Υπερημερία οφειλέτη. Υποχρέωση εκπλήρωσης την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη. Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ’ αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία. Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Κατά το άρθ. 345 παρ. 1 ΑΚ ο υπερήμερος οφειλέτης, εκτός από την παροχή, οφείλει και αποζημίωση για την ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση, κατά δε το άρθ. 345 του ιδίου Κώδικα επί χρηματικής οφειλής ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα ν’ απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας, που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει ζημία, εάν, όμως, αποδείξει και άλλη θετική ζημία και εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα ν’ απαιτήσει και αυτήν
 
– Η γενική ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπομένη ειδική προστασία και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθ. 388 ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας του άρθ. 288 ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο ν’ αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθός τους, ώστε αυτές ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά τον χρόνο της εκπλήρωσής τους. Ενόψει της διορθωτικής αυτής λειτουργίας της η αρχή του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται και σε προβλεφθείσα μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν την συμφωνία τους, αν η μεταβολή αυτή είναι τόσο μεγάλη, ώστε η μετά την επέλευσή της εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημίας που το μέρος αυτό προέβλεψε και ανέλαβε, καθόσον στην περίπτωση αυτή η εμμονή στην συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Κατά συνέπεια η ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνο του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της παροχής, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθ. 388 ΑΚ με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά την διάταξη αυτή, δηλ. το άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθ. 388 ΑΚ. Συγκεκριμένα κατά την έννοια του άρθ. 388 ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (β) η μεταβολή να οφείλεται σε λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, να είναι δηλ. απρόβλεπτη και ανυπαίτια και (γ) από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής
– Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 προκύπτει ότι: (1) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική, πρβλ. ΟλΑΠ 8/2008) (2) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή ενμέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον ΑΝ 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ’ αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία.
 
– Η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθ. 904 ΑΚ έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί ν’ ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και επομένως αν αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι αβάσιμη.
 
Διατάξεις:

ΑΚ: 57, 59, 281, 288, 299, 345, 388, 904, 914, 932,
Σ: 2, 4, 5, 17, 20, 22, 25,
ΑΝ: 690/1945

Σχόλια

Δημοσίευση: INLAW, 2013, σελίδα 0, , σχολιαστής

Κείμενο

Αριθμός 1114/2013
 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
 
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
 
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
 
Του αναιρεσείοντος: Γ. Ά. του Χ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αβραάμ Ιορδανίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
 
