Kρατούσα είναι η άποψη (ΜΠρΑθ 4524/2015 Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 2750/2014 ΕλλΔνη 2014 σελ. 842· ΜΠρΙωαν 66/2014 ΕφΑΔ 2015 σελ. 52· ΜΠρΑθ 2061/2013 ΕλλΔνη 2013 σελ. 500· ΜΠρΑθ 8466/2013 ΕφΑΔ 2013 σελ. 750· ΜΠρΘεσ 9053/2013 Αρμ 2013 σελ. 1300· ΜΠρΧαλκ 123/2013 Αρμ 2013 σελ. 1247· ΜΠρΑιγ 494/2011 Αρμ 2012 σελ. 533) η οποία, στηριζόμενη στη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 288, 388, 574 ΑΚ, 682 παρ. 1, 692 παρ. 4, 731 και 732 ΚΠολΔ, δέχεται τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο ασκηθείσας αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος. Ειδικότερα, ώσπου να εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης τελεσίδικη ή οριστική διαπλαστική απόφαση για τη μείωση ή όχι του (αρχικά συμφωνημένου ή κατ’ αναπροσαρμογή διαμορφούμενου) καταβαλλόμενου μισθώματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ ή εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, το δικαστήριο δύναται κατ’ άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη μισθωτική σύμβαση διαρκούς μισθωτικής ενοχικής σχέσης, και, συγκεκριμένα, μπορεί να διατάξει τον εκμισθωτή να παραλείπει προσωρινά, και δη μέχρι την έκδοση οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης για τη μείωση ή μη του μισθώματος, την καταγγελία της μίσθωσης που τον συνδέει με το μισθωτή για το λόγο της καθυστέρησης καταβολής από τον τελευταίο του μισθώματος αμείωτου και όχι φυσικά για κάποιο άλλο λόγο – Βλ. Κουμάνη Σ., Παρατηρήσεις σε ΜΠρΑιγ 494/2011, Αρμ 2012, σελ. 544, ο οποίος εύστοχα επισημαίνει ότι «στο μεσοδιάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης υφίσταται μία ιδιόμορφη κατάσταση, αφού άλλη είναι η συμβατικά ορισμένη παροχή και άλλη η πραγματικά οφειλόμενη, λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Ποια είναι η πραγματικά οφειλόμενη θα οριστεί από τη δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί. Μέχρι του χρονικού εκείνου σημείου, οι σχέσεις των μερών προσδιορίζονται από την καλή πίστη. Ο οφειλέτης εξακολουθεί να οφείλει. Ο δανειστής όμως δεν δικαιούται να εμμένει στην απαίτηση της αρχικά συμφωνημένης παροχής. Η εμμονή του αυτή πρέπει να θεωρηθεί αντίθετη στην καλή πίστη. Από την πλευρά του ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει την παροχή μειωμένη κατά το προσήκον μέτρο»∙ Τον ίδιο, Η καταβολή του μισθώματος μειωμένου πριν από την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης περί αναπροσαρμογής του, Αρμ 2013, σελ. 1414, όπου τονίζει ότι «Η καταβολή μισθώματος μειωμένου, στο μέτρο που επιβάλλει η καλή πίστη, σημαίνει ότι ο μισθωτής δεν περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη ως προς το μέρος της παροχής που δεν καταβάλει. Κατά συνέπεια, ο εκμισθωτής δεν αποκτά δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κατ’ ΑΚ 597 και δεν γεννιέται η αξίωση απόδοσης της χρήσης του μισθίου».
Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή γίνεται δεκτό, ότι διατάσσεται επιτρεπτώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 731 και 732 ΚΠολΔ η προσωρινή παράλειψη νομικής πράξης, ήτοι της διαπλαστικής – καταργητικής της μίσθωσης δικαιοπραξίας της καταγγελίας ( Βλ. Κατρά Ι., Σημείωση σε ΜΠρΑθ 2061/2013, ΕλλΔνη 2013, σελ. 505. Η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης κατ’ άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ θα είναι δυνατή εφόσον ο εκμισθωτής δεν έχει ακόμη ασκήσει το δικαίωμα καταγγελίας κατ’ άρθρο 597 ΑΚ, καθώς σε αυτή την περίπτωση η ματαίωση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, επέρχεται μόνο αν στο μεταξύ ο μισθωτής καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα μαζί με τα τυχόν έξοδα καταγγελία).
Και τούτο, διότι δεν πρόκειται για την αντίθετη περίπτωση της καταδίκης σε δήλωση βούλησης (σε ενέργεια νομικής πράξης) με ασφαλιστικά μέτρα, η οποία απαγορεύεται, αφενός επειδή η διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ («Όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της») απαιτεί τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη – Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1039/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης· ΑΠ 499/2011 ΝοΒ 2011 σελ. 1577· ΑΠ 1187/2011 ΝοΒ 2012 σελ. 649, και αφετέρου επειδή οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ.
Στις περιπτώσεις αυτές ασφαλιστέο και προσωρινώς ρυθμιστέο δικαίωμα είναι η εκ του άρθρου 574 ΑΚ διαρκής ενοχική αξίωση του μισθωτή κατά του εκμισθωτή, για παραχώρηση σε αυτόν της κατοχής και συμφωνημένης χρήσης του μισθίου αντί μισθώματος μειωμένου στο μέτρο του άρθρου 388 ΑΚ ή του άρθρου 288 ΑΚ· αξίωση που απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο και πιο συγκεκριμένα από τη συνδυαστική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 574 ΑΚ με εκείνη του άρθρου 388 ή 288 ΑΚ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη παράβαση της απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ με τη λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων έγκειται στο γεγονός ότι αυτή δεν οδηγεί στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της ως άνω ασφαλιστέας και προσωρινώς ρυθμιστέας αξίωσης του μισθωτή έναντι του εκμισθωτή εκ του ουσιαστικού δικαίου, καθώς αυτή έχει ως αντικείμενο παροχή διαρκή και όχι εφάπαξ εκπληρωτέα και απλώς διατηρεί προσωρινά σε λειτουργία την διαρκή ενοχική σχέση της μίσθωσης κρατώντας την ζωντανή και αποτρέποντας την απονέκρωσή της, με την ικανοποίηση μερικότερων μόνο εκδηλώσεών της.
Eπομένως, η λήψη των επίμαχων ασφαλιστικών μέτρων δεν δημιουργεί αμετάκλητες ή δυσχερώς αναστρέψιμες καταστάσεις που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης.
Στο ίδιο μήκος κύματος γίνεται δεκτό (ΜΠρΑθ 2750/2014 ΕλλΔνη 2014 σελ. 842· ΜΠρΑθ 2061/2013 ΕλλΔνη 2013 σελ. 500· ΜΠρΑθ 8466/2013 ΕφΑΔ 2013 σελ. 750· ΜΠρΘεσ 9053/2013 Αρμ 2013 σελ. 1300· ΜΠρΧαλκ 123/2013 Αρμ 2013 σελ. 1247· ΜΠρΑιγ 494/2011 Αρμ 2012 σελ. 533) ότι νόμιμη είναι και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων με περιεχόμενο την προσωρινή παράλειψη της άσκησης από τον εκμισθωτή εναντίον του μισθωτή της απαίτησης απόδοσης της κατοχής και χρήσης του μισθίου και της αποβολής του τελευταίου από το μίσθιο λόγω της υπερημερίας του μισθωτή ως προς το πληττόμενο από τη μεταβολή των συνθηκών μίσθωμα.