Απόφαση 1997 / 2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1997/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Ζωή Κωστόγιαννη – Καλούση, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Γ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, για αναίρεση της υπ’αριθ.1437/2018 αποφάσεως του
Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Π. του Β., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη Ορφανίδου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.11.2018 δήλωση – αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1443/18.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρο αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 7.11.2018 δήλωση – αίτηση του Σ. Γ. του Α., κατοίκου …, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 473 παρ. 2, την 8.11.2018, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 1437/23.5.2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ. (άρθρα 460, 461 του ιδίου Κώδικα), με την οποίαν ορίζεται ότι “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, είναι δε επιεικέστερος ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελευταίο του κυρωθέντος με το Ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. (άρθρα 585, 586 και 589 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα) προκύπτει ότι, στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατά το άρθρο 2 του Π.Κ. το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας, ενώ, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 511 του ιδίου Κώδικα, “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από το προβλεπόμενο στο στοιχείο Β’. Δεν επιτρέπεται, όμως, να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”. Περαιτέρω, α) κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’, β’, γ’ του ΠΚ, όπως τα εδ. β’ και γ’ ίσχυαν, κατά τον χρόνο τέλεσης της πρώτης επί μέρους αξιόποινης πράξης της απλής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (12.1.2012), ήτοι πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 24 του ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε από 2.4.2012 “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο”, β) κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 24 του ν. 4055/2012 και ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της δεύτερης επί μέρους αξιόποινης πράξης της απλής σωματικής βλάβης (27.5.2012), “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ”, γ) κατά τις διατάξεις της ιδίας παραγράφου του ιδίου άρθρου του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ. “Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας.” και δ) κατά το άρθρο 312 παρ. 1 εδ. α’ και 2 του ιδίου κώδικα “Όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου…συνοικούν με τον δράστη…τιμωρείται για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α’, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.”. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού καταλαμβάνουν πλέον όλες τις πράξεις σωματικής βλάβης που στρέφονται κατά αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου κλπ και σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, καλύπτοντας και το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας, με τη μορφή που του έχει δοθεί στο ν. 3500/2006. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, “ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά την παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και κατά το άρθρο 6 παρ. 1 το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 Π.Κ., ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.”. Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 Π.Κ., ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιώνυμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του κατά οποιονδήποτε τρόπο, η διαφοροποίηση δε αυτή προσδιορίζεται από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών περιστατικών τα οποία προβάλλονται και γίνονται αποδεκτά. Η συνδρομή δε των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση εν όψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, ανάλογα με την σπουδαιότητά της σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης έχει επιπόλαιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε. Όταν ο δράστης έχει προκαλέσει στον παθόντα εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, όχι, όμως, με συνεχή συμπεριφορά, δεν εφαρμόζεται η άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 3500/2006, αλλά αυτή του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β’ του προϊσχύσαντος Π.Κ. και η πράξη προσλαμβάνει πταισματικό χαρακτήρα.
