Δεν καταβάλεται δικαστικό ένσημο στα Ασφαλιστικά Μέτρα

10 Ιανουαρίου, 2013

Η απόφαση με αριθμό 136/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) απορρίπτει ρητά την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (δικαστικού ενσήμου), που ισχύει επί των αγωγών, και στην περίπτωση άσκησης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης “(…) η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο πλην της αγωγής θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον έλληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερεί τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων.  Εξάλλου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής, αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάπτεται με την λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7).  Ειδικότερα δε στην έννοια του κάθε «άλλου δικογράφου» δεν μπορεί να περιληφθεί και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διότι ως εκ της φύσεώς τους δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο. Για το λόγο αυτό εξάλλου είχε εξαιρεθεί ρητά η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής ενσήμου με το ν. ΓΠΟΗ/1912. Τέλος η διάταξη της παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012  είναι αόριστη και άρα ανεφάρμοστη κατά το σκέλος που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους «και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις». Εμφανίζεται έτσι ως προϋπόθεση καταβολής του δικαστικού ενσήμου για κάθε δικόγραφο, αφενός να υποβάλλεται αυτό σε δικαστήριο του Κράτους και αφετέρου να υπόκειται σε ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Ενώ όμως εξειδικεύονται πλήρως στο άρθρο 21 ν. 4055/2012 τα είδη των αγωγών που εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αντίθετα από πουθενά δεν προκύπτει ποιες είναι οι διατάξεις που υποχρεώνουν σε καταβολή ενσήμου κάθε άλλο δικόγραφο. Ως εκ τούτου είναι παραδεκτή η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να υφίσταται ανάγκη καταβολής δικαστικού ενσήμου”. (πηγή: dikastis.blogspot.com)

Read more

Η δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση

10 Ιανουαρίου, 2013

Στην αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης αναφέρεται η υπ’ αρ. 222/2012 απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου Θηβών: «(…) Σύμφωνα με το άρθρο 127 του ΝΔ 3026/1954 «περί Κώδικος των Δικηγόρων» για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση επί αποφάσεως Πρωτοδίκου ή Προέδρου το ελάχιστο όριο αμοιβής είναι 40 δραχμές πολλαπλασιαζόμενη επί του ισχύοντα συντελεστή, ο οποίος με την υπ` αριθμ. 12398/9-2- 1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίσθηκε στις 140 μονάδες. Με την προσθήκη που έγινε στο άρθρο 127 με το άρθρο 23 του ΝΔ 3790/1957, ορίσθηκε ότι «εν πάση περιπτώσει η αμοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωμή ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της……επιταγής οφειλής». Η ορθή ερμηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης είναι ότι ο περιορισμός του 1/4 αφορά τα τιθέμενα από το άρθρο 127 ελάχιστα όρια προκειμένου να προστατευθούν οι μικροοφειλέτες και δεν θέτει ανώτατο όριο αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής. Με την έννοια αυτή ο περιορισμός αφορά οτις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το επιδικαζόμενο ποσό είναι μικρό οπότε εάν η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής υπολογιζόταν βάσει των καθοριζομένων από το άρθρο 127 ήταν δυνατόν να ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση προς την όλη οφειλή. Αν δε η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση υπερβαίνει το ελάχιστο όριο, το Δικαστήριο μπορεί να μειώσει στο προσήκων μέτρο και να ακυρώσει το συγκεκριμένο κονδύλι της επιταγής μόνο για το υπερβάλλον ποσό (βλ. Εφ. Θεσ. 213/1991 ΕλλΔνη 33 σελ. 1280, Εφ. Αθ. 3284/1991 ΕλλΔνη 33 σελ. 884, ΜΠρωτ. Θηβ. 160/2009 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, το ποσό των 150 ευρώ ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής, ουδόλως προκύπτει πως είναι υπερβολικό σε σύγκριση με το αιτούμενο ποσό της επιταγής προς πληρωμή ύψους 20.978,25 ευρώ. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής». (δημοσίευση: τνπ Nomos)

Read more

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1215/2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

