Σύμφωνα με το άρθρο 41 ΕνΠολΔ η προσημείωση υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή τα ίδια δικονομικά δικαιώματα, που του παρέχει και η υπέρ αυτού τακτική υποθήκη, με μοναδική εξαίρεση την τυχαία κατάταξή του (ΠολΔ 1007 § 1 εδ. γ’), άν το ακίνητο πλειστηριαστεί πρίν απο την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (ΑΚ 1279). Αυτή η ρύθμιση ισχύει και στην περίπτωση που ο κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου το μεταβίβασε σε τρίτον, οπότε η αναγκαστική κατάσχεση επισπεύδεται με καθ’ ού η εκτέλεση τον νέον κύριο.
Τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου 14/2006 [Γ. Χλαμπουτάκης]
(Σύνθεση: Ρ. Κεδίκογλου, Σ. Πατεράκης, Θ. Αποστολόπουλος, Ε. Αντωνίου, Ι. Δαβίλλας, Χ. Γεωργαντόπουλος, Χ. Αντωνιάδης, Δ. Κυριτσάκης, Α. Νταφούλης, Α. Φιλητάς Περίδης, Α. Μπρίλλης, Μ. Μαργαρίτης, Γ. Καράμπελας, Μ. Δέτσης, Κ. Κούκλης, Η. Γιαννακάκης, Γ. Καπερώνης, Ε. Καλούδης, Μ.Φ. Χατζηπανταζής· εισαγγελέας: Δ. Λινός· δικαστικοί παραστάτες: Ι. Αντωνιάδης, Χ. Απαλαγάκη)
Ο εισαγγελέας (…) πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου, καθώς ανάγεται σε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος αλλά και για την ενότητα της νομολογίας.
Με τη 1582/2005 απόφαση του Ζ΄ τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας ο μοναδικός λόγος από το άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρ. 1277 και 1294 ΑΚ και 41 ΕνΚΠολΔ, αν δηλαδή επιτρέπεται, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τρίτου πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, ενώ το προσημειούμενο ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητα τρίτου.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1276, 1277, 1278, ΑΚ και 29 § 2 ΕνΚΠολΔ συνάγεται ότι η προσημείωση υποθήκης, αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, πληρούμενη με την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης με αναδρομικά αποτελέσματα από την ημέρα της εγγραφής της προσημείωσης και ότι η πλήρωση της αίρεσης δεν εμποδίζεται από το ότι το ακίνητο στο οποίο έχει εγγραφεί η προσημείωση περιήλθε στην κυριότητα άλλου. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1257, 1258, 1265, 1268, 1291, 1292, 1294, 1295 του ΑΚ, 977 § 2, 993 § 1 εδάφ. β΄ και 1007 § 1 ΚΠολΔ, το δικαίωμα της υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του, και εμπράγματη αγωγή, στην οποία υπόκειται και ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο. Η εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, δηλαδή η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από τον ενυπόθηκο δανειστή αλλά και από τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση υποθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση. Η δυνατότητα αυτή, της έγερσης δηλαδή της ως άνω εμπράγματης αγωγής και από τον προσημειούχο, ο οποίος έχει τίτλο εκτελεστό για την αξίωση, υπέρ της οποίας εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης, παρέχεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 993 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ και 41 ΕνΚΠολΔ.
Ειδικότερα, κατά το πρώτο από αυτά (993 § 1 εδ. β΄) ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να ασκήσει την εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, κατάσχοντας το ενυπόθηκο κτήμα είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου, είτε κατ’ εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα, αφού πρώτα κοινοποιήσει την επιταγή προς εκτέλεση στον οφειλέτη και στον τρίτο. Κατά δε το δεύτερο (41) οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προσημείωση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. Διαφορετικά όμως ορίζεται μόνο στο άρθρο 1007 § 1, κατά το οποίο η απαίτηση, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση, κατατάσσεται τυχαίως, ενώ η απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή κατατάσσεται οριστικώς. Επομένως ο προσημειούχος δανειστής μπορεί κατ’ εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων, να ασκήσει την εμπράγματη αγωγή και κατά του τρίτου κυρίου ή κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το προσημειωμένο ακίνητο και ο οποίος έτσι ευθύνεται εμπραγμάτως, εφόσον βέβαια έχει, όπως προαναφέρθηκε, τίτλο εκτελεστό, όπως είναι και η διαταγή πληρωμής (631, 904 § 2 περ. ε΄ ΚΠολΔ). Δηλαδή ο τίτλος αυτός που αφορά την αξίωση, η οποία είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, μπορεί να εκτελεσθεί και κατά του τρίτου, κατ’ ακρίβεια κατά του προσημειωμένου ακινήτου, όχι διότι ο τρίτος ευθύνεται ενοχικώς, πράγμα που δεν συμβαίνει, αλλά διότι ευθύνεται εμπραγμάτως, ήτοι διότι είναι κύριος ακινήτου βεβαρημένου με προσημείωση υποθήκης, όπως ευθύνεται όταν το ακίνητο είναι βεβαρημένο με υποθήκη. Αυτό είναι άλλωστε και το χαρακτηριστικό της εμπράγματης, κατά τ’ άνω, αγωγής, κατ’ αντίθεση με την ενοχική, ο τίτλος της οποίας για να είναι εκτελεστός και έναντι των τρίτων πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΚΠολΔ.