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (27.5.2012) και τυποποιεί την ενδοοικογενειακή απειλή, “Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο και ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση”. Η ενδοοικογενειακή απειλή είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο (άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 3500/2006) μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα και αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του κατ’ άρθρο 333 παρ. 1 του Π.Κ. αδικήματος. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με το άρθρο 333 παρ. 1 του Π.Κ., προκύπτει, ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της ενδοοικογενειακής απειλής δεν είναι η άσκηση βίας ή παράνομης πράξης εναντίον τρίτου, αλλά η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, εναντίον μέλους της οικογένειας, η οποία να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία. Η απειλή δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, δια νευμάτων ή άλλων απειλητικών κινήσεων και με οποιαδήποτε γενικώς ενέργεια, με την οποία ο δράστης εξωτερικεύει τη θέλησή του να απειλήσει όχι οποιονδήποτε τρίτο αλλά τα μέλη της οικογένειας, όπως η έννοια αυτής (οικογένειας) αναφέρεται στην παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 1 του Ν. 3500/2006, στην οποία ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, οι σύζυγοι, οι γονείς και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα, στα οποία έχουν προστεθεί, με το άρθρο 3 παρ.1 Ν. 4531/2018 και τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς να απαιτείται η συγκατοίκησή τους. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απειλής απαιτείται ακόμη δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στην εκ μέρους αυτού γνώση, ότι η απειλούμενη ενέργειά του είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και στη θέληση να προκαλέσει σε άλλον τρόμο ή ανησυχία. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 333 παρ. 1 εδ. α’ και 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ “Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν η πράξη τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη… Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.”. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, με την οποία τυποποιείται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της απειλής σε βάρος ανηλίκων και αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη και σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης και ενσωματώνονται οι πράξεις προσβολής της ελευθερίας που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις διότι η προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, έναντι εκείνης του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, που προβλέπει ποινή φυλάκισης χωρίς ανώτερο όριο και κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (άρθρο 53 του ιδίου κώδικα). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι αναγκαία η παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του (λ.χ. άμεσο δόλο). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ` είδος, γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, μόνο, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ` επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ.. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 1437/2018, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις της ενδοοικογενειακής απειλής και της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση, για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α’του ΠΚ και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα μηνών με τριετή αναστολή, τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα συνήψαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο του … στο … στις 21.4.2011. Ο εν λόγω γάμος ήταν ο δεύτερος για τον κατηγορούμενο, μετά από προηγηθείσα γνωριμία, μόλις τριών μηνών. Ακολούθως, μετώκησαν στην …, αλλά από τις πρώτες ημέρες της έγγαμης συμβίωσής τους υπήρξαν έντονοι, μεταξύ τους διαπληκτισμοί. Ο ίδιος κατηγορούμενος έχει ομολογήσει ένα τέτοιο περιστατικό που έλαβε χώρα στις 12.1.2012 κατά το οποίο αυτός χαστούκισε την εγκαλούσα σύζυγό του περίπου είκοσι φορές στην οικία τους στην οδό … στην … Ανάλογο περιστατικό έλαβε χώρα στις 27.5.2012 όταν και πάλι ο κατηγορούμενος χαστούκισε την προαναφερόμενη σύζυγό του. Όταν δε η τελευταία, μετά το τελευταίο αυτό επεισόδιο κάλεσε την Αστυνομία, και μετέβησαν στην ως άνω οικία τους αστυνομικά όργανα και ζήτησαν στοιχεία της ταυτότητας του κατηγορουμένου, αυτός αρνήθηκε να επιδείξει ταυτότητα, οπότε συνελήφθη ενώπιον δε αυτών απείλησε την εγκαλούσα σύζυγό του με την φράση ¨τι τους κάλεσες, θα δεις τι θα πάθεις¨ περιάγοντάς την σε κατάσταση τρόμου και ανησυχία. Άλλα, επί μέρους περιστατικά, εκτός της γενικής έντασης που υπήρχε μεταξύ τους από τις πρώτες ημέρες της έγγαμης συμβίωσής τους, δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα. Μετά ταύτα, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση (για την 12-1-2012 και 27-5-2012) και της ενδοοικογενειακής απειλής (την 27-5-2012) και να κηρυχθεί αθώος των λοιπών πράξεων που του αποδίδονται, όπως εις το διατακτικό, ειδικότερα, αναφέρεται.”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της ενδοοικογενειακής απειλής και της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στις 27.5.2012 ως μέλος της οικογένειας προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη και ειδικότερα προκάλεσε τρόμο και ανησυχία στη σύζυγό του Ε. Π. όταν αυτή κάλεσε μετά από διαπληκτισμό μεταξύ τους την αστυνομία λέγοντάς της ¨τι τους κάλεσες, θα δεις τι θα πάθεις¨ και: Στην Αθήνα, κατά την 12.1.2012 και την 27.5.2012 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού αδικήματος, ως μέλος της οικογένειας προξένησε σε άλλο μέλος αυτής απλή σωματική κάκωση. Ειδικότερα, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα χτύπησε με τα χέρια στο πρόσωπο την εγκαλούσα σύζυγό του Ε. Π. προξενώντας της μώλωπες.”