Υπόθεση C-527/16

Salzburger Gebietskrankenkasse,

Bundesminister für Arbeit, Soziales und Konsumentenschutz

παρισταμένων των

Alpenrind GmbH,

Martin-Meat Szolgáltató és Kereskedelmi Kft,

Martimpex-Meat Kft,

Pensionsversicherungsanstalt,

Allgemeine Unfallversicherungsanstalt

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εργαζόμενοι αποσπασμένοι σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρο 5, παράγραφος 1, και άρθρο 19, παράγραφος 2 – Έντυπο A1 – Δεσμευτικό αποτέλεσμα – Απόφαση εκδοθείσα από τη διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως αφορώσα την ανάκληση του εντύπου A1 – Αναδρομική ισχύς του εντύπου A1 – Έκδοση του εντύπου A1 μετά την υπαγωγή του εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Όρος της μη αντικαταστάσεως των αποσπασμένων προσώπων»

I. Εισαγωγή

1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (2) καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΚ) 987/2009 (3).

2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Salzburger Gebietskrankenkasse (περιφερειακού ταμείου υγείας του ομόσπονδου κράτους του Salzburg, Αυστρία, στο εξής: ταμείο υγείας του Salzbourg) και του Bundesminister für Arbeit, Soziales und Konsumentenschutz (ομοσπονδιακού υπουργού εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων και προστασίας του καταναλωτή, Αυστρία) και, αφετέρου, μιας αυστριακής επιχειρήσεως και δύο ουγγρικών επιχειρήσεων, σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως εργαζομένων αποσπασμένων στην Αυστρία.

3. Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τα αποτελέσματα που συνδέονται με το έντυπο A1 (4), το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, προκειμένου να βεβαιώνεται η εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο νομοθεσία δυνάμει διατάξεως του τίτλου Ι του κανονισμού 883/2004. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο, με το πρώτο ερώτημά του, ερωτά αν το έντυπο A1 δεσμεύει δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, του κράτους μέλους υποδοχής. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, με το δεύτερο ερώτημά του, αν το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης στην περίπτωση που η διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: διοικητική επιτροπή) (5) εξέδωσε απόφαση ως προς την ανάκληση του εγγράφου αυτού, αλλά ο φορέας που το εξέδωσε δεν ανακάλεσε το εν λόγω έγγραφο. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εξάλλου, ως προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εγγράφου A1, όταν το έγγραφο αυτό χορηγήθηκε μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής και, στην περίπτωση αυτή, ως προς τα ενδεχόμενα αναδρομικά αποτελέσματα του εν λόγω εγγράφου.

4. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δυνάμει του οποίου το πρόσωπο το οποίο έχει αποσπαστεί από τον εργοδότη του προκειμένου να παράσχει εργασία εντός άλλου κράτους μέλους εξακολουθεί να υπάγεται, υπό ορισμένους όρους, στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν αντιβαίνει στον προβλεπόμενο στην εν λόγω διάταξη όρο ότι το αποσπασμένο πρόσωπο «δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» (στο εξής: όρος της μη αντικαταστάσεως) η περίπτωση κατά την οποία η αντικατάσταση δεν λαμβάνει τη μορφή αποσπάσεως εργαζομένων από τον ίδιο εργοδότη, αλλά από διαφορετικό εργοδότη, και αν έχει σημασία, στο πλαίσιο αυτό, το αν οι δύο εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος ή αν υφίστανται, μεταξύ αυτών, προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί.

II. Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 883/2004

5. Στον τίτλο II του κανονισμού 883/2004, επιγραφόμενο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 11, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», προβλέπει στην παράγραφό του 1 και στην παράγραφό του 3, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«1. Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους».

6. Το άρθρο 12, που περιλαμβάνεται στον ίδιο τίτλο του κανονισμού 883/2004 και επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες», όριζε, στην αρχική του διατύπωση, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους εικοσιτέσσερις μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου.»

7. Κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στην υπόθεση της κύριας δίκης, δηλαδή από την 1η Φεβρουαρίου 2012 έως τις 13 Δεκεμβρίου 2013, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 465/2012 με ισχύ από τις 28 Ιουνίου 2012 (6). Ειδικότερα, η φράση «το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου», που περιλαμβανόταν στο τελευταίο τμήμα της εν λόγω διατάξεως, αντικαταστάθηκε από τη φράση «το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου» (7).

8. Το άρθρο 76, με τίτλο «Συνεργασία», που περιλαμβάνεται στον τίτλο V του κανονισμού 883/2004, ο οποίος επιγράφεται «Διάφορες διατάξεις», ορίζει στην παράγραφό του 6 τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση δυσκολιών ερμηνείας ή εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ενδέχεται να διακυβεύσουν τα δικαιώματα ενός προσώπου που καλύπτεται από αυτόν, ο φορέας του αρμόδιου κράτους μέλους ή του κράτους μέλους κατοικίας του εν λόγω προσώπου έρχεται σε επαφή με το φορέα ή τους φορείς του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών. Εφόσον δεν υπάρξει λύση εντός ευλόγου διαστήματος, οι οικείες αρχές μπορούν να ζητούν την παρέμβαση της [δ]ιοικητικής [ε]πιτροπής.»

2. Ο κανονισμός 987/2009

9. Το άρθρο 5, με τίτλο «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», το οποίο περιέχεται στον τίτλο I του κανονισμού 987/2009, ο οποίος επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«1. Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

2. Σε περίπτωση αμφιβολίας περί την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στο φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο εκδίδων φορέας επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί.

3. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν υπάρχει αμφιβολία για τις πληροφορίες που έχουν παράσχει οι ενδιαφερόμενοι, την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή αποδεικτικού στοιχείου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζονται οι ισχυρισμοί που περιέχει, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, προβαίνει στην αναγκαία επαλήθευση αυτών των πληροφοριών ή εγγράφων, εφόσον είναι δυνατή η διενέργειά της.

4. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο. Η διοικητική επιτροπή επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.»

10. Το άρθρο 19, με τίτλο «Παροχή πληροφοριών στους ενδιαφερομένους και στους εργοδότες», το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο II του κανονισμού 987/2009, ο οποίος επιγράφεται «Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», ορίζει στην παράγραφό του 2 τα εξής:

«Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11. Η εταιρία Alpenrind GmbH, με έδρα στην Αυστρία, δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας ζώων και κρέατος. Εκμεταλλεύεται από το 1997 στο Salzbourg σφαγείο το οποίο μισθώνει.

12. Το 2007 η Alpenrind (ή η δικαιοπάροχός της εταιρία S GmbH) συνήψε με την εταιρία Martin-Meat Szolgáltató és Kereskedelmi Kft (στο εξής: Martin-Meat), με έδρα στην Ουγγαρία, σύμβαση βάσει της οποίας η τελευταία εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση παροχής εργασιών τεμαχισμού και συσκευασίας κρέατος. Οι εργασίες αυτές εκτελούνταν στις εγκαταστάσεις της Alpenrind από εργαζομένους που είχαν αποσπαστεί στην Αυστρία (8). Η Martin-Meat παρείχε τις εν λόγω εργασίες μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2012.

13. Στις 24 Ιανουαρίου 2012 η Alpenrind συνήψε με την εδρεύουσα στην Ουγγαρία εταιρία Martimpex-Meat Kft σύμβαση βάσει της οποίας η τελευταία εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση παροχής εργασιών τεμαχισμού και συσκευασίας κρέατος, από την 1η Φεβρουαρίου 2012 έως τις 31 Ιανουαρίου 2014. Οι εργασίες αυτές εκτελούνταν στις εγκαταστάσεις της Alpenrind από αποσπασμένους στην Αυστρία εργαζομένους.

14. Την 1η Φεβρουαρίου 2014 η Alpenrind ανέθεσε εκ νέου στην Martin-Meat την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών τεμαχισμού κρέατος, εντός των ως άνω εγκαταστάσεων, από το προσωπικό της δεύτερης εταιρίας.

