Ασφαλιστικά μέτρα. Γονική μέριμνα. Διεθνής δικαιοδοσία. Καν. 2201/2003, Σύμβαση Χάγης, ν. 4020/2011. Έννοια «συνήθους διαμονής» τέκνου και κρισιμότητα του χρόνου προσφυγής στο δικαστήριο. Προϋποθέσεις παρέκτασης αρμοδιότητας. Απορρίπτει ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας αίτηση μετοίκησης, προσωρινής επιμέλειας και διατροφής, αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν ένστασης αναρμοδιότητας από τον καθ’ ου, ο οποίος έχει ήδη προσφύγει σε Δικαστήριο της Βενετίας που αποφάνθηκε ότι έχει αρμοδιότητα ως εκ του γεγονότος ότι ο ανήλικος διαβίωνε στην Ιταλία και όρισε δικάσιμο για την ακρόαση της νυν αιτούσας.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

[…]Σύμφωνα με το άρθρο 8 υπό τον τίτλο «Γενική Δικαιοδοσία», του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τον οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, «τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού, το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ανωτέρω κανονισμού, όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος, σε άλλο, και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Το άρθρο αυτό, ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν από τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως ένα πρόσωπο να μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά παρέχει εγγύηση ότι το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα της επικοινωνίας όπως πριν, δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία. Τα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος επικοινωνίας επιθυμεί να τροποποιήσει μία προηγούμενη απόφαση σχετικά με το δικαίωμα αυτό. Εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας από τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται και ισχύουν οι άλλοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Όλα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου), ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής μέριμνας. Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9 αλλά το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Η αναφερόμενη στη διάταξη περίοδος των τριών μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία το παιδί μετοίκησε φυσικά από το κράτος μέλος προέλευσης. Εάν ένα δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης επιληφθεί μετά την εκπνοή της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία της μετοικεσίας, δεν έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 9. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον εάν το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο νέο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζεται όπως και γενικότερα στο όλο πλαίσιο του Κανονισμού από το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο. Μετά την άσκηση «προσφυγής» (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων) σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της “perpetuatio fori”). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού.
Η βασική αρχή του κανονισμού είναι ότι το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για ζητήματα γονικής μέριμνας είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου. Η έννοια της «συνήθους διαμονής», σύμφωνα με τους στόχους και τους σκοπούς του κανονισμού, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έννοια συνήθους διαμονής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αλλά σε μια «αυτόνομη» έννοια του κοινοτικού δικαίου. Σε περίπτωση που ένα παιδί μετακινείται από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο, η απόκτηση συνήθους διαμονής στο νέο κράτος μέλος συμπίπτει κατ’ αρχήν με την «απώλεια» της συνήθους διαμονής στο προηγούμενο κράτος μέλος. Απαιτείται η ύπαρξη κάποιας διάρκειας, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι ένα παιδί αποκτά ενδεχομένως συνήθη διαμονή σε κάποιο κράτος μέλος αυτή την ίδια την ημέρα της άφιξης του, ανάλογα με τα πραγματικά στοιχεία της (ΜονΠρΚαβ 24/2009, Αρμ 2009.566). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ανωτέρω κανονισμού που αφορά «Παρέκταση αρμοδιότητας» 1. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον: α) τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού και β) η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού. 2. Η αρμοδιότητα που ασκείται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 παύει όταν: α) είτε η απόφαση η οποία δέχεται την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη• β) είτε, σε περίπτωση κατά την οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α), όταν μια απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη• γ) είτε, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία α) και β), όταν η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους. 3. Τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, και β) η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 16 υπό τον τίτλο «επιλαμβανόμενο δικαστήριο». 1. Ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν: α) από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή β) εφόσον το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο. Επομένως, η θεμελιώδης δικαιοδοτική βάση του τόπου διαμονής του παιδιού, ουσιαστικά καταργείται, όταν συντρέχει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 23, 14, και 15, και στην περίπτωση παρεκτάσεως κατά το άρθρο 12 του Κανονισμού (για άπαντα τα ανωτέρω βλ. σχετικώς ΜονΠρωτΘεσ 22101/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Εξάλλου, με τον Ν. 4020/2011 (ΦΕΚ Α` 217/30.09.2011) κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση της Χάγης της 19.10.1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών. Η εν λόγω Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη από την 01.06.2012 και η ίδια έχει κυρωθεί και στην ίδια έχει προσχωρήσει και η Ελβετία, στην οποία αυτή η Σύμβαση ισχύει από τις 29.03.2009. Με την εν λόγω Σύμβαση, δε, προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, η διεθνής δικαιοδοσία των συμβαλλόμενων κρατών επί θεμάτων του δικαιώματος επικοινωνίας του ενός γονέα με το ανήλικο τέκνο του, ενώ ταυτοχρόνως, οι σχετικές ρυθμίσεις της είναι συναφείς με τις εκτεθείσες τοιαύτες του προρρηθέντος Κανονισμού. Ειδικότερα, το άρθρο πρώτο του προειρημένου Ν. 4020/2011 ορίζει ότι: «Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 19 Οκτωβρίου 1996». Το άρθρο 1 του κεφαλαίου I της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Η παρούσα Σύμβαση έχει ως αντικείμενο: α. να καθορίζει το Κράτος του οποίου οι Αρχές έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού• β. να καθορίζει το εφαρμοστέο από τις Αρχές αυτές κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους δίκαιο γ. να καθορίζει το εφαρμοστέο στη γονική ευθύνη δίκαιο δ. να εξασφαλίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των μέτρων προστασίας σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη• ε. να εδραιώνει μεταξύ των Αρχών των Συμβαλλομένων Κρατών την απαραίτητη συνεργασία για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης Συμβάσεως. 2. Για τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος “γονική ευθύνη” περιλαμβάνει τη γονική εξουσία ή κάθε άλλη ανάλογη σχέση εξουσίας που καθορίζει τα δικαιώματα, τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις των γονέων, του επιτρόπου ή άλλων νομίμων αντιπροσώπων σε σχέση με το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού». Το άρθρο 2 της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «Η Σύμβαση εφαρμόζεται στα παιδιά από τη στιγμή της γεννήσεως τους έως ότου φθάσουν στην ηλικία των 18 ετών». Το άρθρο 3 της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 μέτρα δύνανται κυρίως να αφορούν: α. την ανάθεση, την άσκηση και τη μερική ή ολική αφαίρεση της γονικής ευθύνης, καθώς και την ανάθεση της σε τρίτον β. το δικαίωμα επιμελείας, που περιλαμβάνει δικαιώματα σχετιζόμενα με τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού, και ιδιαιτέρως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του καθώς και το δικαίωμα επισκέψεως, που περιλαμβάνει και το δικαίωμα μεταφοράς του παιδιού, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε έναν άλλο τόπο από εκείνον της συνήθους διαμονής του γ. την επιτροπεία, την κηδεμονία και τους ανάλογους θεσμούς δ. το διορισμό και τα καθήκοντα κάθε προσώπου ή οργανισμού επιφορτισμένου με την επιμέλεια του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, με την εκπροσώπηση ή τη συμπαράσταση του προς αυτό ε. την τοποθέτηση του παιδιού σε μια ανάδοχη οικογένεια ή σε κάποιο ίδρυμα ή την ανάληψη της επιμελείας αυτού με kafala ή με ανάλογο θεσμό• στ. την επιτήρηση, από δημόσια Αρχή, της μέριμνας του παιδιού από κάθε πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φροντίδα του• ζ. τη διοίκηση, τη διατήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού». Το άρθρο 5 του κεφαλαίου II της εν λόγω Σύμβασης περί της διεθνούς δικαιοδοσίας ορίζει ότι: «1. Τόσο οι δικαστικές όσο και οι διοικητικές Αρχές του Συμβαλλομένου Κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία του προσώπου και της περιουσίας του. 2. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 7, σε περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής του παιδιού σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, διεθνή δικαιοδοσία έχουν οι Αρχές του Κράτους της νέας συνήθους διαμονής». Το άρθρο 8 της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Κατ’ εξαίρεση, η Αρχή του Συμβαλλομένου Κράτους, που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, εφ’ όσον κρίνει ότι η Αρχή ενός άλλου Συμβαλλομένου Κράτους θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να εκτιμήσει καλύτερα το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, δύναται: – είτε να ζητήσει από αυτή την άλλη Αρχή, απ’ ευθείας με τη συνδρομή της Κεντρικής Αρχής αυτού του Κράτους, να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία για να λάβει εκείνα τα μέτρα προστασίας που θα κρίνει αναγκαία, – είτε να αναβάλει την κρίση της υποθέσεως και να καλέσει τα μέρη να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα ενώπιον της Αρχής αυτού του άλλου Κράτους. 2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, Αρχές των οποίων μπορεί να επιληφθούν ή στις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγουμένη παράγραφο, είναι: α. το Κράτος, την ιθαγένεια του οποίου έχει το παιδί, β. το Κράτος, στο οποίο βρίσκονται περιουσιακά στοιχεία του παιδιού, γ. το Κράτος, του οποίου Αρχή έχει επιληφθεί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων του παιδιού ή ακυρώσεως του γάμου τους, δ. το Κράτος με το οποίο το παιδί έχει στενό δεσμό. 