Για την άρση της προσβολής πρέπει η προσβολή να είναι ενεργός, δηλαδή να έχει προηγηθεί και να υπάρχει κίνδυνος επανάληψης ή να επίκειται στο μέλλον. Για την αξίωση της παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, πρέπει να υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής και δεν αρκεί η επίκληση μιας υποθετικής απειλής, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που να καθιστούν σφοδρά πιθανό ότι ο εναγόμενος θα συμπεριφερθεί κατά ορισμένο τρόπο (βλ. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Τόμος Πρώτος, υπό άρθρο 57, αριθμ. 555, 556, σελ. 329, ΠολΠρΑθ 5162/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 είναι: α) προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι
παράνομη, όπως είναι η προσβολή που γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με την άσκηση
δικαιώματος το οποίο όμως είτε είναι, από την άποψη της εννόμου τάξεως,
μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την
άσκηση του καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ 3
του Συντάγματος, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της
προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας
(αντικειμενική ευθύνη, βλ. ΑΠ 1339/2008, ΑΠ 273/2008, ΑΠ 261/2008, ό.π., ΑΠ
1445/2003 ΕλλΔνη 2005.822, ΑΠ 1252/2003 ΧρΙΔ 2004.119, ΑΠ 788/2000 ΕλλΔνη
2001.162, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 2000.771, ΕφΑθ 3181/2006 ΕλλΔνη 2007.612,613,
ΕφΑθ 4786/2002 ΔΕΕ 2002.1003, ΕφΑθ 4351/2002 ΕλλΔνη 2003.198, Εφθεσ
3266/2000 Αρμ. 2004.50, ΕφΑθ 1371/1997 ΔΕΕ 1997.997, Δεληγιάννη- Κορνηλάκη,
ΕιδΕνοχ III, 1992, παρ. 346 σ. 132-3, Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο
ΑΚ, 914 αριθμ. 21).

Εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, είναι δυνατή και
η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης για την
προστασία της προσωπικότητας (βλ. ΕφΠατρ 169/2002 ΝοΒ 2003.66, ΜονΠρΘεσ
19938/2006 Αρμ 2006.1076, ΜονΠρΚερκ 425/2005 ΙονΕπιθΔ 2005.110,
ΜονΠρΧαλκ 91/2004 ΝοΒ 2005.320, ΜονΠρθηβ 689/2004 Δ 2005.745, ΜονΠρΗρ
802/2003 ΝοΒ 2003.1458). Εξάλλου, κατά το άρθρο 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, τα
ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει, να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος,
του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση. Με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της
οποίας υπαγορεύεται από τη φύση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, τίθεται
απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, κατά τον οποίο τα
ασφαλιστικά μέτρα, δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος,
του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η με τα
ασφαλιστικά μέτρα, δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των
διαδίκων, έτσι που να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής
προστασίας. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης δίνεται η εντύπωση, ότι
αυτή δεν καλύπτει όλους τους στόχους των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή την
εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της καταστάσεως, αλλά
μόνον τους δύο πρώτους. Όμως, ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο
ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει, κατά το σκοπό
του, από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο
δικαίωμα, που πρέπει, να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας,
έως την περάτωση της κύριας διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που
θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πραγματικό σκοπό της δίκης αυτής. Η διακριτική
ευχέρεια που δίνει το άρθρο 732 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο το δικαστήριο
δικαιούται, να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο, που κατά τις
περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση
του δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση από τον
προαναφερόμενο απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, αλλά ο
κανόνας αυτός αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο δικαστήριο, με το άρθρο
732 ΚΠολΔ, διακριτικής ευχέρειας. Ο κανόνας του άρθρου 692 παρ. 4 υποχωρεί
μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής
προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικώς (άρθρο
20 παρ. 1 του Συντάγματος) και όχι απλώς περιουσιακών ζημιών (βλ. ΜονΠρΑΘ
4629/2004 Αρμ 2005.250, Δ 2005.205, ΜονΠρΑΘ 1377/2004 ΝοΒ 2005.305,
ΜονΠρΠειρ 2524/1999 ΕλλΔνη 1999.1627, ΜονΠρΑΘ 35061/1998 Αρμ 1999.983,
ΜονΠρΑΘ 10691/1998 ΝοΒ 1999.434, ΜονΠρωτΟρεσ 202/1999 Δ 1999.434, Π.
Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σελ, 58-59).
Η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής, χωρίς να υπάρχει μία διαρκής έννομη σχέση που μπορεί να ρυθμιστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και συνεπώς σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια των άρθρων 692 παρ. 4 και 731-732 ΚΠολΔ (βλ. ΠολΠρΑΘ 17/1984 Δ. 1986.252, ΜονΠρΑΘ 1377/2004 ΝοΒ 2005.305, ΜονΠρΑΘ 11923/1998 ΝοΒ 46.1480, ΜονΠρΑΘ 14726/1993 ΕλλΔνη 1994.1395, ΜονΠρΑΘ 12226/1991 ΕΕργΔ 1993.881, ΜονΠρΑΘ 15611/1989 Δ 21.874, ΜονΠρΑΘ 8147/1978 ΕπΔικΠολ 1978.179, ΜονΠρΧαλκ 589/1991 ΕλλΔνη 1993.1396, Δ 23.264).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει, ότι, σε περίπτωση προσβολής απόλυτων
δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της προσωπικότητας, δεν αποκλείεται η
καταδίκη του καθ’ ου προς προσωρινή άρση της προσβολής, χωρίς να παραβιάζεται
η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αφού η προστασία της
προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς έννομης σχέσης, η οποία, όταν υπάρξει
ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία, χωρίς με αυτό να κινδυνεύει να
ματαιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης, εφόσον σε περίπτωση που τυχόν ο καθ’ ου
δικαιωθεί στην κύρια δίκη, θα δικαιούται στο μέλλον να επαναλάβει τις πράξεις που
κρίθηκαν σε προσωρινό στάδιο αθέμιτες (βλ. ΜονΠρΑΘ 41435/1999 ΕλλΔνη
2001.249, ΜονΠρΑΘ 16255/1989 ΕλλΔνη 1990.1546, ΜονΠρΑΘ 15611/1989 Δ
21.874, ΜονΠρΘεσ 12162/1993 Αρμ 1994.182, ΜονΠρΒολ 2785/2003 Αρμ
2004.679, Δ 2004.516, ΜονΠρΚοζ 363/1998 ΑρχΝ 1999.392, ΜονΠρΧαλκ
589/1991, ό.π.). Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση είναι ότι συντρέχει επείγουσα
περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου (βλ. ΜονΠρΑΘ 15611/1989,
ό.π.).
«Από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση όπου υπάρχει επικείμενος κίνδυνος ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή του ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Αν οι πραγματικές αυτές προϋποθέσεις δεν υπάρχουν ή δεν πιθανολογούνται δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτά αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως και με τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 707 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για να διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής, πρέπει, εκτός των άλλων, να υπάρχει και το στοιχείο της επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου (ΚΠολΔ 682 παρ. 1). (ΜΠΘεσ 21847/2009 ΕΠΟΛΔ και ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ 5418/1998 Αρμ 52-1106, ΜΠΑ 39415/1997, ΝοΒ 48-64, ΜΠΑ 20415/1997, ΕλΔνη 39. 953, ΜΠΑ 31951/1996 Αρμ 97/1499, ΜΠΑ 22493/1994 Δ/νη 37/707, ΜΠρΒερ 659/1996, Αρμ 50-1371). Δεν δικαιολογείται, λοιπόν, η λήψη του ανωτέρω ασφαλιστικού μέτρου, αν δεν υπάρχει ή δεν πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση. Σημειώνεται ότι όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί ειδικότερα την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών (ΜΠΑ 1495/2009 ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ 21847/2009 ο.π. 25/2001 ΝΟΜΟΣ, 23867/1993 ΝοΒ 42-233, 18488/1987 ΝοΒ 36-1254, ΜΠΑ 31951/1994 ο.π., ΜΠΑ 22493/1994 ο.π., ΜΠρΧαλκ 686/1991 Δ 23- 262).

ΜΟΝ ΠΡΩΤ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 3315/2016
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
dikigoros.gr