15. Όσον αφορά τους περισσότερους από τους 250 εργαζομένους τους οποίους απασχολούσε η Martimpex-Meat κατά το επίμαχο διάστημα, δηλαδή από την 1η Φεβρουαρίου 2012 έως τις 13 Δεκεμβρίου 2013, ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας εξέδωσε έντυπα A1 που πιστοποιούσαν την εφαρμογή του ουγγρικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στους εν λόγω εργαζομένους, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 16 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 19 του κανονισμού 987/2009. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα πιστοποιητικά αυτά εκδόθηκαν «εν μέρει αναδρομικά και εν μέρει για περιπτώσεις στις οποίες ο αυστριακός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως είχε ήδη ορίσει, με (μη αμετάκλητη) απόφασή του, ως εφαρμοστέα νομοθεσία για την υποχρεωτική ασφάλιση των ενδιαφερόμενων εργαζομένων την αυστριακή» (9). Στα έγγραφα αυτά η Alpenrind αναφέρεται ως εργοδότης στον τόπο όπου ασκείται επαγγελματική δραστηριότητα.

16. Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2013, το ταμείο υγείας του Salzbourg καθόρισε την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο αυστριακό σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά το επίμαχο διάστημα σύμφωνα με την αυστριακή κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία.

17. Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2016, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) ακύρωσε την απόφαση του ταμείου υγείας του Salzbourg, με το σκεπτικό ότι ο εν λόγω φορέας ήταν αναρμόδιος. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής στηρίχθηκε ιδίως στο γεγονός ότι «ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως είχε εκδώσει, για καθένα από τα πρόσωπα που υπήχθησαν στην αυστριακή υποχρεωτική ασφάλιση, έντυπο A1 από το οποίο προκύπτει ότι το πρόσωπο αυτό, από συγκεκριμένη ημερομηνία, απασχολείται στην Ουγγαρία από [τη Martimpex-Meat] ως μισθωτός υπαγόμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση και προφανώς έχει αποσπαστεί στην [Alpenrind] στην Αυστρία κατά το αναγραφόμενο στα έντυπα αυτά διάστημα, περιλαμβανομένου του επίμαχου διαστήματος.»

18. Το ταμείο υγείας του Salzbourg και ο ομοσπονδιακός υπουργός εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων και προστασίας του καταναλωτή άσκησαν «Revision » (αναίρεση) κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), αμφισβητώντας την απόλυτη δεσμευτική ισχύ των εντύπων A1. Κατά τους εν λόγω διαδίκους, η δεσμευτική αυτή ισχύς ερείδεται στην τήρηση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας παραβίασε την αρχή αυτή. Συναφώς, ο ομοσπονδιακός υπουργός εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων και προστασίας του καταναλωτή προσκόμισε, στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι η διοικητική επιτροπή, στις 20 και 21 Ιουνίου 2016, συνήγαγε ότι η Ουγγαρία κακώς έκρινε εαυτή αρμόδια ως προς τους συγκεκριμένους εργαζομένους και, ως εκ τούτου, τα έντυπα A1 έπρεπε να ανακληθούν.

19. Mε τα συμπεράσματα που διατύπωσε στις 20 και 21 Ιουνίου 2016, η διοικητική επιτροπή ενέκρινε, με ομόφωνη απόφαση των αντιπροσωπειών που δεν εμπλέκονταν στη διαφορά, τη γνωμοδότηση της υπαγόμενης στη διοικητική επιτροπή επιτροπής συνδιαλλαγής (στο εξής: επιτροπή συνδιαλλαγής) της 9ης Μαΐου 2016 σχετικά με διαφορά μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας (10). Από την εν λόγω γνωμοδότηση προκύπτει ότι η διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής ανάγεται σε πολυετή διαφορά μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας στην περίπτωση εργαζομένων που είχαν αποσπαστεί στην Αυστρία από τη Martin-Meat και τη Martimpex-Meat στο πλαίσιο των συμφωνιών που οι επιχειρήσεις αυτές είχαν συνάψει με την Alpenrind. Η εν λόγω διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης συζητήσεως εντός της διοικητικής επιτροπής σχετικά με την ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (11).

20. Με τη γνωμοδότηση της 9ης Μαΐου 2016, η επιτροπή συνδιαλλαγής κατέληξε σε συμπέρασμα υπέρ της θέσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι η περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αποσπάται από εργοδότη άλλον από εκείνον του προηγουμένως αποσπασμένου εργαζομένου μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αντικατάσταση» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (12). Με βάση τη θέση αυτή, η επιτροπή συνδιαλλαγής έκρινε ότι, στην επίμαχη υπόθεση, κακώς χορηγήθηκαν τα έντυπα A1 που εκδόθηκαν αναφορικά με τους αντικαταστάτες εργαζομένους και, κατ’ αρχήν, έπρεπε να ανακληθούν, από την ημερομηνία κατά την οποία ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας ενημερώθηκε και έλαβε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στο κράτος μέλος υποδοχής. Αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι η αναδρομική ανάκληση των εντύπων A1 θα προκαλούσε σημαντικές δυσχέρειες διοικητικής φύσεως και θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τους συγκεκριμένους εργαζομένους, η επιτροπή συνδιαλλαγής πρότεινε ενδεχόμενη διαπραγμάτευση μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας με σκοπό τη σύναψη σχετικής συμφωνίας (13).

21. Δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής, τα έντυπα A1 που είχαν εκδοθεί αναφορικά με τους οικείους εργαζομένους δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί από τον αρμόδιο ουγγρικό φορέα. Συναφώς, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η Ουγγρική και η Αυστριακή Κυβέρνηση προκύπτει ότι υπήρξε ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των αρχών των δύο κρατών μελών σχετικά με τις λεπτομέρειες της ανακλήσεως των εν λόγω εγγράφων, αλλά ο διάλογος αυτός ανεστάλη εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

22. Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 2016, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα :

« 1. Έχουν τα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 987/2009 […], την προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού δεσμευτική ισχύ επίσης σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ;

2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α) Υφίσταται η ανωτέρω δεσμευτική ισχύς επίσης όταν έχει προηγηθεί διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία, αλλά ούτε σε ανάκληση των επίμαχων εγγράφων;

β) Υφίσταται η ανωτέρω δεσμευτική ισχύς επίσης όταν έχει κατ’ αρχάς εκδοθεί έντυπο “Α1”, αφότου το κράτος μέλος υποδοχής διαπίστωσε επισήμως ότι εφαρμόζονται οι δικές του εθνικές διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως; Έχει, στις περιπτώσεις αυτές, η δεσμευτική ισχύς αναδρομικό αποτέλεσμα;

3. Σε περίπτωση που κριθεί ότι τα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 987/2009 έχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις περιορισμένη δεσμευτική ισχύ:

Αντιβαίνει στην απαγόρευση αντικαταστάσεως κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 883/2004 η περίπτωση κατά την οποία η αντικατάσταση δεν λαμβάνει τη μορφή της αποσπάσεως εργαζομένων από τον ίδιο εργοδότη, αλλά από διαφορετικό εργοδότη; Έχει σημασία, στο πλαίσιο αυτό:

α) αν ο εν λόγω εργοδότης έχει την έδρα του στο ίδιο κράτος μέλος με τον πρώτο εργοδότη, ή

β) αν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εργοδότη που προβαίνει σε απόσπαση εργαζομένων υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί;»

23. Το ταμείο υγείας του Salzbourg, η Alpenrind, η Martin Meat και η Martimpex-Meat (14), η Αυστριακή, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ιρλανδική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Το ταμείο υγείας του Salzbourg, η Alpenrind, η Martin Meat και η Martimpex-Meat, η Αυστριακή, η Τσεχική, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017.

IV. Ανάλυση

1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

24. Με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έντυπο A1, εκδοθέν από αρμόδιο φορέα κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, με το οποίο βεβαιώνεται η υπαγωγή του εργαζομένου στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του κράτους μέλους, δυνάμει διατάξεως του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, άλλου κράτους μέλους (15).