3. Οι ενδιαφερόμενες Αρχές μπορούν να προχωρούν σε ανταλλαγή απόψεων. 4. Η Αρχή, που επελήφθη ή στην οποία υποβλήθηκε αίτημα σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο, μπορεί να αποδεχθεί τη διεθνή δικαιοδοσία αντί της Αρχής που έχει δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, αν θεωρεί ότι αυτό ανταποκρίνεται στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού». Το άρθρο 10 της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 9, οι Αρχές ενός Συμβαλλομένου Κράτους, κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους επί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων παιδιού που διαμένει συνήθως σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, ή ακυρώσεως του γάμου τους, δύνανται, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του Κράτους τους, να λάβουν μέτρα για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού αυτού: α. αν κατά την έναρξη της διαδικασίας, ένας εκ των γονέων διαμένει συνήθως στο Κράτος αυτό και ένας εκ των δύο έχει τη γονική ευθύνη του παιδιού και β. αν η Διεθνής δικαιοδοσία αυτών των Αρχών για λήψη τέτοιων μέτρων έχει γίνει αποδεκτή από τους γονείς, όπως και από κάθε άλλο πρόσωπο που έχει τη γονική ευθύνη του παιδιού και αν η δικαιοδοσία αυτή συνάδει προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. 2. Η προβλεπόμενη στην πρώτη παράγραφο Διεθνής δικαιοδοσία για τη λήψη μέτρων προστασίας του παιδιού παύει από τη στιγμή που η απόφαση, η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου, γίνει οριστική ή η διαδικασία τερματισθεί από άλλη αιτία». Το άρθρο 17 της εν λόγω Σύμβασης ορίζει ότι: «Η άσκηση της γονικής ευθύνης διέπεται από το δίκαιο του Κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. Σε περίπτωση μεταβολής της συνήθους διαμονής του παιδιού, διέπεται από το δίκαιο του Κράτους της νέας συνήθους διαμονής». Το άρθρο 23 του τέταρτου κεφαλαίου της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Τα μέτρα που λαμβάνονται από τις Αρχές ενός Συμβαλλομένου Κράτους αναγνωρίζονται αυτοδικαίως στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη. 2. Η αναγνώριση δύναται, εντούτοις, να αποκλεισθεί: α. εάν το μέτρο ελήφθη από Αρχή της οποίας η Διεθνής δικαιοδοσία δεν βασίστηκε σε μία από τις βάσεις δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II• β. εάν το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας, χωρίς να έχει δοθεί στο παιδί η δυνατότητα να ακουσθεί, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικονομικών αρχών του Κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση γ. κατόπιν αιτήσεως κάθε προσώπου που ισχυρίζεται ότι αυτό το μέτρο θίγει τη γονική του ευθύνη, εάν αυτό το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, χωρίς να έχει δοθεί στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να ακουσθεί δ. εάν η αναγνώριση είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του Κράτους στο οποίο ζητείται, λαμβανομένου υπ` όψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού• ε. εάν το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με μέτρο που ελήφθη μεταγενέστερα στο μη Συμβαλλόμενο Κράτος της συνήθους διαμονής του παιδιού, όταν αυτό το τελευταίο μέτρο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώριση του στο Κράτος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση στ. εάν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33». Περαιτέρω, στο άρθρο δεύτερο του προαναφερομένου Νόμου, με τον οποίο κυρώθηκε η ανωτέρω Σύμβαση, ορίζεται ότι: «1. Ως Κεντρική Αρχή, κατ’ άρθρο 29 της Σύμβασης, επιφορτισμένη με τα καθήκοντα που επιβάλλονται από τη Σύμβαση στις Αρχές αυτές, ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 2. Ως Αρχές, κατ’ άρθρο 40 παράγραφος 3 της Σύμβασης, ορίζονται οι Γραμματείες των Δικαστηρίων που έχουν λάβει τα σχετικά μέτρα προστασίας» και στο άρθρο τρίτο του ιδίου Νόμου, ορίζεται ότι: «Σε εφαρμογή του άρθρου 55 της Σύμβασης, η Ελλάδα επιφυλάσσεται για τη διεθνή δικαιοδοσία των δικών της Αρχών για τη λήψη μέτρων προστασίας της ακίνητης περιουσίας του παιδιού, που βρίσκεται στο έδαφός της, καθώς και του δικαιώματος να μην αναγνωρίσει γονική ευθύνη ή μέτρο ασυμβίβαστο με μέτρο που ελήφθη από τις δικές της Αρχές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ελήφθησαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και της εκούσιας δικαιοδοσίας, αναφορικά με την ακίνητη περιουσία του παιδιού» (ΜΠΑθ 713/2015 καταχωρημένη στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, «γενικές διατάξεις σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει: α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου ή β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου της διατροφής …». Το άρθρο 5 του ως άνω Κανονισμού ορίζει ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού , το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, εάν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας.» (πρβλ. ΜΠΑθ 67/2016 καταχωρημένη στην ΤΝΠ Νόμος).[..]
