ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.221/2017 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο και Ιωάννη Μαγγίνα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3796/2013, 769 & 1172/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με κατηγορουμένη την Β. Μ. του Α., κάτοικο … και ήδη κρατούμενη στο Κ.Κ.Γυναικείων Φυλακών Ελεώνα Θηβών, που εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Χρήστο Μήλιο, ο οποίος διορίστηκε δικηγόρος της από τον Ανδρέα Μοσχόπουλο του Ιωάννη, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι είναι ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της άνω κατηγορουμένης, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ…./19-1-2012 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Θηβαίων Α. Γ. του Π. και με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Λ. του Λ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Δημακόπουλο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία … από 28-6-2016 έκθεση του αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην με αριθμό … από 28-6-2016 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα και πρότεινε να γίνει δεκτή.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠοινΔ να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 ΚΠοινΔ του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που προβλέπεται από το άρθρο 473 παρ. 3 του αυτού Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης, καθώς και κατά της εκδιδόμενης από οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο απόφασης, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και οι λόγοι της έλλειψης της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ).
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 242 ΠΚ, όπως το ποσό της παρ. 3 αναπροσαρμόστηκε με την περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012, (1) ” υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους” (3) ” αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Εξάλλου με τα άρθρα 46 παρ 1 α, 48 και 49 παρ. 2 του ΠΚ ορίζονται: με το πρώτο άρθρο ότι “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε”, με το δεύτερο τούτων ότι “το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη” και με το τελευταίο ότι “οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι, λόγω του ότι ο χαρακτήρας της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση είναι περιορισμένα παρακολουθηματικός, όταν ο σκοπός πορισμού αθέμιτου οφέλους υπάρχει αποκλειστικά στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού, η πράξη καθίσταται κακούργημα μόνον ως προς αυτόν, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει αποκλειστικά η ειδική προσωπική επιβαρυντική περίσταση της παρ. 3 του άρθρου 242 ΠΚ. Περαιτέρω, η αθωωτική απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η έλλειψη αυτής θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν δεν περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι συλλογισμοί υπαγωγής τους στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη και στήριξης της αθωωτικής κρίσης του δικαστηρίου. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε κατά πλάγιο τρόπο. Παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης κατά πλάγιο τρόπο υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
ΙΙΙ. Με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 1172/19-3-2014 απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, αφενός μεν κήρυξε την κατηγορουμένη, Β. Μ., ένοχη για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων καθώς και για απόπειρα απάτης επί Δικαστηρίου με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και την καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών αφετέρου δε έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για ψευδή βεβαίωση και ηθική σ’ αυτήν αυτουργία σε βάρος των κατηγορουμένων, Β. Δ. και Β. Μ., αντίστοιχα, κατόπιν χαρακτηρισμού των πράξεων ως πλημμελημάτων αντί κακουργημάτων, για τα οποία είχαν κηρυχθεί ένοχοι πρωτοδίκως. Ειδικότερα το Δικαστήριο:
Α) Κήρυξε την κατηγορουμένη, Β. Μ., ένοχη για το ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: α) Στην Αθήνα, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους τέλεσε με πρόθεση το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση δηλαδή με πρόθεση, με πειθώ και φορτικότητα, αλλά και υποσχέσεις για οικονομικά ανταλλάγματα προκάλεσε σε άλλον, η ταυτότητα του οποίου δεν εξακριβώθηκε, την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, ήτοι το έγκλημα της κατάρτισης των παρακάτω πλαστών εξ υπαρχής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση με σκοπό αυτή να παραπλανήσει με την χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου, το δε συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, στη