25. Εκτιμώ, όπως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που συναφώς υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην του ταμείου υγείας του Salzbourg (16), ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, για τους ακόλουθους λόγους (17).

26. Διαπιστώνεται, ευθύς εξαρχής, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επί όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο, το πιστοποιητικό Ε 101 (το οποίο διαδέχθηκε το έντυπο A1 (18)) ισχύει στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους στο οποίο μεταβαίνει ο μισθωτός για να παράσχει εργασία και, ως εκ τούτου, δεσμεύει τους αρμόδιους φορείς αυτού του κράτους μέλους. Επομένως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι αρμόδια να εξακριβώσουν το κύρος πιστοποιητικού E 101 με γνώμονα τα στοιχεία βάσει των οποίων χορηγήθηκε (19).

27. Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, ο κανονισμός 987/2009, ο οποίος ισχύει σήμερα, κωδικοποίησε τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατοχυρώνοντας, μεταξύ άλλων, τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 και την αποκλειστική αρμοδιότητα του εκδίδοντος φορέα ως προς την εκτίμηση του κύρους του εν λόγω πιστοποιητικού (20). Πράγματι, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και που βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, για όσο διάστημα τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν έχουν ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν (21).

28. Κατ’ εμέ, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να υποτεθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, προβαίνοντας στην κωδικοποίηση αυτή, είχε την πρόθεση να περιορίσει το δεσμευτικό αποτέλεσμα των κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 εγγράφων μόνο στους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, να παρεκκλίνει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το πιστοποιητικό E 101 δεσμεύει επίσης τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών (22).

29. Ασφαλώς, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 δεν μνημονεύει τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η διατύπωση της εν λόγω διατάξεως είναι αντίστοιχη, σε μεγάλο βαθμό, με εκείνη που το Δικαστήριο χρησιμοποιεί στη νομολογία του σχετικά με το πιστοποιητικό E 101. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πιστοποιητικό E 101 δεσμεύει τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους εντός του οποίου ο εργαζόμενος παρέχει εργασίακαι ότι, για όσο διάστημα το πιστοποιητικό αυτό δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο, ο εν λόγω φορέας οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος ήδη υπόκειται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκαταστημένη η επιχείρηση που τον απασχολεί και, επομένως, δεν μπορεί να τον υπαγάγει στο δικό του σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (23). Περαιτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 ρητώς ορίζει ότι τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή έγγραφα ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, για όσο διάστημα τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν έχουν ανακληθεί ή κηρυχθεί άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν, πράγμα που ενισχύει το συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει σε άλλο κράτος μέλος να αμφισβητήσει, μέσω των δικαστηρίων του, το κύρος των εν λόγω εγγράφων.

30. Ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με τον κανονισμό 987/2009 παρέχουν ενδείξεις ως προς την ύπαρξη βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης να αποκλίνει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 έναντι των εθνικών δικαστηρίων. Αντιθέτως, από την πρόταση που οδήγησε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη συνίστατο στην απλούστευση και στον εκσυγχρονισμό των διατάξεων του κανονισμού 574/72 (24).

31. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 987/2009 προκύπτει ότι τα προβλεπόμενα από αυτόν μέτρα και διαδικασίες «απορρέουν από τη νομολογία του [Δικαστηρίου], από τις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής καθώς και από την υπερτριακονταετή πείρα εφαρμογής του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από τη Συνθήκη» (25). Η διαπίστωση αυτή αφήνει να νοηθεί ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να αποκλίνει από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101, θα το είχε αναφέρει ρητώς.

32. Τέλος, όσον αφορά το άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009, στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση διαστάσεως απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας (26). Πάντως, κατά την άποψή μου, κανένα στοιχείο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να περιορίσει, μέσω της διατάξεως αυτής, το δεσμευτικό αποτέλεσμα των εγγράφων που αφορά το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει της παραγράφου του 1, το εν λόγω άρθρο 6 έχει εφαρμογή «αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον κανονισμό [987/2009]» (27).

33. Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τη θέσπιση του κανονισμού 987/2009 και, ιδίως, του άρθρου του 5, παράγραφος 1, ο νομοθέτης της Ένωσης απλώς θέλησε να κωδικοποιήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101. Για τον λόγο αυτόν, εκτιμώ ότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή, mutatis mutandis, στα έντυπα A1.

34. Επιπροσθέτως, ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 σύμφωνα με την οποία το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου A1 περιορίζεται μόνο στους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών ενδέχεται να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη διάταξη αυτή. Όπως το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει σχετικά με το πιστοποιητικό E 101, αν γινόταν δεκτό ότι ο αρμόδιος εθνικός φορέας δύναται, προσφεύγοντας σε δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής του συγκεκριμένου εργαζομένου, να επιτύχει την κήρυξη ανίσχυρου του πιστοποιητικού E 101, θα ετίθετο σε κίνδυνο το σύστημα που βασίζεται στην καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων φορέων των κρατών μελών (28).

35. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το παλαιό κανονιστικό πλαίσιο που διεπόταν από τους κανονισμούς 1408/71 και 574/72 δεν περιελάμβανε διάταξη αντίστοιχη με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, εντούτοις το Δικαστήριο στήριξε τη νομολογία του σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101, μεταξύ άλλων, στον σεβασμό της αρχής της εφαρμογής μιας μόνο κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (το οποίο αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (29)), και της αρχής της ασφάλειας δικαίου των προσώπων που διακινούνται εντός της Ένωσης, καθώς και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ (30). Κατά τη γνώμη μου, οι ως άνω εκτιμήσεις εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως στο πλαίσιο των κανονισμών 883/2004 και 987/2009.

36. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο το έντυπο A1 το οποίο εκδόθηκε από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και με το οποίο βεβαιώνεται η υπαγωγή του εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους, δυνάμει διατάξεως του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, άλλου κράτους μέλους (31).

2. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

37. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο τίθεται μόνον εφόσον δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, έχει δύο σκέλη τα οποία αφορούν δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις. Με το πρώτο σκέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου A1 στην περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ). Με το δεύτερο σκέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί το ζήτημα αν το έντυπο A1 έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, στην περίπτωση που εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν εν προκειμένω το εν λόγω έγγραφο έχει αναδρομική ισχύ (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ). Θα εξετάσω με τη σειρά τις δύο αυτές περιπτώσεις.

1. Πρώτη περίπτωση: η διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ)

38. Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, υπό αʹ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου A1, σε περίπτωση που ενώπιον της διοικητικής επιτροπής προηγήθηκε διαδικασία η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία, αλλά ούτε και σε ανάκληση των επίμαχων εγγράφων.

39. Στο σκεπτικό του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι με το ερώτημα αυτό ζητείται να διευκρινιστεί αν, «τουλάχιστον μετά το πέρας διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής, η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία (υπό την έννοια ότι οι φορείς των δύο κρατών μελών θεωρούν πλέον ότι το πιστοποιητικό είναι έγκυρο και ακριβές) ούτε είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του επίμαχου εγγράφου (είτε διότι η διοικητική επιτροπή δεν απηύθυνε σχετική σύσταση είτε διότι ο φορέας δεν έδωσε συνέχεια στη σύσταση αυτή), δεν ανατρέπεται η δεσμευτική ισχύς του εγγράφου αυτού και αν παρέχεται δυνατότητα κινήσεως διαδικασίας για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως».

40. Από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα περί ων πρόκειται κράτη μέλη προσέφυγαν στη διοικητική επιτροπή, η οποία εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως των επίμαχων εντύπων A1. Επιπροσθέτως, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, μετά το πέρας της διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής αυτής, ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας δεν ανακάλεσε τα εν λόγω έγγραφα (32).

41. Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι με αυτό ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου η διοικητική επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως του εγγράφου αυτού, αλλά ο φορέας που το εξέδωσε δεν προέβη στην ανάκλησή του (33).

42. Το ταμείο υγείας του Salzbourg καθώς και η Αυστριακή, η Βελγική, η Τσεχική (34) και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Συναφώς, οι ανωτέρω προβάλλουν, μεταξύ άλλων, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, όταν ο εκδίδων φορέας δεν προβαίνει στην ακύρωση ή ανάκληση του εντύπου A1, σύμφωνα με απόφαση της διοικητικής επιτροπής. Αντιθέτως, οι λοιποί που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο προβάλλουν ότι η διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής δεν μπορεί να επηρεάσει το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου A1. Αυτή είναι και η δική μου άποψη, για τους ακόλουθους λόγους.

43. Διαπιστώνεται, ευθύς εξαρχής, ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A-Rosa Flussschiff (35), ως προς το ότι εν προκειμένω τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κίνησαν τη διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής η οποία εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως των επίμαχων εντύπων A1 (36). Εντούτοις, η διαφορά αυτή δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να αναιρέσει το συμπέρασμα που συνάγεται από την απόφαση εκείνη, η οποία στηρίζεται σε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (37), κατά το οποίο το πιστοποιητικό E 101 (ήδη έντυπο A1) δεσμεύει τόσο τους κοινωνικοασφαλιστικούς φορείς του κράτους μέλους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία όσο και τα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους.

44. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 κατά την οποία το έντυπο A1 στερείται του δεσμευτικού αποτελέσματος σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, καταλήγει, στην πραγματικότητα, να προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα στις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής. Κατά την άποψή μου, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι συμβατό με το τωρινό κανονιστικό πλαίσιο.

45. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση Romano (38), το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τόσο από το πρωτογενές δίκαιο σχετικά με ζητήματα εκχωρήσεως αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επιτροπή για την εκτέλεση κανόνων που αυτό θεσπίζει όσο και από το δικαιοδοτικό σύστημα που διαμόρφωσε η Συνθήκη [ΕΟΚ] συνάγεται ότι ένα όργανο όπως η διοικητική επιτροπή δεν δύναται να εξουσιοδοτηθεί από το Συμβούλιο να εκδίδει «πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα». Κατά το Δικαστήριο, μια απόφαση ενός τέτοιου οργάνου, μολονότι δύναται να βοηθήσει τους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, δεν δύναται να τους υποχρεώσει να ακολουθήσουν ορισμένες μεθόδους ή να υιοθετήσουν ορισμένη ερμηνεία όταν προβαίνουν στην εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών ότι η επίμαχη απόφαση που είχε εκδοθεί από την ανωτέρω διοικητική επιτροπή «δεν δέσμευε» το δικαστήριο που είχε υποβάλει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (39).

46. Μολονότι είναι εύλογο το ερώτημα αν, κατόπιν των τροποποιήσεων του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η νομολογία αυτή εξακολουθεί να έχει εφαρμογή, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα να μεταβιβαστεί σε όργανο όπως η διοικητική επιτροπή η αρμοδιότητα εκδόσεως πράξεων που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα (40), εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να υποτεθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πράγματι την πρόθεση να παράσχει στη διοικητική επιτροπή την αρμοδιότητα αυτή.

47. Συγκεκριμένα, το άρθρο 72 του κανονισμού 883/2004, το οποίο απαριθμεί τα καθήκοντα της διοικητικής επιτροπής, ορίζει, στο στοιχείο του αʹ, ότι η επιτροπή αυτή «χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις [του κανονισμού αυτού] ή του κανονισμού [987/2009] ή από κάθε άλλη συμφωνία ή ρύθμιση που συνάπτεται στο πλαίσιο των κανονισμών αυτών, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των σχετικών αρχών, φορέων και προσώπων να προσφεύγουν στα δικαστήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, από τον παρόντα κανονισμό ή από τη συνθήκη» (41).Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τη σχεδόν πανομοιότυπη διάταξη του άρθρου 43 του παλαιού κανονισμού 3 (42), ότι «η ισχύς των αποφάσεων της [διοικητικής επιτροπής] ορίζεται από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 43» και ότι «η διάταξη αυτή δεν θίγει την εξουσία των αρμοδίων δικαστηρίων να εκτιμούν το κύρος και την έννοια [του εν λόγω κανονισμού 3], έναντι των οποίων οι αποφάσεις της [επιτροπής αυτής] γνωμοδοτικό μόνον χαρακτήρα έχουν» (43).

48. Περαιτέρω, όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής, το άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι, εφόσον δεν υπάρξει λύση εντός ευλόγου διαστήματος, οι οικείες αρχές μπορούν να προσφύγουν στην επιτροπή αυτή. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει επιπλέον ότι η διοικητική επιτροπή επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος (44). Η φράση «επιχειρεί να συμβιβάσει», η οποία χρησιμοποιείται επίσης στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού καθώς και στην απόφαση A1 της διοικητικής επιτροπής (45), δείχνει σαφώς, κατά την άποψή μου, τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής αυτής (46).

49. Φρονώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το πιστοποιητικό E 101 στηρίζεται στην προκείμενη ότι οι αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής στερούνται δεσμευτικού αποτελέσματος. Το Δικαστήριο, με τη νομολογία αυτή, προσδιόρισε τις επιλογές ενός κράτους μέλους σε περίπτωση διαφωνίας με ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ως προς την εφαρμοστέα σε συγκεκριμένη περίπτωση κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία (47). Κατά το Δικαστήριο, πρέπει, αρχικώς, να επιδιωχθεί διάλογος με τον φορέα που εξέδωσε το εν λόγω έγγραφο. Στην περίπτωση που οι συγκεκριμένοι φορείς δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν, έχουν την ευχέρεια να προσφύγουν συναφώς στη διοικητική επιτροπή. Τέλος, αν η επιτροπή αυτή δεν κατορθώσει να συμβιβάσει τις απόψεις των αρμοδίων φορέων, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί τη δυνατότητα, υπό την επιφύλαξη των ένδικων μέσων που τυχόν υφίστανται στο κράτος μέλος του φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό, να κινήσει ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία λόγω παραβάσεως, κατά το άρθρο 259 ΣΛΕΕ (48). Αντιθέτως, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν εξετάζει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της αποφάσεως της διοικητικής επιτροπής, πράγμα που όμως φρονώ ότι θα ήταν λογικό αν το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα (49).

50. Βάσει των προεκτεθέντων, συνάγω ότι, στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνουν οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009, όπως αυτό έχει σήμερα, οι αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής σχετικά με διαφορά που ανέκυψε μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμοστέα σε συγκεκριμένη περίπτωση νομοθεσία δεν έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα. Κατ’ εμέ, εξ αυτού προκύπτει ότι η διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής δεν μπορεί να επηρεάσει το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου A1.

51. Με άλλα λόγια, εκτιμώ ότι, ακόμη και σε μια κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου τα συγκεκριμένα κράτη μέλη προσέφυγαν στη διοικητική επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 987/2009 (50), και όπου η επιτροπή αυτή εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως του εντύπου A1, το έγγραφο αυτό ισχύει για όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο από τον φορέα που το εξέδωσε.

52. Κατά τη άποψή μου, τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, την οποία διατυπώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, από το κράτος μέλος του φορέα που εξέδωσε το έγγραφο, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής. Αν το κράτος μέλος υποδοχής εκτιμά ότι το πρώτο κράτος μέλος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ ή να ζητήσει από την Επιτροπή να ενεργήσει η ίδια κατά του εν λόγω κράτους μέλους (51).

53. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, ότι το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου η διοικητική επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως του εγγράφου αυτού, αλλά ο φορέας που το εξέδωσε δεν προέβη στην ανάκλησή του.

