Κατ’ άρθρο 62 ΚΠολΔ οποίος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Η ιδιότητα του διαδίκου είναι τυπική και ανεξάρτητη από τη ρύθμιση της έννομης σχέσης εξ απόψεως ουσιαστικού δίκαιου. Γι’ αυτό διάδικοι δύνανται να είναι πρόσωπα, τα οποία διεξάγουν δίκη για αλλότρια δικαιώματα μόνον εφ’ όσον ο νόμος τους χορηγεί αυτή την εξουσία (μη δικαιούχοι διάδικοι). Οι διατάξεις των άρθρων 116, 118 αρ. 5, 259 § 2 και 310 § 2 ΚΠολΔ κατονομάζουν ως πρόσωπα που μετέχουν στη δίκη μόνον τους διαδίκους τους νομίμους αντιπροσώπους (επίτροπος, σύνδικος, διαχειριστήςπολυκατοικίας κ.λπ.) και τους πληρεξουσίους δικηγό-ρους τους και δεν αναφέρουν τους εκουσίους αντιπροσώπους. Δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν αναλογικώς στη διεξαγωγή της δίκης οι διατάξεις των άρθρων 211επ ΑΚ περί εκουσίας αντιπροσώπευσης, οι οποίες ισχύουν στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου. Η εκούσια αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή της δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή ούτε με επίκληση της διάταξης του άρθρου 713 ΑΚ, διότι στην περίπτωση αυτή η εξουσία του εντολοδόχου περιορίζεται μόνο στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο να ασκήσει αγωγή ή ένδικο μέσο στο όνομα του εντολέα του, και να τον εκπροσωπήσει στη δίκη. Συνακόλουθα, δεν συγχωρείται στην πολιτική δίκη ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου για τη διεξαγωγή της, έστω και αν ο τελευταίος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο προς αναπλήρωση της ελλειπούσης ικανότητας να παρίσταται στο δικαστήριο. Συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο είναι το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο, το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 37/2014, ΑΠ 1462/2013, ΝΟΜΟΣ).
Εξ άλλου από τις διατάξεις του άρθρου 225 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε, μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή επί θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος κατ’ άρθρο 290 ΚΠολΔ κληρονόμος του. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου, και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του και δεν νομιμοποιείται να ασκήσει διαδικαστικές πράξεις κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τ. Ι, έκδ. 2000, άρθρο 225, αρ. 5, 8).
Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ γ ́ ν. 4364/2015, τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης, που ορίζονται στο άρθρο αυτό. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 4 του ιδίου ως άνω νόμου, οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61επ του ν. 4307/2014. Εφ’ όσον οι εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι χορηγείται στις εταιρίες διαχεί-ρισης απαιτήσεων η δυνατότητα να ασκούν ένδικα βοηθήματα, ήτοι αγωγές και παρεμβάσεις και να λαμβάνουν μέρος στις δίκες. Άλλωστε, η μεταβίβαση της απαίτησης κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 τελεί σε μεγάλη εγγύτητα αν δεν ταυτίζεται με την ειδική διαδοχή, η δε χρήση του όρου μη δικαιούχος διάδικος εκ μέρους του νομοθέτη στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον αδόκιμος, διότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις του ως άνω νόμου είναι δικαιούχοι και όχι μη δικαιούχοι των απαιτήσεων, τις οποίες απέκτησαν διά μεταβιβάσεως από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 4354/2015 δεν καθιερώνουν νέες δικονομικές οδούς συμμετοχής στις δίκες, πλέον των ήδη οριζόμενων στον ΚΠολΔ. Επομένως, οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, για να λάβουν μέρος σε δίκες με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τη διαχείριση των τραπεζικών απαιτήσεων, τις οποίες απέκτησαν, πρέπει να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 ΚΠολΔ και όχι να παρασταθούν στο ακροατήριο και να καταθέσουν δικόγραφο προτάσεων στο δικό τους όνομα δυνάμει της σύμβασης μεταβίβασης των επίδικων απαιτήσεων ή δυνάμει πληρεξουσίου, διότι, όπως διαλαμβάνεται ανωτέρω, το δικονομικό δίκαιο δεν επιτρέπει την εκούσια αντιπροσώπευση για τη διεξαγωγή της δίκης. Εάν λάβουν χώρα τέτοιες πράξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν.

