• 13 Δεκεμβρίου, 2012

    ΑΠ 326/12, Έγκλημα της απλής δυσφημήσεως κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από συκοφαντική δυσφήμηση -εξύβριση- στοιχεία που απαιτούνται για την θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 εδ. α’ του ΠΚ, “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως, απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο, επιτήδειο) κατ’ αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε τέτοιο βλαπτικό της τιμής ή της υπόληψης ισχυρισμό ή διάδοση. Δεν απαιτείται γνώση της αναλήθειας, ενώ η πεποίθηση του δράστη περί την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος δεν αποκλείει τον δόλο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ, “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης, προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από το δράστη γραπτά ή προφορικά, για κάποιον άλλον, λέξεις ή φράσεις που, κατά την κοινή αντίληψη, περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γι’ αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή άλλου. Περαιτέρω, αν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της δυσφημήσεως, για το οποίο κατηγορείται ο δράστης, γιατί αυτά που ισχυρίστηκε αυτός για τον παθόντα δεν αποτελούν γεγονότα, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει μήπως υπάρχει εξύβριση, για την οποία και πρέπει να τον καταδικάσει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το…, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απλής δυσφημήσεως (κατά μετατροπή της κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμηση) σε βάρος του…, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 9 Δεκεμβρίου, 2012

    ΑΠ 1145/2012, Άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας-απαιτείται κοινοποιήση της σχετικής αγωγής εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας- νόμιμη απόλυση εργαζομένων που φέρουν την ιδιότητα του συνδικαλιστικού οργάνου

    1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/55 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής “για λόγους μη ουσιαστικούς” νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που δεν συνδέονται με το υποστατό της αξίωσης, αλλά ανάγονται σε δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο, όπως συμβαίνει και όταν η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη. Ως “έγερση και πάλι” νοείται η εκ νέου άσκηση αγωγής, στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Η εκ νέου άσκηση, προκειμένου περί αγωγής για την οποία ο νόμος καθιερώνει παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία βραχύτερη των έξι μηνών, πρέπει να γίνει μέσα στο βραχύτερο αυτό χρόνο από την απόρριψη της προηγούμενης (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 404/2008). Η νέα αγωγή μπορεί να ασκηθεί και πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 2074/2007). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ότι με το 4995/16-2-2007 έγγραφο της εναγομένης…(ήδη αναιρεσείουσας) ανακοινώθηκε προς τον ενάγοντα υπάλληλο αυτής (ήδη αναιρεσίβλητο) ότι με την 159/14-2-2007 απόφαση του…της ΠΑΣΕΓΕΣ είχε επικυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης, που είχε επιβληθεί στον ενάγοντα αρμοδίως από το…της εναγομένης και ότι η εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής επρόκειτο να αρχίσει από 21-2-2007. Ότι ο ενάγων δεν αποδέχθηκε τα ανωτέρω και άσκησε ενώπιον του…126/9-5-2007 αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 11-5-2007. Ότι στην αγωγή εκείνη, κατ’ ορθή εκτίμηση του όλου περιεχομένου αυτής, αναφερόταν ότι η εναγομένη με τις ανωτέρω ενέργειές της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη αφ’ ενός μεν ως παράνομη, διότι ο ενάγων ήταν συνδικαλιστής και δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 και αφ’ ετέρου ως καταχρηστική, διότι έγινε για λόγους εκδικήσεως […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 9 Δεκεμβρίου, 2012

    ΑΠ 875/2012, Σύμβαση εργολαβίας-αναγκαιότητα τήρησης μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών-ευθύνη προστηθέντος-αξίωση αποζημιώσεως-ένσταση συνυπαιτιότητας-απορρίπτει την αναίρεση