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται στον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απειλής, αλλά και της προκληθείσης σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση, τις αποδείξεις, τις οποίες έλαβε υπόψη, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 94 παρ.1, 98, 308 παρ. 1, 333 παρ. 1 του ΠΚ, και 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006. Πιο συγκεκριμένα, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και με αιτιολογική επάρκεια το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων Σ. Γ. απείλησε την σύζυγό του Ε. Π. με την φράση “θα δεις τι θα πάθεις”, που ενέχει απειλή άσκησης βίας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να απειλήσει την σύζυγό του και ότι με τον τρόπο αυτό προκάλεσε σ’ αυτή τρόμο και ανησυχία, δεδομένου ότι η εκεί παρουσία των αστυνομικών δεν διασφάλιζε την παθούσα από μελλοντικές βιαιότητες. Με αιτιολογική επάρκεια, επίσης, προσδιόρισε το είδος της προκληθείσας στην παθούσα σύζυγό του σωματικής κάκωσης ήτοι μώλωπες και τον τρόπο πρόκλησης αυτών, ήτοι κτυπήματα με τα χέρια στο πρόσωπο, που προσδιορίζουν και το σημείο πρόκλησης αυτών. Προσδιόρισε, επίσης, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, τους χρόνους που προκλήθηκαν οι μώλωπες, ήτοι την 12.1.2012 και 27.5.2012. Η αναφορά, στη δεύτερη παράγραφο της δεύτερης διάταξης του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, “σε χρονικό διάστημα”, δεν διαφοροποιεί την προαναφερόμενη κρίση ως προς τον χρόνο τέλεσης των σωματικών κακώσεων τελεσθεισών κατά τους δύο προαναφερθέντες χρόνους, αφού, ενόψει της ως άνω παραδοχής και της όλης συλλογιστικής του σκεπτικού της απόφασης, γίνεται σαφές ότι η αναφορά σε χρονικό διάστημα τέθηκε από παραδρομή. Επί πλέον, από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας όλα τα υπάρχοντα στη δικογραφία, καθώς και τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους, αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν ήταν αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθενται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Εκ του γεγονότος ότι στο σκεπτικό της απόφασης γίνεται ρητή αναφορά στην ομολογία του κατηγορουμένου, αναφορικά με το περιστατικό της 12.1.2012, δεν συνάγεται, ενόψει των εν γένει παραδοχών της απόφασης, ότι δεν συνεκτιμήθηκαν με την ομολογία και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε ότι υπήρξε αποκλεισμός κάποιου αποδεικτικού μέσου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα η εκτίμηση της κατάθεσης των κατονομαζομένων μαρτύρων, είναι απαράδεκτη, εφόσον βάλλει κατά της εκτίμησης των αποδείξεων και της αξιολόγησης των κατ’ ιδίαν αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., 1ος , 3ος και 4ος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την, κατά τα ανωτέρω, περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου, με τις ειδικότερες αιτιάσεις της ύπαρξης ασάφειας αναφορικά: α) με το είδος των σωματικών κακώσεων, το σημείο του σώματος της παθούσης που έλαβαν χώρα και του τρόπου πρόκλησης αυτών, β) την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και γ) τον χρόνο τέλεσης των σωματικών κακώσεων, καθώς και από το στοιχείο Ε’ του ιδίου άρθρου 8ος λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2005 αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής, είναι αβάσιμοι.
Σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ., που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ..
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε, με προφορική δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά, τον ισχυρισμό, κατά πιστή μεταφορά, “ότι η ποινική δίωξη είναι νόμω αβάσιμη, διότι στην περιγραφή των αδικημάτων δεν υπάρχει βία.”. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας και τελείως αόριστος διότι δεν εξειδικεύονται τα αδικήματα στα οποία αναφέρεται, ενόψει και του γεγονότος ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και καταδικάστηκε μόνο για τις αξιόποινες πράξεις της ενδοοικογενειακής απειλής και της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση.
Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούτο να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού. Παρόλα αυτά, με την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, το Δικαστήριο διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε, με τις παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται. Κατά συνέπεια, ο υποστηρίζων τα αντίθετα έκτος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης του αναιρεσείοντος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Αβάσιμος είναι και ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ με την αιτίαση ότι το αδίκημα της 22.1.2012 για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος δεν περιλαμβάνεται στο κλητήριο θέσπισμα, ούτε και στην πρωτοβάθμια απόφαση, τούτο δε διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων καταδικάστηκε μόνο για τις αξιόποινες πράξεις της ενδοοικογενειακής απειλής με χρόνο τέλεσης την 27.5.2012 και της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση με χρόνους τέλεσης την 12.1.2012 και 27.5.2012.
Όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ενώ δέχθηκε ότι η σύζυγος του κατηγορουμένου υπέστη από τα χέρια του κατηγορουμένου, που την κτύπησε στο πρόσωπο, μώλωπες, ήτοι σωματικές κακώσεις, που σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, συνιστούν όλως ελαφρές βλάβες, τον καταδίκασε για απλή σωματική κάκωση, δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις προπαρετεθείσες διατάξεις της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 3500/2006). Πιο συγκεκριμένα, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε, καθόσον οι παραδοχές ότι πρόκειται για μώλωπες συνιστούν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις, κατά παραδεκτό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο. Οι παραπάνω όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις όμως, δεν μπορούν, εν προκειμένω, να στοιχειοθετήσουν το αδίκημα της εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης, που προβλέπει η προαναφερθείσα διάταξη της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3500/2006, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι αυτές προκλήθηκαν με “συνεχή συμπεριφορά” του συζύγου, όπως αξιώνει η διάταξη αυτή. Τα αναφερόμενα μεμονωμένα επεισόδια της 12.1.2012 και 27.5.2012, απέχοντα χρονικά μεταξύ τους τεσσεράμισι μήνες δεν εμπίπτουν στην έννοια της συνεχούς συμπεριφοράς, ενόψει και των παραδοχών ότι “άλλα επί μέρους περιστατικά, εκτός της γενικής έντασης που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων από τις πρώτες ημέρες της έγγαμης συμβίωσής τους, δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα”. Η εν λόγω εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, δεν οδηγεί σε μη τέλεση της αξιόποινης πράξης, αλλά σε τέλεση της αξιόποινης πράξης της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης, υπό άλλη προβλεπόμενη ηπιότερη μορφή, ήτοι του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β’ του ισχύσαντος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης Π.Κ, όπως διαμορφώθηκε μετά την αντικατάσταση των εδ. β’ και γ’ με το άρθρο 24 του ν. 4055/2012, που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, από τις λοιπές προαναφερθείσες που ίσχυσαν από τον χρόνο τέλεσης της εν λόγω αξιόποινης πράξης, καθότι διώκεται σε βαθμό πταίσματος. Ήδη τα πταίσματα, ως κατηγορία εγκλημάτων, έχουν καταργηθεί, όπως τούτο προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 18 του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ, το πρώτο εδάφιο του οποίου αναφέρει ότι οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα.
Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 308 παρ. 1 του Π.Κ. και 6 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 3500/2006, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ. “αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο.”. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών προέβη σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη κατ’ εξακολούθηση, η οποία δεν στοιχειοθετείται, κάνοντας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ούτε και η εντελώς ελαφρά ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη κατ’ εξακολούθηση, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι αυτές προκλήθηκαν με συνεχή συμπεριφορά. Στοιχειοθετείται, βέβαια, η αξιόποινη πράξη της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης, υπό την προβλεπόμενη ηπιότερη μορφή του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β’ Π.Κ, η οποία, όπως αναφέρθηκε, διώκεται σε βαθμό πταίσματος και τα πταίσματα, ως κατηγορία εγκλημάτων, έχουν καταργηθεί. Πρέπει, επομένως, εφόσον δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη, ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος για την δεύτερη (κατά σειρά του διατακτικού) αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης.
