ΔΕΕ C-542/14 της 21ης Ιουλίου 2016 : Ελεύθερος Ανταγωνισμός. Εναρμονισμένη πρακτική.

22 Αυγούστου, 2016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 21ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C-542/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης SIA «VM Remonts», πρώηνSIA «DIV un Ko», SIA «Ausma grupa», Κατά Konkurences padome Και Konkurences padome Κατά SIA «Pārtikas kompānija», ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, E. Juhász, C. Vajda και K. Jürimäe (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Οκτωβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και J. Treijs-Gigulis, – η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Khan και C. Giolito, καθώς και από την I. Rubene, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς πρώτον, μεταξύ, αφενός, της SIA «VM Remonts», πρώην SIA «DIV un Ko», και της SIA «Ausma grupa» και, αφετέρου, της Konkurences padome (Επιτροπή Ανταγωνισμού, Λεττονία) και δεύτερον, μεταξύ της Konkurences padome (Επιτροπή Aνταγωνισμού, Λεττονία) και της SIA «Pārtikas kompānija», σχετικά με φερόμενη εναρμονισμένη πρακτική των ανωτέρω επιχειρήσεων κατά τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμό που οργανώθηκε από τον Δήμο της Jūrmala (Λεττονία). Το νομικό πλαίσιο 3 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Konkurences likums (νόμου περί ανταγωνισμού) της 4ης Οκτωβρίου 2001 (Latvijas Vēstnesis, 2001, αριθ. 151), προβλέπει τα εξής: «Απαγορεύονται και είναι άκυρες από τη σύναψή τους οι συμφωνίες μεταξύ οικονομικών φορέων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην επικράτεια της Λεττονίας, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών οι οποίες αφορούν: […] 5) τη συμμετοχή ή τη μη συμμετοχή σε διαγωνισμούς και πλειστηριασμούς ή τους όρους που αφορούν τέτοια συμμετοχή (ή μη συμμετοχή), πλην των περιπτώσεων στις οποίες οι ανταγωνιστές δημοσιοποίησαν την κοινή προσφορά τους και η εν λόγω προσφορά δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού· […]». Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα 4 Το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου της Jūrmala προκήρυξε διαγωνισμό για την προμήθεια τροφίμων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η DIV un Ko, η Ausma grupa και η Pārtikas kompānija υπέβαλαν προσφορές στον εν λόγω διαγωνισμό. 5 Η Pārtikas kompānija απευθύνθηκε στη SIA «Juridiskā sabiedrība “B&Š partneri”» προκειμένου να λάβει νομικές συμβουλές για την κατάρτιση και την παρουσίαση της προσφοράς της. Η δεύτερη αυτή εταιρία απευθύνθηκε, με τη σειρά της, σε υπεργολάβο, την εταιρία SIA «MMD lietas», η οποία έλαβε από την Pārtikas kompānija σχέδιο προσφοράς. 6 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το εν λόγω σχέδιο είχε καταρτισθεί από την Pārtikas kompānija υπό συνθήκες απόλυτης ανεξαρτησίας, χωρίς συνεννόηση ως προς τις τιμές με την DIV un […]

Read more

ΔΕΕ C-476/14 της 7ης Ιουλίου 2016 : Προστασία καταναλωτών. Αναγραφή τιμής.

