ΑΠ 1443/2017 – Τμ. Α1’ (Πολ.)

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 2023/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της 5393/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η από 15.6.2012 ανακοπή της αναιρεσείουσας κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονταν με βάση την …/2011 διαταγή πληρωμής και ακολούθως απέρριψε την ανακοπή αυτή κατά το δεύτερο λόγο της τον οποίο αφορούσε η έφεση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση, Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoμες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 53/2004). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 856/2014, ΑΠ 53/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 22 του ΕΝ, ορίζεται ότι “οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου, που αναφέρεται ως ομόρρυθμος εταίρος στο καταστατικό της εταιρείας κατά τον κρίσιμο χρόνο, με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την αποχώρηση του από την εταιρία για τα προ της αποχωρήσεως του εταιρικά χρέη (ΑΠ 193/2008). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των ανωτέρω, προκύπτει ότι διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε κατά ομορρύθμου εταιρίας θεωρείται ότι εκδόθηκε και κατά των ομορρύθμων μελών της, αφού αυτά ευθύνονται σε ολόκληρο μετ’ αυτής, για τις προς τρίτους υποχρεώσεις της, η εκδοθείσα δε μεταξύ της ομορρύθμου εταιρίας και τρίτου τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο και για τα μέλη της ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτής. Επειδή δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας εκπτώσεις από τη μη άσκηση ανακοπής, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, ενεργούν και κατά των ομόρρυθμων εταίρων, κατά των οποίων επισπεύδεται με βάση τη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας αναγκαστική εκτέλεση, η επίδοση της διαταγής πληρωμής στην ομόρρυθμη εταιρεία παρέχει την ευχέρεια και στον ομόρρυθμο εταίρο να ασκήσει ανακοπή. Όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 1, 585 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο ομόρρυθμος εταίρος πρέπει να ασκήσει την ανακοπή, με κατάθεση δικογράφου και επίδοση αυτής, μέσα στην κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 δεκαπενθήμερη ανατρεπτική προθεσμία από της επίδοσης της διαταγής πληρωμής στην ομόρρυθμη εταιρία, ανεξάρτητα από τη γνώση του για την επίδοση αυτή. Τούτο δε γιατί δεν υπάρχει διάταξη που να θεσπίζει ιδιαίτερη επίδοση στους ομόρρυθμους εταίρους των κατά της ομόρρυθμης εταιρίας απευθυνόμενων δικογράφων ( ΑΠ 1550/84, ΑΠ 1334/1982). Με την ανακοπή από τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, που αντικείμενο έχει τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1538/2007), ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης. Εξάλλου, ανακοπή του άρθρου 632 και 633 ΚΠολΔ, μπορεί να ασκήσει ο εξ αυτής οφειλέτης, ήτοι το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ή πρόσωπο το οποίο δεσμεύει αυτή όταν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, όπως είναι ο ομόρρυθμος εταίρος. Οπότε με την άσκηση ανακοπής εναντιώνεται ζητώντας την εξαφάνισή της ως προς αυτόν. Αν ασκηθεί από άλλο πρόσωπο, κατά του οποίου δεν έχει εκδοθεί ή δεν ισχύει το δεδικασμένο, όπως στην περίπτωση που επιδοθεί η διαταγή πληρωμής σε τρίτο πρόσωπο, μη εταίρο που δεν έχει εκδοθεί κατ’ αυτού η διαταγή πληρωμής ή μη ομόρρυθμο εταίρο ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας που ως εκ τούτου δεν έχει ευθύνη για τα χρέη της, το πρόσωπο αυτό δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση ανακοπής κατ’ αυτής, εάν δε ασκήσει ανακοπή ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα επιδόθηκε σ’ αυτόν η διαταγή πληρωμής αφού δεν είναι εταίρος της εταιρίας ή σε ετερόρρυθμη εταιρεία δεν είναι ομόρρυθμος