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά μεν το άρθρο 914…όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 922 του ίδιου κώδικα ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία) που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691…προκύπτει ότι γενικώς ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτόν προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος, αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται προστηθείς …1328/2010). Είναι δε αδιάφορος ο τρόπος παροχής των οδηγιών και εντολών του προστήσαντος, οι οποίες μπορεί να παρέχονται και μέσω τρίτου προσώπου που έχει ορισθεί από τον προστήσαντα, όπως είναι και ο επιβλέπων μηχανικός στις οικοδομικές εργασίες, αρκεί ο προστηθείς να υποχρεούται στην εκτέλεσή τους …1876/1999). Περαιτέρω κατά το άρθρο 300 εδ.α…αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 ν.1396/1983 “1. Σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ’ έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι. 2. Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λάβει όλα τα μέτρα τα οποία του υποδεικνύει εγγράφως ο επιβλέπων το έργο και να τα διατηρεί αναλλοίωτα καθόλη τη διάρκεια της διακοπής. 3. Πριν από την έναρξη των εργασιών που διακόπηκαν ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει εγγράφως τον επιβλέποντα το έργο”. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου νόμου “Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο αρθρ. 7 του νόμου αυτού και αφορούν στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας που ορίζεται στο αρθρ. 6 του παρόντος, εφόσον αφορά στο τμήμα του έργου το οποίο έχουν αναλάβει”. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 9 Δεκεμβρίου, 2012

    ΠΠρΑθ 1101/2012, Τέλος ηλεκτροδότησης (χαράτσι) – ΔΕΗ – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης – Συλλογική αγωγή – Εκούσια δικαιοδοσία – Ηθική βλάβη – Προσωρινή εκτελεστότητα -.

    Με την παρούσα απόφαση που κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή η εναγόμενη ΔΕΗ υποχρεώνεται: α) να μην διακόπτει την παροχή ρεύματος στους καταναλωτές που δεν καταβάλλουν το τέλος ηλεκτροδότησης, β) να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου των λογαριασμών που εκδίδει, αφαιρουμένου του αναγραφόμενου ποσού του τέλους ηλεκτροδότησης, γ) να μην ενσωματώνει, υπολογίζει και καταλογίζει στους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος που αυτή εκδίδει το τέλος ηλεκτροδότησης, την επιφάνεια του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου και το επιβαλλόμενο ποσό, να απειληθεί σε βάρος χρηματική ποινή 300 ευρώ για κάθε μία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω παραβιάσεων και να αναγνωριστεί το δικαίωμα των καταναλωτών να αξιώνουν μεμονωμένα αποζημίωση για κάθε μία από τις παραπάνω βλαπτικές συμπεριφορές της εναγομένης. Προϋποθέσεις άσκησης συλλογικής αγωγής. Αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι η δικαστική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απαγόρευσή της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά τρόπο που να μην προσβάλλει το συμφέρον του καταναλωτή. Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Είσπραξη του ΕΕΤΗΔΕ (Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών) από τη ΔΕΗ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ασκεί δημόσια εξουσία, αλλά απλά και μόνο της έχει ανατεθεί βάσει ρητής διάταξης νόμου, να εισπράττει απλώς τα επίδικα τέλη αντί μιας μικρής αποζημίωσης. Το επίδικο τέλος δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 Σ. Οι διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 που επιβάλλουν το επίδικο τέλος αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1, 5 Σ και δεν συνιστούν ανεκτό περιορισμό της ιδιοκτησίας των βαρυνομένων με αυτή προσώπων (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), δεδομένης της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Αντισυνταγματικότητα της επιβολής του εν λόγω τέλους από την ΔΕΗ. Η δυνατότητα της ΔΕΗ και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος να προβαίνουν σε διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον καταναλωτή που δεν καταβάλλει το επίδικο τέλος αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 Σ) και είναι ως εκ τούτου ανίσχυρη.       ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ     Αριθμός Απόφασης 1101 2012 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ     Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Σπηλιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Βολίκα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Λουκαδάκου, Δικαστική Πάρεδρο (κωλυομένων των τακτικών Δικαστών) και από τη Γραμματέα Μαρία Κωστοπούλου.   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Ιανουαρίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:   ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ – ΥΠΕΡ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΌΚΕ)», εδρεύοντος στην Αθήνα, 2) Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)», εδρεύοντος στα Χανιά Κρήτης, 3) Του Πρωτοβάθμιου Σωματείο Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ, εδρεύοντος στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας, 4) Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π), εδρεύοντος στον Πειραιά, 5) Του Πρωτοβαθμίου Σωματείο Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ, εδρεύοντος στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένων, τα οποία παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Μυταλούλη.   ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 9 Δεκεμβρίου, 2012

    ΜΠρΠειρ 3629/2012, Ασφαλιστικά μέτρα – Ανάθεση επιμέλειας ανήλικου τέκνου σε πατέρα -.