Στην προκειμένη περίπτωση από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη έκθεση επίδοσης υπ’ αρ. …/10.10.2019 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης […] προκύπτει ότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη καθ’ ης ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζή-τηση για τη δικάσιμο της 18.11.2019. Ειδικότερα, η επίδοση έγινε στη δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης […] (AM …) υπό την ιδιότητά της ως αντίκλητου της πρώτης καθ’ ης δυνάμει της με ημε-ρομηνία 19.7.2018 επιταγής προς πληρωμή (άρθρα 142 και 143 ΚΠολΔ).
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου (αριθμός …) η καθ’ ης δεν παραστάθηκε αλλά εμφανίσθηκε η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος, η οποία δήλωσε ότι αντί της καθ’ ης παρίσταται στη δίκη η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», όπως μετονομάσθηκε ή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», και έδρα την Αθήνα, ισχυριζόμενη ότι αυτή απέκτησε την απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατά των ανακοπτόντων δυνάμει της με ημερομηνία 18.9.2019 σύμβασης παροχής υπηρεσιών και ότι εξουσιοδοτήθηκε από την καθ’ ης να παρασταθεί αντ’ αυτής στην παρούσα δίκη δυνάμει του υπ’ αρ. …/23.9.2019 πληρεξούσιου του συμβολαιογράφου Πειραιώς […].
Επίσης, η ανωτέρω πληρεξούσια δικηγόρος κατέθεσε δικόγραφο προτάσεων, συνοδευόμενο από τα αποδεικτικά των ισχυρισμών της ως άνω εταιρίας έγγραφα. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη η μοναδική δικονομικά επιτρεπτή οδός συμμετοχής της ως άνω εταιρίας στην παρούσα δίκη, όπως άλλωστε επισημαίνει και η ανακόπτουσα, είναι η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και όχι η παράσταση δυνάμει εξουσιοδότησης από την καθ’ ης, διότι δεν επιτρέπεται η εκπροσώπηση ή η αντικατάσταση διαδίκου με σύμβαση μεταξύ τους, δηλαδή εν προκειμένω μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τρα-πεζικής εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και της παρασταθείσας στη δίκη ανώ-νυμης εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ».
Συνεπώς, η δεύτερη των δύο ανωτέρω εταιριών, ανεξαρτήτως της επί της ουσίας παθητικής νομιμοποίησής της, δεν συμμετέχει νομίμως, δηλαδή με δικονομικά ορθό τρόπο, στην παρούσα δίκη, η δε δήλωση παράστασης και η κατάθεση του δικογράφου των προτάσεων εκ μέρους της πληρεξουσίας δικηγόρου της είναι άκυρες διαδικαστικές πράξεις. Από την άλλη πλευρά, η καθ’ ης ανακοπή, δηλαδή η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… ΑΕ» δεν παραστάθηκε καθόλου και επομένως πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τις διατάξεις των άρθρων 937 § 3, 591 § 1 και 271 § 2 ΚΠολΔ.
Επίσης, από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες εκθέσεις επίδοσης υπ’ αρ. …/10.10.2019 και …/10.10.2019 της δικαστικής επι-μελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης […], προκύπτει ότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο και τρίτο των καθ’ ων ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 18.11.2019. Στη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου (αριθμός …) ο δεύτερος και ο τρίτος των καθ’ ων δεν παραστάθηκαν στη δίκη. Συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην, κατά τις διατάξεις των άρθρων 537 § 3, 591 § 1 και 271 § 2 ΚΠολΔ). Κατ’ άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του v. 4335/2015, στις δίκες των ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εάν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετάσχει κατά τον προσήκοντα τρόπο, όπως όταν εμφανίζεται χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, ή παρίσταται μεν με δικηγόρο αλλά δεν καταθέτει προτάσεις, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση της ανακοπής επισπεύδει ο καθ’ ου ή εάν την επισπεύδει ο ανακόπτων και κάλεσε τον καθ’ ου νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της ανακοπής, αλλά αυτός (ο καθ’ ου) δεν εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, εξετάζεται το παραδεκτό της ανακοπής και η νομική βασιμότητα των λόγων της, τα οποία ως αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα δεν καλύπτονται από το τεκμήριο της ομολογίας του ερήμην δικαζομένου (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ). Έπειτα, εφ’ όσον δεν υπάρχει ένσταση, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρονται ομολογημένα τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία θεμελιώνονται οι νομικά βάσιμοι λόγοι της ανακοπής και η ανακοπή γίνεται δέκτη επί της ουσίας (βλ. ενδεικτικά Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Γενικό Μέρος, έκδ. 2017, σ. 774επ).