21 Δεκεμβρίου, 2012

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις   I (Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 67 παράγραφος 4 και το άρθρο 81 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ) και ε), Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 1 ), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ( 2 ), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Την 21η Απριλίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 3 ). Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, η λειτουργία του εν λόγω κανονισμού είναι γενικά ικανοποιητική, αλλά είναι επιθυμητό να βελτιωθεί η εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του για να διευκολυνθεί περαιτέρω η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, και να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο η πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Δεδομένου ότι πρόκειται να επέλθει σειρά τροποποιήσεων, ο εν λόγω κανονισμός, για λόγους σαφήνειας, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί. (2) Κατά τη συνεδρίασή του στις Βρυξέλλες στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε νέο πολυετές πρόγραμμα με τίτλο «το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» ( 4 ). Στο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε ότι η διαδικασία κατάργησης όλων των ενδιάμεσων μέτρων (της κήρυξης εκτελεστότητας) θα πρέπει να συνεχισθεί κατά την περίοδο που καλύπτεται από το εν λόγω πρόγραμμα. Ταυτόχρονα η κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας θα πρέπει επίσης να συνοδεύεται από σειρά διασφαλίσεων. (3) Η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξωδικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις. Προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά έναν τέτοιο χώρο, η Ένωση πρέπει να θεσπίσει μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, οι οποίες έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. (4) Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος. (5) Οι εν λόγω διατάξεις εμπίπτουν στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).EL 20.12.2012 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 351/1 ( 1 ) ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 78. ( 2 ) Θέση του […]

Read more

ΜονΠρωτ 82/2012, Δεν επιτρέπεται πλειστηριασμός με συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά τις 200 χιλ.ευρώ

14 Δεκεμβρίου, 2012

  Αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα μικρότερες των 200.000 ευρώ. Δεν επιτρέπεται η συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό αυτό. (…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του Ν. 3986/2011 αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου 2011 έως την 1η Δεκεμβρίου 2011 οι πλειστηριασμοί, (σημείωση: η ρύθμιση εφαρμόζεται και για το έτος 2012 σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.4047/2012) οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νομοθέτης με τη θέσπιση της ως άνω διάταξης αποσκοπούσε στην προστασία -ενόψει της βαθύτατης εθνικής οικονομικής κρίσης- των πολιτών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για την εξόφληση των χρεών τους και των δανειοληπτών που δε δύνανται να αντιμετωπίσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3986/2011). Σύμφωνα, λοιπόν, με το πνεύμα του νομοθέτη πρέπει να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη και ως εκ τούτου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται να επισπευθεί πλειστηριασμός για απαίτηση μικρότερη των 200.000 ευρώ από τις τράπεζες, ανεξαρτήτως αν η συνολική τους απαίτηση έναντι του οφειλέτη υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό (βλ. την υπ` αρ. 1/2010 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελεα του ΑΠ και την ΜΠρΡεθ 138/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι κρίσιμο στοιχείο για την επίσπευση του πλειστηριασμού είναι το συνολικό ύψος των οφειλών με δυνατότητα συνένωσης περισσότερων απαιτήσεων του ίδιου δανειστή, που είναι κατώτερες του ποσού των 200.000 ευρώ, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστρατήγηση της ευνοϊκής δικονομικής μεταχείρισης που προβλέπεται υπέρ του οφειλέτη με το ως άνω άρθρο 46 του Ν. 3986/2011. Πρέπει δε, να επισημανθεί ότι δεδομένου του σκοπού του ως άνω νόμου, ήτοι της παροχής ευκαιρίας και χρόνου στους υπερχρεωμένους οφειλέτες να αναδιοργανώσουν και να ρυθμίσουν τη διευθέτηση των οφειλών τους, επιβάλλεται οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού να εφαρμόζονται με το λιγότερο επαχθή για τους οφειλέτες τρόπο, εφόσον βέβαια τούτο δε θίγει τα συμφέροντα τω πιστωτών, το οποίο εν προκειμένω δε συμβαίνει, αφού τηρούνται οι διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, ενώ καίτοι αναστέλλεται η ικανοποίηση των απαιτήσεως της καθ` ης, τούτο γίνεται με σκοπό την ικανοποίησή της μέσω της διευθέτησης των χρεών του ανακόπτοντος. (δημοσίευση: τνπ Nomos)

