Αρχικά, το τι συνιστά πειθαρχικό αδίκημα προσδιορίζει ευθέως ο ίδιος ο υπαλληλικός κώδικας στο άρθρο 106, όπως το μέρος Ε’ αυτού με γενικό τίτλο “Πειθαρχικό Δίκαιο” τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το νόμο 4057/2012. Έτσι,
“Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί”. Στοιχεία, λοιπόν, του πειθαρχικού αδικήματος είναι: Α) πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου: πρόκειται για την “αντικειμενική υπόσταση” του πειθαρχικού αδικήματος (ΣΕ 3607/1981, 3608/1981). Απαιτείται φυσικά η συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη να έχει τελεστεί από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Β) Υπαιτιότητα: ήτοι δόλος ή αμέλεια (ΣΕ 2030/1976). Δόλος υπό την έννοια ότι ο δημόσιος υπάλληλος ηθελημένα και με γνώση ότι συνιστά πειθαρχικό αδικήμα τελεί την ανωτέρα πράξη ή παράλειψη – Αμέλεια, όταν ο υπάλληλος δεν επέδειξε την προσοχή και περίσκεψη που είχε υποχρέωση να επιδείξει κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εαν δεν υπάρχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, η πράξη ή η παράλειψη οφείλεται σε ανυπαίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του υπαλλήλου. Το στοιχείο της υπαιτιότητας αποτελεί την “υποκειμενική υπόσταση” του πειθαρχικού αδικήματος. Η υπαιτιότητα αίρεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος ενήργησε κάτω από συνθήκες βίας. Γ) Καταλογισμός: υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη εξαρτάται, θετικά ή αρνητικά, από τη βούληση του υπαλλήλου (ΣΕ 715/1981). Καταλογισμός δεν υπάρχει όταν συντρέχουν ψυχικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη βουλητική ικανότητα (ΣΕ 123/1972), όπως μπορεί να είναι η ασθένεια, ανυπαίτια κατάσταση μέθης ή ανυπαίτια παραφορά.
Εν συνεχεία ο υπαλληλικός κώδικας, εκτός από τον ορισμό του πειθαρχικού αδικήματος, περιέχει και απαρίθμηση συγκεκριμένων πειθαρχικών αδικημάτων (άρθρο 107 § 1). Πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση και αποσκοπεί, με την παράθεση ορισμένων χαρακτηριστικών περιπτώσεων, να κάνει πιο συγκεκριμένη τη γενική έννοια του πειθαρχικού αδικήματος, προκειμένου να ενημερωθούν οι υπάλληλοι και να καθοδηγηθούν τα αρμόδια για την επιβολή ποινών όργανα. Από το άρθρο 107 § 1 ενδεικτικά ξεχωρίζουμε στην παρούσα απόφαση και αναφέρουμε τα ακόλουθα πιο χαρακτηριστικά παραπτώματα:
107 §1 στοιχείο δ: “η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών”,
107 §1 στοιχείο ε: “η αναξιοπρεπης ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας“,
107 §1 στοιχείο ι: “η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων“,
107 §1 στοιχείο ιβ: “η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές”,
107 §1 στοιχείο ιγ: “η μη έγκαιρη απάντηση σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις”,
107 §1 στοιχείο ιζ: “η άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώση εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις“.
Ειδικά ως προς την τελευταία περίπτωση να σημειωθεί ότι “η υπό πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υποβολή αναφορών ή διενέργεια καταγγελιών εις βάρος προϊσταμένων ή άλλων οργάνων της υπηρεσίας των, έστω και καθ’ υπέρβασιν της υπηρεσιακής ιεραρχίας, συνιστά νόμιμον αυτού ευχέρειαν και δεν στοιχειοθετεί, αυτή και μόνη, ελλείψει ρητής περί του αντιθέτου διατάξεως, πειθαρχικό αδίκημα” (ΣΕ 3407/1982).