Αριθμός 1073/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ / Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή και Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Λ. Π. του Β., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΑΜ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας επί της οδού …, στην …, που εκπροσωπεί την ένωση συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας αυτής και εκπροσωπείται νόμιμα από τα μέλη της, τον Πρόεδρο Π. Μ. του Μ. και τον διαχειριστή Α. Κ. του Α., … και του τελευταίου και ατομικά ως συνιδιοκτήτη, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της ΆΜ Κ, βάσει δηλώσεως κατ’άρθρο 242 παρ, 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 44282/23-10-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:19553-2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 139-2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/9/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δημητρούλα Υφαντή, ανέγνωσε την από 12-3-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που. απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ. ΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του ν. 3741/1929: “επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας, ίνα δι’ ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις, κανονίσουν τα της συνιδιοκτησίας δικαιώματα και υποχρεώσεις”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 5 εδ. β’ του ιδίου νόμου: “εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας, ως προς τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών περί των κοινών πραγμάτων έκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα κοινά βάρη επί τη βάσει της αξίας του ορόφου, ή διαμερίσματος, ου είναι κύριος”. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 του αυτού νόμου: “πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρείται εις το βιβλίο μεταγραφών”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι μεταξύ των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή βαρών των συνιδιοκτητών κοινής οικοδομής, διαιρεμένης κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών, τα οποία, ελλείψει συμφωνίας τους, επιβάλλονται σ’ αυτούς με βάση την αξία του ορόφου ή διαμερίσματος, που είναι κύριοι, περιλαμβάνεται και η συμμετοχή καθενός από τους συνιδιοκτήτες στη δαπάνη συντηρήσεως και λειτουργίας της κεντρικής θερμάνσεως. Επομένως, η σύμβαση με την οποία απαλλάσσεται κάποιος συνιδιοκτήτης από την ως άνω δαπάνη, ως άγουσα στη μεταβολή των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών, πρέπει να γίνει μόνο με κοινή όλων συμφωνία, υποβαλλόμενη στο συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή (ΑΠ 900/99). Η συμφωνία για τον τρόπο κατανομής των κοινόχρηστων δαπανών στις χωριστές ιδιοκτησίες και ο καθορισμός των ποσοστών, που γίνεται στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή στον κανονισμό, δεσμεύει τους συνιδιοκτήτες και τους διαδόχους τους. Για να μεταβληθεί η συμφωνηθείσα ποσοστιαία συμμετοχή των χωριστών ιδιοκτησιών στις κοινές δαπάνες, πρέπει να γίνει τροποποίηση του κανονισμού με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών δεν μπορεί να δεσμεύει τον μη συμφωνούντα ιδιοκτήτη στην τροποποίηση των όσων κοινή συναινέσει με τον κανονισμό, έχουν συνομολογηθεί περί του μέτρου συνεισφοράς στα κοινά βάρη, αυξάνοντας το ποσοστό συμμετοχής του στα βάρη αυτά. Περαιτέρω, αποθεματικό, στην οροφοκτησία, ονομάζεται το χρηματικό ποσό, το οποίο συγκεντρώνεται για την αντιμετώπιση έκτακτων, επειγουσών ή άλλων δαπα
