την αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη, ότι υπήρξε τέτοια έγκριση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε εάν το διοικητικό συμβούλιο μπορούσε να αναθέτει την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών του διαχείρισης και εκπροσώπησης της Τράπεζας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή μη, υπαλλήλους της ή μη, καθορίζοντας και την έκταση των ανατιθέμενων εξουσιών και εάν (με βάση το καταστατικό και τη σχετική απόφαση του Δ.Σ. της) στους ανωτέρω, Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής και Γενικό Διευθυντή των Νομικών Υπηρεσιών της, ως νόμιμων εκπροσώπων της, είχε παρασχεθεί η εξουσία να διορί¬ζουν άλλα πρόσωπα – υπαλλήλους της Τράπεζας ως πληρεξουσίους (μεταπλη- ρεξουσίους). αντιπροσώπους και αντικλήτους αυτής για να προβαίνουν επ’ ονό- ματι και για λογαριασμό της στις ειδικότερα περιγραφόμενες ενέργειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η καταγγελία δανειακών συμβάσεων. Και τούτο, εφόσον αμφισβητείται από τους ανακόπτοντες η πρόβλεψη της δυνατότητας α¬νάθεσης αυτής της εκπροσώπησης ως μεταβίβασης αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με το καταστατικό της καθ’ ης (Α.Π. 1085/2019 ό.π.). Ούτε αρκεί η αναφορά στο ως άνω πληρεξούσιο ότι τα σχετικά έγγραφα (καταστατικό, από ……….. απόφαση της Γ.Σ. και από …….. πρακτικό του Δ.Σ.), προσκομίστηκαν στη συμβολαιο¬γράφο (σχετ. Α.Π. 1350/2018, Α.Π. 1794/2014, Α.Π. 1731/2010 και Α.Π. 736/2007 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), λαμβανομένου υπόψη και του ότι η σύνταξή του (πληρεξουσίου) έγινε κατά τη δήλωσή τους πως έχουν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την υπογραφή του, όπως αναγράφεται στο φύλλο 4 αυτού. Σημειωτέον ότι προσκομίζονται από την καθ’ ης η ανακοπή, με επίκληση παραδεκτά με τις προτάσεις της και άλλα πληρεξούσια και προς τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο (……… της Συμβολαιογράφου Αθηνών………….. και ……….. της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………), τα οποία και ανα-φέρονται στο καταστατικό, σε απόφαση της Γ.Σ. και πρακτικό του Δ.Σ. αυτής, χωρίς επίσης να προσκομίζονται τα τελευταία αυτά έγγραφα. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη και δεν παρήχθη- σαν αποτελέσματα από αυτή, σύμφωνα με τον συμβατικό όρο που παρείχε στην καθ’ ης Τράπεζα το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους ανακόπτοντες ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ως εκ τούτων, εφόσον η ένδικη απαίτηση δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της, όχι μόνο έναντι της πρωτοφειλέτριας και πρώτης ανακόπτουσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους ανακοπής, αλλά και έναντι και των εγγυητών αυτής, η ευθύνη των οποίων είναι παρεπόμενη και προ-ϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης οφειλής σε βάρος της πρωτοφειλέτριας. Επομέ-νως, ο ένατος πρόσθετος λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγής πληρωμής 8910/2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
XI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού έγιναν δεκτές οι εφέσεις (και η αντέφεση) ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες | εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση ,,,,,,,,,,,,, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τα ανωτέρω κεφάλαια, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις εκκαλούσες των παραβολών των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσαν, αυτή στην υπό στοιχείο Α. έφεση με το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ,,,,,,,,, και αυτή στην υπό στοιχείο Β. έφεση με το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ,,,,,,,,,,,,, διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανιστεί η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε, θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παράβολου, νικήσας, κατά το άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφα-σης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως του αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούσες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος τους (άρθρα 58 παρ. 3, 64 παρ. 1, 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 65, 63 παρ. 1 στοιχ. ifl76, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η δικαστική δαπάνη θα προσδιορισθεί, κατά φθίνουσα κλίμακα, δηλαδή για κάθε τμήμα του χρηματικού αντικειμένου της δίκης, η αμοιβή θα υπολογίζεται, με το αντίστοιχο ποσοστό, ήτοι για τα πρώτα 200.000 ευρώ με 2%, για τα επόμενα 550.000 ευρώ με 1,5%, για τα επόμενα 750.000 ευρώ με 1%, για τα επόμενα 1.500.000 ευρώ με 0,5% και για τα τελευταία 1.397.533,83 ευρώ με 0,3% (ad hoc Ολ.Α.Π. 6/2021, Α.Π. 454/2020 και Α.Π. 455/2020 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ενώ η διάταξη με την οποία καταδικάζονται οι εκκαλούσες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων δεν αντιφάσκει μ’ εκείνην με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176-183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 ΕλλΔνη 2006, 1015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17.10.2023 υπό στοιχείο Α. έφεση, την από 20.10.2023 υπό στοιχείο Β. έφεση και την από 27.6.2024 αντέ- φεση.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και την αντέφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν α) τις εφέσεις και β) την αντέφεση ως προς τον ένατο πρόσθετο λόγο ανακοπής, για τη μη χορήγηση πληρεξουσιότητας από την
/2024 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία των Περιουσιακών Διαφορών) καθ’ ης η ανακοπή αντίστοιχα: α) στον πληρεξούσιο δικηγόρο που κατέθεσε την αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (εφέσεις) και β) στα πρόσωπα που κατήγγειλαν τη σύμβαση δανείου (αντέφεση).
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3276/2023 του Πολυμελούς Πρω-τοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τον ανωτέρω πρόσθετο λόγο της ανακοπής.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. ανακοπή και τους από 28.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………… πρόσθετους λόγους ανακοπής, ως προς τον ανωτέρω πρόσθετο λόγο.
Δέχεται την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής ……/2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή στις εκκαλούσες των παραβολών των εκατό πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε η κάθε μία τους και αναφέρονται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων (78.600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 24 Οκτωβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συ-νεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις … / Οκτωβρίου 2024.
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