• 14 Μαρτίου, 2016

    ΑΠ 394/2015 – Τμ. Β1’ (Πολ.) : Έκταση δεδικασμένου εργατικής απόφασης.

    Το δεδικασμένο απόφασης, που καταδικάζει τον εργοδότη σε καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών προς τον εργαζόμενο, καταλαμβάνει και την παρεμπίπτουσα κρίση ότι ανάμεσα στους διαδίκους υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Περαιτέρω, από τα άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει – ως ενιαίο όλο – ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσεως. Συγκεκριμένα, καλύπτει, όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα (δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου). Αυτά ισχύουν, και όταν η τελεσιδίκως διαγνωσθείσα έννομη σχέση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης (μεταγενέστερης) επίδικης αξιώσεως. Επομένως, το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη, πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο δε, παράγουν και οι εσφαλμένες τελεσίδικες αποφάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 330 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ενστάσεις οι οποίες καλύπτονται και αν δεν προτάθηκαν είναι οι χαρακτηριζόμενες ως καταχρηστικές, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε γεγονότα τα οποία σύμφωνα με το νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο να δύναται να αποτελέσει τη βάση αγωγής, αλλά απλώς δικωλύουν τη γέννεση του δικαιώματος που ασκήθηκε στη δίκη, ή το καταργούν και επομένως χρησιμεύουν μόνο σε απόκρουση του, κατ’ αντίθεση προς τις χαρακτηριζόμενες ως γνήσιες ενστάσεις, οι οποίες έχουν δική τους ύπαρξη, διότι στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο δύναται να ασκηθεί αυτοτελώς και ανεξαρτήτως της αχθείσης στη δίκη δικαιολογικής σχέσεως. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης 3816/2013 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάξεις: άρθρα 321, 322, 324 ΚΠολΔ, 1 [παρ. 2], 5 [παρ. 3], 6 [παρ. 1], 8, 9 [παρ. 1] Ν 3198/1955. areiospagos.gr

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 14 Μαρτίου, 2016

    ΜΕφΘεσ 341/2014 : Προϋποθέσεις αναπροσαρμογής μισθώματος εμπορικής μίσθωσης με τα άρθρα 388, 288 ΑΚ.

    Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται ειδικώς επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, «αν τα περιστατικά στα οποία, κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη». Οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί αναπροσαρμογής του μισθώματος στην εμπορική μίσθωση, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών στα οποία κυρίως ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της καταρτίσεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ.- Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δυνάμεως των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κινήσεως των καταστημάτων, η μείωση της τιμής των ακινήτων γενικότερα και των καταστημάτων ειδικότερα δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς, αλλά πρέπει προς τούτο να συντρέχουν και οι λοιπές πιο πάνω προϋποθέσεις, όπως η υπό των μερών στήριξη της συμβάσεως στα μεταβληθέντα περιστατικά, οι συνθήκες καταρτίσεως αυτής, η οικονομική κατάσταση των μερών, η εξυπηρετούμενη με τη σύμβαση ανάγκη, το αναμενόμενο από αυτήν κέρδος κ.λπ.- Τα πραγματικά αυτά περιστατικά, τα οποία συνιστούν το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συμβάσεως μισθώσεως, πρέπει για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος, με βάση το άρθρο 388 του ΑΚ, να αναφέρονται με ακρίβεια σε αυτό, καθώς και ότι η σύμβαση στηρίχθηκε σε αυτά, άλλως η αγωγή είναι αόριστη και, συνεπώς, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, κατ’ αμφότερες τις βάσεις της, και ακολούθως την έκανε δεκτή, εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας σχετική περί αοριστίας ένσταση του εναγομένου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτει την αγωγή. Πηγή: η σχετική δημοσίευση του Εφετείου Θεσσαλονίκης

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 14 Μαρτίου, 2016

    ΕιρΡοδ ΔιατΠληρ 300/2015 : Έκδοση Διαταγής Πληρωμής κατά ΝΠΔΔ (Δήμου) από τα πολιτικά δικαστήρια, λόγω σύμβασης απευθείας ανάθεσης παροχής υπηρεσιών.