νών, παραμένει στα χέρια του διαχειριστή της πολυκατοικίας για τον παραπάνω σκοπό και αναλώνεται προσκαίρως για την κάλυψη των προαναφερόμενων δαπανών. Η ύπαρξη και το ύψος του αποθεματικού μπορεί να προβλέπεται στον Κανονισμό της πολυκατοικίας. Αν δε προβλέπεται ως υποχρεωτική, ο σχετικός όρος δεσμεύει όλους του συνιδιοκτήτες. Τέλος στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του π. δ. 420/1987, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ. 4 του ν. 3175/2003, ορίζεται ότι, για την προώθηση της χρήσεως του φυσικού αερίου σε κτίρια, τα οποία περιλαμβάνουν περισσότερες από μία οριζόντιες ιδιοκτησίες και στα οποία δεν υπάρχει εκ κατασκευής σχετική εγκατάσταση, οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών σχετικά με την αλλαγή καυσίμου σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις κεντρικής θερμάνσεως με υγρά καύσιμα και τη σύνδεση αυτών με το δίκτυο φυσικού αερίου λαμβάνονται με πλειοψηφία του μισού αριθμού και μίας επί πλέον των ψήφων των συνιδιοκτητών, ανεξάρτητα από τυχόν αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό ρύθμισης των σχέσεων αυτών. Επίσης ορίζεται ότι, με την ίδια πλειοψηφία, λαμβάνεται και κάθε άλλη απόφαση των συνιδιοκτητών, που αφορά στην εφαρμογή των παραπάνω αποφάσεων και, ενδεικτικώς, στην τροποποίηση ή αντικατάσταση των υφισταμένων εγκαταστάσεων θέρμανσης, στην αλλαγή εξοπλισμού, σε επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου, στην όδευση σωληνώσεων και αγωγών, στην τοποθέτηση καπναγωγών και εν γένει σε κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση, μεταβολή ή επέμβαση στους κοινόκτητους ή κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου. Ορίζεται, τέλος, ότι, με την ίδια πλειοψηφία, δύναται να λαμβάνεται απόφαση για τη μόνιμη αποσύνδεση από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου με χρήση υγρών καυσίμων και τη σύνδεση με το δίκτυο φυσικού αερίου, όσων κυρίων μεμονωμένων ιδιοκτησιών προβαίνουν σε τοποθέτηση αυτοτελούς μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου, ανεξάρτητα από αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, σαφώς, ότι σκοπός της εισαγωγής τους είναι η επέκταση της χρήσεως του φυσικού αερίου, ως καύσιμης ύλης, στα ήδη υφιστάμενα συστήματα κεντρικής θερμάνσεως των οικοδομών και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, διότι διατηρούνται οι επιφυλάξεις ή οι φόβοι της ως άνω ελάχιστης πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών, η διευκόλυνση της αποσύνδεσης από τα εν λόγω συστήματα όσων ιδιοκτητών επιθυμούν να εγκαταστήσουν αυτοτελή [ατομική, αντί της κεντρικής] θέρμανση με χρήση φυσικού αερίου μόνο στη δική τους ιδιοκτησία. Η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών δεν είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως αντίθετης πρόβλεψης στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στην περίπτωση που η τοποθέτηση ανεξάρτητης μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης με, χρήση φυσικού αερίου διενεργείται από κύριες μεμονωμένες ιδιοκτησίες σε υφιστάμενες οικοδομές, οι οποίες δεν έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης. Επομένως, είναι αναγκαία η συναίνεση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών παρεχόμενη κατά τον προαναφερθέντα τρόπο προκειμένου να επιτραπεί εγκατάσταση φυσικού αερίου σε μεμονωμένες ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε οικοδομές που έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης (ΑΠ 629/2007). Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Π.Δ/τος 27-9-1985 όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3175/2003 προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη απόφαση των συνιδιοκτητών λαμβάνεται σε γενική συνέλευση συγκαλούμενη κατά τον προβλεπόμενο στον οικείο κανονισμό τρόπο και κατ’απόλυτη πλειοψηφία των συνιδιοκτητών και όχι με συγκέντρωση απλώς υπογραφών με περιφορά στους συνιδιοκτήτες, αφού στην περίπτωση αυτή δεν εξασφαλίζεται η ύπαρξη του αναγκαίου λόγου και αντίλογου που προηγείται της λήψης αποφάσεως της γενικής συνέλευσης νομότυπα συγκροτούμενης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά ανελέγκτως ως κατ’ουσίαν αποδειχθέντα τ’ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:”Δυνάμει του με αριθμό …/1994 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασίλειου Νέτσκου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, ο εναγόμενος και νυν εκκαλών είναι αποκλειστικός κύριος και νομέας μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα ενός ισόγειου καταστήματος επί της οδού …, αριθμ…, στη …, που βρίσκεται δεξιά από την είσοδο της οικοδομής και με είσοδο από την οδό …, εμβαδού 147 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας σε όλο το οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής 3,90°/ο εξ αδιαιρέτου. Η πολυώροφη αυτή οικοδομή επί της οδού …, αριθμ …, που είναι κτισμένη σε οι