    Ανάθεση επιμέλειας ανήλικης (7 ετών) στον αιτούντα πατέρα της. Πραγματικό συμφέρον τέκνου. Παράβαση καθηκόντων επιμέλειας. Ανεπίτρεπτα σωφρονιστικά μέτρα που θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου. Εφαρμογή του άρθρου 1518 παρ. 2 εδ. β’ ΑΚ.       ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ   ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ   3629/2012 2871/2012 3298/2012   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)     Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αριστέα Ρουσέα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Αυγούστου 2012, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:   Α) ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:  …, κατοίκου Περάματος Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Βαλεντίνης Μέτου.   ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, εν διαστάσει συζύγου …, κατοίκου Καμινιών Πειραιώς, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Πουλιάκα.   Β) ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Πειραιά (Καμίνια), ενεργούσης για τον εαυτό της ατομικώς και ως ασκούσης την  επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου της, Σταυρούλας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Πουλιάκα.   ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κατοίκου Περάματος, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Βαλεντίνας Μέτου.   Ο αιτών – καθ’ ου η αίτηση και η καθ’ ης η αίτηση – αιτούσα, ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι από 25-5-2012 και από 29-6-2012 αιτήσεις τους, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμούς 2871/2012 και 3298/2012 αντίστοιχα, και προσδιορίστηκαν, μετά από αναβολή της α’ αίτησης, για την παραπάνω δικάσιμο.   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.     ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ   ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ     Με την κρινόμενη από 25-5-2012 αίτηση ο αιτών επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζητεί, να του ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου του Σταυρούλας που απέκτησε με την καθής από το νόμιμο γάμο τους και με την οποία βρίσκεται σε διάσταση. Επίσης ζητεί να απειληθεί σε βάρος της καθής χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης . Η εν λόγω αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως έχει εισαχθεί προς συζήτηση στον παρόν Δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΠολΔ) και είναι νόμιμη πλην του παρακάτω αιτήματος στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514, 1518 ΑΚ και 735 ΚΠολΔ. Το αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι αναφορικά με την επιμέλεια δεν ζητείται με την αίτηση και η παράδοση του τέκνου και ως εκ τούτου η διάταξη αυτή δεν είναι εκτελεστή (I Μπρίνιας Αναγκ Εκτέλεση αρθρ. 950 παρ. 245). Πρέπει επομένως κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.     Με την από 29-6-2012 αίτηση η αιτούσα, ζητεί, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση να αφαιρεθεί προσωρινά η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου της Σταυρούλας από τον καθού πατέρας της με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση και να ανατεθεί προσωρινά η αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου της σε αυτή, διότι ο καθού παραβαίνει τα καθήκοντα που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας , κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στη αίτηση, άλλως […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 4 Δεκεμβρίου, 2012

