ΜΠρ Θεσσ 4842/2013 – Λύση της Ο.Ε. με δικαστική απόφαση εξαιτίας ”σπουδαίου λόγου” / Σε τι συνίσταται ο ”σπουδαίος λόγος” ; / Ν. 4072/2012 και δυνατότητα αποκλεισμού εταίρου αντί για λύση της Ο.Ε.

6 Οκτωβρίου, 2013

Περίληψη: Ομόρρυθμη εταιρία – Λύση με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος – Εκκαθάριση – Αποκλεισμός εταίρου -. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας. Η ύπαρξή του θα πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Αυτές οι επιπτώσεις είναι απαραίτητο να παρουσιάζουν το στοιχείο της μονιμότητας και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Επίσης, ο σπουδαίος λόγος πρέπει κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο. Αν οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, κατά το οποίο εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης, οι διατάξεις των άρθρων 777 επ. ΑΚ για την εταιρία. Αν δεν υπάρχει άλλη συμφωνία των εταίρων, η εκκαθάριση διενεργείται από όλους τους εταίρους, οι οποίοι ενεργούν από κοινού και καλούνται πλέον εκκαθαριστές. Αν οι εταίροι δεν συμφωνούν στο πρόσωπο του εκκαθαριστή, ο κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο τον διορισμό του εκκαθαριστή. Διατυπώσεις διορισμού δικαστικού εκκαθαριστή. Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρίας κατ’ άρθρο 259 παρ. 1 περ. δ’ ν. 4072/2012, το Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, αντί της λύσης της εταιρίας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου (άρθρο 263 ν. 4072/2012). Οι εταιρικές υποχρεώσεις, η παράβαση των οποίων παρέχει το δικαίωμα αποκλεισμού του εταίρου, εφόσον υπάρχει υπαιτιότητα ως προς την παράβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλονται από την εταιρική σύμβαση ή τον νόμο. ΜονΠρΘεσ 4842/2013 Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται: 1) η με αριθμό κατάθεσης 28180/2012 αίτηση των: 1) … του …, 2) … του … κατά του … του … και 2) η με αριθμό κατάθεσης 21774/2012 αίτηση του … του … κατά των: 1) … του …, 2) … του …, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη ότι διεξάγονται ανάμεσα στους αυτούς διαδίκους, δικάζονται με την ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους αφενός μεν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 31, 246 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 259, 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρία λύεται με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου όσο και την ορισμένου χρόνου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της διατήρησης της επιχείρησης και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται, επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθη άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας. Αυτή η οργάνωση θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση […]

Read more

Ειρ Λαυρίου 105/2013 – Απροειδοποίητη αποχώρηση μισθωτή και υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων και δαπανών κατανάλωσης ρεύματος – ύδατος