Συνεπώς εξομοιούται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη την ως άνω διαφορά ως προς τον τρόπο (οριστικής ή τυχαίας αντίστοιχα) κατάταξης, και επομένως ο τελευταίος μπορεί, εφόσον διαθέτει τίτλο εκτελεστό (κατά του ενοχικά υπόχρεου οφειλέτη του), να επισπεύσει, πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, αναγκαστική εκτέλεση κατά του τρίτου, που απέκτησε, μετά την εγγραφή της προσημείωσης, την κυριότητα του βαρυνόμενου με προσημείωση ακινήτου.
Με την αντίθετη εκδοχή ο προσημειούχος δανειστής που έχει τίτλο εκτελεστό, ενώ θα μπορούσε να ασκήσει εις βάρος του οφειλέτη του την εμπράγματη αγωγή κατά του βεβαρημένου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου του, τούτο δεν μπορεί να πράξει στην περίπτωση που το προσημειωμένο αυτό ακίνητο μεταβιβασθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο ενώ το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή το βεβαρημένο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα τρίτου, δεν επιδρά ούτε για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (1278 ΑΚ), αλλά αντιθέτως θεμελιώνει την ιδιότητα αυτού (τρίτου) ως εμπραγμάτως, υπό την ως άνω έννοια, ευθυνομένου, διότι αλλοιώς η εξασφάλιση της εκτελούμενης απαίτησης με προσημείωση υποθήκης θα ήταν κενή περιεχομένου. Με την αντίθετη αυτή άποψη παρέχεται σε κάθε οφειλέτη η δυνατότητα, μεταβιβάζοντας (τις περισσότερες φορές καταδολιευτικά) το ακίνητό του, που βαρύνεται με προσημείωση, σε τρίτο, να καταστήσει λίαν δυσχερή και χρονοβόρα την ικανοποίηση του δανειστή του με αναγκαστική εκτέλεση επί του βεβαρημένου ακινήτου. Έτσι όμως υποθάλπτεται η κακοπιστία και παρέχεται η δυνατότητα στον κακής πίστεως οφειλέτη να προβαίνει, μετά την εγγραφή της προσημείωσης, σε καταδολιευτική μεταβίβαση του προσημειωμένου ακινήτου, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται ο σημαντικός ρόλος που επιτελεί, η, εμπεδωμένη στο σύγχρονο συναλλακτικό βίο, προσημείωση. Επί πλέον θα υποχρεώνονται οι δανειστές, αφού η προσημείωση δεν τους παρέχει το δικαίωμα να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση κατά του τρίτου κυρίου του βεβαρημένου με προσημείωση ακινήτου, να επιλέγουν την εγγραφή υποθήκης προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους, με σημαντική όμως επιβάρυνση των οφειλετών, αφού το κόστος για την εγγραφή της υποθήκης (που βαρύνει αυτούς) είναι πολλαπλάσιο εκείνου της εγγραφής προσημείωσης.
Στην προκείμενη περίπτωση (…) το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του (αριθ. 3425/2003 εφετείου Θεσσαλονίκης), απέρριψε ως μη νόμιμη την ανακοπή (…) της αναιρεσείουσας (και την έφεσή της κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει όμοια), αφού έκρινε ότι, παρά την μη τροπή των προσημειώσεων σε υποθήκες, η αναιρεσίβλητη (καθ’ ης η ανακοπή) δανείστρια τράπεζα είχε έναντι της αναιρεσείουσας (ανακόπτουσας) τρίτης, κυρίας ιδανικού μεριδίου του ακινήτου, στο οποίο είχαν εγγραφεί οι προσημειώσεις, την εμπράγματη υποθηκική αγωγή, ότι είχε δηλαδή δικαίωμα να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της αναιρεσείουσας τρίτης κυρίας του ποσοστού αυτού ακινήτου και να επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση σ’ αυτό, παρότι η κυριότητά του είχε περιέλθει στην αναιρεσείουσα τρίτη, μη οφειλέτριά της.
