Ασφαλιστικά μέτρα στα Δευτεροβάθμια Δικαστήρια.
Της κ. Βαρβάρας Πάπαρη,Εφέτη, Μέλους του ΔΣ της ΕΔΕ
Σύμφωνα με το άρθρο 683 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από τα μονομελή πρωτοδικεία (παρ. 1). Αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από αυτά (παρ. 2). Τα ειρηνοδικεία είναι αποκλειστικά αρμόδια και για τη συναινετική εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης (παρ. 3). Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από το καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν (παρ. 4). Εξάλλου, στο άρθρο 684 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής σε πολυμελές δικαστήριο, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το δικαστήριο αυτό,ενώ το ίδιο ισχύει και όταν η διαφορά εκκρεμεί ενώπιον του εφετείου,οπότε το τελευταίο καθίσταται και αυτό αρμόδιο(ΕφΑθ 4007/2011 ΕλλΔνη 2012.510,ΕφΑθ 3962/2009 ΕλΔνη 2009.1449,Κεραμεύς/Πολυζωγόπουλος «Τα ασφαλιστικά μέτρα στην ελληνική πολιτική δικονομία»,εκδ.1987,σελ.254,Παρμ.Τζίφρας «Τα ασφαλιστικά μέτρα»,εκδ.1985,σελ.13-18).
Επιπλέον, κατά το άρθρο 686 παρ. 5 εδ. β ΚΠολΔ, το πολυμελές πρωτοδικείο, δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το εφετείο, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια υπόθεση, δικάζει επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υποθέσεως, μη επιτρεπομένης της δημιουργίας αυτοτελούς στάσεως δίκης για τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΠατρ 779/2009 AχΝομ 2008. 410, ΕφΚρ 805/1991 Δ 24. 719, ΕφΑθ 733/1983 ΕλλΔνη 24. 1008, ΕφΛαρ 601/1983 ΝοΒ 1984. 693, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 684, παρ. 3, σελ. 1333,Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ άρθ.684,παρ.1,σελ.54,Δ.Κράνης «Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας στις 6.12.2012»,Κ. Μπέης «Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προς το δικαστήριο της κύριας δίκης μετά την απόρριψη της αρχικής» Δ 35 σ. 1112 ιδίως σ. 1119). Κατά μία άποψη, αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων φέρεται προς συζήτηση σε πολυμελές δικαστήριο πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, που εκκρεμεί ενώπιον του, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτησή της με σκοπό να συνεκδικασθεί με την κύρια υπόθεση (ΠΠρΡοδ 94/2009, ΠΠρΡοδ 265/2006 ΤΝΠ Νόμος, Α. Σοφιαλίδη, Αρμ. 1983, 888, Βαθρακοκοίλη άρθρο 684, σελ. 58). Εφόσον, όμως, η κύρια υπόθεση δεν είναι ακόμη εκκρεμής ή έχει ήδη συζητηθεί, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων παραπέμπεται στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο (ΠΠρΑθ 23/1981 ΕλλΔνη 1982. 178). Εξάλλου, κατ` άλλη άποψη, η εισαγωγή της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων σε πολυμελές δικαστήριο, προκειμένου να συζητηθεί ανεξάρτητα από την κύρια υπόθεση, συνεπάγεται αδιακρίτως την απόρριψή της ως απαράδεκτης (ΕφΠατρ 779/2007 όπ. ανωτ.,ΕφΑθ 7251/1990 ΕΔΠολ 1991.126, ΕφΑθ 733/1983 όπ. αν., ΕφΛαρ 601/1983 όπ.α.,ΠΠρΣπαρτ.42/2015,ΠΠρΑθ 103/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΠΠρΑιγ 2/2013 ΕλλΔνη 2014.563,ΠΠρΠειρ 2525/2007 ΕλλΔνη 2009.896, ΠΠρΠειρ 835/1989 Δ. 1989. 250, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 684 όπ. αν.).Το πολυμελές δικαστήριο (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), στο οποίο εκκρεμεί κατά το άρθρ. 684 ΚΠολΔ αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να εκδώσει προσωρινή διαταγή ανεξάρτητα από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, μολονότι κατά το άρθρ. 686§5εδ.β ΚΠολΔ δεν μπορεί να συζητήσει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων χωριστά από την κύρια υπόθεση.
Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται από το πολυμελές δικαστήριο υπό πλήρη συγκρότηση, δηλαδή με τη συμμετοχή όλων των μελών της συγκεκριμένης σύνθεσής του, οπότε ο πρόεδρος του δικαστηρίου δεν νομιμοποιείται να ενεργήσει αυτοτελώς και να εκδώσει μόνος αυτός την προσωρινή διαταγή. Αναλόγως και το μονομελές πρωτοδικείο,αλλά και το μονομελές εφετείο, στα οποία, κατά το άρθρ. 17Α του ΚΠολΔ,που προστέθηκε με το άρθρ. 3§3 του ν. 3994/2011 και άρθρ.19 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ.2 του ν. 3994/2011, υπάγονται πλέον οι εφέσεις των ειρηνοδικείων και μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους,αντίστοιχα και δεν μπορούν μεν ως δευτεροβάθμια δικαστήρια να δικάσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων παρά μόνο κατά τη συζήτηση της έφεσης για την κύρια υπόθεση, μπορούν, όμως και πριν από τη συζήτησή της να εκδώσουν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της προσωρινή διαταγή. Με δεδομένο εξ άλλου ότι κατά το άρθρ. 691Α §2 ΚΠολΔ η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της προσωρινής διαταγής, πρέπει μέσα στην προθεσμία αυτή να είναι δυνατός και ο προσδιορισμός της κύριας υπόθεσης, ώστε να μπορούν να συνεκδικασθούν από το δικαστήριο της κύριας δίκης, όταν απ’ αυτό ζητείται η έκδοση της προσωρινής διαταγής, διαφορετικά δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προσωρινή διαταγή από το δικαστήριο της κύριας δίκης, αφού αυτό δεν μπορεί να συζητήσει αυτοτελώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και θα κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή της, εκτός αν ταυτίζεται με αυτό των ασφαλιστικών μέτρων.
Ευνόητο είναι ότι ο ενδιαφερόμενος για την έκδοση προσωρινής διαταγής μπορεί, παραιτούμενος από την εκκρεμή στο δικαστήριο της κύριας δίκης αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, να την ασκήσει στο αρμόδιο κατά το άρθρ. 683 ΚΠολΔ δικαστήριο και να ζητήσει απ’ αυτό την έκδοση προσωρινής διαταγής (Δ.Κράνης «Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας στις 6.12.2012).Από τις παραπάνω διατάξεις,οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ και υπό το καθεστώς του Ν.4335/2015,προκύπτει ότι γενική καθ’ύλην αρμοδιότητα για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων έχει το μονομελές πρωτοδικείο,υπέρ του οποίου ισχύει έτσι το τεκμήριο αρμοδιότητας (βλ.Χ.Απαλαγάκη «Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν.4335/2015»,σελ.43-45),το δε εφετείο δικάζει επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μόνον κατ’εξαίρεση και δη όταν σ’αυτό εκκρεμεί η κύρια υπόθεση και μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υποθέσεως, μη επιτρεπομένης της δημιουργίας αυτοτελούς στάσεως δίκης για τη συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.Εξαίρεση σ’αυτό το κανόνα εισάγει η διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 β εδ.3 του νέου, υπό την ισχύ του Ν.4335/2015, ΚΠολΔ.Ειδικότερα,το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με τις νέες τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015.
Η κατάργησή του είχε προταθεί κατά τη διαβούλευση και την κριτική του αρχικού ΣχΝ, υπό το πλέγμα όμως των προβλεπόμενων σε εκείνο το σχέδιο ρυθμίσεων, σύμφωνα με το οποίο οι ανακοπές θα εκδικάζονταν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οπότε και δεν θα είχε νόημα η εκδίκαση και αιτήσεως αναστολής με την ίδια διαδικασία, θα αρκούσε δε προς διαφύλαξη των συμφερόντων του ανακόπτοντος η δυνατότητα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση δε γ΄ της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα.