6 Οκτωβρίου, 2013

Περίληψη: Μισθωτικές διαφορές – Μίσθωση κατοικίας – Αποχώρηση μισθωτή χωρίς προειδοποίηση – Υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων -. Προφορική σύμβαση μίσθωσης διαμερίσματος. Αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς να έχει καταβάλει τα μισθώματα και τις δαπάνες κατανάλωσης ρεύματος-ύδατος. Αποδοχή αγωγής εκμισθωτή για καταβολή των άνω κονδυλίων. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 105/2013 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ Ειρηνοδίκης η Μαρία Κουβαρά. Γραμματέας ο Παντελής Πλατανησιώτης. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο της μεταβατικής του έδρας, στην Κερατέα Αττικής στις 7 Ιανουαρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Γ.Β. του Χ., κατοίκου Κερατέας Αττικής, οδός ……… αριθμ. …, που στο δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πληρεξούσιο Δικηγόρο του Νεκτάριο Παππά. ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Β.Σ., 2) Τ.Σ., 3) Α.Σ. και 4) Γ.Σ., κατοίκων όλων Κερατέας Αττικής, θέση ………, από τους οποίους οι 1ος, 2η, και 3ος παρουσιάστηκαν αυτοπροσώπως, ο δε τέταρτος ήταν απών. Ο ενάγων με την με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2012 (αριθμός πράξεως καταθέσεως 28/2012) αγωγή του και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Για τη συζήτηση της παραπάνω υπόθεσης, ύστερα από δύο (2) αναβολές στις 28-9-2012 και 5-11-2012, ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή. Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφτηκε κατά το Νόμο Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι ο ενάγων συνήψε με τον α’ εναγόμενο προφορικά σύμβαση μίσθωσης ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται στην Κερατέα Αττικής επί της οδού Σ. αρ. 87, στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας και αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τρεις κρεβατοκάμαρες και δύο χώλ, συνολικής επιφάνειας 110 τμ, έναντι μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ, ότι παρότι ο α’ εναγόμενος έκανε χρήση το μισθίου ακινήτου από 1-1-2012 μέχρι 20-4-2012, που αποχώρησε από το μίσθιο, χωρίς να καταβάλει τα αναλογούντα στον μισθωτικό χρόνο μισθώματα. Επίσης ισχυρίζεται ότι οφείλει πλέον των τεσσάρων μισθωμάτων και τη δαπάνη κατανάλωσης ρεύματος από 480 ευρώ και ύδατος 70 ευρώ. Γι’ αυτό ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν αλληλέγγυα καθένας ολόκληρο το ποσό των (4 X 350 + 480 + 70) 1.950 ευρώ με νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβαρυνθούν οι εναγόμενοι με τα δικαστικά έξοδα. Στην αγωγή δεν περιγράφονται στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης των β’, γ’ και δ’ εναγομένων, συνεπώς η αγωγή ως προς αυτούς πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 118 Κ.Πολ.Δ. Η αγωγή αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1β και 29 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ Κ.Πολ.Δ, είναι νόμιμη κατ’ άρθρα 574, 361, 346 ΑΚ, 910 και 176 Κ.Πολ.Δ, καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη για το παραδεκτό της συζήτησης, το ανάλογο δικαστικό ένσημο και προεισπράχθηκε η δικηγορική αμοιβή, συνεπώς η αγωγή πρέπει να εξετασθεί από ουσιαστική άποψη. Από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και των εγγράφων που προσκομίσθηκαν προέκυψε κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι ο ενάγων έχει εκμισθώσει στον εναγόμενο ένα διαμέρισμα, που βρίσκεται στην Κερατέα Αττικής επί της οδού Σ. αρ. 87, στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας και αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τρεις κρεβατοκάμαρες και δύο χώλ, συνολικής επιφάνειας 110 τμ, έναντι μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ. Η μίσθωση άρχισε την […]

Read more

AΠ 486/2012: Πτώχευση ή ανάκληση άδειας ασφαλιστικής εταιρίας

5 Αυγούστου, 2013

  Πτώχευση ή ανάκληση άδειας ασφαλιστικής εταιρίας στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας υπεισέρχεται αυτοδικαίως το Επικουρικό Κεφάλαιο. «…Επειδή κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ. ικανός να είναι διάδικος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κατά δε το άρθρο 61 Α.Κ. ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει προσωπικότητα και να καταστεί νομικό πρόσωπο, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος. Ειδικότερα προκειμένου περί ανώνυμης εταιρίας σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920 η εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώρηση στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιριών της διοικητικής απόφασης για τη σύσταση της εταιρίας και την έγκριση του καταστατικού της, παύει δε να υπάρχει με την καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της. Εξάλλου κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση ενόψει και του άρθρου 313 παρ. 1 στ. δ’ του ίδιου κώδικα κατά το οποίο δύναται να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως, αν εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη κατ’ ανυπάρκτου προσώπου, κατά δε το άρθρο 558 του ίδιου κώδικα, η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους ή των κληροδόχων τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται, ότι είναι απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως που απευθύνεται εναντίον νομικού προσώπου, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε πλέον αυτοδικαίως εκ του νόμου άλλο νομικό πρόσωπο (βλ. Ολ.Α.Π. 27/1987). Περαιτέρω ορίζεται από την παρ. 4 του άρθρ. 25 του Κ.Ν. 489/1976 ότι “από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο (Ν.Π.Ι.Δ.) υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες, συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικό Κεφάλαιο”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι όταν επέλθει κατά νόμο ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως η τελευταία καθόσον αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που πηγάζουν από τις προαναφερόμενες συμβάσεις παύει να υπάρχει και στη θέση της υπεισέρχεται αυτοδικαίως το Επικουρικό Κεφάλαιο. Αν λοιπόν στη δίκη ενώπιον του Εφετείου υπήρξε διάδικος ως εναγόμενη η ασφαλιστική επιχείρηση και μετά την έκδοση της αποφάσεως από το Εφετείο επήλθε οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, η αίτηση αναιρέσεως από τον νομιμοποιούμενο διάδικο δεν μπορεί να απευθύνεται κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, αλλά πρέπει να απευθύνεται κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου που είναι εκ του νόμου καθολικός αυτής διάδοχος, εκτός αν ο αναιρεσείων αγνοεί την επελθούσα αυτή μεταβολή, οπότε η αναιρετική δίκη διεξάγεται έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να καλείται στη σχετική δίκη (ΑΠ 1755/2002)». (areiospagos.gr)

