Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα συζύγων

Το νόμιμο σύστημα χωρισμού των περιουσιών συνδυάστηκε με το θεσμό της
αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα.
Η καθιέρωση του θεσμού αυτού εκφράζει έντονα την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών,
αφού στοχεύει στην προστασία του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου, που καθώς συμπαραστεκόταν
απλώς στο σύντροφό του, κάνοντας μόνο οικιακές δουλειές δε φρόντισε να
αποκτήσει ο ίδιος περιουσιακά στοιχεία ανάλογα με τη συμβολή του. Η άρση της
αδικίας με την καθιέρωση της ειδικής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα γίνεται,
εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις και αφού έχει ήδη διαπιστωθεί κατά
κάποιο τρόπο η αποτυχία του γάμου. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να αποφευχθούν
διεκδικήσεις και προστριβές μεταξύ των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου.
Ενόσω διαρκεί η συμβίωση, η αδικία που συνίσταται στον πλουτισμό του ενός
συζύγου σε βάρος του άλλου επανορθώνεται μόνο με την εφαρμογή των διατάξεων
του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων
904 επ. ΑΚ. Η αξίωση του 1400 ΑΚ στηρίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης, της
αυτονομίας της βούλησης των συζύγων, της κατανομής της θέσης ανάμεσα στους
συζύγους, της ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των τρίτων και, τέλος,
της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσά τους, με την οποία
πραγματώνεται η συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 §2 του Συντάγματος και
εκφράζεται με την αναγνώριση της συμβολής του καθενός στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου,
αλλά και της αυτοτέλειας του καθενός για την ατομική του
περιουσία.


ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ

Εφόσον δεν έχει επιλεγεί το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, η αξίωση συμμετοχής
στα αποκτήματα γεννιέται, όταν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1. Να έχει
λυθεί ή να έχει ακυρωθεί ο γάμος ή να έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον τρία χρόνια
διάστασης των συζύγων, 2. Να υπάρχει επαύξηση, κατά τη διάρκεια του γάμου, της
περιουσίας του ενός συζύγου και 3. να υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου στην
περιουσιακή επαύξηση. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
Παρατηρούμε ότι οι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα
αντιστοιχούν στις δύο βασικές προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου
πλουτισμού, εκτός από την έλλειψη νόμιμης αιτίας, δηλαδή τον πλουτισμό του
υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου αφενός (αύξηση της περιουσίας του) και την
επέλευση του πλουτισμού σε βάρος του δικαιούχου (δηλαδή με τη συμβολή του στην
αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο).
Εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ανωτέρω προϋποθέσεις ο δικαιούχος σύζυγος
μπορεί να επιδιώξει την απόδοση της συμβολής του, είτε με την επίκληση του
κριτηρίου του 1/3 είτε με πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του στην επαύξηση
της περιουσίας του άλλου συζύγου.

Παραγραφή της αξίωσης

Σύμφωνα με το άρθρο 1401 εδ. γ «η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση
ή την ακύρωση του γάμου». Είναι εμφανής η πρόθεση του νομοθέτη να εκκαθαρίσει
τις εκκρεμότητες οι οποίες υφίστανται και οι οποίες εξακολουθούν να ταλανίζουν
τους πρώην συζύγους, δημιουργώντας εντάσεις και διαφωνίες. Οι διαπληκτισμοί
αποτελούν δυστυχώς σύνηθες φαινόμενο, όταν ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις
των πρώην συζύγων. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης προέβλεψε την σύντομη διετή
παραγραφή της αξίωσης, η οποία αρχίζει από την λύση ή ακύρωση του γάμου. Η
διάταξη, όμως, σιωπά ως προς την περίπτωση της τριετούς διάστασης. Για την
ταυτότητα του λόγου και σε αυτήν την περίπτωση η διετής παραγραφή της αξίωσης
θα αρχίσει από τη γέννησή της (δηλαδή από τη συμπλήρωση της τριετούς
διάστασης), που όμως πάλι θα αναστέλλεται όσο διαρκεί ο γάμος (256 ΑΚ), οπότε
και πάλι δεν υπολογίζεται ως χρόνος παραγραφής ο χρόνος έως τη λύση ή ακύρωση
του γάμου, που τυχόν θα ακολουθήσουν. Αν η διάσταση των συζύγων,
άρα και η αναστολή της παραγραφής παρατείνεται επί πολύ, μπορεί να ανακύπτει δυνατότητα
εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ κατά του ισχυρισμού για μη παραγραφή.
Αν ο δικαιούχος δεν ενεργεί στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα της διετίας, τότε θα
χάνει την δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης της αξίωσής του. Άρα στην τελευταία
αυτή περίπτωση, το μέρος της συμβολής του δικαιούχου θα εναπομένει στην
περιουσία του υπόχρεου και θα αποτελεί στην πραγματικότητα νόμιμη αιτία
πλουτισμού του.