Υπό το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ΄αυτής (άρθ. 938 παρ. 4). Η άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην ταχύτητα που πρέπει να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της, όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο.
Οι νέες διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως, ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά(έως οκτώ) μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του πλειστηριασμού. Δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου, όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο, παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση της ανακοπής (βλ.σχετ.Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη «Ζητήματα από το Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015»).
Η νέα ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 β εδ. 3 ΚΠολΔ,καταργεί την παράλληλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου,(την οποία,μάλιστα, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, οι διάδικοι δεν είχαν την εξουσία να καταργήσουν συμβατικώς –βλ. Παρμ.Τζίφρα Ασφαλ.Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 16, Κων, Μπέη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 684, σελ.59, 61),χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος.Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατά την προισχύσασα Πολιτική Δικονομία καθ’ύλη αρμοδιότητα του Προέδρου Πρωτοδικών,είχε,ως πανθομολογείται,επιτύχει στην πράξη και διά τούτο ορίσθηκε διά του παρατεθέντος άρθρου 683 παρ.1 του ΚΠολΔ το Μονομελές Πρωτοδικείο ως κατ’αρχή αρμόδιο να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα (Παρμ.Τζίφρα Ασφαλ. Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 17). Εάν ο δικαιολογητικός λόγος είναι ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης,αυτό δεν ευσταθεί,ενόψει του ότι και τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία στο σύνολό τους, απέδειξαν την αποτελεσματικότητά τους και δεν δίστασαν να απορρίψουν αρκετές αιτήσεις, που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου.Εξάλλου,ο ίδιος ο νομοθέτης διατηρεί την παράλληλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου και μονομελούς πρωτοδικείου στην ανακοπή του άρθ.632 του ΚΠολΔ,όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.
Με τη νέα ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 β εδ. 3 ΚΠολΔ,η οποία εκ των πραγμάτων δημιουργεί αυτοτελείς στάσεις δίκης για την συζήτηση των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως στα δευτεροβάθμια δικαστήρια, είναι αμφίβολο εάν εξυπηρετείται η ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, με τις ενεστώσες μάλιστα συνθήκες του μικρού αριθμού δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και των ελλιπών υποδομών και δεν παρέχεται ικανός δικαιολογητικός λόγος για την αποκλειστική και όχι συντρέχουσα αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την εκδίκαση των εν λόγω αιτήσεων αναστολής,όταν μάλιστα διατηρείται αυτή η αρχή της συντρέχουσας αρμοδιότητας του εφετείου και μόνο κατά τη συζήτηση της έφεσης για την κύρια υπόθεση, σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις και δη σ’αυτή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ,βάσει του οποίου εκδικάζονται διαφορές με παρεμφερή νομικά ζητήματα με αυτά των διαφορών του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Μάλιστα, στο νέο άρθρο 632 παρ. 6 ΚΠολΔ ορίζεται πλέον ρητά η δυνατότητα σώρευσης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά της εκτέλεσης με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 218 ΚΠολΔ,οι οποίες εκδικάζονται με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 2 εδ. τελ. και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ.Αξίζει να σημειωθεί ότι με τις παραγράφους 3,4 και 5 του ίδιου άρθρου 632 του ΚΠολΔ,παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεων αναστολής,με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται υπέρμετρα η διαδικασία και αποδυναμώνεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής (βλ.και Στέφανος Πανταζόπουλος «Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και στη δίκη της εναντίον της ανακοπής»).
Συμπέρασμα:Η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 β εδ. 3 ΚΠολΔ είναι προβληματική και ατυχής,καθόσον δεν διακρίνεται για την δογματική της συνέπεια και δεν επιφέρει επιτάχυνση της εκτελεστικής διαδικασίας,γι’αυτό και πρέπει να μεταρρυθμιστεί,όπως και αυτές των νέων άρθρων 933,954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2 του ΚΠολΔ,διότι δεν είναι πάντα εφικτό να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του πλειστηριασμού,ειδικότερα σε περίπτωση εμπλοκής λόγω αναβολής της συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ΄αυτής για διάφορους λόγους(πχ φόρτος εργασίας,ανωτέρα βία).

Αρχική