    ΜονΠρωτΑθ 3941/2012, Ανίσχυρες οι πρόσφατες διατάξεις για το Επικουρικό Κεφάλαιο

    ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Αποτελούμενο από το Δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Ανδριοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2012 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ: Α) Του ενάγοντος ……………………………….. Των εναγομένων: …………………… και 3) του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Υπατίας, αριθ. 5) και εκπροσωπείται νόμιμα Β) Του παρεμπιπτόντως ενάγοντος ………………….. Των παρεμπιπτόντως εναγομένων: …………………. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ   Ι. Μεταξύ των πηγών δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνονται και οι Οδηγίες, που προβλέπονται και ρυθμίζονται στο άρθρο 288 ΙΙΙ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η Οδηγία είναι η πλέον ιδιόρρυθμη πράξη που προβλέπει το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο∙ απευθύνεται μόνο στα κράτη μέλη και άρα καταρχήν όχι στα φυσικά και νομικά πρόσωπα (βλ. και Ε.Σαχπεκίδου, ευρωπαϊκό δίκαιο, 2011, σελ. 460). Η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος, στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (βλ. σχετ. και Π.Κανελλόπουλο, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2010, σελ. 288, Λ.Κοτσίρη, ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο, τομ. Ι, 2003, σελ. 72, Ε.Σαχπεκίδου, ό.π., σελ. 460). Επομένως, η Οδηγία δεσμεύει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο (αποτέλεσμα) δεν είναι οι γενικοί κοινοτικοί σκοποί, αλλά τα από το περιεχόμενο της ίδιας της Οδηγίας απορρέοντα έννομα αποτελέσματα, στα οποία τα κράτη μέλη αποδέκτες πρέπει να δώσουν εσωτερική ισχύ (Λ.Κοτσίρης, ό.π., σελ. 72). Σε σχέση με την ελευθερία επιλογής του τύπου και των μέσων πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή είναι αρκετά περιορισμένη αφενός διότι συνήθως οι Οδηγίες χαρακτηρίζονται από ρυθμιστική ένταση αφετέρου διότι η ελευθερία επιλογής δεν επηρεάζει την υποχρέωση των κρατών μελών να επιλέγουν την πιο κατάλληλη μορφή και μέθοδο διασφάλισης του επιδιωκομένου με την Οδηγία αποτελέσματος (Λ.Κοτσίρης, ό.π., σελ. 72-73). Περαιτέρω, το άρθρο 288 ΙΙΙ ΣΛΕΕ (βλ. αντίστοιχα και άρθρο 249 ΣΕΚ) δεν προσδίδει στην Οδηγία ρητά δύναμη άμεσης εφαρμογής, αφού προϋποθέτει μεταφορά αυτής στο εθνικό δίκαιο μέσω των αρμόδιων εθνικών οργάνων. Ωστόσο η ίδια η διάταξη δεν αποκλείει την αμεσότητα εφαρμογής της Οδηγίας που έχει πληρότητα, εφόσον παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Έτσι, το ΔΕΚ έχει την τάση να αναγνωρίζει άμεσο αποτέλεσμα στην Οδηγία, όταν αυτή είναι σαφής και απονέμει δικαιώματα στα άτομα, τα οποία μπορούν να τα επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, ιδίως όταν το κράτος μέλος παρέλειψε να τηρήσει την προθεσμία που η Οδηγία έθεσε για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις πρόσδοσης στην Οδηγία άμεσου αποτελέσματος, τόσο οι εθνικές αρχές όσο και τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται αυτεπαγγέλτως δυνάμει το κοινοτικού δικαίου να την εφαρμόζουν άμεσα (βλ. και Λ.Κοτσίρη, ό.π., σελ. 74). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι η προαναφερόμενη ευχέρεια του κράτους να επιλέξει μεταξύ περισσότερων δυνατών μέσων, προκειμένου να επιτύχει το επιδιωκόμενο με την Οδηγία αποτέλεσμα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα, των οποίων το περιεχόμενο μπορεί να καθοριστεί με επαρκή ακρίβεια […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 3 Δεκεμβρίου, 2012

    ΑΠ 904/2012, Καταγγελία σύμβασης εργασίας – Πότε είναι καταχρηστική

       Η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το 281 ΑΚ.   Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 29 Νοεμβρίου, 2012

    ΜΠρΘεσ 26534/2012, Εργατική νομοθεσία – Μείωση κατώτατου μισθού – Κατάργηση μετενέργειας Συλλογικών Συμβάσεων – Μνημόνιο – Αντισυνταγματικότητα Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου – Απεργία – Συνδικαλιστική ελευθερία