2. Δεύτερη περίπτωση: η αναδρομική ισχύς του εντύπου A1 (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ)

54. Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, υπό βʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης όταν εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το εν λόγω έγγραφο έχει αναδρομική ισχύ.

55. Διαπιστώνεται, ευθύς εξαρχής, ότι το ερώτημα αυτό δεν είναι υποθετικής φύσεως, όπως υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή προβάλλει ειδικά ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο ουγγρικός αρμόδιος φορέας εξέδωσε έντυπα A1 με αναδρομική ισχύ και σε χρόνο κατά τον οποίο οι αυστριακές αρχές είχαν ήδη καθορίσει την υπαγωγή των συγκεκριμένων εργαζομένων στο αυστριακό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

56. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης με αφετηρία τα πραγματικά περιστατικά που του εξέθεσε το εθνικό δικαστήριο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το έργο αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (52). Πάντως, στην απόφασή του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι τα επίμαχα έντυπα A1 εκδόθηκαν εν μέρει αναδρομικά και εν μέρει μετά την υπαγωγή των συγκεκριμένων εργαζομένων στο αυστριακό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (53). Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ.

57. Όπως υποστηρίζουν η Alpenrind, η Martin Meat και η Martimpex-Meat, η Τσεχική, η Ιρλανδική, η Ουγγρική, η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, και αντιθέτως προς την άποψη του ταμείου υγείας του Salzbourg και της Αυστριακής, της Βελγικής, της Γερμανικής (54) και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Συγκεκριμένα, είμαι της γνώμης, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, ότι το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης όταν εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής και ότι, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ.

58. Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το πιστοποιητικό E 101 μπορεί να παραγάγει αναδρομικά αποτελέσματα. Έτσι, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι, εκδίδοντας το πιστοποιητικό αυτό, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δηλώνει απλώς και μόνον ότι ο οικείος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους καθ’ όλη τη δεδομένη περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας εκτελεί εργασία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Πάντως, κατά το Δικαστήριο, η δήλωση αυτή, μολονότι είναι προτιμότερο να γίνεται πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου, μπορεί να γίνει επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ή ακόμη και μετά τη λήξη της. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανένα στοιχείο δεν αποκλείει να παραγάγει το πιστοποιητικό Ε 101, κατά περίπτωση, αναδρομικά αποτελέσματα (55).

59. Κατά την άποψή μου, η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή, mutatis mutandis, εντός του νέου κανονιστικού πλαισίου (56). Διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 987/2009, το οποίο αφορά τη διαδικασία εφαρμογής, μεταξύ άλλων, του άρθρου 12 του κανονισμού 883/2004, ρητώς ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι, «αν ένα πρόσωπο ασκεί τη δραστηριότητά του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], ο εργοδότης ή, σε περίπτωση προσώπου που δεν ασκεί δραστηριότητα μισθωτού, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει, ει δυνατόν εκ των προτέρων, τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται. Ο εν λόγω φορέας εκδίδει στον ενδιαφερόμενο το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του [κανονισμού 987/2009] και καθιστά αμελλητί διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με […] το άρθρο 12 του [κανονισμού 883/2004]» (57).

60. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν το έντυπο A1 έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα επίσης όταν εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής. Κατά το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσε πράγματι να γίνει δεκτό ότι επίσης οι πράξεις που καθορίζουν την υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστούν «έγγραφα» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, πράγμα που συνεπάγεται ότι επίσης οι πράξεις αυτές παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των αρχών των άλλων κρατών μελών.

61. Η συλλογιστική αυτή δεν με πείθει.

62. Πρώτον, εκτιμώ ότι η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει με το γράμμα του κανονισμού 987/2009. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού αφορά τα έγγραφα που εκδίδονται από φορέα κράτους μέλους τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα αυτά (58). Πάντως, απόφαση περί υπαγωγής ενός προσώπου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα κράτους μέλους δεν «βεβαιώνει» την κατάσταση του προσώπου αυτού κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, αλλά, κατ’ εμέ, αντιθέτως έχει σκοπό να καθορίσει τη νομική κατάσταση του προσώπου αυτού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004 βεβαιώνει ότι η νομοθεσία αυτή είναι εφαρμοστέα, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη (59). Εντούτοις, απόφαση καθορίζουσα την υπαγωγή ενός προσώπου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα κράτους μέλους δεν εκδίδεται «μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη», όπως ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, αλλά αντιθέτως με πρωτοβουλία των αρμοδίων αρχών.

63. Δεύτερον, όπως προεκτέθηκε στις παρούσες προτάσεις μου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, θεσπίζοντας το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να κωδικοποιήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 (60). Πάντως, η νομολογία αυτή αφορά αποκλειστικώς το πιστοποιητικό E 101 (νυν έντυπο A1) και όχι άλλα είδη εγγράφων (61). Περαιτέρω, στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι η απόφαση Banks κ.λπ. αφορούσε κατάσταση αντίστοιχη της επίμαχης στην κύρια δίκη, όπου τα σχετικά πιστοποιητικά E 101 είχαν εκδοθεί, τουλάχιστον εν μέρει, μετά την υπαγωγή των συγκεκριμένων εργαζομένων στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής (62). Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν επηρέασε την εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά είχαν δεσμευτικό αποτέλεσμα.

64. Τρίτον, εκτιμώ ότι η ερμηνεία κατά την οποία απόφαση που καθορίζει την υπαγωγή προσώπου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα κράτους μέλους μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έγγραφο» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 ενδέχεται να οδηγήσει σε μη προσήκοντα, και μάλιστα αυθαίρετα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Πολωνική Κυβέρνηση, μια τέτοια προσέγγιση δύναται να προκαλέσει αγώνα ταχύτητας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο του οποίου κάθε αρχή θα έχει σκοπό να εκδώσει πρώτη την απόφαση περί υπαγωγής στο δικό της σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, πράγμα το οποίο μπορεί να θίξει την ασφάλεια δικαίου των ενδιαφερομένων προσώπων (63). Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη έχουν οικονομικό συμφέρον να προηγηθούν των λοιπών κρατών μελών.

65. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, ότι το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης όταν εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του συγκεκριμένου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής και ότι, στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω έγγραφο δύναται να έχει αναδρομικό αποτέλεσμα.

66. Προσθέτω, συναφώς, ότι το ζήτημα αν, εκδίδοντας το έντυπο A1 μετά την υπαγωγή του οικείου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής, ο φορέας που το εξέδωσε παρέβη ενδεχομένως το καθήκον του καλόπιστης συνεργασίας, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ή αν οι εν λόγω αρχές, στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να επικαλεστούν το άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009, δεν επηρεάζει το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εν λόγω εγγράφου (64). Υπενθυμίζεται ότι, αν ένα κράτος μέλος εκτιμά ότι άλλο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ (65).

3. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Επί του αντικειμένου του ερωτήματος και επί των προτεινομένων ερμηνειών

67. Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (66). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό τίθεται μόνο στην περίπτωση που το έντυπο A1 έχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, περιορισμένο δεσμευτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να απαντηθεί το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

68. Εντούτοις, για κάθε περίπτωση, και έχοντας υπόψη ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα εστιάζει στον πυρήνα της διαφοράς μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο της διαφοράς της κύριας δίκης (67), θα εκθέσω εν συνεχεία ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το ερώτημα αυτό.

69. Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, «το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους εικοσιτέσσερις μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» (68). Κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στην υπόθεση της κύριας δίκης, η φράση «το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» αντικαταστάθηκε με τη φράση «το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου» (69).

70. Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο του όρου της μη αντικαταστάσεως και, ιδίως, ως προς το ζήτημα της μη τηρήσεως του όρου αυτού σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου η αντικατάσταση είχε τη μορφή αποσπάσεως όχι από τον ίδιο αλλά από άλλον εργοδότη. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι οι αποσπασμένοι από τη Martimpex-Meat εργαζόμενοι στην πραγματικότητα δεν αντικαθιστούσαν κανέναν εργαζόμενο της εταιρίας αυτής κατά το επίμαχο διάστημα, εντούτοις πιθανότατα αντικαθιστούσαν εργαζομένους της Martin-Meat (70). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν συναφώς ασκεί επιρροή το αν οι δύο εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ) ή αν υφίστανται μεταξύ των εν λόγω εργοδοτών προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ).