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (ΔΕΗ) ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη.
 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 547/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4672/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-5-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 23-4-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
Ι. (Α) Κατά το άρθ. 345 § 1 ΑΚ ο υπερήμερος οφειλέτης, εκτός από την παροχή, οφείλει και αποζημίωση για την ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση, κατά δε το άρθ. 345 του ιδίου Κώδικα επί χρηματικής οφειλής ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα ν’ απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας, που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει ζημία, εάν, όμως, αποδείξει και άλλη θετική ζημία και εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα ν’ απαιτήσει και αυτήν
(Β) Η γενική ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπομένη ειδική προστασία και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθ. 388 ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας του άρθ. 288 ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο ν’ αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθός τους, ώστε αυτές ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά τον χρόνο της εκπλήρωσής τους. Ενόψει της διορθωτικής αυτής λειτουργίας της η αρχή του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται και σε προβλεφθείσα μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν την συμφωνία τους, αν η μεταβολή αυτή είναι τόσο μεγάλη, ώστε η μετά την επέλευσή της εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημίας που το μέρος αυτό προέβλεψε και ανέλαβε, καθόσον στην περίπτωση αυτή η εμμονή στην συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Κατά συνέπεια η ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνο του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της παροχής, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθ. 388 ΑΚ με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά την διάταξη αυτή, δηλ. το άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθ. 388 ΑΚ. Συγκεκριμένα κατά την έννοια του άρθ. 388 ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (β) η μεταβολή να οφείλεται σε λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, να είναι δηλ. απρόβλεπτη και ανυπαίτια και (γ) από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής
(Γ) Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 προκύπτει ότι: (1) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική, πρβλ. ΟλΑΠ 8/2008) (2) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή ενμέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ’ αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (Δ)
Εξάλλου, η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθ. 904 ΑΚ έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί ν’ ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και επομένως αν αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι αβάσιμη.
Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή του (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ), κατ’ εκτίμηση αυτής, ο ήδη αναιρεσείων εξέθεσε ότι: (1) Με την 9449/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προηγούμενη αγωγή του κατά της τώρα αναιρεσίβλητης ΔΕΗ ΑΕ, υποχρεώθηκε η τελευταία να του καταβάλει, ως υπάλληλό της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως αμοιβή του για υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-1992 έως και 30-10-1993 με τις προσαυξήσεις των επιδομάτων εορτών και αδείας, το συνολικό ποσό των 10.814.949 δρχ. ή το ισόποσο των 31.739 € με το νόμιμο τόκο κ.λπ. (2) Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής η εναγομένη την 8-4-2003 του κατέβαλε το επιδικασθέν ως άνω κεφάλαιο των 31.739 € και το ποσό των 69.471,37 € ως τόκους επ’ αυτού και συνολικά το ποσό των 101.156,37 € (3) Το ποσό αυτό των 101.156,37 € που του κατέβαλε ήταν μειωμένο κατά 14%, όσο δηλ. ήταν το ποσοστό της υποτίμησης του τότε εθνικού νομίσματος, της δραχμής, που έγινε μετά την άσκηση της προηγούμενης από 9-12-1997 αγωγής του και δη την 14-3-1998 (4) Το ποσό της μείωσης λόγω της υποτίμησης ανέρχεται σε (101.156,37?14%=) 14.161,89 € και συνιστά θετική ζημία του, που οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία υπέχει ευθύνη καταβολής του ποσού αυτού με βάση την ισχύουσα μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, επικουρικά δε λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των οργάνων της εναγομένης που αρνήθηκαν και αρνούνται να του καταβάλουν το ως άνω ποσό, άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του μη καταβάλλοντας σ’ αυτόν το ως άνω ποσό, ενώ από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης και των προστηθέντων οργάνων της υπέστη “πολύ μεγάλη ηθική βλάβη, κοινωνική μείωση και ετρώθη βάναυσα η προσωπικότητά του, αφού μετά από τόσα χρόνια του φέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο η εναγομένη και παρανόμησε σε βάρος της εργασιακής του σχέσης, στην οποία… οικοδόμησε τα οριστικά σχέδια μιας ολόκληρης ζωής, παρόλο που γνώριζαν τα αρμόδια στελέχη της και την ιδιότητά του και το γεγονός, ότι είναι πολύ γνωστός σε όλα τα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ…”. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 14.161,89 € κυρίως κατά την μεταξύ τους σύμβαση, επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με το νόμιμο τόκο από 15-3-1998 (από την επομένη της υποτίμησης), άλλως από την 8-4-2003 (την καταβολή δηλ. σ’ αυτόν του ως άνω συνολικού ποσού των 101.156,37 €), καθώς επίσης ν’ αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω ηθική βλάβη το ποσό των 10.000 €, από το ποσό δε αυτό να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 1.000 € κ.λπ. Η ένδικη αγωγή με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα είναι μη νόμιμη (Α) κατά την κύρια βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη, διότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθ. 345, 288 και 388 ΑΚ, εφόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, δεν συντρέχουν οι τιθέμενες στις διατάξεις αυτές ως άνω προϋποθέσεις (Β) κατά την επικουρική βάση από (α) την αδικοπραξία, διότι η αναφερομένη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης και δη η μη έγκαιρη καταβολή οφειλομένων από την σύμβαση εργασίας διαφορών αποδοχών, από την οποία προέκυψε η φερομένη ως ζημία του ενάγοντος λόγω της εντωμεταξύ υποτίμησης, δεν συνιστά, όπως προαναφέρθηκε αδικοπραξία δημιουργούσα αξίωση του ενάγοντος προς αποζημίωση, ενόψει και της αναφερομένης στην αγωγή καταβολής στον ενάγοντα των τελεσιδίκως επιδικασθέντων σ’ αυτόν (για την παραπάνω αιτία) με την 9449/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ποσών για κεφάλαιο και τόκους, μη υφισταμένης δε αδικοπραξίας δεν είναι νόμιμο και το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απ’ αυτήν, ούτε κατά τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ, καθόσον η αναφερομένη στην αγωγή ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης ως εργοδότριας του ενάγοντος, δηλ. μόνη η καθυστέρηση αυτής να του καταβάλει το ως άνω επίδικο ποσό των 14.161,89 € χωρίς άλλα περιστατικά, δεν είναι ικανή, κατά νόμον, να προκαλέσει σ’ αυτόν ως εργαζόμενο προσβολή της προσωπικότητάς του, ιδιαίτερα ως προς την επαγγελματική αξία και υπόληψή του, και συνεπώς ηθική του βλάβη θεμελιούσα αξίωση για χρηματική ικανοποίηση (β) τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον ο αναιρεσείων ενάγων δεν επικαλέσθηκε για την θεμελίωση της συναφούς αξίωσης πρόσθετα ή διαφορετικά περιστατικά από εκείνα της κύριας βάσης. Επομένως, εφόσον και το Εφετείο, κρίνοντας ύστερ’ από έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, με τις αυτές κατά βάση νομικές
σκέψεις απέρριψε την αγωγή του ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αλλά ούτε και τις, μη εφαρμοστέες άλλωστε και μη εφαρμοσθείσες στην κρινομένη υπόθεση, διατάξεις των άρθ. 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1, 17 § 1, 20 § 1, 22 §§ 1β και 5, 25 § 1 του Συντάγματος, 119 της ΣυνΕΟΚ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 § 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 2 § 1 και 3 του ν.δ. 210/1974, 5 §§ 3, 4 και 5 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, 197, 198, 361 και 648 επ. ΑΚ. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθούν αμφότεροι οι ταυτόσημοι και επαναλαμβανόμενοι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά τα σχετικά σκέλη τους από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. Οι αυτοί λόγοι κατά τα σκέλη τους από τον αριθ. 19 του ίδιου άρθρου για έλλειψη νόμιμης βάσης (και δη λόγω ανυπαρξίας, άλλως λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών) πρέπει ν’ απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο προέβη σε έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωσε συναφές αποδεικτικό πόρισμα, και όχι όταν απορρίπτει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, την αγωγή ως μη νόμιμη (ή αόριστη).
Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
Απορρίπτει την από 2-5-2012 αίτηση του Γ. Ά. για αναίρεση της 4672/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
 
Καταδικάζει τoν αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
 
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2013. Και
 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013.
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 inlaw.gr