Τέλος, κατά το άρθρο 470 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου, όταν, επί πράξεων κατά συρροή, το δικαστήριο που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, του επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή για μία από τις συρρέουσες πράξεις, έστω και αν η συνολική ποινή παρέμεινε ίδια, αλλά και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος απαλλαγεί για κάποια από τις μερικότερες πράξεις ή για ένα από τα κεφάλαια της κατηγορίας για το οποίο είχε καταδικασθεί πρωτόδικα και επιδικασθεί σε βάρος του η ίδια χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο εγκαλών, όπως και πρωτόδικα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε πρωτοδίκως με την υπ` αριθ. 2670/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις (κατά σειρά) της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση, (υπό αλφαβητικό στοιχείο Α), της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας κατ’ εξακολούθηση (υπό αλφαβητικό στοιχείο Β) και της ενδοοικογενειακής απειλής (υπό αλφαβητικό στοιχείο Γ) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών για την 1η πράξη, έξι (6) μηνών για την δεύτερη πράξη και δύο (2) μηνών για την τρίτη πράξη, καθορίστηκε δε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα εννέα (19) μηνών. Παράλληλα, υποχρεώθηκε να πληρώσει στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσαν οι παραπάνω πράξεις. Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, (κατά σειρά) για τις αξιόποινες πράξεις της ενδοοικογενειακής απειλής και της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση και αθώος της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών για την 1η πράξη (που σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης είναι η ενδοοικογενειακή απειλή) και φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών για την 2η πράξη (που σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης είναι η ενδοοικογενειακή απλή σωματική κάκωση κατ’ εξακολούθηση) καθορίστηκε δε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, παράλληλα υποχρεώθηκε να πληρώσει στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσαν οι παραπάνω πράξεις. Έτσι, όμως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, διότι για την αξιόποινη πράξη της απειλής (1η κατά σειρά αξιόποινη πράξη στο διατακτικό της απόφασης) του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ενώ πρωτόδικα του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών (3η κατά σειρά πράξη στο διατακτικό αυτής). Επί πλέον, παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε μόνο για τις δύο από τις τρεις αξιόποινες πράξεις, ήτοι της ενδοοικογενειακής απειλής και της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση, επιδικάστηκε στην πολιτικώς ενάγουσα το ίδιο ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ. Έτσι, όμως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ., υπερβαίνοντας την εξουσία του. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο ως άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ 7ος λόγος της αίτησης αναίρεσης, που αναφέρεται στην επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, και αυτεπαγγέλτως καθόσον αφορά την επιβληθείσα ποινή, κατά το άρθρο 511 του ιδίου Κώδικα, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων και κρίθηκε παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης,. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 1437/2018 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τις διατάξεις της: α) περί ενοχής του αναιρεσείοντος Σ. Γ. του Α., κατοίκου … για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση και να κηρυχθεί αθώος αυτής, καθώς και περί επιβολής ποινής για την πράξη αυτή και συνολικής ποινής β) περί καταβολής στην πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π. του χρηματικού ποσού των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ν’ απαλειφθεί η σχετική διάταξη από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, κατά το εν λόγω αναιρούμενο μέρος, στο Δικαστήριο της ουσίας, διότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα από 1.7.2019 και κυρωθέντα με το ν. 4620/2019 Κ.Π.Δ., δεν προβλέπεται πλέον επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γ) περί ποινής, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής και να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση για νέα κατά τούτο συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, από τους ίδιους Δικαστές, αφού αναιρείται μόνο ως προς το σκέλος της ποινής, η οποία θα ορισθεί μέσα στα όρια της ευμενέστερης ως άνω διάταξης του άρθρου 333 παρ. 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ και δ) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση, με αριθμό 1437/2018, του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της α) περί ενοχής του αναιρεσείοντος Σ. Γ. του Α., κατοίκου … για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης κατ’ εξακολούθηση, περί επιβολής ποινής για την πράξη αυτή και συνολικής ποινής β) περί καταβολής στην πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π. του χρηματικού ποσού των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και γ) περί ποινής, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής.
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο Σ. Γ. του Α., κάτοικο …, αθώο του ότι: Στην …, κατά την 12.1.2012 και την 27.5.2012 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού αδικήματος, ως μέλος της οικογένειας προξένησε σε άλλο μέλος αυτής απλή σωματική κάκωση. Ειδικότερα, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα χτύπησε με τα χέρια στο πρόσωπο την εγκαλούσα σύζυγό του Ε. Π. προξενώντας της μώλωπες.”.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης την προαναφερθείσα διάταξη περί καταβολής στην πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π. του χρηματικού ποσού των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, μόνο ως προς την επιβληθείσα ποινή (για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής) στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον τούτο είναι δυνατό, από τους ίδιους Δικαστές.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 7.11.2018 δήλωση – αίτηση του Σ. Γ. του Α., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 1437/23.5.2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr