ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΤΑΞΗ της 21ης.1.2020

Αφού λάβαμε υπ’ όψη την με αριθμ. […]/16.8.2019 προσφυγή του Ν.Ο. […] κατοίκου Αθηνών […] κατά της με αριθμ. […]/1.7.2019 Διατάξεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε, κατ’ άρ. 51 ΚΠΔ, η από 20.5.2019 έγκλησή του σε βάρος των Σ.Π. […] με την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «[…]», Χ.Π. […] με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «[…]» και Δ.Κ. […] με την ιδιότητα του υπεύθυνου εστιατορίου-καφενείου με την επωνυμία «…» που βρίσκεται στην Αθήνα και δη στην οδό […] για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων εκθέτουμε τα ακόλουθα:

Η κρινόμενη προσφυγή είναι: α) εμπρόθεσμη, καθόσον η προσβαλλόμενη διάταξη εκδόθηκε την 1.7.2019 και επιδόθηκε στον εγκαλούντα την 13.8.2019 σύμφωνα με όσα ορίζει το άρ. 52 παρ. 1 ΚΠΔ και ο ως άνω προσφεύγων άσκησε την ως άνω προσφυγή του την 16.8.2019, ήτοι εντός της προθεσμίας 15 ημερών από την επίδοση αυτής, συνοδευομένη με το σχετικό παράβολο των 250 ευρώ υπέρ του ελληνικού δημοσίου, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρ. 52 παρ. 2 ΚΠΔ, και β) νομότυπη κατά τα λοιπά, καθόσον ασκήθηκε από τον ίδιο τον προσφεύγοντα, η σχετική δε έκθεση περιέχει τα κατά νόμο στοιχεία, όπως και λόγους προσφυγής. Πέραν αυτών, πρόδηλο είναι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντα προς άσκηση αυτής, αφού επιδιώκει την κίνηση ποινικής διώξεως κατά των ως άνω εγκαλουμένων. Ως εκ τούτου πρέπει η παρούσα προσφυγή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.

Στην υπό κρίση έγκληση αναφέρεται ότι ο εγκαλών Ν.Ο. παραπέμφθηκε με την αυτόφωρη διαδικασία στο αυτόφωρο Μονομελές Πλημ/κείο Αθηνών για το αδίκημα της κλοπής (άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ). Ειδικότερα ο εγκαλών φέρεται την 26.2.2019 να αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους και συγκεκριμένα αφού μετέβη στο επί της οδού […] στην Αθήνα κείμενο κατάστημα ζαχαροπλαστείο-εστιατόριο με την επωνυμία «…» στην συνέχεια αφαίρεσε από την εγκαλούσα […] την τσάντα της που βρισκόταν σε ένα μεγάλο τραπέζι στο οποίο κάθονται οι θαμώνες του καταστήματος. Η τσάντα περιείχε ένα κινητό τηλέφωνο, το χρηματικό ποσό των 65 ευρώ και διάφορα προσωπικά της είδη. Ο εγκαλών διατείνεται ότι η ενοχοποίησή του έγινε κατόπιν αξιοποίησης κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης που διαθέτει το ως άνω κατάστημα. Ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι δεν είχε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης των ως άνω αντικειμένων και επιπλέον αναφέρει ότι με βάση το άρ. 19 παρ. 4 της υπ’ αριθμ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης και αναψυχής. Ως εκ τούτου οι εγκαλούμενοι έχουν τελέσει ποινικό αδίκημα της παράβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Στην υπό κρίση Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «κατά την διάταξη του άρ. 1 Ν. 2472/1997 προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρ. 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως: α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) … γ) … δ) «επεξεργασία» κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση ή οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρ. 18 του Ν. 3471/2006) «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (αρχείο) είναι κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) … ζ) υπεύθυνος επεξεργασίας είναι οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον κατά την παρ. 1 του άρ. 6 του Ν. 2472/1997 «Προστασία ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων», «ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή την έναρξη της Επεξεργασίας». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρ. 10 παρ. 1 της απόφασης με αρ. 1/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της χρήσης συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών, την υποχρέωση γνωστοποίησης έχει και ο υπεύθυνος επεξεργασίας που εγκαθιστά σύστημα βιντεοεπιτήρησης, πριν την έναρξη της επεξεργασίας. Επιπλέον κατά την παρ. 1 του άρ. 22 του ίδιου Νόμου «όποιος παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή, κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας, που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρ. 7 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000.000 δρχ. έως 5.000.000 δρχ.». Ήδη όμως από τις 25.5.2018 έχει τεθεί σε εφαρμογή ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, ο οποίος καταργεί τη γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές που προέβλεπε η Οδηγία 95/46/ΕΚ. Παρέχεται δε η εξουσιοδότηση στα κράτη-μέλη, στο πλαίσιο των ειδικότερων εθνικών ρυθμίσεων που επιτρέπεται να εισαχθούν για την εφαρμογή του ΓΚΠΔ, να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν περαιτέρω όρους, μεταξύ άλλων και περιορισμούς, μόνον όμως όσον αφορά την επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων ή δεδομένων που αφορούν την υγεία. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΚΠΔ συνάγεται ότι παρέχεται στον εθνικό νομοθέτη η εξουσία να θεσπίσει ή να διατηρήσει ήδη προβλεπόμενους περαιτέρω όρους για την επεξεργασία των δεδομένων που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 4 του άρ. 9 αυτού, στους όρους δε αυτούς μπορεί να περιλαμβάνεται και η υποχρέωση λήψης αδείας από την Αρχή για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών. Η ευχέρεια, όμως, αυτή, τόσο για τη θέσπιση νέων όσο και για τη διατήρηση υφισταμένων όρων, πρέπει να ασκηθεί στο πλαίσιο του εισαγόμενου με τον ΓΚΠΔ συστήματος, σύμφωνα με το οποίο δεν προβλέπεται αδειοδότηση για την παραπάνω επεξεργασία (βλ. με αρ. 46/2018 Απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα). Κατά συνέπεια εφόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με τις διατάξεις του Κανονισμού καταργήθηκε ήδη από τις 25.5.2018 η γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Αρχή προστασίας Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν αποτελεί πλέον αξιόποινη πράξη η παράλειψη της γνωστοποίησης στην Αρχή της σύστασης και λειτουργίας αρχείου, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρ. 22 Ν. 2472/1997.