    Το Δικαστήριο κρίνει ότι η παραπάνω σύμβαση συνάφθηκε εξ αρχής ως ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι συνάφθηκε με απευθείας ανάθεση και δεν προηγήθηκε κανονιστική πράξη κατάρτισης όρων διαγωνισμού, η οποία θα προσέδιδε υπερέχουσα θέση στο αντισυμβαλλόμενο μέρος και υποχρεωτική προσχώρηση στους όρους του διαγωνισμού από την αιτούσα ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Αντίθετα, δηλαδή η σύμβαση καταρτίσθηκε σε ισοτιμία των συμβαλλομένων μερών, χωρίς υπερκείμενη εξουσία βούλησης του καθ’ ου, σε κάθε δε περίπτωση η δημιουργία ιστοσελίδας του δικτυακού τόπου προβολής και διαφήμισης, που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, αφορά όχι δημόσια κτήση ή περιουσία αλλά ιδιωτική περιουσία του Δήμου, ώστε κατόπιν αυτού να διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Επίσης ο μη δημόσιος περιουσιακός χαρακτήρας της σύμβασης αυτής προκύπτει και από το σύμφωνα με τη σύμβαση γεγονός πως η εν λόγω παροχή-διαφήμιση με την κατάρτιση-δημιουργία της ιστοσελίδας δεν αφορά την προβολή περιουσιακών στοιχείων και οργάνων διάρθρωσης του ΝΠΔΔ Δήμου Καρπάθου, όπως π.χ. οι υπηρεσίες του, τα διοικητικά όργανα κ.λπ., αλλά των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής ολόκληρου του νησιού, ως δηλαδή ταξιδιωτικός προορισμός που δραστηριοποιούνται πλήθος ιδιωτικών επιχειρήσεων. Κρίνοντες δε την αίτηση αυτή ως παραδεκτώς ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. α’ και 33 ΚΠολΔ που είναι ως καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, επειδή στη Ρόδο εκπληρώθηκε η συμφωνηθείσα παροχή και ως νόμιμη και βάσιμο κατ’ ουσία, δοθέντος ότι ο τόπος παροχής είναι στη Ρόδο και οι περί ων αυτές απαιτήσεις αποδεικνύονται εκ των προσαγομένων εγγράφων: 1) της αρ. πρωτ. …/18.6.2015 βεβαίωσης του καθ’ ου Δήμου Καρπάθου, για απευθείας ανάθεση παροχής υπηρεσιών με τόπο εκπλήρωσης τα γραφεία της εταιρείας στη Ρόδο, με αριθ. πρωτ.…/6.2.2015, 2) της υπ’ αριθ. πρωτ. …/6.2.2015 Σύμβασης ανάθεσης έργου δημιουργίας ιστοσελίδας και δικτυακού τόπου για την προβολή και προώθηση της Νήσου Καρπάθου, 3) (…) Δέχεται την Αίτηση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «(…)», με έδρα την Δημοτική Κοινότητα Ρόδου του Δήμου Ρόδου, οδός (…). Εκδίδει την αιτηθείσα Διαταγή Πληρωμής κατά του ΝΠΔΔ Δήμου Καρπάθου Νομού Δωδεκανήσου. Νομικές διατάξεις: άρθρα 14 § 1 εδ. α’, 33, 623 επ. ΚΠολΔ, εδ. α’ § 4 του άρθρου 3 του Π.Δ. 171/1987, § 8 του άρθρου 5 του Ν. 1418/1984, άρθρο 40 του Π.Δ. 609/1985, β΄ εδάφιο § 2 του άρθρου 104 του Π.Δ. 6/1974, άρθρο 12 του Π.Δ. 194/1979, § 2 του άρθρου 3 του Ν. 2842/2000, άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, άρθρα 2 § 3 και 14 § 1 εδ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που μαζί με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997, ως και του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, ως και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς επίσης και του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος Πηγή: ΕφημΔΔ – 3/2015.

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 14 Μαρτίου, 2016

    ΜονΠρΘεσ 1610/16 : Τακτική διαδικασία – Αλληλόχρεος λογαριασμός – έννοια.