Με την κρίση του αυτή το εφετείο δεν παραβίασε, σύμφωνα με τα παραπάνω, τις διατάξεις των άρθρ. 1277, 1294 ΑΚ και 41 ΕνΚΠολΔ, εξομοιώνοντας την προσημείωση με την υποθήκη, ως προς τη δυνατότητα επίσπευσης από τον προσημειούχο δανειστή, που έχει τίτλο εκτελεστό, αναγκαστικής εκτέλεσης, πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, κατά του τρίτου στον οποίο περιήλθε το προσημειωμένο ακίνητο.
Επομένως ο μοναδικός από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με την περί του αντιθέτου αιτίασή του, ο οποίος παραπέμφθηκε στην ολομέλεια, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της.
Σημείωση
Μια εύστοχη απόφαση, με επάλληλες και πειστικές αιτιολογίες, που αξιοποιούν όλα τα ερμηνευτικά μέτρα, κατα τις σύγχρονες παραδοχές της Μεθοδολογίας του Δικαίου, έτσι που να είναι ανεπίδεκτες οποιασδήποτε επιφύλαξης.

http://kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23765

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1265, 1274, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 56 ΕισΝΚΠολΔ, 1276, 1277, 1278, 1291,1292, 1294, 1323 αριθ. 2 ΑΚ, 29 και 41 ΕισΝΚΠολΔ, 993 §1 εδ.β΄, 706 και 724 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: α) Η προσημείωση υποθήκης αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, πληρούμενη με τη τελεσίδικη επιδίκαση της ασφαλιζόμενης απαίτησης και της εμπροθέσμου τροπής της σε υποθήκη, που ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημειώσεως με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη (ΟλΑΠ 14/2006). β) Τίτλος για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης είναι η δικαστική απόφαση, ή η διαταγή πληρωμής ως προς την ασφαλιζόμενη χρηματική απαίτηση. γ) Η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης αποτελεί ένα από τα ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία μπορεί να διαταχθούν από το δικαστήριο. Παρέχεται δε στον δανειστή, που δεν έχει τίτλο προς εγγραφή υποθήκης, προς ασφάλεια της χρηματικής απαίτησης του και εξασφάλιση της μελλοντικής αναγκαστικής εκτέλεσης πάντοτε κατόπιν αδείας του δικαστηρίου, που ορίζει και το ασφαλιστέο ποσό. Στη σχετική για τη λήψη του άνω ασφαλιστικού μέτρου δίκη αιτών είναι ο δανειστής και καθ` ου η αίτηση ο οφειλέτης, ο οποίος πρέπει να έχει και την κυριότητα επί του ακινήτου επί του οποίου θα εγγραφεί η προσημείωση. Πλην όμως υφίσταται η δυνατότητα παροχής αδείας εγγραφής προσημειώσεως σε ακίνητο τρίτου, μη οφειλέτου, αν αυτός στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ρητώς συναινεί προς τούτο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος που παραχωρεί το δικαίωμα εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης σε δικό του ακίνητο προς εξασφάλιση αλλότριου χρέους, στη σχετική δίκη των ασφαλιστικών μέτρων νομιμοποιείται παθητικώς ως μη υπόχρεος διάδικος. δ) Η συναίνεση του τρίτου, στην εγγραφή προσημειώσεως στο ακίνητό του, που δίδεται στα πλαίσια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, δεν επάγεται και αυτοδίκαιη αλλοίωση των σχέσεων ιδιωτικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο παραχωρών το δικαίωμα προς εγγραφή προσημείωσης τρίτος, με την παραχώρηση αυτή δεν μεταβάλλεται και σε οφειλέτη του δανειστού, ώστε να ευθύνεται όχι μόνο εμπραγμάτως, αλλά και ενοχικώς με το σύνολο της περιουσίας του για την καταβολή του χρέους, προς εξασφάλιση του οποίου παραχωρήθηκε η προσημείωση έστω μέχρι την αξία του ακινήτου, επί του οποίου αυτή ενεγράφη, εκτός και αν ο παραχωρών εγγυήθηκε, υπό τους προδιαληφθέντες όρους, την καταβολή του χρέους ή με σύμβαση με τον δανειστή αναδέχθηκε το αλλότριο χρέος, οπότε δεν έχει την ιδιότητα του «τρίτου», αφού είναι ο ίδιος