εταίρος και δεν ευθύνεται για τα χρέη της, η ανακοπή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί λείπει διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκησή της από αυτόν. Περαιτέρω, το άρθρο 920 ΚΠολΔ, το οποίο είναι δικονομικό συμπλήρωμα του άρθρου 22 ΕμπΝ (ΑΠ 684/1980), αποτελεί περίπτωση παθητικής νομιμοποίησης κατά την εκτέλεση και είναι απόρροια της ευθύνης εις ολόκληρο των ομόρρυθμων εταίρων για τις υποχρεώσεις της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας. Έτσι, με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης εταιρείας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομορρύθμων εταίρων. Τίτλος εκτελεστός, σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ, είναι και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδουν έλληνες δικαστές. Η εκτελεστότητα, συνεπώς, της διαταγής πληρωμής σε βάρος των εταίρων στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 920 ΚΠολΔ. Ο δανειστής έχει ευχέρεια να στραφεί είτε κατά της εταιρείας είτε κατά του ομόρρυθμου εταίρου είτε παράλληλα και κατά των δύο και μάλιστα κατά του ομόρρυθμου εταίρου, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρείας, αφού η ευθύνη αυτού είναι αυτοτελής και εφόσον γίνει κοινοποίηση της επιταγής στον ομόρρυθμο εταίρο, ανεξάρτητα το ότι έχει επιδοθεί αυτή στην εταιρία, αφού πρόκειται για νέα εκτέλεση. Η συνδρομή δε των προϋποθέσεων του άρθρου 920 θα κριθεί στη δίκη επί ανακοπής του καθ’ ου ομόρρυθμου εταίρου σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ. Οι αντιρρήσεις της ανακοπής μπορούν να αφορούν το έγκυρο του εκτελεστού τίτλου ή και την ύπαρξή του. Ο λόγος ανακοπής περί ανυπαρξίας εκτελεστού τίτλου, αφορά σφάλμα ή αταξία της εκτελεστικής διαδικασίας που στηρίζει το αίτημα ακύρωσης αυτής, αποτελεί μέσο άμυνας και ειδικότερα άρνησης, όχι ένστασης και συνθέτει την ιστορική βάση της ανακοπής. Μόνο ο ευθυνόμενος για τις υποχρεώσεις της ομόρρυθμης εταιρείας εταίρος υπόκειται στην εκτελεστότητα του τίτλου κατά της εταιρείας, εφόσον η εκτελεστότητα είναι συνέπεια και παρακολούθημα της ευθύνης.
Συνεπώς, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις για την εκτέλεση σε βάρος του και ως προς την ευθύνη του για το χρέος της εταιρείας. Αυτά ισχύουν εάν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί μόνο κατά της ομόρρυθμης εταιρείας. Εάν, όμως, η ομόρρυθμη εταιρεία και ο ομόρρυθμος εταίρος έχουν εναχθεί παράλληλα και η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί και κατ’ αυτού, η μη άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 και 633, και η απόκτηση ισχύος δεδικασμένου από τη διαταγή πληρωμής, αποκλείει στον καθ’ ου η αναγκαστική εκτέλεση, όχι μόνο τις κατά της απαίτησης ενστάσεις, αλλά και εκείνες για την εταιρική ιδιότητα και ευθύνη του. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου”, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση απ’ όπου απορρέει το δεδικασμένο (ΑΠ 856/2014). Περαιτέρω, ο, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 ΚΠολΔ), των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι, με αίτηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας, νόμιμης κομίστριας τεσσάρων επιταγών εκδόσεως της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΟΕ”, εκδόθηκε η …/3.5.2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, εκδότρια των επιταγών, καθώς και η εταιρεία με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, η οποία είχε μεταβιβάσει τις επιταγές με οπισθογράφηση στην αναιρεσίβλητη, να καταβάλουν το ποσό των 43000 ευρώ συνολικά. Η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην εκδότρια των επιταγών εταιρεία στις 10.5.2011 και αφού παρήλθε άπρακτη η προθεσμία άσκησης της κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, ανακοπής, επιδόθηκε για δεύτερη φορά στην ίδια εταιρεία στις 