    ΜΠρΘεσ 26534/2012   Εργατική νομοθεσία – Μείωση κατώτατου μισθού – Κατάργηση μετενέργειας Συλλογικών Συμβάσεων – Μνημόνιο – Αντισυνταγματικότητα Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου – Απεργία – Συνδικαλιστική ελευθερία -.     Για να πραγματοποιηθούν οι πολιτικές που εξαγγέλλονται από το πρώτο Μνημόνιο πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους. Κρίθηκε ότι οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/28.02.2012 με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ. 2 του Σ και για το λόγο αυτό είναι μη εφαρμοστέες. Περιορισμοί του δικαιώματος της απεργίας από τα άρθρα 25 παρ. 3 Σ και 281 ΑΚ. Κρίθηκε ότι η ένδικη απεργία δεν είναι παράνομη, επειδή, όπως επικαλείται η ενάγουσα, αποβλέπει στην επίλυση νομικής διαφοράς, ούτε ότι με τον τρόπο αυτό υπάρχει παραγκωνισμός των δικαστηρίων, διότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας γενικότερης αλλαγής των αμοιβών μετά την ισχύ της υπ’ αριθμ. 6 ΠΥΣ/28-2-2012, με την οποία μειώνεται ο κατώτατος μισθός και καταργείται η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων, την οποία και το Δικαστήριο κρίνει ως αντισυνταγματική, κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί από το δικαστήριο. Επίσης οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 εισάγουν αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση σε βάρος των νεοπροσληφθέντων εργατοτεχνιτών έναντι των εργατοτεχνιτών που προσλήφθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτούς και παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της ισότητας στις εργασιακές σχέσεις. Κρίθηκε επίσης ότι η ένδικη απεργία δεν είναι καταχρηστική. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει προς το παρόν χαρακτήρα διαρκείας σε δυσανάλογο βαθμό με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ούτε βέβαια μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους κατάχρηση η απεργιακή κινητοποίηση κάποιων ημερών, ενόψει του μείζονος θέματος των αμοιβών που συνιστούν πλέον εκμετάλλευση του εργαζομένου και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση του και με άμεσο συλλογικό ενδιαφέρον και αλληλεγγύης.     ΑΠΟΦΑΣΗ: 26534/2012 Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 32594/2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ουρανία Καλατζαντωνάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα Μελπομένη Τσιρίδου.   ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του τη 19η Νοεμβρίου 2012 για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης 32594/2012 αγωγή μεταξύ :   ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ / IMPREGILO / ANSALDO STS / SELI / ANSALDOBREDA», που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, οδός Αμαρουσίου -Χαλανδρίου αριθμός 18 – 20, νομίμως εκπροσωπούμενης, που αποτελείται από τις παρακάτω εταιρίες:   α) Την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Αμαρουσίου – Χαλανδρίου αριθμός 18 – 20, νομίμως εκπροσωπούμενης. β) Την Ιταλική Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «IMPREGILO S.p.A.», που εδρεύει στο Μιλάνο Ιταλίας, Via dei Missaglia 97, ΤΚ 20142, νομίμως εκπροσωπούμενης γ) Την Ιταλική Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «ANSALDO STS S.p.A.», ως καθολικής διαδόχου δι’ απορροφήσεως της εταιρίας με την επωνυμία «ANSALDO TRANSPORTI – SISTEMI FERROVIARI S.p.A.», που εδρεύει στη Γένοβα Ιταλίας, οδός Mantovani αριθμός 3/5, ΤΚ 16100, νομίμως εκπροσωπούμενης δ) Την Ιταλική Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «S.E.L.I Societa Esecuzione […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 29 Νοεμβρίου, 2012

    ΣυμβΕφΘεσ 760/2012, Εφεση – Τυχηρά παίγνια – Μεταβολή κατηγορία σε τεχνικά παίγνια – Επεκτατικό αποτέλεσμα

    Αριθμ. Βουλεύματος 760/2012.   …   Η πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Ηλία Σεφερίδη έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Εφετών και έχει ως εξής:   ———–     ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ     Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1,2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 309 παρ. 1, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318, 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ την από 11/9/2012 έφεση του κατηγορουμένου … κατοίκου Παραλίας Διονυσίου Χαλκιδικής, την οποία άσκησε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Κοροκυθάκη ενώπιον του γραμματέα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αρίθμ. 1001/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διά του οποίου παραπέμπεται αυτός να δικαστεί από το Μονομελές Εφετείο Α βαθμού για την πράξη της διεξαγωγής τυχερών παιγνίων (άρθρο 52 παρ. 1 περ. β του νόμου 4002/2011). Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την υποβλητική αναφορά του Τμήματος -Ασφάλειας Τούμπας – Τριανδρίας Θεσσαλονίκης. Στην έφεση εμπεριέχονται οι σαφείς και ορισμένοι λόγοι που απαιτούνται για την άσκηση αυτής (άρθρα 462, 463, 465, 474, 477, 478, 481 του ΚΠΔ) Η ανάκριση περατώθηκε νόμιμα και έχει γίνει γνωστοποίηση του πέρατος αυτής στον κατηγορούμενο. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.     Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα.     Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει χωρίς να παρερμηνεύει ο Δικαστής τον νόμο, όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον 2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010, ΑΠ 294/2010, ΑΠ 128/2011, ΑΠ 458/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).     Από τις διατάξεις του νόμου 4002/2011 και κυρίως του κεφαλαίου Η του ανωτέρω νόμου ρυθμίζεται η αγορά των τυχερών παιγνίων και η ρύθμιση της εποπτείας, του ελέγχου, της ταξινόμησης, και του χαρακτηρισμού αυτών. Διά του ανωτέρω νόμου αντιμετωπίζονται τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί ο εθισμός των πολιτών στα τυχηρά ηλεκτρονικά και μη παίγνια με τα οποία οδηγούνται […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 29 Νοεμβρίου, 2012