Read more

ΑΠ 330/2010: Πότε υπάρχει κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας και άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου

4 Αυγούστου, 2013

Η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό. Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΠ 330/2010). Με την παραπάνω έννοια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων ΕΠΕ σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική και ΕΠΕ, βλ. άρθρ. 47α παρ. 2 Ν. 2190/ 1920, 41 παρ. 2 Ν. 959/1979, ΠΔ 273/1993), η οποία και διατηρεί κατ’ αρχήν την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Επίσης, η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσης και λειτουργούσας ανωνύμου εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων. Συνεπώς δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όμως όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη […]

Read more

Mον.Πρωτ.Χανίων 3/2013: Αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

1 Αυγούστου, 2013

  “(…)Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφαση του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεση της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Άλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου – Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών […]

Read more

ΟλΑΠ 624/1972: Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου ο ενάγων μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα (αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση) κατά της απορριπτικής απόφασης

23 Ιουλίου, 2013

Σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν. Γ ΠΟΝ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4189/1961, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται. Η λύση αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη με την διάταξη του άρθρου 672 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται επί αυτοκινητικών διαφορών (681 Α΄ ΚΠολΔ) , κατά την οποία αν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, καθόσον αυτή αφορά την ερημοδικία, που επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής εξόδων και τελών της δίκης – δικαστικού ενσήμου (πλασματική ερημοδικία), αλλά, λόγω μη εμφανίσεως ή μη προσηκούσης εμφανίσεως κάποιου διαδίκου (ΟλΑΠ 642/1970 ΝΟΒ 18,971, ΑΠ 1567/1999 ΕΕργΔ 2001.82, ΕφΑθ 1589/2005 ΕλΔνη 47.241). Ο ενάγων, που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί, εκτός από αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας (Σ. Ματθίας σε ΕλΔνη 36, 11), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής (άρθρο 513 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ). Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως, όταν αποδεικνύεται με την καταβολή δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και νέα συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου ο ενάγων δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθ. 3 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ η έφεση, εκδ. 1993, σελ. 83-84, ΟλΑΠ 624/1972 ΝΟΒ 21,21, ΕφΑθ 1589/2005 όπ.π.). inlaw

Read more

ΜονΠρωτ 82/2012: Δεν επιτρέπεται πλειστηριασμός με συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά τις 200 χιλ.ευρώ