71. Όσον αφορά την ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δύο απόψεις υποστηρίχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

72. Κατά την πρώτη προσέγγιση, με την οποία ταυτίζεται η άποψη του ταμείου υγείας του Salzbourg, της Αυστριακής, της Βελγικής, της Τσεχικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως καθώς και της Επιτροπής, ο όρος της μη αντικαταστάσεως δεν επιτρέπει οποιαδήποτε αντικατάσταση των αποσπασμένων εργαζομένων, ανεξαρτήτως του αν οι αποσπάσεις πραγματοποιούνται από τον ίδιο εργοδότη ή από διαφορετικούς εργοδότες. Ως εκ τούτου, ο όρος αυτός δεν τηρείται όταν ο εργοδότης B προβαίνει σε απόσπαση εργαζομένου σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου αυτός να παράσχει εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από τον εργοδότη A, και τούτο ανεξαρτήτως του αν οι δύο εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος ή αν υφίστανται μεταξύ αυτών προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί. Αυτή η ευρεία ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως αντιστοιχεί, mutatis mutandis, στην παρατιθέμενη στον πρακτικό οδηγό της διοικητικής επιτροπής (71).

73. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση, η οποία αντιστοιχεί στη θέση της Alpenrind καθώς και της Ουγγρικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως, πρέπει να προκριθεί στενότερη ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως. Συγκεκριμένα, ο όρος αυτός τηρείται όταν πρόκειται για πραγματοποιούμενες από διαφορετικούς εργοδότες αποσπάσεις, χωρίς συναφώς να έχει σημασία αν οι συγκεκριμένοι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος (72).

74. Οι δύο προσεγγίσεις στηρίζονται σε σαφώς διαφορετικές θεωρήσεις του ζητήματος. Κατά την πρώτη προσέγγιση, ο όρος της μη αντικαταστάσεως πρέπει να εξεταστεί όχι μόνο από τη σκοπιά του κράτους μέλους προελεύσεως αλλά και από τη σκοπιά του κράτους μέλους υποδοχής. Συνεπώς, ο όρος αυτός δεν επιτρέπει να εκτελούνται, κατά διαρκή τρόπο, ορισμένα καθήκοντα ή εργασίες, στο κράτος μέλος υποδοχής, από αποσπασμένους εργαζομένους οι οποίοι δεν υπάγονται στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους.

75. Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται στην πράξη, αφενός, ότι ο εργοδότης B δεν μπορεί να επικαλεστεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 σύστημα, προβαίνοντας σε απόσπαση των εργαζομένων του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παράσχουν μια υπηρεσία, αν ο εργοδότης A είχε προηγουμένως εφαρμόσει το σύστημα αυτό για την παροχή της ίδιας υπηρεσίας εντός αυτού του κράτους μέλους. Αφετέρου, ο αποδέκτης της υπηρεσίας στο κράτος μέλος υποδοχής (δηλαδή, εν προκειμένω, η Alpenrind) δεν μπορεί, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, να προβεί στη σύναψη διαδοχικών και χωριστών συμβάσεων με διαφορετικές επιχειρήσεις με αντικείμενο την παροχή των ίδιων εργασιών από αποσπασμένους εργαζομένους οι οποίοι δεν υπάγονται στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής.

76. Αντιθέτως, η δεύτερη προσέγγιση στηρίζεται στη θεώρηση του ζητήματος από τη σκοπιά του κράτους μέλους προελεύσεως και του εργοδότη που προέβη στην απόσπαση των εργαζομένων. Κατά την προσέγγιση αυτή, όσον αφορά τον εν λόγω εργοδότη, σημασία έχει μόνο το αν υπάρχει ή όχι αντικατάσταση των αποσπασμένων εργαζομένων.

77. Διαπιστώνεται, ευθύς εξαρχής, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε κανένα στοιχείο ως προς το ότι από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει η ύπαρξη απάτης ή καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (73). Επομένως, λαμβάνω ως προκείμενη το ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά τις συγκεκριμένες περιπτώσεις απάτης ή καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος.

78. Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς το ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των εν λόγω εργοδοτών, δηλαδή της Martin-Meat και της Martimpex-Meat, ούτε, στην περίπτωση αυτή, ως προς τη φύση των δεσμών αυτών(74). Εντούτοις, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η σημασία της υπάρξεως τέτοιων δεσμών μεταξύ των εν λόγω εργοδοτών, για την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (75).

79. Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα εξετάσω, πρώτον, το ζήτημα αν, στην περίπτωση που υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των εν λόγω εργοδοτών, ο όρος της μη αντικαταστάσεως, που τίθεται από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεν επιτρέπει σε εργοδότη να προβεί στην απόσπαση εργαζομένου σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου αυτός να παράσχει εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από άλλον εργοδότη (τμήμα 2).

80. Τονίζω ήδη από το σημείο αυτό ότι, κατά τη γνώμη μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, η ευρεία ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως είναι αβάσιμη και ότι ο εργοδότης B έχει την ευχέρεια να προβεί σε απόσπαση, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, σε περίπτωση που ο εργοδότης A έχει προηγουμένως προβεί σε τέτοια απόσπαση.

81. Δεύτερον, θα εξετάσω τα στοιχεία αʹ και βʹ του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, με τα οποία το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν περιστάσεις κατά τις οποίες, αφενός, οι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος και, αφετέρου, υφίστανται μεταξύ αυτών προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί, μπορούν να επηρεάσουν την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Πρώτον, θα εξηγήσω, συναφώς, τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι ο τόπος της έδρας καθενός από τους συγκεκριμένους εργοδότες δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον όρο της μη αντικαταστάσεως (τμήμα 3). Δεύτερον, θα εξετάσω εν συντομία την περίπτωση κατά την οποία υφίστανται μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί (τμήμα 4).

2. Επί της ερμηνείας του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004

1) Επί του συστήματος του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004

82. Οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, στον οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 12, παράγραφος 1, συνιστούν ένα πλήρες και ενιαίο σύστημα κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του οποίου σκοπός είναι η υπαγωγήτων εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα ενός μόνο κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι εξ αυτής δυνάμενες να προκύψουν περιπλοκές (76).

83. Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 διατυπώνει τον γενικό κανόνα συνδέσεως κατά τον οποίο το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος υπόκειται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους (lex loci laboris) (77). Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, εργαζόμενος ο οποίος έχει αποσπαστεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως. Με άλλα λόγια, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει τη δυνατότητα τουεργοδότη να προβεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην απόσπαση των εργαζομένων του σε άλλο κράτος μέλος χωρίς υποχρέωση υπαγωγής των εργαζομένων αυτών στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους.

84. Το εν λόγω άρθρο 12, παράγραφος 1, έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την προαγωγή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών υπέρ των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν το άρθρο αυτό αποστέλλοντας εργαζομένους σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο εντός του οποίου αυτές είναι εγκαταστημένες. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην υπερπήδηση των εμποδίων που μπορούν να δυσχεράνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και, επίσης, στη διευκόλυνση της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως διά της αποφυγής των διοικητικών επιπλοκών, ειδικότερα όσον αφορά τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις (78).

85. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν το ταμείο υγείας του Salzbourg, η Αυστριακή, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εξαίρεση». Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ρητώς από τον τίτλο του, συνιστά ειδικό κανόνα ο οποίος αφορά συγκεκριμένη περίπτωση που δικαιολογεί την εφαρμογή ενός άλλου κριτηρίου συνδέσεως (79). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 (στο οποίο ανάγεται το σημερινό άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004), ότι, «πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, η ανεπιφύλακτη εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ [νυν άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004], [του κανονισμού 1408/71] θα ενείχε τον κίνδυνο να μην αποτρέψει, αλλά, αντιθέτως, να δημιουργήσει, τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για τον εργοδότη και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, διοικητικές περιπλοκές δυνάμενες να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση ασκήσεως του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που αφορά ο εν λόγω κανονισμός […]. Ειδικοί κανόνες για τέτοιου είδους περιπτώσεις προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 14 του κανονισμού 1408/71 [νυν άρθρο 12 του κανονισμού 883/2004]» (80).

86. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ουδείς λόγος συντρέχει να δοθεί στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 ιδιαιτέρως στενή ερμηνεία.

2) Επί του όρου της μη αντικαταστάσεως ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004

87. Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, ο αποσπασμένος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους προελεύσεως, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, ότι ο εργαζόμενος αυτός «δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου».

88. Ο εν λόγω όρος της μη αντικαταστάσεως δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό κείμενο του άρθρου 13, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 3 (στο οποίο ανάγεται το σημερινό άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004), αλλά παρεμβλήθηκε στην εν λόγω διάταξη με τον κανονισμό 24/64/ΕΟΚ (81). Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι «η εφαρμογή του άρθρου 13, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 3 περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων οδήγησε σε ορισμένες καταχρηστικές πρακτικές και συνεπώς επιβάλλεται η αναθεώρηση της διατάξεως αυτής προς ανάσχεση των καταχρήσεων αυτών διατηρουμένης της δυνατότητας των αποσπασμένων εργαζομένων να εξακολουθούν να υπάγονται στη νομοθεσία της χώρας της συνήθους απασχολήσεως».

89. Είμαι της γνώμης ότι από το ιστορικό θεσπίσεως του όρου της μη αντικαταστάσεως συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να καταργήσει, με τον όρο αυτόν, ένα προφανές κενό του κανονισμού 3, συνιστάμενο στο ότι ορισμένοι εργοδότες καταστρατηγούσαν τον σχετικό με τη διάρκεια της αποσπάσεως όρο (82), προβαίνοντας στην αναγκαία ανακύκλωση του αποσπασμένου προσωπικού τους προκειμένου αυτό να εξακολουθήσει να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως όπου οι εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως ήσαν χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες του κράτους μέλους υποδοχής (83). Ο όρος της μη αντικαταστάσεως διατηρήθηκε ακολούθως, χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις, στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και, στη συνέχεια, στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (84).

90. Το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι αν, με την επιβολή του όρου της μη αντικαταστάσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε επίσης να αποτρέψει άλλες καταστάσεις εκτός αυτής στην οποία ο ίδιος εργοδότης προβαίνει σε ανακύκλωση του αποσπασμένου προσωπικού του με σκοπό την καταστρατήγηση του σχετικού με τη διάρκεια της αποσπάσεως όρου, και, ειδικά, αν ο νομοθέτης αυτός είχε την πρόθεση να απαγορεύσει τις διαδοχικές αποσπάσεις από διαφορετικούς εργοδότες.

91. Κατά την άποψή μου, τούτο δεν ισχύει.

92. Πρώτον, δεν εντοπίζω κανένα στοιχείο ούτε στο κείμενο των κανονισμών 3, 1408/71 και 883/2004 ούτε στις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες από το οποίο συνάγεται τέτοια βούληση του νομοθέτη.

93. Μολονότι το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δυνάμει του οποίου ο αποσπασμένος εργαζόμενος δεν μπορεί να «έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου», δεν οδηγεί σε οριστικό συμπέρασμα, εντούτοις φρονώ ότι συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας ότι ο όρος της μη αντικαταστάσεως δεν έχει σκοπό να αποτρέψει τις διαδοχικές αποσπάσεις από διαφορετικούς εργοδότες. Συγκεκριμένα, βάσει της γραμματικής ερμηνείας της, η φράση «έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση» που χρησιμοποιείται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, πλην του γερμανικού κειμένου, συνεπάγεται, κατά την άποψη μου, ότι ο εργαζόμενος αποσπάται από τον εργοδότη με σκοπό να αντικαταστήσει άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο (85).

94. Πάντως, με εξαίρεση την περίπτωση καταχρήσεως δικαιώματος, η απόσπαση στην οποία προβαίνει ο εργοδότης B δεν έχει σκοπό την αντικατάσταση εργαζομένου αποσπασμένου από τον εργοδότη A. Η απόσπαση αυτή αφορά αντιθέτως την παροχή υπηρεσίας εντός του κράτους μέλους υποδοχής. Προσθέτω συναφώς ότι δεν είναι καν βέβαιο ότι ο εργοδότης B είχε γνώση της αποσπάσεως στην οποία είχε προηγουμένως προβεί ο εργοδότης A (86).

95. Περαιτέρω, φρονώ ότι η φράση «έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση» στηρίζει την άποψη ότι ο όρος της μη αντικαταστάσεως πρέπει να εξεταστεί μόνον από τη σκοπιά του εργοδότη που προβαίνει σε απόσπαση του εργαζομένου. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εν λόγω εργοδότης μπορεί να προβεί σε απόσπαση των εργαζομένων του χωρίς υποχρέωση υπαγωγής τους στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους (87). Συναφώς, η διάταξη αυτή προβλέπει τον όρο κατά τον οποίο ο αποσπασμένος εργαζόμενος δεν μπορεί να αποσταλεί (από τον εν λόγω εργοδότη) σε αντικατάσταση άλλου αποσπασμένου. Επομένως, από συντακτικής απόψεως, ο όρος της μη αντικαταστάσεως εκκινεί από τη σκοπιά του εργοδότη που προβαίνει στην απόσπαση του εργαζομένου.

96. Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι δεν υφίσταται «αντικατάσταση» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 όταν ο εργοδότης B προβαίνει σε απόσπαση εργαζομένου για να παράσχει ο τελευταίος εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από τον εργοδότη A. Με άλλα λόγια, εκτιμώ ότι τίποτα δεν εμποδίζει τον εργοδότη B να προβεί στην απόσπαση αυτή. Επομένως, επίσης ο αποδέκτης της υπηρεσίας στο κράτος μέλος υποδοχής έχει τη δυνατότητα να συνάψει διαδοχικές και χωριστές συμβάσεις με διαφορετικές επιχειρήσεις με αντικείμενο την παροχή των ίδιων εργασιών από αποσπασμένους εργαζομένους οι οποίοι δεν υπάγονται στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής.

97. Προσθέτω, συναφώς, ότι αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί ο εργοδότης B σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με εκείνη του εργοδότη A, από το γεγονός και μόνον ότι ο εργοδότης Α ήταν ο πρώτος που άσκησε τη δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 (αρχή της χρονικής προτεραιότητας). Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε θελήσει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Φρονώ, συνεπώς, ότι η ερμηνεία αυτή καταλήγει στην εισαγωγή νέου όρου στην εν λόγω διάταξη ο οποίος δεν προκύπτει από το γράμμα της, πράγμα το οποίο, κατ’ εμέ, αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου των ενδιαφερομένων (88).

98. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό 883/2004, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πλήρη επίγνωση της προβληματικής σχετικά με την αντικατάσταση των αποσπασμένων εργαζομένων, αλλά και των ενδεχόμενων οικονομικών πλεονεκτημάτων που το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού συνεπάγεται για τον εργοδότη και, συνακόλουθα, για τον αντισυμβαλλόμενό του στο κράτος μέλος υποδοχής. Αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε θελήσει να αποτρέψει διαδοχικές αποσπάσεις από διαφορετικούς εργοδότες, αναμφίβολα θα το είχε πράξει με όρους πολύ πιο σαφείς.

99. Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό αποτροπής των καταχρήσεων, εκτιμώ ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να υποτεθεί, γενικώς, ότι πρόκειται για κατάχρηση όταν ο εργοδότης B προβαίνει σε απόσπαση των εργαζομένων του, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, προκειμένου αυτοί να παράσχουν εργασίες τις οποίες προηγουμένως παρείχαν εργαζόμενοι αποσπασμένοι από τον εργοδότη A. Υπενθυμίζω επιπλέον ότι, στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης B δεν γνωρίζει κατ’ ανάγκη ότι έχει προηγηθεί απόσπαση από τον εργοδότη A (89).

100. Τρίτον, είμαι της γνώμης ότι η ευρεία ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως κατά την οποία ο όρος αυτός καλύπτει επίσης τις διαδοχικές αποσπάσεις στις οποίες προβαίνουν διαφορετικοί εργοδότες, δύναται να υπονομεύσει τους σκοπούς που επιδιώκονται με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στην προαγωγή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθώς και στη διευκόλυνση της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως διά της αποφυγής των διοικητικών επιπλοκών, ειδικότερα όσον αφορά τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις (90).

101. Η ευρεία ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως συνεπάγεται, στην πράξη, ότι ο εργοδότης δεν θα είναι ενδεχομένως βέβαιος, κατά τον χρόνο της αποσπάσεως, ως προς το αν η κατάσταση του αποσπασμένου εργαζομένου εμπίπτει ή όχι στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και, επομένως, ως προς το αν ο εν λόγω εργαζόμενος υπάγεται, κατά την απόσπασή του, στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους προελεύσεως ή σε αυτό του κράτους μέλους υποδοχής. Συγκεκριμένα, ο εργοδότης B θεμιτά μπορεί να θεωρήσει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Πάντως, αν στη συνέχεια αποδειχθεί ότι ο αποσπασμένος από τον εργοδότη Α εργαζόμενος παρείχε προηγουμένως τη συγκεκριμένη εργασία εντός του κράτους μέλους υποδοχής, ο εργοδότης B θα πρέπει, σύμφωνα με την εν λόγω ερμηνεία, να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο εργαζόμενος του οποίου στην απόσπαση προβαίνει υπάγεται στο σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής. Τα πράγματα θα έχουν έτσι παρά την ενδεχόμενη έκδοση εντύπου A1 από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους προελεύσεως, με το οποίο βεβαιώνεται η υπαγωγή του εν λόγω εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους (91).

102. Μια τέτοια εξέλιξη ενδέχεται να μεταβάλει σημαντικά τις οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες ο εργοδότης B παρέχει τις υπηρεσίες του εντός του κράτους μέλους υποδοχής (92) και, επιπλέον, να προκαλέσει διοικητικές επιπλοκές για τον εργοδότη B και τον συγκεκριμένο εργαζόμενο σχετικές, μεταξύ άλλων, με την υπαγωγή του εν λόγω εργαζομένου στο σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής, την αναζήτηση των εισφορών που έχουν ήδη καταβληθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως και την ανάκληση του εντύπου A1 από τον φορέα που το εξέδωσε. Θεωρώ ότι η ύπαρξη της αβεβαιότητας αυτής όσον αφορά τον εργοδότη B δεν συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και δύναται να εμποδίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης, σε αντίθεση με τον σκοπό του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

103. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι ο όρος της μη αντικαταστάσεως, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ενός εργοδότη να προβεί στην απόσπαση εργαζομένου, προκειμένου ο τελευταίος να παράσχει εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από άλλον εργοδότη.

104. Χάριν πληρότητας, πρέπει να υπογραμμίσω ότι η ερμηνεία που προτείνω, ως προς το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, διαφέρει από την ερμηνεία της διοικητικής επιτροπής (93). Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης παραμένει ελεύθερος να προβεί σε τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού, αν επιθυμεί να επεκτείνει την εφαρμογή του προβλεπόμενου από τη διάταξη αυτή όρου της μη αντικαταστάσεως, στις διαδοχικές αποσπάσεις στις οποίες προβαίνουν διαφορετικοί εργοδότες. Εντούτοις, εντός του υπάρχοντος νομικού πλαισίου, δεν βλέπω τη βάση για να προκριθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

3. Επί της περιπτώσεως στην οποία οι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ)

105. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η περίσταση κατά την οποία οι συγκεκριμένοι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος μπορεί να επηρεάσει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

106. Κατ’ εμέ, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

107. Πράγματι, από τα προεκτεθείσα ανάλυση δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί διαφοροποίηση αναλόγως του τόπου της έδρας καθενός από τους συγκεκριμένους εργοδότες. Επομένως, εκτιμώ ότι ο όρος της μη αντικαταστάσεως, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εργοδότη να προβεί στην απόσπαση εργαζομένου, προκειμένου ο τελευταίος να παράσχει εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από άλλον εργοδότη, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω εργοδότες έχουν ή όχι την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος.

108. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα, υπό αʹ, ότι, στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, δεν έχει σημασία αν οι συγκεκριμένοι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος.

4. Επί της περιπτώσεως στην οποία υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των εργοδοτών (τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ)

109. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η περίσταση κατά την οποία υφίστανται μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μπορεί να επηρεάσει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

110. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προεκτεθείσα ανάλυση σχετικά με την ερμηνεία του όρου της μη αντικαταστάσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, αφορά την περίπτωση στην οποία δεν υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών(94). Επιπροσθέτως, υπενθυμίζω ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε κανένα στοιχείο ως προς το ότι εν προκειμένω υπάρχουν προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών ούτε, σε τέτοια περίπτωση, ως προς τη φύση των δεσμών αυτών (95).

111. Υπό τις συνθήκες αυτές, περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι, στην περίπτωση που υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών, πρέπει, κατά την άποψή μου, να εξεταστεί αν οι αποσπάσεις στις οποίες προέβησαν οι εν λόγω εργοδότες είχαν ως σκοπό την καταστρατήγηση του όρου της μη αντικαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς κανόνες του δικαίου της Ένωσης και η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να εκτείνεται μέχρι του σημείου να καλύπτει καταχρηστικές πρακτικές των οικονομικών φορέων (96).

112. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε καμία ένδειξη ως προς το ότι τα ενώπιόν του πραγματικά περιστατικά συνιστούν περίπτωση απάτης ή καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (97). Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι παρέλκει η απόφανση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού.

113. Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, ότι, στην περίπτωση που υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών, πρέπει να εξεταστεί αν οι αποσπάσεις στις οποίες προέβησαν οι εν λόγω εργοδότες έχουν ως σκοπό την καταστρατήγηση του όρου της μη αντικαταστάσεως ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

V. Πρόταση

114. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) ως εξής:

1) Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο το έντυπο A1 το οποίο εκδόθηκε από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, και με το οποίο βεβαιώνεται η υπαγωγή του εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αυτού του κράτους μέλους, δυνάμει διατάξεως του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, δεσμεύει δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, άλλου κράτους μέλους.

2) Το έντυπο A1 έχει δεσμευτική ισχύ επίσης σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου η διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως εξέδωσε απόφαση περί ανακλήσεως του εγγράφου αυτού, αλλά ο φορέας που το εξέδωσε δεν προέβη στην ανάκλησή του.

Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που το έγγραφο αυτό εκδόθηκε μετά την υπαγωγή του συγκεκριμένου εργαζομένου στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω έγγραφο δύναται να έχει αναδρομικό αποτέλεσμα.

3) Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή όρος της μη αντικαταστάσεως δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εργοδότη να προβεί στην απόσπαση εργαζομένου σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου αυτός να παράσχει εργασία την οποία προηγουμένως παρείχε εργαζόμενος αποσπασμένος από άλλον εργοδότη, και τούτο ανεξαρτήτως του αν οι συγκεκριμένοι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος.

Ωστόσο, στην περίπτωση που υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ των συγκεκριμένων εργοδοτών, πρέπει να εξεταστεί αν οι αποσπάσεις στις οποίες προέβησαν οι εν λόγω εργοδότες έχουν ως σκοπό την καταστρατήγηση του όρου της μη αντικαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

curia.eu