Read more

Ειρ.Βερ.6/2011,Στεγαστικό δάνειο: αδιαφανείς όροι εις βαρος του δανειολήπτη

13 Δεκεμβρίου, 2012

 Σύμβαση στεγαστικού δανείου και όρος μονομερούς διαμόρφωσης του επιτοκίου, χωρίς την πρόβλεψη ειδικών ευλόγων για τον καταναλωτή κριτηρίων.  Η αρχή της διαφάνειας, ως θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, έχει ως εκφάνσεις της τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων της σύμβασης, τόσο ως προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Οι αδιαφανείς ρήτρες αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση και δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής, οδηγώντας σε διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (2 παρ. 6 ν. 2251/1994). Επικουρική φύση της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού.(περίληψη περιοδικό Αρμενόπουλος)   (…)Το δίκαιο των ΓΟΣ καταναλωτή διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει δύο εκφάνσεις. Τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Η σαφήνεια αφορά τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας στα δικαιώματα δηλαδή και στις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Για το λόγο αυτόν ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Iδιαίτερα οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ευκρινείς. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, πρέπει ο καταναλωτής να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την υποχρέωση που αναλαμβάνει ως προς την επιβάρυνση της πρόωρης εξόφλησης (ΑΠ 430/2005, ΕφΑΘ 5253/2003 δημοσίευση Νόμος). Η διαφάνεια και σαφήνεια πρέπει να υπάρχει τόσο προς την αιτία της παροχής όσο και ως προς το περιεχόμενο της. Η διαφάνεια αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Με αυτήν τη έννοια πρέπει να προκύπτει από τον ΓΟΣ ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη, το τελικό ύψος της επιβάρυνσης του αλλά και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή. Στην αιτία της επιβάρυνσης ανήκει κατά κύριο λόγο και η αποσαφήνιση αν το ποσό αφορά αποκατάσταση ζημίας ή αν αφορά αντίτιμο – ανταμοιβή για παροχή της τράπεζας. (Nomos/ ΑΡΜ 2011/1532, ΑΡΜ 2011/1860)

Read more

ΑΠ 326/12, Έγκλημα της απλής δυσφημήσεως κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από συκοφαντική δυσφήμηση -εξύβριση- στοιχεία που απαιτούνται για την θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως

13 Δεκεμβρίου, 2012

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 εδ. α’ του ΠΚ, “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως, απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο, επιτήδειο) κατ’ αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε τέτοιο βλαπτικό της τιμής ή της υπόληψης ισχυρισμό ή διάδοση. Δεν απαιτείται γνώση της αναλήθειας, ενώ η πεποίθηση του δράστη περί την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος δεν αποκλείει τον δόλο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ, “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης, προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από το δράστη γραπτά ή προφορικά, για κάποιον άλλον, λέξεις ή φράσεις που, κατά την κοινή αντίληψη, περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γι’ αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή άλλου. Περαιτέρω, αν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της δυσφημήσεως, για το οποίο κατηγορείται ο δράστης, γιατί αυτά που ισχυρίστηκε αυτός για τον παθόντα δεν αποτελούν γεγονότα, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει μήπως υπάρχει εξύβριση, για την οποία και πρέπει να τον καταδικάσει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το…, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απλής δυσφημήσεως (κατά μετατροπή της κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμηση) σε βάρος του…, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, […]

Read more

Υπόθεση C- 461/10, Επεξεργασία δεδομένων μέσω Διαδικτύου – Προσβολή αποκλειστικού δικαιώματος – Ακουστικά βιβλία των οποίων η πρόσβαση κατέστη δυνατή από διακομιστή FTP μέσω Διαδικτύου με διεύθυνση ΙΡ χορηγηθείσα από τον φορέα παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου – Διαταγή προς τον φορέα παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου να κοινοποιήσει το όνομα και τη διεύθυνση του χρήστη της διευθύνσεως IP