22 Ιουλίου, 2013

Αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα μικρότερες των 200.000 ευρώ. Δεν επιτρέπεται η συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό αυτό. (…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του Ν. 3986/2011 αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου 2011 έως την 1η Δεκεμβρίου 2011 οι πλειστηριασμοί, (σημείωση: η ρύθμιση εφαρμόζεται και για το έτος 2012 σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.4047/2012) οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νομοθέτης με τη θέσπιση της ως άνω διάταξης αποσκοπούσε στην προστασία -ενόψει της βαθύτατης εθνικής οικονομικής κρίσης- των πολιτών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για την εξόφληση των χρεών τους και των δανειοληπτών που δε δύνανται να αντιμετωπίσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3986/2011). Σύμφωνα, λοιπόν, με το πνεύμα του νομοθέτη πρέπει να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη και ως εκ τούτου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται να επισπευθεί πλειστηριασμός για απαίτηση μικρότερη των 200.000 ευρώ από τις τράπεζες, ανεξαρτήτως αν η συνολική τους απαίτηση έναντι του οφειλέτη υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό (βλ. την υπ` αρ. 1/2010 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελεα του ΑΠ και την ΜΠρΡεθ 138/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι κρίσιμο στοιχείο για την επίσπευση του πλειστηριασμού είναι το συνολικό ύψος των οφειλών με δυνατότητα συνένωσης περισσότερων απαιτήσεων του ίδιου δανειστή, που είναι κατώτερες του ποσού των 200.000 ευρώ, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστρατήγηση της ευνοϊκής δικονομικής μεταχείρισης που προβλέπεται υπέρ του οφειλέτη με το ως άνω άρθρο 46 του Ν. 3986/2011. Πρέπει δε, να επισημανθεί ότι δεδομένου του σκοπού του ως άνω νόμου, ήτοι της παροχής ευκαιρίας και χρόνου στους υπερχρεωμένους οφειλέτες να αναδιοργανώσουν και να ρυθμίσουν τη διευθέτηση των οφειλών τους, επιβάλλεται οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού να εφαρμόζονται με το λιγότερο επαχθή για τους οφειλέτες τρόπο, εφόσον βέβαια τούτο δε θίγει τα συμφέροντα τω πιστωτών, το οποίο εν προκειμένω δε συμβαίνει, αφού τηρούνται οι διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, ενώ καίτοι αναστέλλεται η ικανοποίηση των απαιτήσεως της καθ` ης, τούτο γίνεται με σκοπό την ικανοποίησή της μέσω της διευθέτησης των χρεών του ανακόπτοντος. (δημοσίευση: τνπ Nomos) 

Read more

Eφ.Θεσ/νίκης 92/2013: Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος οφειλέτη Τράπεζας ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία

20 Ιουλίου, 2013

Eφ.Θεσ/νίκης 92/2013: Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος οφειλέτη Τράπεζας ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Κρίση ότι το δικαίωμα ασκήθηκε πρόωρα. Δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής. «(…) Η καθ` ης (τράπεζα) αποδέχθηκε την πρόταση αυτή για διακανονισμό της οφειλής με απόφαση του συμβουλίου της, αξιώνοντας την άμεση καταβολή ποσού 2.300 € και κατόπιν την εβδομαδιαία καταβολή ποσού 800 €, όπως αποδεικνύεται από την από 22-6-09 έγγραφη απάντησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα τηναμέσως επόμενη ημέρα, τάσσοντας της συγχρόνως πενθήμερη προθεσμία για να υλοποιηθεί η έγκριση του διακανονισμού, διαφορετικά θα προχωρούσε σε έναρξη δικαστικών ενεργειών, η αποτροπή των οποίων επιδιώκονταν με τη σύναψη της συμφωνίας του διακανονισμού. Μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία ολοκληρώθηκε η συμφωνία μεταξύ των μερών, για τη ρύθμιση του χρέους και στα πλαίσια αυτής και προς υλοποίηση των όρων της η ανακόπτουσα εταιρεία συμμορφούμενη απολύτως σ` αυτούς κατέβαλε στις 2-7-09 το ποσό των 2300 ευρώ, το οποίο έλαβε χωρίς επιφύλαξη η καθ` ης τράπεζα, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι ήθελε να εμμείνει στην τήρηση της συμφωνίας και τα αποτελέσματα της, παρά την ολιγοήμερη καθυστέρηση (εννέα ημέρες αντί της ταχθείσας εκ μέρους της πενθήμερης προθεσμίας) αφού ούτως ή άλλως η συμφωνία είχε μεταξύ των διαδίκων μερών «κλείσει» προγενέστερα. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα κατέβαλλε σε τακτά χρονικά διαστήματα το ποσό το 800 ευρώ, δόσεις τις οποίες εισέπραττε κάθε φορά η καθ` ης αδιαμαρτύρητα και χωρίς επιφύλαξη. Παρά ταύτα, η καθ` ης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων κατέθεσε την 1-7-09 την από 19-6-09 αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ενόσω δηλ. η περί διακανονισμού συμφωνία ήταν ενεργής και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και κατά τη διάρκεια των περιοδικών καταβολών εκ μέρους της ανακόπτουσας, αφού αυτή την τελευταία δόση την κατέβαλε στις 20-8- 09, αγνοώντας ότι είχε ήδη εκδοθεί η ανακοπτομένη, καθώς όπως καταθέτει ο μάρτυράς της – σύζυγος της νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας, έλαβε γνώση για πρώτη φορά με την επίδοση της προς αυτήν (3-9-09) σε αντίθεση με την κατάθεση της μάρτυρος της καθ` ης- υπαλλήλου της, η οποία αορίστως αναφέρει ότι η ανακόπτουσα ήταν ήδη ενημερωμένη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς να καταθέτει παράλληλα και το ακριβές χρονικό σημείο της πληροφόρησης της. Επομένως, το δικαίωμα που άσκησε η καθ` ης προς ικανοποίηση της απαίτησης της από τις προαναφερόμενες επιταγές με την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτομένης ασκήθηκε εκ μέρους της πρόωρα, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (1-7-09) υποβολής της αίτησης αλλά και έκδοσης της διαταγής πληρωμής (3-7-09) δεν είχε εκπνεύσει η προθεσμία, που παρείχε στην ανακόπτουσα προς πληρωμή του χρέους εξ αυτών, αντίθετα ήταν σε ισχύ παράγουσα έννομα αποτελέσματα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τη μη δικαστική επιδίωξη τους, αποκλείοντας αυτήν από τη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης είσπραξης των επίδικων επιταγών. Δε διαφοροποιεί εξάλλου την κρίση του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός της ότι όσον αφορά στις πρώτες τουλάχιστον των ανωτέρω επιταγών ελλόχευε ο κίνδυνος της παραγραφής, τον οποίον όφειλε να είχε συνεκτιμήσει η ίδια κατά την κατάρτιση της συμφωνίας και των όρων της περί σταδιακής εξόφλησης του χρέους, πλέον του ότι ο χρόνος παραγραφής διακόπτονταν με την αναγνώριση της οφειλής δια της καταβολής των περιοδικών δόσεων, ενώ σε […]

Read more

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ 425/2012 – Κανονισμός 2201/2003 Συναινετικό διαζύγιο με στοιχεία αλλοδαπότητας

16 Ιουλίου, 2013

    Οι αιτούντες το συναινετικό διαζύγιο έχουν ο μεν την ελληνική ιθαγένεια, η δε την γεωργιανή ιθαγένεια και μετά το πολιτικό γάμο τον οποίο τελέσαν στη Γεωργία εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο όπου και βρισκόταν η τελευταία κοινή συνήθης διαμονή τους.   “Για την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον η τελευταία συνήθης διαµονή των αιτούντων ήταν η Ρόδος, σύµφωνα και µε το άρθρο 3 §1 α περ. ί) του Κανονισµού 2201/2003 . Περαιτέρω εφαρµοστέο δίκαιο για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης διαζυγίου των αιτούντων είναι το ελληνικό δίκαιο, σύµφωνα µε το άρθρα 16 και 14 ΑΚ, καθόσον οι διάδικοι δεν έχουν κοινή ιθαγένεια και η τελευταία κατά τη διάρκεια του γάµου κοινή συνήθης διαµονή αυτών υπήρξε η Ρόδος. Εποµένως η αίτηση παραδεκτά και αρµοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Κανονισµού (ΕΚ) 2201/ 2003 του Συµβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003, σε συνδυασµό µε τα άρθρα 22, 39 και 739 επ ΚΠολΔ, και 121 ΕισΝΑΚ, και είναι νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 14, 16, 1438 και 1441 του ΑΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 3 του ν.4055/2012 και έχει εφαρµογή και εν προκειµένω σύµφωνα µε το άρθρο 110 §1 του ιδίου νόμου.”