    ΜονΠρΘεσ 1610/16 – Τακτική διαδικασία Αλληλόχρεος λογαριασμός – έννοια Αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι υποχρεωτικώς έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρηση τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο, που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο εκτός αντίθετης συμφωνίας και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης. Για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τα δύο μέρη. Για τη θεμελίωση της αγωγής, που στηρίζεται σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αρκεί να εκτιμάται από το περιεχόμενο της, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων, να αναφέρεται το κλείσιμο του λογαριασμού και αν μεν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου, να καθορίζεται το ποσό της αναγνώρισης, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια αναγνώριση, να παρατίθενται όλα τα κονδύλια του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει το κατάλοιπο, το οποίο ζητείται, ώστε εάν το τελευταίο αμφισβητηθεί, να γίνουν αντικείμενο απόδειξης τα επικαλούμενα κονδύλια του λογαριασμού και συνακόλουθα η ορθότητα του εξαγόμενου υπολοίπου. Ο αλληλόχρεος λογαριασμός καταρτίζεται με σύμβαση, έστω και άτυπη. Μόνη η συμφωνία των συμβαλλομένων δεν μπορεί να προσδώσει σε κάποια σύμβαση το νομικό χαρακτήρα του αλληλόχρεου λογαριασμού, αν δεν συντρέχει και η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιο από τα δύο θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής κατά την εκκαθάριση των δοσοληψιών τους, έστω και αν δεν υλοποιηθεί από τα πράγματα η δυνατότητα αυτή. Συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός όταν, από τη φύση της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλήσει το χρέος του με τμηματικές καταβολές, που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος. Ειδικότερα, στη σύμβαση πώλησης, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός όταν ο πελάτης εμπόρου αγοράζει εμπορεύματα με πίστωση του τιμήματος (ολική ή μερική) και καταβάλλει, σε εξόφληση του πιστωμένου τιμήματος, διάφορα χρηματικά ποσά, διότι, στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν περισσότερες πωλήσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με πίστωση του τιμήματος, το οποίο είναι καταβλητέο τμηματικά. Στην προκειμένη περίπτωση εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό αλλά για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, αφού ρητά αναφέρεται στην αγωγή ότι η πρώτη εναγομένη έφερε την ιδιότητα της αγοράστριας που παρήγγειλε και αγόραζε εμπορεύματα και εντεύθεν της οφειλέτιδας του καταβλητέου τιμήματος που καταχωρούνταν στο λογαριασμό, ο δε ενάγων έφερε την ιδιότητα του πωλητή και εντεύθεν δανειστή του τιμήματος. Οφειλέτης σε βάρος του οποίου γίνονταν οι χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό ήταν μόνο η πρώτη εναγομένη και όχι ο ενάγων, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται κατ’ εκτίμηση από το περιεχόμενο της αγωγής, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων και αποστολών και από τις δύο πλευρές, αντίθετα ο ενάγων ήταν πάντα πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, η δε πρώτη εναγομένη πάντα οφειλέτιδα και ποτέ πιστώτρια. Επιπροσθέτως, η αγωγή τυγχάνει και ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους 2° (ατομικά), 3η και 4η εναγομένους. Απορρίπτει την αγωγή. […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 13 Μαρτίου, 2016

    ΜονΕφΚρήτης 19/2016: Αντισυνταγματικότητα αρ. 54Α§5 του ν. 4174/2013 – (πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ). Αντίθεση και με ΕΣΔΑ.

    Το άρθρο 54Α παρ.5 του Ν.4174/2013 (πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ) έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17,20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Αριθμός απόφασης: 19/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Ψαράκη, Εφέτη και το Γραμματέα Ηλία Στεργιόπουλο …….. Ο ενάγων με την από 9.1.2012 και με αριθμ.πρωτ.23/2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων ζήτησε όσα αναφέρονται σ΄αυτήν. Το Μονομελές Πρωτοδικείο με την αριθμ.210/2014 οριστική απόφασή του δέχτηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο με την από 31.3.2015 και αριθμ.πρωτ.60/2015 (αρ.κατ.εφ.132/28.4.2015) έφεσή του με πράξη ορισμού δικασίμου αυτή που αναφέρεται στην αρχή της απόφαση. ………….. Με το Ν.4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται « 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2.Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου….. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής,…..» , στο άρθρο 2 αυτού « 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως…. γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) ….ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους…. ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται…..3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του….8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα…», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 13 Μαρτίου, 2016

    ΑΠ 225/2015 – Τμ. Γ’ (Πολ.) : Υποχρεωτική η εξέταση των επικουρικών βάσεων της αγωγής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

    Κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπό όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπό όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Επομένως πράγματα υπό την έννοια αυτή, αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατόπιν αποδοχής της έφεσης του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, αφού στη περίπτωση αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Εάν όμως οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή προσηκόντως παραπόνου έφεσης από τον ενάγοντα εφεσίβλητο με δική του έφεση, έστω και επικουρικού χαρακτήρα, σε σχέση με την τυχόν παραδοχή της έφεσης του εναγομένου. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, οι αναιρεσείοντες ζητούσαν κυρίως να αναγνωρισθεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την κτήση του δικαιώματος συγκυριότητας στο επίδικο ακίνητο, επικουρικά δε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου τους και ακολούθως στο πρόσωπό τους, ως καθολικών διαδόχων αυτού ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την κτήση του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας σ’ αυτό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερευνώντας και τις δύο βάσεις δέχθηκε ως νόμιμη κατά ένα μέρος και ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της και απέρριψε αυτήν ως νόμω αβάσιμη κατά την επικουρική της βάση. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ήδη αναιρεσίβλητοι-εναγόμενοι άσκησαν έφεση, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το Εφετείο δικάζοντας την έφεση στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος αυτής επανεκτίμησε την υπόθεση και ερευνώντας αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα της αγωγής κατά την κύρια βάση αυτής, που δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι είναι νόμω αβάσιμη και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς τη βάση αυτή. Συνεπώς ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, καθ’ όσον το δικαστήριο της ουσίας δεν ενήργησε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθ’ υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης των εναγομένων, οπότε και μόνον θα ιδρυόταν η σχετική πλημμέλεια. Απορρίπτει την από 1-7-2013 αίτηση των Π. Μ. κ.λπ. περί αναιρέσεως της 22/2013 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. areiospagos.gr

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 11 Μαρτίου, 2016

    ΜονΠρΘεσ 1610/16 : Αλληλόχρεος λογαριασμός – έννοια.

    ΜονΠρΘεσ 1610/16 : Αλληλόχρεος λογαριασμός – έννοια. Εν προκειμένω εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό αλλά για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, αφού ρητά αναφέρεται στην αγωγή ότι η πρώτη εναγομένη έφερε την ιδιότητα της αγοράστριας που παρήγγειλε και αγόραζε εμπορεύματα και εντεύθεν της οφείλέτιδας του καταβλητέου τιμήματος που καταχωρούνταν στο λογαριασμό, ο δε ενάγων έφερε την ιδιότητα του πωλητή και εντεύθεν δανειστή του τιμήματος. Οφειλέτης σε βάρος του οποίου γίνονταν οι χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό ήταν μόνο η πρώτη εναγομένη και όχι ο ενάγων, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται κατ’ εκτίμηση από το περιεχόμενο της αγωγής, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων και αποστολών και από τις δύο πλευρές, αντίθετα ο ενάγων ήταν πάντα πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, η δε πρώτη εναγομένη πάντα οφειλέτιδα και ποτέ πιστώτρια. Επιπροσθέτως, η αγωγή τυγχάνει και ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους 2° (ατομικά), 3η και 4η εναγομένους. Απορρίπτει την αγωγή. ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 1610/2016 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σεμέλη Ορφανίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 6.11.2015 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ….. αγωγή από αλληλόχρεο λογαριασμό και από πώληση: ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. του Δ., κατοίκου …. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου ΜΘ (ΑΜΔΣΘ ………), η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Γ. …….Ε.Π.Ε. – ΕΜΠΟΡΙΑ ….. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και το διακριτικό τίτλο «……..» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή αυτής Γ., 2) του Γ., κατοίκου ……… Θεσσαλονίκης, ατομικά και ως ειδικού εκκαθαριστή της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου ΣΚ (ΑΜΔΣΘ ………..), η οποία κατέθεσε προτάσεις, και 3) της Ε. του Α., κατοίκου …… Θεσσαλονίκης και 4) της Μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……. Ε.Μ.Ε.Π.Ε. με то διακριτικό τίτλο «..Ε.Π.Ε.» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστρια της Γ., ως εταίρου της πρώτης εναγομένης, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ΜΒ (ΑΜΔΣΘ …….), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η συζήτηση της αγωγής προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 28.3.2014 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 10 Μαρτίου, 2016

    ΑΠ 109/2013: Παραίτηση από το δικόγραφο μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση.