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 933 § 1 ΚΠολΔ, στην άσκηση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης νομιμοποιείται ενεργητικά ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστής του, που έχει έννομο συμφέρον. Ο τρίτος πρέπει να θεμελιώνει την ιδιότητα του δανειστή, είτε του καθ’ ου η εκτέλεση είτε οποιουδήποτε των δανειστών του. Επίσης, δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ο δανειστής του αδρανούντος καθ’ ου η εκτέλεση. Η ανακοπή όμως αυτή του τρίτου δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ασκείται πλαγιαστικά κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ (ΕφΠατρ 1085/2006, ΕφΑθ 64/1999, ΕφΑθ 1894/1993 ΝΟΜΟΣ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 602, Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τ. ΙΙ, έκδ. 2000, άρθρο 933, αρ. 18). Η ανακοπή του δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση, ανεξαρτήτως εάν ασκείται ευθέως ή πλαγιαστικά και παρά την έλλειψη σχετικής ρύθμισης, ορθότερο είναι να στρέφεται τόσο κατά του επισπεύδοντος όσο και κατά του καθ’ ου η εκτέλεση εξ αιτίας της διαπλαστικής φύσης της με σκοπό την ενιαία επίλυση της διαφοράς (Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 604, Νικολόπουλος, ό.π., αρ. 21).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή η ανακόπτουσα εκθέτει τα ακόλουθα: Την 20.7.2018 με εντολή της πρώτης καθ’ ης επιδόθηκε στον δεύτερο και τρίτο των καθ’ ων αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αρ. 17368/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού με επιταγή προς πληρωμή του συνολικού ποσού του 1.202.076,32 ευρώ φέρουσα ημερομηνία 19.7.2019. Λόγω μη καταβολής αυτού του ποσού ακολούθησε η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης και ειδικότερα δυνάμει της υπ’ αρ. …/29.7.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης […] η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα περιγραφόμενα ακίνητα των καθ’ ων στη Θέρμη και στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης για την είσπραξη της απαίτησής της. Ημερομηνία διεξαγωγής του πλειστηριασμού ορίσθηκε η 4.3.2020. Τα ακίνητα αυτά τα είχε αγοράσει το έτος 2010 η ανακόπτουσα με τα πέντε αναφερόμενα συμβόλαια της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης […], νομίμως καταχωρισθέντα στα οικεία φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς. Οι καταχωρίσεις και τα στοιχεία τους αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως με ημερομηνία 15.5.2019 και αριθμό κατάθεσης …/2019, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπής.

Την 29.11.2011 η πρώτη καθ’ ης άσκησε την υπ’ αρ. …/29.11.2011 αγωγή διάρρηξης της δικαιοπραξίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και μετά από την άσκηση αντίθετων εφέσεων η αγωγή έγινε δεκτή και οι πέντε πωλήσεις και μεταβιβάσεις των ακινήτων διαρρήχθηκαν ως καταδολιευτικές δυνάμει της απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης υπ’ αρ. 115/2019. Κατ’ αυτής της απόφασης η ανακόπτουσα άσκησε την ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου και για την εκδίκασή της ορίσθηκε δικάσιμος η 26.10.2020. Η ανακόπτουσα θα υποστεί ζημία εάν τα πέντε κατασχεθέντα ακίνητα, τα οποία είχε αγοράσει από τον πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων με σκοπό την ανέγερση ξενοδοχείου και χωρίς να γνωρίζει την οφειλή τους προς την πρώτη καθ’ ης, εκποιηθούν αναγκαστικά, άσκησε δε ήδη εναντίον τους την υπ’ αρ. καταθ. …/28.2.2014 αγωγή καταβολής αποζημίωσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αιτήθηκε την επιδίκαση αποζημίωσης ποσού 1.015.958,86 ευρώ λόγω της υλικής ζημίας, την οποία υπέστη από τη συμπεριφορά των εναγομένων σε σχέση με την πώληση των ακινήτων, και χρηματικής ικανοποίησης 500.000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τη συμπεριφορά τους.