Read more

ΕιρΑθ 599/12, ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ

16 Ιουλίου, 2013

ΕιρΑθ 599/Φ1900/2012 [Απόρριψη αίτησης ως εκπρόθεσμης] (παρατ. Α. Κρητικός) Υπαγωγή υπερχρεωμένου οφειλέτη στη ρύθμιση του Ν 3869/2010. Ο οφειλέτης δεν έχει ευχέρεια επιλογής των χρεών που εντάσσει στη ρύθμιση του νόμου. Η μη υπαγωγή στη ρύθμιση κάποιου χρέους εκ δανείου που συνεχίζει να εξυπηρετεί ο οφειλέτης παρέχει στους δανειστές τη δυνατότητα να προβάλουν κατά της αιτήσεως του οφειλέτη προς ρύθμιση των χρεών του την ένσταση κατά την ΑΚ 281. Βασιμότητα της τελευταίας και απόρριψη της αιτήσεως. Διατάξεις: άρθρα 281 ΑΚ, 4, 8 Ν 3869/2010 […] Με τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, αφενός μεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται επεξήγηση ή συμπλήρωση, αφετέρου δε ορίζεται ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτόν αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης. Εκ του λόγου αυτού παρέπεται 1) ότι, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων και αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη (βλ. ΑΠ Ολ 30/1997) και 2) ο διάδικος που έχει παρασταθεί νομίμως κατ’ αυτήν, αλλά ερημοδικεί στην επαναλαμβανόμενη, θεωρείται παρών και δικάζεται κατ’ αντιμωλία (ΕφΘεσ 2976/2005 Αρμ 2008,1465, ΕφΑθ 309/2002 ΕλλΔνη 44,1385, ΜΠρΘεσ 32393/2010 Δνη 2011,598). Στην προκείμενη περίπτωση η δεύτερη και τρίτη των καθών οι οποίες παραστάθηκαν νομότυπα στη δικάσιμο της 8.11.2011 (βλ. πρακτικά δίκης), κατά τη συζήτηση της υπόθεσης της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, δεν εμφανίστηκαν στην παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία επαναλήφθηκε η συζήτηση, παρά το γεγονός ότι κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προς τούτο. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, πρέπει να θεωρηθούν ως δικαζόμενοι κατ’ αντιμωλία. Ο οφειλέτης πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν 3869/2010 αναφέρει τους πιστωτές του και τις απαιτήσεις του. Από την τροποποίηση του νόμου δια του άρθρου 85 παρ. 1 του Ν 3996/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη τις δυσχέρειες επιλογής μεταξύ των πιστωτών και αντικατέστησε τη φράση «των οφειλών αυτών» με την φράση «των οφειλών τους». Ο Νομοθέτης επέλεξε να διευκρινίσει ότι η διαδικασία ρύθμισης των οφειλών των φυσικών προσώπων αποτελεί είδος συλλογικής διαδικασίας στην οποία πρέπει να περιλαμβάνονται όλες οι οφειλές του αιτούντος την προστασία. Η προσπάθεια του αιτούντος να μην εντάξει κάποιες απαιτήσεις στην διαδικασία με επιλογή εξωδικαστικής ικανοποίησης αυτών μπορεί πρακτικά να αποδειχθεί ανώφελη διότι αυτή απαιτεί εισοδήματα και ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία όμως αυτός καλείται να διαθέσει αποκλειστικά στη διαδικασία του Ν 3869/2010 ενώ επιπλέον η ικανοποίηση των εξωδικαστικών πιστωτών δεν καλύπτεται από τις βιοτικές ανάγκες τις οποίες μόνο αναγνωρίζει ο νόμος ως ανελαστικό ποσό προς αναζήτηση του υπόλοιπου ποσού που θα ικανοποιεί τους πιστωτές (άρθρο 8). Η καθολική ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη προκύπτει και από τη διατύπωση ότι του άρθρου 4 παρ. 1 στο οποίο ορίζεται ότι «… β) η κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα». Από την άλλη πλευρά με το εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 4 ο νόμος επιβάλλει την υποχρέωση του οφειλέτη να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση […]

Read more