κόπεδο εκτάσεως 753,75 τ.μ., αποτελείται από: α) υπόγειο, το οποίο περιλαμβάνει έναν αυτοτελή χώρο, β) ισόγειο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει την είσοδο της οικοδομής, πατάρι άνωθεν της εισόδου, πατάρι καταστήματος, κατάστημα και σταθμό αυτοκινήτων, γ) πρώτο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει πέντε διαμερίσματα, δ) δεύτερο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει πέντε διαμερίσματα, ε) τρίτο όροφο,o οποίος περιλαμβάνει πέντε διαμερίσματα, στ) τέταρτο όροφο, ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα διαμερίσματα και από την εσοχή, η οποία περιλαμβάνει τρία διαμερίσματα. Η οικοδομή αυτή έχει υπαχθεί στο νομικό καθεστώς του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ σύμφωνα με το υπ’αριθμό …/17.06.1976 συμβόλαιο διανομής και συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σωτηρίου Ψωμά και έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο … και αριθμ… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης. Για την ομαλή λειτουργία της εν λόγω οικοδομής υπεγράφη ο προβλεπόμενος από τον παραπάνω νόμο Κανονισμός Διοικήσεως και ρυθμίσθηκε ο τρόπος κατανομής και είσπραξης των κοινόχρηστων δαπανών της δυνάμει του με αριθμό../15-07.1978 Κανονισμού Διοικήσεως της Πολυκατοικίας (σύμφωνα και με τις διατάξεις του ν. 3741/1929) του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σωτηρίου Ψωμά, νόμιμα μεταγεγραμμένου σε τόμο … και αριθμ… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, τα ανωτέρω δε συνομολογούν οι διάδικοι. Αναφορικά με την κεντρική θέρμανση στο κεφάλαιο Ε’ του ισχύοντος Κανονισμού διοικήσεως της Πολυκατοικίας (βλ. δέκατο έβδομο φύλλο, δεύτερη σελίδα και δέκατο όγδοο φύλλο, πρώτη και δεύτερη σελίδα), ο οποίος δεν έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ορίζεται ότι η κεντρική θέρμανση της πολυκατοικίας θα λειτουργεί με καθαρό πετρέλαιο τύπου κοκκινέλι με καυστήρα ρυθμιζόμενο αυτόματα με θερμοστάτη. Η εγκατάσταση των διάφορων σωλήνων θερμάνσεως, που κατέρχονται καθέτως δια του κλιμακοστασίου και καταλήγουν στα διαμερίσματα και στον υπόγειο χώρο αποτελεί μέρος κοινής ιδιοκτησίας και κατά συνέπεια για κανένα λόγο δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση αυτών με άλλα και γενικά οποιαδήποτε μεταβολή. Ακολούθως προβλέπεται, ότι κανένας συνιδιοκτήτης δεν έχει μόνο του το δικαίωμα να αντικαταστήσει τα υφιστάμενα θερμαντικά σώματα στα διαμερίσματα, στα καταστήματα ή στον υπόγειο χώρο αυτού. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί τέτοια αντικατάσταση ή προσθήκη πρέπει να υπάρχει η έγκριση ποσοστού ψήφων 60% των συνιδιοκτητών σε Γενική Συνέλευση και σύμφωνη γνώμη ειδικού μηχανολόγου, υπό την προϋπόθεση πάντοτε, ότι τυχόν αντικατάσταση σώματος με άλλο ισχυρότερο πέραν της προβλεπόμενης δεν παραβλάπτει το σύνολο στην απόδοση της θέρμανσης. Παράλληλα, σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό η συμμετοχή εκάστου συνιδιοκτήτη ή ενοίκου κατά τις καθορισμένες αναλογίες στις δαπάνες της κεντρικής θέρμανσης και συντηρήσεως είναι υποχρεωτική ακόμη και εάν ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής δε θέλει να κάνει χρήση της παρεχόμενης θερμάνσεως. Μόνο αν μισθωμένο ή ιδιοκατοικούμενο ή ιδιοχρησιμοποιούμενο διαμέρισμα, κατάστημα ή υπόγειος χώρος εκκενωθεί παντελώς, ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, καταστήματος ή του υπόγειου χώρου υποχρεούται στην καταβολή του 30% ολόκληρης της δαπάνης της κεντρικής θερμάνσεως, η οποία αναλογεί και βαρύνει το διαμέρισμα, κατάστημα ή υπόγειο χώρο, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτό παραμένει κενό και εφόσον ειδοποιηθεί η διαχειριστική επιτροπή εγγράφως, η οποία και δικαιούται να προβεί στη διακοπή της θερμάνσεως του συγκεκριμένου διαμερίσματος, καταστήματος ή υπογείου χώρου. Στις 18.09.2007 ο εναγόμενος και νυν εκκαλών υπέγραψε με την “ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΕΡΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ Α.