Με βάση τα ανωτέρω, τα οποία ανάγονται στο έννομο συμφέρον και την ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση της ανακοπής, η ανακόπτουσα, για τους λόγους που εκθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής, ζητεί να ακυρωθεί η με ημερομηνία 19.7.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. 17368/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, η υπ’ αρ. …/29.7.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης […], η υπ’ αρ. …/31.7.2019 περίληψη της ανωτέρω κατα-σχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, κάθε άλλη συναφής πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή στα δικαστικά έξοδά της. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας με προφορική δήλωσή του, καταχωρισθείσα στα υπ’ αρ. …/18.11.2019 πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, υπέβαλε το αίτημα της αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, προκειμένου να εκδοθεί πρώτα η απόφαση του Αρείου Πάγου επί της αιτήσεως αναιρέσεως, την οποία άσκησε κατά τα προαναφερθέντα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση ανακοπή, η οποία στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 933 § 1 ΚΠολΔ, ορθώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, αφού ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από τον Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, πρόκειται δε για το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ όπως ισχύει), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 § 1 και 937 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η ένδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, επιδόθηκε στους καθ’ ων η αναγκαστική εκτέλεση (δεύτερο και τρίτο καθ’ ων η ανακοπή) την 20.7.2019 (εκθέσεις επίδοσης υπ’ αρ. …/20.7.2018 και …/20.7.2018 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης…), δηλαδή μετά την 1.1.2016 (άρθρο ένατο ν. 4335/2015 – μεταβατικές διατάξεις).
Η ανακόπτουσα εκθέτει επαρκώς τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής. Δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται η αδράνεια των καθ’ ων η αναγκαστική εκτέλεση (δευτέρου και τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή) να ασκήσουν αυτοί ανακοπή κατά της επισπεύδουσας (πρώτης καθ’ ης η ανακοπή), διότι η ανακόπτουσα νομιμοποιείται στην άσκησή της κατ’ άρθρο 933 § 1 ΚΠολΔ ως δανείστρια των καθ’ ων η εκτέλεση λόγω της ανωτέρω αναφερόμενης υπ’ αρ. καταθ. …/28.2.2014 αγωγής καταβολής αποζημίωσης την οποία άσκησε κατ’ αυτών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και όχι μόνον πλαγιαστικά κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των 45 ημερών που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 934 § 1α ́ ΚΠολΔ, όπως ισχύει, εφ’ όσον η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στους καθ’ ων η αναγκαστική εκτέλεση (δεύτερο και τρίτο καθ’ ων ή ανακοπή) την 30.7.2019 (δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης αλλά και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους η ημερομηνία αυτή) και αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε στους καθ’ ων τη 10.10.2019 (εκθέσεις επίδοσης υπ’ αρ. …/10.10.2019, …/10.10.2019 και …/10.10.2019 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης…), λαμβανομένης υπ’ όψιν και της αναστολής της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής από 1 έως 31 Αυγούστου κατ’ άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα των λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται τα εξής: Ο δεύτερος και τρίτος των καθ’ ων πώλησαν και μεταβίβασαν σε αυτήν τα κατασχεθέντα ακίνητα το έτος 2010 δυνάμει των υπ’ αρ. …/22.4.2010 …/10.2.2010 …/10.2.2010, …/10.2.2010 και …/10.2.2010 πωλητηρίων συμβο-λαίων