    Παραίτηση από το δικόγραφο με εξώδικο – Κλήτευση διαδίκων σε μετ’αναβολή δικάσιμο ΑΠ 109/2013: Παραίτηση από το δικόγραφο μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση- Η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, η οποία όμως δεν καλύπτει τα τυχόν ελαττώματα της μη νόμιμης παράστασης του απόντος διαδίκου κατά την αρχική δικάσιμο. « (…) Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρµόζονται, σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση ολική ή µερική από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, µπορεί να γίνει ή µε προφορική δήλωση προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχοµένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης (Ολ.ΑΠ 4/2012, Ολ.ΑΠ 20/1999). Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, και το οποίο (έγγραφο), κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα διάδικο στον άλλο. Με βάση τα ανωτέρω η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αναίρεσης µπορεί να γίνει και µε εξώδικη δήλωση, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Για το κύρος δε της εν λόγω παραίτησης δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σ’ αυτή, εφόσον γίνεται προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της αναίρεσης (ΟλΑΠ 744/1982)…. (…)Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 1061/2010, ΑΠ 407/2004). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδάφ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, που έχουν γενική εφαρμογή, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 8 Μαρτίου, 2016

    ΑΠ 481/2015: Η δικαστική απόφαση αποκτά νομική υπόσταση από τον χρόνο δημοσίευσης του σχεδίου και όχι από την καθαρογραφή της. Με τη θεώρηση του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο.

    Περίληψη: Η δικαστική απόφαση αποκτά νομική υπόσταση από τον χρόνο δημοσίευσης του σχεδίου και όχι από την καθαρογραφή της. Με τη θεώρηση του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Όταν υπάρχει διαφορά ή αντίθεση μεταξύ του δημοσιευμένου σχεδίου και του καθαρογραμμένου πρωτοτύπου, υπερισχύει το δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο είναι δεκτικό προσβολής με ένδικα μέσα. «Από τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 (όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012) και 305 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δημοσίευση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση από το σχέδιο που συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση ή, σε περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, από το σχέδιο που συντάσσει ο εισηγητής, χρονολογεί ο πρόεδρος και υπογράφουν αυτός και ο εισηγητής, επιφέρει την τελείωσή της, που συνεπάγεται τις έννομες συνέπειες της ύπαρξης της απόφασης. Η καθαρογραφή της απόφασης από το σχέδιο και η υπογραφή του πρωτοτύπου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και τον γραμματέα κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ έχει προβλεφθεί για να διευκολύνεται η αναγνωρισιμότητα, η αναπαραγωγή και η ασφαλής κυκλοφορία αυτής, ενόψει του ότι με το πρωτότυπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την απόφαση εμφανίζονται ενιαίως υπό ομοιόμορφο τύπο, και όχι για να αποκτήσει νομική υπόσταση η απόφαση αυτή, η οποία θεωρείται συντελεσμένη με τη δημοσίευση του πιο πάνω σχεδίου. Το πρωτότυπο, το οποίο αναπτύσσει το λειτουργικό του ρόλο για την εξυπηρέτηση κατ’ εξοχήν των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επέλευση άλλων προβλεπόμενων έννομων συνεπειών, συνδεόμενων αρρήκτως με την ύπαρξή του, δεν αυτονομείται από τη δημοσιευθείσα από το σχέδιο απόφαση, ώστε να είναι σε θέση να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την τελευταία. Με τη θεώρηση, άλλωστε, του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 306 ΚΠολΔ, οπότε και συντελείται η δημιουργία του, βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Με την έννοια αυτή ο σύνδεσμος του πρωτοτύπου με το δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση, στην οποία αποτυπώνονται στη γνήσια μορφή τους το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξωτερίκευσης για πρώτη φορά της δικαστικής κρίσης, με την οποία (δημοσίευση) και αποκτά η απόφαση τη νομική της υπόσταση, δεν αποκόπτεται με την υπογραφή του πρωτοτύπου κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ. Έτσι, αν υφίσταται διαφορά και πολύ περισσότερο αντίθεση μεταξύ του πρωτοτύπου και του δημοσιευμένου σχεδίου υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο αποτυπώνεται στη γνήσια μορφή της η απόφαση. Επομένως, αν το πρωτότυπο περιέχει αιτιολογικό και διατακτικό αντίθετο από το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου, απόφαση δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα, δηλαδή και με αναίρεση, είναι εκείνη που δημοσιεύθηκε από το σχέδιο και καταχωρίστηκε στα βιβλία δημοσιεύσεων και όχι το θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο. Η ερμηνευτική αυτή θέση προάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 499 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία τα ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν και πριν από την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την ίδια ημέρα δημοσίευσης, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαρτίου, 2016

    ΑΠ 709/2014 : Εκπρόθεσμη αίτηση αναίρεσης κατά αθωωτικής απόφασης του Αρείου Πάγου.