Ε.” το υπ’ αριθμ…./18.09.2007 συμβόλαιο σύνδεσης και παροχής φυσικού αερίου, η ως άνω δε εταιρία παροχής φυσικού αερίου προέβη στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σύνδεση, ενώ στις 03.03.2008 διεκόπη η λειτουργία της κεντρικής εγκατάστασης για το ισόγειο κατάστημα του εναγομένου καl εγκαταστάθηκε από την ως άνω εταιρία, στην πρασιά της οικοδομής ο μετρητής κατανάλωσης φυσικού αερίου, χωρίς όμως, να έχει ληφθεί η απαραίτητη σύμφωνα με το νόμο 3.175/2003 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της πολυκατοικίας με την απαιτούμενη πλειοψηφία. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο γενομένη αποσύνδεση του ισογείου καταστήματος του εναγομένου από το σύστημα κεντρικής Θέρμανσης της πολυκατοικίας δεν απαλλάσσει τον τελευταίο από την καταβολή των δαπανών κεντρικής Θερμάνσεως, κατά τα προλεχθέντα, διότι αυτή αντιστρατεύεται ρητό όρο του ανωτέρω κανονισμού, στον οποίο αναφέρεται, ότι ο κανονισμός αυτός μπορεί να τροποποιηθεί οποτεδήποτ
ε κατόπιν συμφωνίας των συνιδιοκτητών και τόσον ο κανονισμός αυτός, όσο και οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις αυτού θα μεταγράφονται στα βιβλία μεταγραφών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου. Και είναι μεν αληθές, ότι στον ίδιο κανονισμό διαλαμβάνεται ότι οι αποφάσεις των συνιδιοκτητών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, πλην όμως οι κατά πλειοψηφία αυτές αποφάσεις αφορούν προφανώς σε ζητήματα αναγόμενα σχετικά προς τη συντήρηση, βελτίωση και χρήση των κοινών μερών, ήτοι σε μέτρα που αφορούν τη χρήση αυτών προς το κοινό συμφέρον και όχι σε όσα ζητήματα αναφέρονται στον κανονισμό που έχουν αποφασιστεί με κοινή συναίνεση όλων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατανομή των κοινόχρηστων δαπανών και κεντρικής θερμάνσεως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απαιτείται συναίνεση όλων των ιδιοκτητών, κατάρτιση νέας συμβολαιογραφικής πράξεως και μεταγραφή αυτής μαζί με το νέο πίνακα κοινοχρήστων δαπανών. Στην προκειμένη περίπτωση ουδεμία απόφαση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών της συγκεκριμένης οικοδομής έλαβε χώρα, ουδόλως δε καταρτίσθηκε σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο με νέο πίνακα κοινοχρήστων δαπανών. 0 ισχυρισμός του εναγομένου, ότι αυτός δε βαρύνεται με δαπάνη θέρμανσης, διότι το κατάστημα του αποκόπηκε από το κεντρικό σύστημα κατόπιν σχετικές δήλωσης δεκατριών (13) συνιδιοκτητών και ότι οι ανωτέρω συνιδιοκτήτες, (που συγκεντρώνουν 77,93 ψήφους, ήτοι υπερκαλύπτουν τον απαιτούμενο από το νόμο αριθμό), επέτρεψαν σε αυτόν την αποκοπή του καταστήματος του από την κεντρική θέρμανση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, για το λόγο ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει η απαραίτητη σύμφωνα με το νόμο 3.175/2003 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της πολυκατοικίας με την απαιτούμενη πλειοψηφία για την αποσύνδεση του ισογείου καταστήματος του εναγομένου από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας. Επομένως, η πράξη του εναγομένου και νυν εκκαλούντος να αποκοπεί από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης αντιβαίνει στον ανωτέρω ισχύοντα Κανονισμό Πολυκατοικίας, ο οποίος επιτρέπει μόνον, εάν ένα διαμέρισμα είναι κενό – όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω – να επιβαρύνεται με το 30% των δαπανών θέρμανσης (κεφάλαιο Ε’ του ως άνω Κανονισμού).