Εξασφάλιση της απαίτησης

Ο δικαιούχος της αξίωσης του άρθρου 1400 ΑΚ πρέπει να προστατεύεται από τον
κίνδυνο αφερεγγυότητας του υπόχρεου συζύγου, η οποία κυρίως μπορεί να
εμφανίζεται με τη μορφή απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων, ρευστοποίησής τους
και προσπάθειας να ματαιωθεί η ικανοποίηση της αξίωσης. Ο ΑΚ προβλέπει για την
αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων για το δανειστή δύο τρόπους προστασίας του.
Ο πρώτος τρόπος προκύπτει από το άρθρο 1262 παρ. 4 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο
παρέχεται η δυνατότητα εγγραφής υποθήκης στο δικαιούχο σύζυγο με βάση
αναγνωρισμένο σε αυτόν τίτλο από το νόμο σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη
διάρκεια του γάμου. Ο τίτλος χορηγείται στο δανειστή σύζυγο ανεξάρτητα ή και
εναντίον της θέλησης του οφειλέτη, είναι γενικός, δηλαδή ο δανειστής μπορεί να
εγγράψει υποθήκη σε οποιοδήποτε ακίνητο του οφειλέτη, παρόν ή μελλόκτητο.

Η εφαρμογή της διάταξης του 1262 παρ. 4 ΑΚ έχει κριθεί αλυσιτελής και ανεφάρμοστη,
κυρίως λόγω της πραγματική αδυναμίας να προσδιοριστεί η ύπαρξη της απαίτησης και το ύψος της για το μέλλον,
ώστε να εγγραφεί η υποθήκη υπέρ ορισμένου χρηματικού ποσού, όπως απαιτεί το άρθρο 1269 ΑΚ.
Η ανεπάρκεια των γενικών διατάξεων ως προς τη δυνατότητα της εξασφάλισης της
αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα οδήγησε το νομοθέτη στη θέσπιση μιας
ειδικότερης μορφής προστασίας μέσω του άρθρου 1402 ΑΚ. Στη διάταξη αυτή
προβλέπεται μια αυτοτελής ενοχική αξίωση παροχής ασφάλειας στο δικαιούχο
σύζυγο. Ο δικαιούχος σύζυγος νομιμοποιείται να στραφεί τόσο κατά του υπόχρεου,
όσο και κατά των κληρονόμων του και να ζητήσει την παροχή ασφάλειας, εφόσον
συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) να έχει ασκηθεί αγωγή διαζυγίου ή
ακύρωσης του γάμου ή να έχει ασκηθεί από το δικαιούχο σύζυγο αγωγή συμμετοχής
στα αποκτήματα και 2) να δημιουργείται βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει η αξίωσή του
εξαιτίας της συμπεριφοράς του άλλου συζύγου.
Οι μορφές της ασφάλειας που μπορούν να παρασχεθούν είναι, εκτός από την εγγραφή
υποθήκης, η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, η εγγυοδοσία είτε με τη μορφή
δημόσιας κατάθεσης είτε με τη μορφή εγγυητικής επιστολής και επικουρικά την
επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και το
ενέχυρο. Η παροχή της ασφάλειας μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο και κατά
τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αν επίκειται κίνδυνος ματαίωσης της
αξίωσης του άρθρου 1402 ΑΚ.
Διχογνωμία έχει προκύψει σχετικά με τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων
παράλληλα με τα θεσμοθετημένα μέτρα προστασίας του δικαιούχου συζύγου. Τίθεται
επομένως το ερώτημα αν τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν μόνο εφόσον
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1402 ΑΚ ή μήπως είναι δυνατή η λήψη τους
και προτού να εγερθεί μία από τις αγωγές που προβλέπει το 1402 ΑΚ,
αρκεί να πιθανολογείται βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1402 ΑΚ
σχετικά με την παροχή της ασφάλειας είναι περιοριστικές και μόνο αν συντρέχουν
αυτές μπορεί να παρασχεθεί ασφάλεια. Διαφορετικά δε θα είχε κανένα νόημα η
θέσπιση της 1402 ΑΚ. Ο νομοθέτης άλλωστε παρέχει προστασία της αξίωσης και
πριν την έγερση οποιασδήποτε αγωγής του 1402 ΑΚ, με τη θέσπιση του δικαιώματος
εγγραφής υποθήκης δυνάμει του 1262 παρ. 4 ΑΚ. Σύμφωνα με την αντίθετη, και
επιεικέστερη άποψη, εφόσον στη διάρκεια του γάμου ο κάθε σύζυγος διατηρεί μια
προσδοκία για τη συμμετοχή του στα αποκτήματα του άλλου και εφόσον γίνεται
δεκτό ότι για να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα δεν απαιτείται το δικαίωμα να είναι
γεννημένο, αλλά μπορεί να τελεί υπό αίρεση, μπορούν να ληφθούν ασφαλιστικά
μέτρα όχι μόνο πριν την έγερση των αγωγών του 1402 ΑΚ, αλλά ακόμα και πριν την
έναρξη της διάστασης.

Γιάννης Κ. Λουκαδούνος