[..]Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3 παρ. 1, 4 εδ. β` ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 8 και 12 του υπ’ αριθμόν 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τα άρθρα 5 και 10 της Σύμβασης της Χάγης της 19ης.10.1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4020/2011, ως και τα άρθρα 3 και 5 του υπ’ αρ. 4/2009 Κανονισμού του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής». Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στον ανωτέρω νομικό συλλογισμό, διεθνή δικαιοδοσία έχουν α) για τη ρύθμιση των θεμάτων διαζυγίου και δικαστικού χωρισμού (άρα και μετοίκησης), τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής των συζύγων ή και της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, εφόσον ο ένας σύζυγος τη διατηρεί , β) για τα θέματα γονικής μέριμνας (άρα και επιμέλειας) τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού και γ) για τα θέματα της διατροφής τα δικαστήρια είτε του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου (καθ’ ου), είτε του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου της διατροφής. Εν προκειμένω, πιθανολογήθηκε ότι από το καλοκαίρι του έτους 2014 οι διάδικοι μετοίκησαν στην Βενετία της Ιταλίας, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της εταιρείας στην οποία εργαζόταν ο καθ’ ου, όπως συνομολογεί και η αιτούσα (βλ . σελ. 4 της υπό κρίση αίτησης). Στην Ιταλία οι διάδικοι απέκτησαν μόνιμη κατοικία (συνήθη διαμονή), όπως προκύπτει και από σωρεία εγγράφων που με επίκληση προσκομίζει ο καθ’ ου (βλ. πιστοποιητικά του Δήμου Βενετίας, απόσπασμα του μισθωτηρίου αναφορικά με την οικία τους στη Βενετία με συμβατική διάρκεια από 1-2-2014 έως 30-11-2018, ιταλικές ταυτότητες του καθ’ ου και του τέκνου τους, τρεις βεβαιώσεις ιταλικού ΑΦΜ για τον καθ’ ου, την αιτούσα και το παιδί τους, ιταλικές ιατρικές κάρτες κ.λπ.). Στην Ελλάδα οι διάδικοι ήλθαν προσωρινά στις 20-12-2015 για τις διακοπές των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μάλιστα είχαν προγραμματίσει να επιστρέψουν στη Βενετία της Ιταλίας στις 21-1- 2016 (βλ . τα μετ’ επικλήσεως υπό του καθ’ ου προσκομιζόμενα αεροπορικά εισιτήρια που είχε εκδώσει ο αδελφός της αιτούσας ….. και είχε αποστείλει στους διαδίκους με ηλεκτρονικό μήνυμα – mail). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η αιτούσα περί τα μέσα Ιανουαρίου 2016 αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Ιταλία και χωρίς τη συναίνεση του καθ’ ου να κρατήσει μαζί της στην Ελλάδα το ανήλικο τέκνο τους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο καθ’ ου προσέφυγε στο Δικαστήριο για τους Ανήλικους της Βενετίας πριν παρέλθει ένα έτος από την μετοίκηση της αιτούσας και του υιού τους και ζήτησε την άμεση επιστροφή τους τέκνου τους. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ’ αρ. 168/16RR απόφασή του αποφάνθηκε ότι έχει αρμοδιότητα ως εκ του γεγονότος ότι ο ανήλικος διαβίωνε στην Ιταλία και όρισε δικάσιμο για την ακρόαση της νυν αιτούσας την 12η Ιουλίου 2016. Επομένως, κατά τα προεκτεθέντα διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Ιταλίας. Προσθέτως, δεν συντρέχει περίπτωση παρέκτασης αρμοδιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού και σύμφωνα με το άρθρο 10 της προειρημένης Σύμβασης, καθόσον, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή όχι των λοιπών προϋποθέσεων των άρθρων αυτών, όπως αυτά εκτέθηκαν στον ανωτέρω νομικό συλλογισμό, ο καθ’ ου νομίμως παριστάμενος κατά τα ανωτέρω ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, προέβαλε την ένσταση αναρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου λόγω του ότι η συνήθης διαμονή αυτού, της αιτούσας και του τέκνου τους είναι η πόλη Βενετία της Ιταλίας. Ως εκ τούτου, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού, δεν έχει γίνει ρητώς ή κατ`άλλο ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία που επιλήφθηκε το παρόν Δικαστήριο, από της καταθέσεως του σχετικού εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, κατά τα άρθρα 12 παρ. 3 περ. β` και 16 του ανωτέρω Κανονισμού και κατά το άρθρο 10 της ανωτέρω Σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στον ανωτέρω νομικό συλλογισμό και δεδομένου ότι τόσο οι διάδικοι όσο και το ανήλικο τέκνο τους δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση, όπως προαναφέρθηκε, να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του καθ’ ου (βλ. σχετικώς Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος I, υπό το άρθρο 4, αριθμός 2, σελίδα 32)[..]

ΠΗΓΗ: NOMOS