Συνεπώς, ο εναγόμενος αυθαίρετα έκρινε, ότι δεν οφείλει κοινόχρηστες δαπάνες και ειδικότερα συμμετοχή στις δαπάνες θέρμανσης και αδικαιολόγητα αρνείται να καταβάλει το ως άνω ποσοστό συμμετοχής του στις δαπάνες αυτές, καθώς και στη συγκέντρωση του αποθεματικού των ιδιοκτητών μέχρι και σήμερα, παραβαίνοντας με αυτό τον τρόπο τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το νόμο 3741/1929 περί ιδιοκτησιών κατ’ ορόφους, από τον Κανονισμό Διοίκησης της πολυκατοικίας, αλλά και από τη σχέση συνιδιοκτησίας της οικοδομής. Παρότι, λοιπόν ο εναγόμενος υποχρεούται από το νόμο να καταβάλει τις αναλογούσες στην ιδιοκτησία του κοινόχρηστες δαπάνες ενοχλήθηκε δε και εγγράφως ο μισθωτής του ως άνω καταστήματος, Κ. Σ., από τη διαχειριστική επιτροπή, όπως προκύπτει και από την 19.11.2008 επιστολή, ο άνω εναγόμενος αρνείται να καταβάλει τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά για τους μήνες Μάρτιο 2008, Απρίλιο 2008, Οκτώβριο 2008, Νοέμβριο 2008, Δεκέμβριο 2008, Ιανουάριο 2009, Φεβρουάριο 2009, Μάρτιο 2009, Απρίλιο 2009, Μάιο 2009, Ιούνιο 2009, Αύγουστο 2009 και Σεπτέμβριο 2009, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται το ποσό της παρακάτω περιγραφόμενης δαπάνης, που του αναλογεί, από τη διαχειριστική επιτροπή, επιβαρύνοντας τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, για να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία της πολυκατοικίας, αλλά και η χρήση των κοινών πραγμάτων”. To Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη Διαχειριστική Επιτροπή της πολυκατοικίας όπου και το ισόγειο κατάστημα του αναιρεσείοντος ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 5 εδ. β, 13 παρ.1 του ν.3741/1929, 2 παρ.5 του Π.Δ. 420/1987 όπως προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ.4 του ν.3175/2003 1 παρ.3 του Π.Δ. 27-9/7-11-1985, 1002 και 1117 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι ο αναιρεσείων συνιδιοκτήτης χωρίς να προηγηθεί απόφαση της γενικής συνελεύσεως της πολυκατοικίας, που να είχε συγκροτηθεί νομότυπα, τόσο κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, όσο και εκείνες του κανονισμού της συνιδιοκτησίας, απομόνωσε την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης στο κατάστημά του και συνέδεσε το κατάστημά του με το δίκτυο παροχής φυσικού αερίου πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της ύπαρξης απόφασης της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών νομότυπο συγκροτηθείσης και κατ’απόλυτη πλειοψηφία ληφθείσα και δικαιολογούν την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την ύπαρξη δήλωσης συνιδιοκτητών δια περιφοράς καταρτισθείσας ως προϋπόθεσης απαλλαγής του για την καταβολή της συμμετοχής του στις δαπάνες λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας. Επομένως , τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πέντε λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Εξάλλου τα όσα συναφώς υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους ίδιους λόγους με την επίκληση πλημμέλειας , από την παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ κρίνονται απαράδεκτα ως αόριστα, εφ’όσον δεν προκύπτει από το αναιρετήριο η προβολή εκ μέρους του αναιρεσείοντος στο ουσιαστικό δικαστήριο ως εκκαλούντος-εναγομένου αντίστοιχου καταλυτικού ισχυρισμού.