της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης […] νομίμως καταχωρισθέντων στο φύλλο εκάστου ακινήτου στο Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς. Οι δικαιοπραξίες αυτές δεν ήταν καταδολιευτικές εις βάρος των απαιτήσεων της πρώτης καθ’ ης, αλλά συνδυάσθηκαν με την αλλαγή στη μετοχική σύνθεση της ανακόπτουσας εταιρίας, η οποία κατά τον χρόνο εκείνο έφυγε από τον μετοχικό έλεγχο των δευτέρου και τρίτου καθ’ ων και περιήλθε στον μετοχικό έλεγχο άλλων προσώπων. Την 29.11.2011 η πρώτη καθ’ ης άσκησε κατά των λοιπών διαδίκων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αρ. …/29.11.2011 αγωγή διάρρηξης των παραπάνω δικαιοπραξιών και μετά από την άσκηση αντίθετων εφέσεων επί της εκδοθείσας απόφασης, η αγωγή έγινε δέκτη και οι πέντε δικαιοπραξίες διαρρήχθηκαν ως καταδολιευτικές δυνάμει της απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης υπ’ αρ. 115/2019. Κατ’ αυτής της απόφασης η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την αίτηση αναιρέσεως υπ’ αρ. καταθ. …/20.5.2019, την ευδοκίμηση της οποίας πιθανολογεί, ορίσθηκε δε δικάσιμος για την εκδίκασή της η 26.10.2020. Εάν αναιρεθεί η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, θα ανατραπεί η δικαστική κρίση, σύμφωνα με την οποία η μεταβίβαση των ακινήτων ήταν καταδολιευτική και με βάση την οποία η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση τα κατάσχεσε στην περιουσία των πωλητών (άρθρα 939επ ΑΚ, 936 § 3 και 992 § 1 ΚΠολΔ), και πλέον δεν θα υπάρχει το νομικό υπόβαθρο της κατάσχεσης. Ο πλειστηριασμός ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί την 4.3.2020, δηλαδή πριν από την ημερομηνία εκδίκασης της αιτήσεως αναιρέσεως (26.10.2020). Εάν τα ακίνητα εκποιηθούν αναγκαστικά πριν από την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου, η ανακόπτουσα θα έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία είναι αμφίβολο εάν θα μπορεί να αποκατασταθεί μετά από την ευδοκίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
Με αυτό το περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, διότι το παρόν Δικαστήριο δεν δικαιούται να πιθανολογήσει το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της και να ακυρώσει για τον λόγο αυτό τις προσβαλλόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής για την ανάπτυξη του πρώτου λόγου της ανακοπής δεν πάσχει ούτε η απαίτηση της πρώτης καθ’ ης κατά των λοιπών καθ’ ων ούτε ο εκτελεστός τίτλος, δηλαδή η υπ’ αρ. 17368/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, ούτε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης καθ’ εαυτή, αλλά η κυριότητα της ανακόπτουσας επί των κατασχεθέντων, ακίνητων, τα οποία είχε αγοράσει από τους καθ’ ων η εκτέλεση, προσβάλλεται υπέρ της πρώτης καθ’ ης δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης υπ’ αρ. 115/2019, παρ’ όλο που η απόφαση αυτή δεν είναι ο εκτελεστός τίτλος, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Επειδή, όμως, η απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη, αναδίδει κανονικά τις έννομες συνέπειές της και δεν υπάρχει διάταξη νόμου, δυνάμει της οποίας το παρόν Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τις πράξεις της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να μην διενεργηθεί ο πλειστηριασμός πριν από την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Επίσης, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αναστείλει την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ανωτέρω εφετειακής απόφασης. Οι έννομες συνέπειες των τελεσίδικων αποφάσεων αναστέλλονται μετά από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 565 § 2 ΚΠολΔ, εφ’ όσον βεβαίως το επιτρέπει το είδος της απόφασης και οι εξ αυτής απορρέουσες έννομες συνέπειες. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος.
Κατ’ άρθρο 992 § 1 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει κατάσχεση ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη ή εμπράγματου δικαιώματος του οφειλέτη επάνω σε ακίνητο. Ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από τον δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ ΑΚ, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Κατ’ άρθρο 995 § 3 ΚΠολΔ, εάν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος και η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ’ αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Εάν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Από τη σύγκριση των δύο παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, αν και σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπάρχει τρίτο πρόσωπο με έννομο συμφέρον επί του ακινήτου, το οποίο βλάπτεται από την αναγκαστική εκτέλεση, μόνον στην περίπτωση του κυρίου ενυπόθηκου κτήματος ορίζεται ότι πρέπει να επιδοθεί και στον τρίτο αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης με ποινή ακυρότητας. Παρά την προφανή ομοιότητα των δύο περιπτώσεων, ο νόμος αντιμετωπίζει ως ξένο τον τρίτο, ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητα του κατασχεθέντος με σύμβαση, η οποία διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική από τα δικαστήρια, και δεν απαιτεί επίδοση σε αυτόν της επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης. Προτάθηκε η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 993 § 1β ́ ή 995 § 3 ΚΠολΔ με σκοπό την πλήρωση του νομοθετικού κενού. Παρά ταύτα, μη υπάρχουσας διάταξης του θετού δικαίου, επιβάλλουσας την επίδοση στον τρίτο του άρθρου 992 § 1 ΚΠολΔ της επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης, δεν είναι δυνατό, λόγω της αυστηρής τυπικότητας, που διέπει το σύστημα της αναγκαστικής εκτέλεσης, να επιβληθεί ερμηνευτικά η υποχρέωση αυτή (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, τ. ΙΙα, έκδ. 2017, σ. 290). Πολύ περισσότερο, δεν επιτρέπεται να θεμελιωθεί ακυρότητα, οφειλόμενη στην παράλειψη επίδοσης, χωρίς την ύπαρξη διάταξης, επιβάλλουσας την επίδοση αυτή. Επειδή η ακυρότητα είναι αυστηρή δικονομική κύρωση, δεν αρκεί για την απαγγελία της ο εντοπισμός του νομοθετικού κενού και η ενδεχόμενη πρόκληση βλάβης στον τρίτο, εάν δεν υπάρχει διάταξη του νόμου η οποία να ορίζει την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της παράλειψης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η διαδικασία της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρη, επειδή δεν επιδόθηκαν σε αυτήν ως τρίτη ούτε η με ημερομηνία 19.7.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. 17368/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, ούτε και η υπ’ αρ. …/29.7.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης […]. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι αυτή έχει έννομο συμφέρον να παρακολουθεί τη διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, εφ’ όσον αυτή είχε αγοράσει τα κατασχεθέντα. Γι’ αυτό, αν και η επίδοση των εγγράφων της αναγκαστικής εκτέλεσης σε αυτήν δεν επιβάλλεται από καμία νομοθετική διάταξη, πρόκειται για νομοθετικό κενό, το οποίο για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να πληρωθεί με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 995 § 3 ΚΠολΔ και έτσι να γίνει δεκτό ότι η πρώτη καθ’ ης όφειλε να της κοινοποιήσει αντίγραφο της ανωτέρω επιταγής πληρωμής και κατασχετήριας έκθεσης, η δε παράλειψή της να το πράξει επιφέρει την ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας. Με αυτό το περιεχόμενο ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, διότι δεν ερείδεται σε διάταξη νόμου. Η ερμηνευτική προσέγγιση του ανωτέρω νομοθετικού κενού και δη η επισήμανση της ανάγκης να ορισθεί ότι πρέπει η επιταγή προς πληρωμή και η κατασχετήρια έκθεση να επιδίδονται και στον τρίτο του άρθρου 992 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή εν προκειμένω και στην ανακόπτουσα, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι δεν υφίσταται νομική υποχρέωση της πρώτης καθ’ ης να επιδώσει τα ανωτέρω έγγραφα στην ανακόπτουσα. Θα ήταν σφάλμα η κήρυξη της ακυρότητας, θεμελιωμένης όχι σε ρητή διάταξη, αλλά σε κενό νόμου και στην προσπάθεια ερμηνευτικής πλήρωσής του.
Επομένως, επειδή οι δυο λόγοι της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμοι και αυτό εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η ανακοπή είναι απορριπτέα παρά την ερημοδικία των καθ’ ων (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ). Η ανακόπτουσα με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, καταχωρισθείσα στα υπ’ αρ. …/18.11.2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, υπέβαλε το αίτημα αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου επί της ασκηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως. Εξαιτίας της νομικής αβασιμότητας αμφοτέρων των λόγων της ανακοπής, δεν υφίσταται πεδίο εξέτασης αυτού του αιτήματος. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή αλλά να μην καταδικασθεί η ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων παρά την ήττα της, διότι οι καθ’ ων δεν συμμετείχαν στη δίκη και δεν υπεβλήθησαν σε δικαστικά έξοδα.

https://mcusercontent.com/97bfec836862afbe3bc4ca967/files/0bcf5167-3ded-4cc9-835c-b3462d9ad450/EPolD_1_20_Nomologia_MPrThes_13663_2019_Florou_.pdf