Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και στον οποίον ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 932 του ΑΚ και 63, 64 παρ. 1, 68 παρ. 2, 82, 83 παρ. 1, 84, 85 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, με σχετική δήλωση τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, έχουν μόνον, το μεν τα φυσικά πρόσωπα, που έχουν υποστεί άμεση περιουσιακή ζημία ή άμεση ηθική βλάβη ή, σε περίπτωση θανάτου, ψυχική οδύνη, το δε τα νομικά πρόσωπα, που έχουν υποστεί άμεση περιουσιακή ζημία ή άμεση ηθική βλάβη, που αφορά την πίστη και το κύρος τους έναντι τρίτων, από την αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και όχι όσοι βλάπτονται έμμεσα από αυτήν (ΑΠ 909/2016, ΑΠ 1345/2015).
Για την παράσταση της πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί προφορική δήλωση του δικαιούχου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρώτης ή της μετ’ αναβολή συζητήσεως. Στη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει να περιέχεται συνοπτική έκθεση της υποθέσεως που αφορά και των λόγων που στηρίζουν το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή πρέπει να διατυπώνεται στη δήλωση η αξιόποινη πράξη και η σχέση που συνδέει το υποκείμενο της δηλώσεως με το πληττόμενο από την αξιόποινη πράξη δικαίωμα ή συμφέρον. Επίσης, πρέπει να διευκρινίζεται στη δήλωση αν ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται για αποζημίωση ή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο καθορισμός του σχετικού ποσού.
Η νομιμοποίηση και το παραδεκτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση του και από το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου που διαλαμβάνει την αξιόποινη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της απαιτήσεως κρίνεται από την αποδεικτική διαδικασία. Οι ανωτέρω διατυπώσεις ανάγονται στην τυπική νομιμοποίηση και συνιστούν διαδικαστικές προϋποθέσεις της πολιτικής αγωγής, ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η τυχόν έλλειψή τους οδηγεί στην απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης. Όταν δε, με βάση τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος και την αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος του, υπάρχει ενεργητική νομιμοποίηση, αλλά αμφισβητείται η ουσιαστική βάση αυτής από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και η κρίση για τη συνδρομή της συνάπτεται με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της υποθέσεως, μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, οπότε η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος μέχρι αυτό το χρονικό σημείο στην ακροαματική διαδικασία δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως για παράσταση παρά τον νόμο της πολιτικής αγωγής (ΑΠ 533/2016).-
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ουσιαστικής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠΔ και όταν παραβιάσθηκε η τηρητέα, κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ, διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής (πολιτικής αγωγής), ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου.
Είναι δε αυτονόητο, ότι η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από την μη προβολή αντιρρήσεως κατά της παράνομης παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος, αν από την ίδια τη διαδικασία προκύπτει έλλειψη νομιμοποιήσεως, η οποία και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και οδηγεί στην απόρριψη της πολιτικής αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 611/2016, ΑΠ 533/2016).
Άλλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, όπως προκύπτει διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2, 174 παρ.1, 63 και 68 παρ. 2 του ΚΠΔ, δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ελλείψεις ή οι πλημμέλειες αυτές θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου, ούτε πλήττουν την δημόσια τάξη.
Σημειωτέον ότι, όταν ο παραστάς, ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου, δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως προκαλείται σχετική ακυρότητα, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως και η οποία καλύπτεται αν δεν προβληθεί σχετική αντίρρηση του κατηγορουμένου (ΑΠ 684/2015, ΑΠ 2409/2009).-

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου.
Τέτοια ακυρότητα υπάρχει μόνον όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής (πολιτικής αγωγής) κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 762/1992), ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου.
Άλλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ελλείψεις ή οι πλημμέλειες αυτές θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, όταν ο παραστάς ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου, ως πολιτικώς ενάγοντος, δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως ούτε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για λόγο που αναφέρεται στη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου του.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αν η πολιτική αγωγή του ζημιωθέντος από αξιόποινη πράξη εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο και εκείνο εξέδωσε οριστική απόφαση επ’ αυτής και στη συνέχεια ο δικαιούχος της αξιώσεως παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την ίδια απαίτηση, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το προαναφερθέν άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ., αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί την παράσταση αυτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι προβλήθηκε αντίρρηση για το λόγο αυτό κατά της παραστάσεως αυτής ή ότι τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η παράσταση δεν είναι νόμιμη, αφού, άλλως, το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση, εφ’ όσον αυτά δεν προκύπτουν από τη διαδικασία (Ολ.Α.Π. 1282/1992).-

Προκειμένου δε περί ανωνύμου εταιρείας, η πολιτική αγωγή ασκείται είτε από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί την εταιρεία δικαστικώς και εξωδίκως και ενεργεί συλλογικώς, είτε από ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα που ορίζονται ως εκπρόσωποι της εταιρείας με απόφαση του Δ.Σ. γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού (άρθρο 18 παρ. 1 και 2 του 174/1963 διατάγματος “περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν. 2190/1920 σε ενιαίο κείμενο”, ΑΠ (σε Συμβ.) 352/2003 Π.Χρ. ΝΓ/1002).
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, γίνεται κατ’άρθρο 83 παρ. 1 Κ.Π.Δ., είτε με αυτή την έγκληση, είτε με άλλο έγγραφο, μέχρι να περατωθεί η ανάκριση (άρθρο 308 Κ.Π.Δ.), στον αρμόδιο εισαγγελέα, είτε αυτοπροσώπως, είτε με πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδαφ. β’και γ’ Κ.Π.Δ. και αφού συνταχθεί έκθεση εγχειρίσεως, στην οποία προσαρτάται το έγγραφο πληρεξουσιότητας, ακόμη δε μπορεί να γίνει και στον ανακριτή και κατ’αυτήν ακόμη την εξέταση ως μάρτυρα αυτού που αδικήθηκε. Τέλος το περιεχόμενο της δήλωσης, προσδιορίζει το άρθρο 84 Κ.Π.Δ.

Περαιτέρω από τα άρθρα 63-64, 82-84 και 87 ΚΠΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία μόνο ο δικαιούμενος να απαιτήσει αποζημίωση ως παθών από το τελεσθέν έγκλημα και δη εκείνος που άμεσα έχει υποστεί ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη εξαιτίας του εγκλήματος. Επί νομικού προσώπου παθών είναι το ίδιο το οποίο και νομιμοποιείται ενεργητικά δια των οργάνων του σε άσκηση πολιτικής αγωγής. Προκειμένου περί Ανωνύμου Εταιρίας η πολιτική αγωγή ασκείται είτε από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί την εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως και ενεργεί συλλογικώς, είτε από ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα που ορίζονται ως εκπρόσωποι της εταιρίας με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού (αρθρ. 18 παρ. 1 και 2 του 174/1963 διατάγματος “περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν.2190/1920 σε ενιαίο κείμενο”).
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής γίνεται, κατ’ άρθρο 83 παρ.1 ΚΠΔ, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, είτε με την έγκληση, είτε με άλλο έγγραφο, μέχρι να περατωθεί η ανάκριση, αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδαφ. β’ και γ’ ΚΠΔ, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχειρίσεως, στην οποία προσαρτάται το έγγραφο πληρεξουσιότητας, μπορεί, όμως, να γίνει και στον Ανακριτή, κατά την εξέταση ως μάρτυρα εκείνου που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη.
Τέλος το περιεχόμενο της δήλωσης προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 84 του ΚΠΔ.