    May 11, 201537 views0 Likes0 CommentsShare on LinkedInShare on FacebookShare on Twitter Απόφαση 709 / 2014 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 709/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά – Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2916/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Με κατηγορούμενη την Π. Γ. του Τ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………………….. και πολιτικώς ενάγοντα τον Χ. Φ. του Ι., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 62/7 Νοεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1291/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών . Ες άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή. όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώρηση στο ως άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως, η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαρτίου, 2016

    ΟλΑΠ (Συμβ) 3 / 2014 : ο ΕισΑΠ έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση και κατά απαλλακτικού βουλεύματος Συμβ Εφετών σε σχέση με τα αδικήματα του ν. 1608/1950.

    Περίληψη – η διάταξη του άρθρου 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ είναι ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987, η τελευταία δε διάταξη ως γενική υποχωρεί και δεν έχει εφαρμογή, αφού μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εναντίον “οποιουδήποτε” βουλεύματος, και, επομένως, δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών που εκδίδονται σε σχέση με τα αδικήματα του άρθρου 1 του Νόμου 1608/1950 (πηγή: Ιστοσελίδα ΑΠ) Αριθμός 3/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Δημήτριο Κράνη, Ευφημία Λαμπροπούλου, Νικόλαο Τρούσα, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Στυλιανή Γιαννούκου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα – Εισηγήτρια, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Κοντό, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα, Μαρία Χυτήρογλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως του 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου – Σε Συμβούλιο, κατόπιν εκδόσεως της 1522/2013 αποφάσεως του Ζ’Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου – Σε Συμβούλιο. Με κατηγορούμενους τους: 1) Γ. Π. του Ν., κάτοικο …, 2). Ε. – Ε. Τ., κάτοικο Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, του Αγίου Αθανασίου, Αγίου Όρους και 3). Ο. Σ., κάτοικο Σκήτης Αγίας Άννας, Αγίου Όρους. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 53/30 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1097/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στη Πλήρη Ποινική Ολομέλεια που συνήλθε σε Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του με αριθμό και ημερομηνία 12/13 Ιανουαρίου 2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα με αριθμό εκθέσεως 53/2013 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’ αριθμ. 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτουμε τα εξής σε σχέση με το τύποις παραδεκτό της αίτησης μας αυτής : Κατά το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος, και οι Εισαγγελείς είναι δικαστικοί λειτουργοί. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας δεν ταυτίζεται ούτε εξομοιώνεται με τον διάδικο στην ποινική δίκη. Ως εκπρόσωπος της πολιτείας ενεργεί με βάση τον νόμο εντός του κύκλου της αρμοδιότητας του, προς διαφύλαξη και […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Μαρτίου, 2016

    ΣτΕ 2080/2014 & 366/2014 : “κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται κοινοποίηση” – [με σχόλιο Αριστείδη Τσάτσου, Οικονομολόγου – Νομικού, Διδάκτορα Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Χούμπολντ του Βερολίνου]

    Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με την υπ αριθμό 2080/2014 απόφαση ότι είναι συνταγματική η κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου. Ποια ερμηνευτική προσέγγιση ακολούθησε; Γιατί αναίρεσε προηγούμενή του απόφαση; Ποιες αξίες συγκρούονται; Αριθμός 2080/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ / ΤΜΗΜΑ Στ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος. Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση: του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του …………… , κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (………..), ο οποίος δεν παρέστη. Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α /Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, δια την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου. 2. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ’ αρ. 1347/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της υπ’ αρ. 1942/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την από 19.06.2007 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … , δια της οποίας είχε επιβληθεί κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου κατά του Ι.Κ.Α. εκ συντάξεων, για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο ύψους 565.392,73 ευρώ. 3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση, κατόπιν της υπ’ αρ. 366/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση. 4. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπό κρίση αίτηση και μη παρισταμένου του καθ’ ού, δοθέντος ότι προκύπτει εκ των στοιχείων της δικογραφίας (βλ. το από 17.03.2014 αποδεικτικό επιδόσεως) νομότυπη επίδοση προς αυτόν της υπ’ αρ. 366/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως μετά μνείας της νέας δικασίμου. 5. Επειδή, δια του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