οφειλέτης. Η υπό του τρίτου παρεχομένη προσημείωση αναφέρεται, αποκλειστικώς, στην παροχή εξουσίας προς τον υπέρ ου η παραχώρηση δανειστή να επισπεύσει και εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση της απαίτησής του από την δια πλειστηριασμού αναγκαστική εκποίηση του ακινήτου, χωρίς η άνω παραχώρηση να τον καθιστά, κατά νομική ή λογική αναγκαιότητα, και υποκείμενο της ενοχικής σχέσεως, ευθυνόμενος, προσωπικώς, για την καταβολή του δια της προσημείωσης εξασφαλισθέντος χρέους. Όπως και επί της παραχώρησης δικαιώματος εγγραφής υποθήκης από τρίτο, μη οφειλέτη, σε ακίνητό του επέρχεται διάσπαση της ενοχικής από την εμπράγματη ευθύνη, περιοριζόμενη μόνο στην υποχρέωση του τρίτου να ανεχθεί την εις βάρος του αναγκαστική εκτέλεση επί του συγκεκριμένου ακινήτου επί του οποίου ενεγράφη η υποθήκη, έτσι και στην εξεταζόμενη περίπτωση υφίσταται η εν λόγω διάσπαση, με αποτέλεσμα η έκταση της υποχρέωσης του τρίτου να περιορίζεται, αυστηρώς, στο όριο της εμπραγμάτου υποθηκικής ευθύνης, μετά την τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη. ε) Η προσημείωση που ενεγράφη σε ακίνητο του μη ατομικά ενεχομένου τρίτου θα τραπεί σε υποθήκη με βάση την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης εις βάρος του ατομικά ενεχομένου οφειλέτου. Για την επίσπευση δε της εναντίον του τρίτου αναγκαστικής εκτέλεσης δεν απαιτείται τίτλος εκτελεστός εναντίον του. Αρκεί ο δανειστής να διαθέτει τίτλο εκτελεστό κατά του ατομικά ενεχομένου οφειλέτου. Η δυνατότητα αυτή, της έγερσης δηλαδή της εμπραγμάτου εκ της υποθήκης αγωγής και από τον προσημειούχο, ο οποίος έχει τίτλο εκτελεστό για την αξίωση υπέρ της οποίας εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης, παρέχεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 993 §1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ και 41 του ΕισΝΚΠολΔ. Ειδικότερα, κατά το πρώτο από αυτά (993 § 1 εδ. β΄) ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να ασκήσει την εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή κατάσχοντας το ενυπόθηκο κτήμα είτε κατά του οφειλέτου είτε κατά του τρίτου κυρίου, είτε κατ` εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα, αφού πρώτα κοινοποιήσει την επιταγή προς εκτέλεση στον οφ
ειλέτη και στον τρίτο. Κατά δε το δεύτερο (41) οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προσημείωση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, όπως ορίζεται μόνο στο άρθρο 1007 § 1, κατά το οποίο η μεν εμπραγμάτως ασφαλισμένη με υποθήκη απαίτηση κατατάσσεται οριστικώς η δε με προσημείωση τυχαίως. Επομένως, ο προσημειούχος δανειστής μπορεί κατ` εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων, να ασκήσει την εμπράγματη αγωγή και κατά του τρίτου, αρκεί να έχει τίτλο εκτελεστό κατά του οφειλέτου του. Δηλαδή, ο τίτλος αυτός που αφορά την αξίωση, η οποία είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, μπορεί να εκτελεσθεί και κατά του τρίτου, ήτοι κατά του προσημειωμένου ακινήτου, όχι διότι ο τρίτος ευθύνεται ενοχικώς, πράγμα που δεν συμβαίνει, αλλά διότι είναι κύριος ακινήτου βεβαρημένου με προσημείωση υποθήκης, όπως ακριβώς ευθύνεται και όταν το ακίνητο είναι βεβαρημένο με υποθήκη (ΟλΑΠ 14/2006) στ) Με την άσκηση της εμπραγμάτου υποθηκικής αγωγής, κατά τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, ζητείται κατά του τρίτου να υποστεί αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου ακινήτου του, το οποίο και μόνο είναι υπέγγυο δια το χρέος, δυναμένου απλώς, για να αποφύγει την σε βάρος του επί του ενυπόθηκου κτήματος αναγκαστική εκτέλεση να καταβάλει ολόκληρο το ποσό της εμπραγμάτως ασφαλιζόμενης απαίτησης

(ΑΠ 1791/2007 ΔΕΕ 2008/354) efotopoulou.gr/