22 Αυγούστου, 2016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C-476/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Οκτωβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης Citroën Commerce GmbH Κατά Zentralvereinigung des Kraffahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή), A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Citroën Commerce GmbH, εκπροσωπούμενη από τους L. Pechan και J. Croll, Rechtsanwälte, – η Zentralvereinigung des Kraffahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW), εκπροσωπούμενη από την B. Ackermann, Rechtsanwältin, – η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Ζ. Fehér, G. Szima και M. Bóra, – η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και M. Kellerbauer, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ 1998, L 80, σ. 27), καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, τηςοδηγίας 2005/29/EK τουΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίουκαιτουΣυμβουλίου, της 11ηςΜαΐου 2005, γιατιςαθέμιτεςεμπορικέςπρακτικέςτωνεπιχειρήσεωνπροςτουςκαταναλωτέςστηνεσωτερικήαγοράκαιγιατηντροποποίησητηςοδηγίας 84/450/ΕΟΚτουΣυμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Citroën Commerce GmbH και της Zentralvereinigung des Kraftfahrzeuggewerbes zur Aufrechterhaltung lauteren Wettbewerbs eV (ZLW) (ένωση των επιχειρήσεων αυτοκινήτου για τη διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού) με αντικείμενο διαφήμιση της Citroën Commerce για αυτοκίνητα οχήματα. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης Η οδηγία 98/6 3 Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 12 της οδηγίας 98/6: «(6) […] η υποχρέωση αναγραφής των τιμών πώλησης […] συμβάλλει κατά τρόπο σημαντικό στη βελτίωση της πληροφόρησης των καταναλωτών δεδομένου ότι παρέχει κατά τον απλούστερο τρόπο στους καταναλωτές τις βέλτιστες δυνατότητες αξιολόγησης και σύγκρισης της τιμής των προϊόντων και τους επιτρέπει κατά συνέπεια να προβαίνουν σε συνειδητές επιλογές με βάση απλές συγκρίσεις· […] (12) […] ρυθμίσεις σε κοινοτικό επίπεδο επιτρέπουν τη διασφάλιση μιας ομοιογενούς και διαφανούς πληροφόρησης υπέρ του συνόλου των καταναλωτών στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς […]». 4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει: «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ορίσει την αναγραφή της τιμής πώλησης και της μοναδιαίας τιμής μέτρησης των προϊόντων τα οποία προσφέρονται από τους εμπόρους στους καταναλωτές, προκειμένου να βελτιωθεί η ενημέρωση των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η σύγκριση των τιμών.» 5 Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας προβλέπει: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: α) “τιμή πώλησης”: η τελική τιμή […]

Read more

Υπόθεση C-244/15 : Καταδικαστική απόφαση διότι η Ελλάδα απαλλάσσει από τον σχετικό φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας.

12 Αυγούστου, 2016

Ποιοι απαλλάσσονται από τον φόρο κληρονομιάς ΝΕΟ Καταδικαστική απόφαση βγήκε για την ελληνική κυβέρνηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα απαλλάσσει από το φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία τους πολίτες, μια νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας. Το υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να εναρμονιστεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (υπόθεση C-244/15, παράβαση 2012/2134), σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας με ημερομηνία 26-5-2016, η οποία αναφέρει ότι η Ελλάδα, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθεσία προβλέπουσα απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία, η οποία εφαρμόζεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοίκους Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) της 2ας Μαΐου 1992, που απαγορεύουν τον περιορισμό της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Η Ελλάδα, όπως αναφέρει το Taxheaven.gr διαφωνεί με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, δεδομένου -κυρίως- ότι η συγκεκριμένη απαλλαγή θεσπίστηκε από το νόμο ως κοινωνική παροχή, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο κατοικίας, στον οποίο αποκτά ο δοκιμαζόμενος από το θάνατο του συζύγου ή γονέως την πρώτη του κατοικία (για το λόγο αυτό άλλωστε όλες οι προϋποθέσεις χορήγησής της συνδέονται με τον τόπο μόνιμης κατοικίας). Λόγω δε και της αναγκαστικής αιτία θανάτου διαδοχής δεν τίθεται θέμα ελευθερίας επενδύσεων στον τομέα των κληρονομιών, οπότε δεν θεωρούμε ότι θίγεται η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων με τη μη χορήγηση απαλλαγής στους μη κατοίκους Ελλάδος (οι οποίοι στην πληθώρα των περιπτώσεων κληρονομούν εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα και όχι την πρώτη τους κατοικία, που βρίσκεται -προφανώς- στη χώρα της πραγματικής κατοικίας τους). Μετά την έκδοση της απόφασης του Δ.Ε.Ε. ωστόσο και ενόψει των επαπειλούμενων κυρώσεων, η Ελλάδα εξετάζει την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 26, διευρύνοντάς τη αναγκαστικά, ώστε στους δικαιούχους της απαλλαγής να συμπεριληφθούν τόσο οι πολίτες κρατών μελών της Ε.Ε. που δεν κατοικούν στην Ελλάδα -συνεπώς και οι Έλληνες κάτοικοι άλλων κρατών μελών- όσο και οι πολίτες των κρατών μελών του Ε.Ο.Χ. Τα ανωτέρω προκύπτουν από έγγραφη απάντηση που έδωσε το υπουργείο Οικονομικών στην Βουλή, μετά από σχετικό ερώτημα βουλευτή. Πηγή: http://www.enikonomia.gr/