    ΣτΕ 1165/2012, Φάρμακο με περισσότερες δραστικές ουσίες – Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας – Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – Συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για συγκεκριμένη δραστική ουσία

    ΣτΕ 1165/2012   Φάρμακο με περισσότερες δραστικές ουσίες – Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας – Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – Συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για συγκεκριμένη δραστική ουσία – Αναβολή υπόθεσης μετά την απάντηση του ΔΕΕ -.     Παραδεκτή αίτηση ακύρωσης κατά πράξεως του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της αιτούσας εταιρίας για χορήγηση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας φαρμακευτικού προϊόντος. Ο ΟΒΙ δε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητές του για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ασκεί δημόσια εξουσία κατά παραχώρηση και οι σχετικές πράξεις είναι κατ’ αρχήν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση ακύρωσης. Ερωτήματα σχετικά με την προστασία με κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή με συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας φαρμάκου που περιέχει περισσότερες από μία δραστικές ουσίες ενώπιον του ΔΕΕ. Αναβολή της υπόθεσης μετά την απάντηση των εν λόγω ερωτημάτων από το ΔΕΕ.       ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β’   Αριθμός 1165/2012     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 30 Μαρτίου 2011 με την εξής σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, I. Γράβαρης, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, I. Σύμπλης, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.   Για να δικάσει την από 28 Απριλίου 2009 αίτηση:   της Εταιρείας με την επωνυμία “GILEAD SCIENCES INC.”, που εδρεύει στο Foster City των Η.Π.Α. (333 Lakeside Drive, Foster City CA 94404), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Θεόδωρο Γούσιο (A.M. 5027), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ” (Ο.Β.Ι.). που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός Παντανάσσης αρ. 5), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους: 1) Θεοδώρα Σιμιτσή (A.M. 15022) και 2) Δέσποινα Σπανού (A.M. 24373), που τις διόρισε με πληρεξούσιο.   Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. ΚΠ/544/29.1.2009 πράξη του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Ο.Β.Ι.) και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου I. Σύμπλη.   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τις πληρεξούσιες του καθ’ ου νομικού προσώπου, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψη της.   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και     Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο     1. Επειδή για την άσκηση τής κρινομένης αιτήσεως έχει κατατεθεί το κατά νόμον παράβολο (1074157/2009 σειράς Α’ ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).     2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση τής ΓΔ/53/2009 αποφάσεως τού Γενικού Διευθυντή τού Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Ο.Β.Ι.), με την οποία απορρίφθηκε η 20080800016/09.5.2009 αίτηση τής ήδη αιτούσας εταιρείας, για την χορήγηση Συμπληρωματικού Πιστοποιητικού Προστασίας για Φάρμακα (ΣΠΠΦ) για το προϊόν “Τενοφοβίρη δισοπροξίλη και άλατα, ιδιαίτερα το φουμαρικό, ένυδρα, ταυτομερή και στερεά διαλύματα της σε συνδυασμό με εμτρικιταβίνη και εφαβιρένζη”, το οποίο έλαβε άδεια κυκλοφορίας με την Ε(2007)6572/13.ΧΙΙ.2007 απόφαση τής Επιτροπής EE, με την εμπορική ονομασία Atripla, με κύριο δίπλωμα το μεταφρασμένο Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας 3045339 τής αιτούσας, με τίτλο “νουκλεοτιδικά ανάλογα”, για το οποίο της είχε χορηγηθεί από τον Ο.Β.Ι. το […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 26 Νοεμβρίου, 2012