Ο εγκαλών διατείνεται ότι απαγορεύεται εντελώς η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης και αναψυχής και επομένως δεν μπορεί να δοθεί άδεια από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα γνωστοποίησης της χρήσης καμερών σε καταστήματα εστίασης στην ως άνω Αρχή.

Μετά και την διενέργεια περαιτέρω προκαταρκτικής εξέτασης, που διατάχθηκε με την υπ’ αριθμ. […] Διάταξή μας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρ. 14 παρ. 5 Ν. 3917/2011, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης με την λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας από δημόσιες αρχές, ΟΤΑ, φυσικά ή νομικά πρόσωπα στους χώρους που διαχειρίζονται επιτρέπεται για τον σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 και τις κατευθυντήριες οδηγίες που τίθενται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Το άρ. 19 παρ. 4 της υπ’ αριθμ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων αναφέρει ότι σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η λειτουργία καμερών στους χώρους εστίασης και αναψυχής, προκειμένου να καταγράφονται τα τραπέζια, οι θαμώνες επί των καθισμάτων κ.λπ., στα δοκιμαστήρια, στις τουαλέτες και στους χώρους που εργάζονται υπάλληλοι του καταστήματος που δεν είναι προσιτοί στο κοινό. Κατά συνέπεια δεν ήταν επιτρεπτή η τοποθέτηση καμερών που να καταγράφουν ευκρινώς μάλιστα τα πρόσωπα στα τραπεζοκαθίσματα που υπήρχαν εντός του καταστήματος – ρεστοράν – καφετέριας «…». H τυχόν γνωστοποίηση της χρήσης καμερών στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σύμφωνα με όσα ορίζει το άρ. 6 Ν. 2472/1997 (όπως αντικ. με άρ. 8 Ν. 2819/2000) δεν θα νομιμοποιούσε την χρήση τους. Περαιτέρω, στην υπ’ αριθμ. 46/2018 Απόφαση της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων αναφέρεται ότι με την έναρξη ισχύος την 25.5.2018 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων έπαυσε να ισχύει η υποχρέωση γνωστοποίησης αρχείων κατά το άρ. 6 Ν. 2472/1997 συμπεριλαμβανομένης και της γνωστοποίησης Συστήματος βιντεοσκόπησης.

Κατ’ άρ. 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 «όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο προσωπικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις». Σύμφωνα με το άρ. 2 εδ. δ΄ Ν. 2472/1997 «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς την βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η διεξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή η καταστροφή». Σύμφωνα με τον Εθνικό Κανονισμό Προσωπικών Δεδομένων (άρ. 4 παρ. 2 ΚΑΝ ΕΟΚ 0679/2016) η «συλλογή» προσωπικών δεδομένων εξακολουθεί να αποτελεί «επεξεργασία». Με βάση όσα αναφέρθησαν φρονούμε ότι η τοποθέτηση καμερών, με τον τρόπο που ανωτέρω αναφέρθηκε, στο ως άνω κατάστημα αποτελεί ποινική παράβαση και επομένως θα πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των υπευθύνων της ως άνω επιχείρησης για παράβαση των άρ. 1 παρ. 1, 2 εδ. δ΄, 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρ. 38 παρ. 1 Ν. 4624/2019, άρ. 4 παρ. 2 ΚΑΝ ΕΟΚ 0679/2016 περί Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων και άρ. 14 παρ. 4 Ν. 3917/2011 σε συνδ. με άρ. 19 παρ. 5 Οδηγίας 1/2011 Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η ως άνω παραβατική συμπεριφορά προβλέπεται και από το άρ. 38 παρ. 1 Ν. 4624/2019 σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που ισχύει μετά την τέλεση της ως άνω πράξης και δη από 1.9.2019. Η συγκεκριμένη όμως διάταξη του νόμου 4624/2019 θα πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ άρ. 2 ΠΚ διότι είναι επιεικέστερη αφού προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ενώ στην διάταξη του άρ. 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 προβλεπόταν ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή.

Γεώργιος Βούλγαρης

Αντεισαγγελεύς Εφετών