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ ίδιων κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει, ο αναιρεσείων με τους ίδιους λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα. Εξ άλλου, οι ίδιοι λόγοι της αναίρεσης κατά την σ’ αυτούς κατά το άλλο μέρος τους περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα, της ύπαρξης δηλαδή υποχρέωσης του αναιρεσείοντος συνιδιοκτήτη στη καταβολή των αιτούμενων δαπανών συμμετοχής στη λειτουργία της κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας, μη αναιρουμένης από την προηγηθείσα, (όχι στο πλαίσιο νομότυπα κατά τις προαναφερθείσες ειδικές διατάξεις, αλλά και εκείνες του κανονισμού της συνιδιοκτησίας, συγκροτηθείσας γενικής συνέλευσης της συνιδιοκτησίας), έγγραφη δήλωση συνιδιοκτητών για τη σύνδεσης του καταστήματος του αναιρεσείοντος με το δίκτυο φυσικού αερίου, και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με το ότι η προηγηθείσα έγγραφη δήλωση των συνιδιοκτητών τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των δαπανών κεντρικής θερμάνσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές της με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του αρθρ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
ΙΙ. Εφ’όσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει δύο ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό της, εφ’όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται τελεσφόρως και λυσιτελώς με ειδικό λόγο αναίρεσης, η αναίρεση θ’απορριφθεί ως αλυσιτελής κατ’αρθ. 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ όσο απευθύνεται κατά της μίας εκ των δύο αιτιολογιών, εφ’όσον η μη πληττόμενη τελεσφόρως αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης. Με τους πέντε λόγους του αναιρετηρίου από τους αριθ.1 και 19 του άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ. αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες αντίστοιχα: ότι το Εφετείο κατά παράβαση των διατάξεων του Π.Δ/τος της 27-9/7-11-1985 και 2 παρ.5 του Π.Δ. 420/1987 έκρινε ότι επιβαρύνεται με δαπάνες λειτουργίας κεντρικής θέρμανσης καίτοι προηγήθηκε απόφαση των συνιδιοκτητών για τη σύνδεση του καταστήματός του με το δίκτυο φυσικού αερίου. Ο λόγος αυτός στηρίζει το βασικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι με την προηγηθείσα έγγραφη δήλωση των συνιδιοκτητών ήταν νομότυπη η αποσύνδεση του καταστήματός του από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας και δεν υποχρεώνεται έκτοτε στην καταβολή συμμετοχής για τις δαπάνες λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας. Η ορθή όμως κατά νόμο επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η έγγραφη δήλωση των συνιδιοκτητών δεν έχει τις προϋποθέσεις της ύπαρξης απόφασης γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών ληφθείσας από γενική συνέλευση νομοτύπως συγκροτηθείσας κατά τις προαναφερθείσες ειδικές διατάξεις αλλά και εκείνες του κανονισμού της πολυκατοικίας στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν πλήττεται λυσσιτελώς με το αναιρετήριο με κανένα λόγο και επομένως οι πιο πάνω λόγοι αναίρεσης, κρίνονται αλυσιτελείς και απορριπτέοι.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν’απορριφθεί και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων λόγω της ήττας του (άρθρ.176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-9-2012 αίτηση αναιρέσεως του Λ. Π. για αναίρεση της με αριθ. 139/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων εκ χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2013.