    ΑΠ 1477/11, Αθέμιτος Ανταγωνισμός – Προστασία διακριτικών γνωρισμάτων

    – Αθέμιτος ανταγωνισμός. Προστασία σημάτων. Διασχηματισμοί σημάτων. Διασχηματισμός προϊόντος και συσκευασίας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Υπέρβαση διακιοδοσίας. – Από τη διάταξη του άρθρου του Ν. 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού” προκύπτει αφενός ότι απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη και αφετέρου ότι ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας. – Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι, εκείνος ο οποίος κάνει κατά τις συναλλαγές χρήση ονόματος εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη της χρήσης ακόμη και αν αυτή γίνεται με μερικές παραλλαγές, εφόσον όμως αυτές δεν αποκλείουν τον εν λόγω κίνδυνο (της σύγχυσης). Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σ’ ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών αναφορικά είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε με την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Αν τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης προσβληθούν με τη χρησιμοποίηση τους από τρίτον, παρέχεται η από το άρθρο 13 του Ν. 146/1914 προστασία, ενώ αν προσβληθεί διακριτικό γνώρισμα, που έγινε δεκτό ως σήμα και καταχωρήθηκε στο προβλεπόμενο από το άρθρο 6 του Ν. 2239/1994 βιβλίο, χωρίς να διαγραφεί, δεν προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 146/1914, αλλά παρέχεται η προστασία των αρθρ. 24 και 29 του Νόμου αυτού (2239/94). Μόνο αν τέτοιο διακριτικό δεν έχει γίνει δεκτό ως σήμα, ή, γενόμενο δεκτό, έχει διαγραφεί και χρησιμοποιείται αθεμίτως από άλλον, ο φορέας της επιχείρησης έχει την προαναφερόμενη προστασία των άρθρων 13 και 14 του Ν. 146/1914. Αν όμως το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα τότε είναι δυνατή η προστασία του σήματος και με βάση το Ν. 146/1914. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων 1, 3, 4, 18 παρ. 3 και 26 Ν.2239/1994, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την Οδηγία 89/104 Ε.Κ., προκύπτουν τα εξής: α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεικτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, τέτοιο δε σημείο είναι και η απεικόνιση του σχήματος ή της συσκευασίας του προϊόντος, ιδίως όταν πρόκειται για εντελώς πρωτότυπη και ιδιόμορφη συσκευασία ή σχήμα, β) Με την καταχώριση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα [4] 6 επ. του ίδιου νόμου, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, όποιος δε χρησιμοποιεί χωρίς τη θέληση του δικαιούχου και κατά τρόπο που προσήκει μόνο στον τελευταίο ένδειξη η οποία προσβάλλει το σήμα του δικαιούχου, μπορεί να εναχθεί για […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 22 Νοεμβρίου, 2012

    ΑΠ 371/2012, σύγκρουση σήματος με επωνυμία, διακριτικό γνώρισμα και domain name

    Απόφαση 371 / 2012    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 371/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1′ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γιαννούλη, Βασίλειο Φούκα, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “LEXICON Εφαρμογές Μετάφρασης Ανώνυμη Εταιρία” και τον διακριτικό τίτλο “LEXICON Α.Ε”, που έχει έδρα στη Θεσσαλονίκη, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αντωνιάδη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσίβλητων:1. Συλλόγου με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΥΧΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ Σ.” και τον διακριτικό τίτλο “LEXICON”, που έχει έδρα στη Θεσσαλονίκη, νομίμως εκπροσωπούμενης και 2. Σ. – Α. (Σ.) Μ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Αρκούδη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16 Μαρτίου 2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16075/2007 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 2312/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25.2.2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Φούκας ανέγνωσε την από 20 Ιανουαρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 1522/2011, AΠ 633/2011). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή των γενικών και αφηρημένων αρχών για την εξέλιξη πραγμάτων, οι οποίες αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχολήσεως, ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνον όταν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων και όχι για τη διαπίστωση αυτών. Ειδικότερα αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να ανεύρει με βάση αυτά την έννοια κανόνος του δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες ή για να υπαγάγει ή όχι τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς στον κανόνα αυτόν (ΑΠ 2075/2007, ΑΠ 1506/2007, ΑΠ 1445/2007, ΑΠ 1188/2007). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 110, 117-118 και 216 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει με ποινή το απαράδεκτο, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