8.11.2011. Παράλληλα, η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε και στην αναιρεσείουσα, με την επίκληση ιδιότητας αυτής ως ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρείας εκδότριας των επιταγών και καθ’ ης η διαταγή πληρωμής, για πρώτη φορά στις 12.5.2011, χωρίς να ασκηθεί από αυτή ανακοπή και για δεύτερη φορά στις 8.11.2011. Αφού και η προθεσμία για την άσκηση της εκ του άρθρου 633 ΚΠολΔ, ανακοπής, παρήλθε άπρακτη, η αναιρεσίβλητη επέδωσε στην αναιρεσείουσα την από 12.5.2011 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και με βάση την …/2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Γ., επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση και κατέσχεσε αναγκαστικά δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες κυριότητας της αναιρεσείουσας. Κατά της αναγκαστικής αυτής εκτέλεσης η αναιρεσείουσα άσκησε την από 15.6.2012 ανακοπή της ζητώντας την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενη, εκτός των άλλων, και ότι ουδέποτε υπήρξε ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΟΕ”, κατά της οποίας είχε εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και συνεπώς δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της, σε κάθε δε περίπτωση και αν θεωρείται ότι το χρέος αφορά την ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…”, αυτή από τις 26.4.2010 που η εταιρεία μετατράπηκε σε ετερόρρυθμο, αποτελούσε ετερόρρυθμο και όχι ομόρρυθμο μέλος αυτής και δεν ευθύνεται για τα μεταγενέστερα τυχόν χρέη της. Η ανακοπή αυτής απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 5393/2013 απόφαση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επί της ασκηθείσας δε από την αναιρεσείουσα εφέσεως, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αίτηση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία έγιναν, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο τμήμα της, δεκτά τα εξής: “Κατόπιν της από 28.4.2011 αιτήσεως της εφεσίβλητης ενώπιον του δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, μεταξύ άλλων και κατά της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, εκδόθηκε η …/2011 διαταγή πληρωμής του παραπάνω Δικαστή, με την οποία υποχρεώθηκε η εν λόγω εταιρεία, υπό τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας, να καταβάλει στην αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 43000 ευρώ, από απαίτησή της, ως νόμιμη κομίστρια τεσσάρων τραπεζικών επιταγών (10.000 ευρώ οι τρεις και 13.000 ευρώ η τέταρτη) που είχαν εκδοθεί από την παραπάνω ομόρρυθμη εταιρεία εις διαταγήν της εταιρείας “… Ο.Ε.” (επίσης καθ’ ης στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής) και οπισθογραφήθηκαν στην αιτούσα εφεσίβλητη, η οποία έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια των τραπεζικών επιταγών. Η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… Ο.Ε.” δύο φορές την 10.5.2011 και την 8.11.2011 (σχετικές οι … /10-5-2011 και … /8-11-2011 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Γ., που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη). Η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε δύο φορές, επίσης, και σε όλα τα ομόρρυθμα μέλη της εταιρείας και συγκεκριμένα στους Χ. Ρ., Ι. Σ. και την εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία (ως προς την επίδοση στην τελευταία σχετικές οι … /12-5-2011 και … /8-11-2011 εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα). Κατά της …/2011 διαταγής πληρωμής, δεν ασκήθηκε ανακοπή του άρθρου 632 ή 633 ΚΠολΔ, ούτε από την εκδότρια των επιταγών εταιρεία ούτε και από κάποιον από τους εταίρους, ιδίως δε εκ μέρους της εκκαλούσας και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη η διαταγή πληρωμής εξοπλίστηκε με δύναμη δεδικασμένου. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την πρώτη επίδοση προς την εκδότρια των επιταγών εταιρεία, επιδόθηκε και αντίγραφο εξ απογράφου με την από 9-5-2011επιταγή προς πληρωμή, στην εκκαλούσα, ως ομόρρυθμο μέλος της οφειλέτη της εφεσίβλητης εταιρείας, όπως προκύπτει αυτό από την προαναφερόμενη έκθεση επιδόσεως. Με την επιταγή προς πληρωμή επιτάσσονταν ειδικότερα ως ομόρρυθμο μέλος της άνω εταιρείας να καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.706,76 ευρώ, πλέον τόκων. Ούτε κατά της επιταγής προς πληρωμή ασκήθηκε από την εκκαλούσα ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ακολούθως και αφού η οφειλέτης εταιρεία δεν συμμορφώθηκε στους όρους της συμφωνίας που συνομολόγησε με την εφεσίβλητη, για τη διευθέτηση του άνω χρέους της, καθώς και άλλων χρεών της, καθώς στο μεταξύ εκδόθηκαν με αίτηση της εφεσίβλητης και άλλες διαταγές πληρωμής εναντίον της, είτε με την εταιρική μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας είτε με αυτή της ετερόρρυθμης, στην οποία μετατράπηκε από ομόρρυθμη, δυνάμει του από 26-4-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των εταίρων της, που δημοσιεύτηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 11η Μαΐου 2010, επέβαλε η εφεσίβλητη, σε βάρος της εκκαλούσας, στις 5.6.2012, εντός έτους από την επίδοση της άνω επιταγής προς πληρωμή, δεδομένου ότι στην προθεσμία δεν υπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της εκκαλούσας και συντάχθηκε σχετικά η …/5-6-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών Ι. Γ.. Την πράξη αυτή της εκτελέσεως, καθώς και την στηρίζουσα αυτή από 9-5-2011 επιταγή προς πληρωμή, προσέβαλε η εκκαλούσα με την ένδικη ανακοπή της, ισχυριζόμενη ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε η εφεσίβλητη εναντίον της, διότι από 26-4-2010, άλλως από 11-5-2010 και πάντως πριν από την απόκτηση των τραπεζικών επιταγών από την εφεσίβλητη που έλαβε χώρα μετά τη μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας ήταν, ήδη, μέλος, σε ετερόρρυθμη εταιρεία, κατέστη πλέον αυτή ετερόρρυθμο μέλος αυτής, ώστε να μη μπορεί να εκτελεστεί σε βάρος της η άνω διαταγή πληρωμής, ως μη νομιμοποιούμενη παθητικά στην εκτέλεση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, που κατ’ αρχήν προβλήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της θεσπιζόμενης στη διάταξη του άρθρου 934 περ.α’ προθεσμίας, όπως αναφέρθηκε ήδη στη νομική σκέψη, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 933 παρ.3 ΚΠολΔ, διότι η τυχόν έλλειψη της παθητικής του νομιμοποίησης από τον παραπάνω εκτελεστό τίτλο, καλύπτεται πλέον από το δεδικασμένο, με το οποίο εξοπλίστηκε η ανωτέρω, …/2011 διαταγή πληρωμή κατά τα προαναφερόμενα σχετικά. Ειδικότερα, όπως αναπτύχθηκε αναλυτικά στη νομική σκέψη, την έλλειψη της παθητικής της νομιμοποίησης η εκκαλούσα, θα έπρεπε να την προβάλει με ανακοπή είτε κατ’ άρθρο 632 ή 633 ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής ανεξάρτητα από το εάν δεν εκδόθηκε ατομικά εναντίον της η διαταγή πληρωμής, είτε με αυτή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, κατά της επιταγής προς πληρωμή, ως εναρκτήριας πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, προτού εξοπλιστεί με ισχύ δεδικασμένου ο τίτλος εναντίον της. Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, ανεξάρτητα από το εάν ευθύνεται ή όχι ως ομόρρυθμο μέλος έναντι της εφεσίβλητης, δεν μπορεί, πλέον, να εξετασθεί ο ισχυρισμός της αυτός καθώς καλύφθηκε από το δεδικασμένο και δεν μπορεί πλέον παραδεκτά να αμφισβητηθεί και να προταθεί ως λόγος ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εκτελέσεως η έλλειψη της παθητικής νομιμοποίησης σ’ αυτή. Ακολούθως, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απαράδεκτος και πρέπει ως τέτοιος να απορριφθεί”. Με τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, το Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου που απορρέει από την αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία είχε εκδοθεί μόνο