9 Δεκεμβρίου, 2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2011, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: –        οι Bonnier Audio AB, Earbooks AB, Norstedts Förlagsgrupp AB, Piratförlaget AB και Storyside AB, εκπροσωπούμενες από τους P. Danowsky και O. Roos, advokater, –        η Perfect Communication Sweden AB, εκπροσωπούμενη από τους P. Helle και M. Moström, advokater, –        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Falk και C. Meyer-Seitz, –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και K. Havlíčková, –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Palmieri και C. Colelli, επικουρούμενους από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato, –        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Borkoveca και K. Krasovska, –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και K. Simonsson, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 5 και 11 της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (EE L 105, σ. 54), καθώς και του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (EE L 157, σ. 45, και διορθωτικό EE L 195, σ. 16). 2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Bonnier Audio AB, Earbooks AB, Norstedts Förlagsgrupp AB, Piratförlaget AB και Storyside AB (στο εξής, από κοινού: Bonnier Audio κ.λπ.), αφενός, και της εταιρείας Perfect Communication Sweden AB (στο εξής: ePhone), αφετέρου, σχετικά με την ανακοπή που προέβαλε η τελευταία αυτή κατά αιτήσεως εκδόσεως διαταγής περί κοινοποιήσεως στοιχείων την οποία υπέβαλαν οι Bonnier Audio κ.λπ. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης Οι διατάξεις σχετικά με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας 3        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48 ορίζει τα εξής: «1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και κατόπιν αιτιολογημένου και αναλογικού αιτήματος του προσφεύγοντος, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για την προέλευση και για τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών, που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, από τον παραβάτη και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο: α)      βρέθηκε να κατέχει τα παράνομα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β)      βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ)      διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος ή δ)      υποδείχθηκε, από το πρόσωπο των στοιχείων α΄, β΄ ή γ΄, ως εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή διανομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών. 2.      Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α)      τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής, β)      πληροφορίες για τις ποσότητες που παρήχθησαν, κατασκευάστηκαν, παραδόθηκαν, παραλήφθηκαν ή παραγγέλθηκαν, […]

Read more

Υπόθεση C-457/10P, Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Καταχρηστική προσφυγή για συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασιας – Παραπλανητικές δηλώσεις – Εμπόδια στη διάθεση γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και στις παράλληλες εισαγωγές

9 Δεκεμβρίου, 2012

Στην υπόθεση C‑457/10 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, AstraZeneca AB, με έδρα το Södertälje (Σουηδία), AstraZeneca plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενες από τους M. Brealey, QC, M. Hoskins, QC, D. Jowell, barrister, και την F. Murphy, solicitor, αναιρεσείουσες, όπου οι λοιποί διάδικοι είναι: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, É. Gippini Fournier και J. Bourke, καθής πρωτοδίκως, η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την M. Van Kerckhove, advocaat, παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), E. Levits, J.-J. Kasel και M. Safjan,, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Mazák γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιανουαρίου 2012, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2012, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η AstraZeneca AB και η AstraZeneca plc ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Ιουλίου 2010, T-321/05, AstraZeneca κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑2805, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά το μεγαλύτερο μέρος της την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2005) 1757 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2005, σχετικά με διαδικασία [εφαρμογής] του άρθρου 82 [ΕΚ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/A.37.507/F3 – AstraZeneca, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επιβάλει στις εταιρίες αυτές πρόστιμο συνολικού ποσού 60 εκατομμυρίων ευρώ λόγω καταχρήσεως του καθεστώτος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των διαδικασιών διαθέσεως στο εμπόριο φαρμακευτικών προϊόντων προκειμένου να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την είσοδο ανταγωνιστικών γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και να παρεμποδίσουν το παράλληλο εμπόριο. 2        Η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA) (στο εξής: EFPIA) άσκησε ανταναίρεση υποστηρίζοντας το αίτημα αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. 3        Η Επιτροπή άσκησε επίσης ανταναίρεση με αίτημα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον ακύρωσε εν μέρει και μεταρρύθμισε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το νομικό πλαίσιο Η οδηγία 65/65/ΕΟΚ 4        Η οδηγία 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 25), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε, στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, ότι «κανένα φαρμακευτικό προϊόν δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας [στο εξής: ΑΚΑ] από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού». 5        Το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα πληροφοριακά στοιχεία και τα έγγραφα που ο υπεύθυνος για τη διάθεση φαρμακευτικών προϊόντων στην αγορά καλείται να συνυποβάλει με την αίτηση χορηγήσεως ΑΚΑ. Κατά το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, σημείο 8, της εν λόγω οδηγίας απαιτείται να υποβληθούν τα εξής στοιχεία: «Αποτελέσματα των: –      φυσικο-χημικών, βιολογικών ή μικροβιολογικών, –      φαρμακολογικών και τοξικολογικών, –      κλινικών, δοκιμών. Ωστόσο, και με την επιφύλαξη του δικαίου που διέπει την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής […]