Read more

Yπόθεση C 49/14, Οδηγία 93/13/EOK — Καταχρηστικές ρήτρες — Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής — Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου της εκτελέσεως να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας — Αρχή του δεδικασμένου — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ένδικη προστασία.

11 Μαΐου, 2016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Φεβρουαρίου 2016 (*) «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 93/13/EOK — Καταχρηστικές ρήτρες — Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής — Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου της εκτελέσεως να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας — Αρχή του δεδικασμένου — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ένδικη προστασία» Στην υπόθεση C 49/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia n° 5 de Cartagena (Ισπανία) με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης Finanmadrid EFC SA κατά Jesús Vicente Albán Zambrano, María Josefa García Zapata, Jorge Luis Albán Zambrano, Miriam Elisabeth Caicedo Merino, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή), M. Berger και S. Rodin, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González, – η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze καθώς και από τις J. Kemper, D. Kuon και J. Mentgen, – η Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér Miklós και G. Szima, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier και M. van Beek, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ιδίως την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Finanmadrid EFC SA (στο εξής: Finanmadrid) και των J. V. Albán Zambrano, M. J. García Zapata, J. L. Albán Zambrano και M. E. Caicedo Merino, σχετικά με ποσά οφειλόμενα σε εκτέλεση συμβάσεως καταναλωτικού δανείου. Το νομικό πλαίσιο Το δίκαιο της Ένωσης 3 Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής: «1. Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση. 2. Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επ[η]ρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο μιας σύμβασης, εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Εάν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης. 3. Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που […]

Read more

Υπόθεση C 618/10, Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Καταχρηστική ρήτρα περί επιτοκίου υπερημερίας — Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής — Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου.

11 Μαΐου, 2016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2012 (*) «Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές — Καταχρηστική ρήτρα περί επιτοκίου υπερημερίας — Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής — Αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου» Στην υπόθεση C 618/10, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, M. Ilešič, E. Levits και M. Berger, δικαστές, γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – η Banco Español de Crédito SA, εκπροσωπούμενη από τις A. Herrador Muñoz και V. Betancor Sánchez καθώς και από τον R. Rivero Sáez, abogados, – η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta, – η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Kemper και τον T. Henze, – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany-Homung και τον E. Gippini Fournier, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία: – του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29)• – του άρθρου 2 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110, σ. 30)• – των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399, σ. 1)• – των άρθρων 5, παράγραφος 1, στοιχεία ιβ΄ και ιγ΄, 6, 7 και 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133, σ. 66), και – του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149, σ. 22). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Banco Español de Crédito SA (στο εξής: Banesto) και, αφετέρου, του J. Calderón Camino σχετικά με την καταβολή ποσών οφειλόμενων για την εκτέλεση σύμβασης καταναλωτικού δανείου συναφθείσας μεταξύ των μερών αυτών. Το νομικό πλαίσιο Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης Η οδηγία 87/102/ΕΟΚ 3 Το άρθρο 6 της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και […]

Read more