κατά της ομόρρυθμης εταιρείας “… ΟΕ”, όχι δε και κατά της αναιρεσείουσας, ανεξάρτητα από την ευθύνη της αναιρεσείουσας ως ομόρρυθμου μέλους της αναιρεσίβλητης (κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης των επιταγών) και συνεπώς δέσμευε μόνο τους πραγματικά ομόρρυθμους εταίρους αυτής. Δεν ίσχυε το δεδικασμένο κατά προσώπου που δεν ήταν πραγματικά ομόρρυθμος εταίρος της ως άνω εταιρείας, και μπορούσε αυτός παραδεκτά να προβάλει με την ανακοπή του αντιρρήσεις της σε βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, κατά της ύπαρξης νόμιμου τίτλου σε βάρος του, αρνούμενος την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου και εντεύθεν την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της ομόρρυθμης εταιρείας, ο δε σχετικός λόγος της ανακοπής έπρεπε να εξεταστεί κατ’ ουσίαν. Επομένως, η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην εκ του αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια και βάσιμα παραπονείται η αναιρεσείουσα με το σχετικό πρώτο λόγο της αναίρεσης, καθώς και εκείνη εκ του αρ. 14 του άνω άρθρου πλημμέλεια, αφού παρά το νόμο, με την ως άνω παραδοχή της, απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω δεδικασμένου, το σχετικό λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της αιτήσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν. Επίσης, μετά την παραδοχή της αναίρεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση αυτής, κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκε στη σχετική 783/2015 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, στον καταθέσαντα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας θα επιβληθούν, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2023/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Διατάσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατατέθηκε.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουλίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Πρόεδρος Αρείου Πάγου

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε κατά της ομόρρυθμης εταιρίας θεωρείται ότι εκδόθηκε και κατά όλων των εταίρων της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν επιδίδεται η διαταγή πληρωμής στην ομόρρυθμη εταιρία, δικαιούται ο κάθε εταίρος να ασκήσει ανακοπή. Αυτή ασκείται εντός δεκαπενθημέρου από την επίδοση στην εταιρία, ανεξάρτητα από το εάν ο κάθε εταίρος έλαβε γνώση ή όχι της επίδοσης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν ασκηθεί από πρόσωπο κατά του οποίου δεν έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής ή δεν θα ισχύσει το δεδικασμένο της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης εταιρίας γίνεται αναγκαστική εκτέλεση και κατά όλων ανεξαρτήτως των εταίρων της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί και κατά εταίρου, η μη άσκηση από αυτόν ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του στερεί τη δυνατότητα προβολής, κατά την εκτέλεση, ενστάσεων που αφορούν την απαίτηση καθώς και εκείνων που αφορούν τη μη ύπαρξη της εταιρικής του ιδιότητας και ευθύνης του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί μόνον κατά της ομόρρυθμης εταιρίας, ο αρνούμενος την εταιρική του ιδιότητα παραδεκτά προβάλλει με ανακοπή τις αντιρρήσεις του σε βάρος της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, καίτοι δεν άσκησε ανακοπή κατά της επιδοθείσας και σε αυτόν διαταγής πληρωμής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ισοδυναμεί με τελεσίδικη απόφαση και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου Κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεγεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά Νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών, που την προσδίδει διάταξη.

Αναιρεί την με αριθμό 2023/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

areiospagos.gr
Δρ. Στυλιανός Πάσχος