Read more

ΑΠ 1145/2012, Άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας-απαιτείται κοινοποιήση της σχετικής αγωγής εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας- νόμιμη απόλυση εργαζομένων που φέρουν την ιδιότητα του συνδικαλιστικού οργάνου

9 Δεκεμβρίου, 2012

1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/55 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής “για λόγους μη ουσιαστικούς” νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που δεν συνδέονται με το υποστατό της αξίωσης, αλλά ανάγονται σε δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο, όπως συμβαίνει και όταν η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη. Ως “έγερση και πάλι” νοείται η εκ νέου άσκηση αγωγής, στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Η εκ νέου άσκηση, προκειμένου περί αγωγής για την οποία ο νόμος καθιερώνει παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία βραχύτερη των έξι μηνών, πρέπει να γίνει μέσα στο βραχύτερο αυτό χρόνο από την απόρριψη της προηγούμενης (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 404/2008). Η νέα αγωγή μπορεί να ασκηθεί και πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 2074/2007). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ότι με το 4995/16-2-2007 έγγραφο της εναγομένης…(ήδη αναιρεσείουσας) ανακοινώθηκε προς τον ενάγοντα υπάλληλο αυτής (ήδη αναιρεσίβλητο) ότι με την 159/14-2-2007 απόφαση του…της ΠΑΣΕΓΕΣ είχε επικυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης, που είχε επιβληθεί στον ενάγοντα αρμοδίως από το…της εναγομένης και ότι η εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής επρόκειτο να αρχίσει από 21-2-2007. Ότι ο ενάγων δεν αποδέχθηκε τα ανωτέρω και άσκησε ενώπιον του…126/9-5-2007 αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 11-5-2007. Ότι στην αγωγή εκείνη, κατ’ ορθή εκτίμηση του όλου περιεχομένου αυτής, αναφερόταν ότι η εναγομένη με τις ανωτέρω ενέργειές της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη αφ’ ενός μεν ως παράνομη, διότι ο ενάγων ήταν συνδικαλιστής και δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 και αφ’ ετέρου ως καταχρηστική, διότι έγινε για λόγους εκδικήσεως […]

Read more

ΑΠ 875/2012, Σύμβαση εργολαβίας-αναγκαιότητα τήρησης μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών-ευθύνη προστηθέντος-αξίωση αποζημιώσεως-ένσταση συνυπαιτιότητας-απορρίπτει την αναίρεση

9 Δεκεμβρίου, 2012

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά μεν το άρθρο 914…όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 922 του ίδιου κώδικα ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία) που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691…προκύπτει ότι γενικώς ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτόν προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος, αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται προστηθείς …1328/2010). Είναι δε αδιάφορος ο τρόπος παροχής των οδηγιών και εντολών του προστήσαντος, οι οποίες μπορεί να παρέχονται και μέσω τρίτου προσώπου που έχει ορισθεί από τον προστήσαντα, όπως είναι και ο επιβλέπων μηχανικός στις οικοδομικές εργασίες, αρκεί ο προστηθείς να υποχρεούται στην εκτέλεσή τους …1876/1999). Περαιτέρω κατά το άρθρο 300 εδ.α…αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 ν.1396/1983 “1. Σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ’ έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι. 2. Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λάβει όλα τα μέτρα τα οποία του υποδεικνύει εγγράφως ο επιβλέπων το έργο και να τα διατηρεί αναλλοίωτα καθόλη τη διάρκεια της διακοπής. 3. Πριν από την έναρξη των εργασιών που διακόπηκαν ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει εγγράφως τον επιβλέποντα το έργο”. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου νόμου “Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο αρθρ. 7 του νόμου αυτού και αφορούν στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας που ορίζεται στο αρθρ. 6 του παρόντος, εφόσον αφορά στο τμήμα του έργου το οποίο έχουν αναλάβει”. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση […]

Read more