συνέχεια δε, η ίδια (πρώτη κατηγορουμένη), έκανε χρήση των εγγράφων αυτών και ειδικότερα ο κατά τα ως άνω άγνωστος αυτουργός κατόπιν της προαναφερθείσας απόφασης που του προκάλεσε η κατηγορουμένη με τα προεκτεθέντα μέσα: 1) σε άγνωστο ακόμη στην ανάκριση χρόνο, και πάντως μικρό χρονικό διάστημα πριν τις 30-6-2003, να συμπληρώσει έντυπο υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του Γ. Κ., στη θέση των στοιχείων του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση τα στοιχεία του συγκατηγορουμένου της Γ. Κ. και στη θέση του κειμένου της δήλωσης το παρακάτω κείμενο: “εξουσιοδοτώ τον Γ. Κ. του Ν., … αρ. ταυτότητος … όπως άμεσα διαπραγματευτεί την πώληση ενός οικοπέδου μου ευρισκομένου εις Λουτράκιο, 1.566 τ.μ. επί του … Ο.Τ. με κατασκευαστάς με αμοιβήν 2% επί της πραγματικής αξίας, της τιμής πώλησης” έθεσε δε ως ημερομηνία την 27-3-2002, κατά την οποία δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη το ανωτέρω έντυπο, που τέθηκε για πρώτη φορά σε κυκλοφορία την 1-11- 2002, και, τέλος, στη θέση της υπογραφής του δηλούντος να θέσει κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Γ. Κ., ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει στις 29-4-2002, 2) Να καταρτίσει υπαρχής, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του Γ. Κ., δύο πλαστές επιστολές, χωρίς ημερομηνία, με το παρακάτω περιεχόμενο: η μεν πρώτη “Β., πήγα στην “…” όμως είχες φύγει. Έλα στις 7.30’ μ.μ. στην ταβέρνα δίπλα να φάμε κάτι και να φύγουμε για Αθήνα. Αν πάρεις το σημείωμα μου πριν το μεσημέρι θα είμαι στο Δ. για τα οικόπεδα, έχω ραντεβού για 2 ώρες θα λείπω από το σπίτι. Σ’ αγαπώ Γ.” και η δεύτερη “Β. μου, θέλω να έλθεις το συντομότερο στην Αθήνα, σου έχω έτοιμο διαμέρισμα, δεν θα σε αφήσω ούτε λεπτό πλέον μακρυά μου. Την Μ. την παντρέψαμε, ο Α. έχει το γραφείο, εμείς πρέπει να ζήσουμε μαζί, σε έχω ανάγκη, δεν μπορώ άλλο μακρυά σου. Άκου την καρδιά σου κι εμένα, ας μου λένε ότι είσαι μια χωρισμένη και διάφορα “καλά”, ούτε εσύ να μην πιστεύης κανέναν σ’ αγαπάω και αισθάνομαι ολοκληρωμένος μαζί σου σαν άνδρας. Τους δικούς μου ποιος τους ακούει, η αγάπη υπάρχει μέσα μας, έλα γλυκεία μου την Τρίτη να πάμε το βράδυ να φάμε στη λίμνη να μείνουμε στο Λουτράκι και το πρωί ν’ ανέβουμε Αθήνα να δούμε το σπίτι αν σου αρέσει να το κλείσω. Από εδώ και εις το εξής η ζωή μας αλλάζει…” 3) στην Αθήνα, σε άγνωστο ακόμη στην ανάκριση χρόνο, και πάντως μικρό χρονικό διάστημα πριν τις 15-1-2004, στην οπίσθια πλευρά μιας φωτογραφίας όπου απεικονίζεται ο Γ. Κ. με την οικιακή βοηθό του Β. Χ., μιμούμενο τον γραφικό του χαρακτήρα το εξής κείμενο: “να ξέρεις όταν χάσω αυτή τη γυναίκα, η επόμενη γυναίκα της ζωής μου θα είσαι εσύ Β. μου. Με αγάπη” και να θέσει στο τέλος αυτού κατ’ απομίμηση την υπογραφή του. Στις πράξεις δε αυτές προέβη με σκοπό να δημιουργήσει συγκριτικό γραφολογικό υλικό, περιέχον δήθεν τη γνήσια γραφή και υπογραφή του Γ. Κ., ώστε να παραπλανήσει κάθε τρίτο (δικαστικούς γραφολόγους, δικαστικές αρχές) ότι η από 26-03-2002 πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη του, που είχε γραφεί με τον ίδιο με τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα γραφικό χαρακτήρα, ήταν γνήσια και έφερε δήθεν την γραφή και την υπογραφή του διαθέτη, σκοπεύοντας έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στην κτήση από την ίδια της ακίνητης περιουσίας στην οποία οριζόταν ως κληρονόμος με την ως άνω διαθήκη, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, με αντίστοιχη ισόποση βλάβη των αληθινών εξ’ αδιαθέτου κληρονόμων του, που ήταν η αδελφή του Α. θυγατέρα Ά.-Δ. Κ. και, μετά την αποποίηση της κληρονομιάς από αυτήν, η θυγατέρα της και ανηψιά του διαθέτη Μ. θυγατέρα Λ. Λ., σύζυγος Γ. Φ.. Στη συνέχεια, δε, έκανε χρήση των προαναφερόμενων εγγράφων, των μεν δύο πρώτων αφενός με την παράδοση τους σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, πάντως μικρό χρονικό διάστημα πριν τις 30-06-2003 και 09-01-2004, στις γραφολόγους Χ. Τ.-Σ. και Λ. Α. – Α., προκειμένου να προβούν σε αξιολόγησή τους στα πλαίσια διεξαγωγής αιτηθείσας από την ίδια ιδιωτικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προς σύνταξη των από 30-06-2003 και 09-01-2004 αντίστοιχα σχετικών εκθέσεών τους, αφετέρου με την επίκληση και προσκόμιση τους με τις από 11-01-2004 προτάσεις της στις 12-01-2004 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την κατάθεση φακέλου ενόψει της συζήτησης στις 02-02-2004 των από 23-05-2003 και 15-07-2003 αγωγών των μηνυτριών Α. Κ. και Μ. Λ. εναντίον της με αίτημα την αναγνώριση ακυρότητος της προαναφερόμενης πλαστής διαθήκης και της από 22-07-2003 δικής της αγωγής εναντίον τους με αίτημα την αναγνώριση της ιδιότητας της ως εκ διαθήκης κληρονόμου του Γ. Κ., ενώ το τρίτο έγγραφο αφενός στις 16-01-2004 με την επίκληση και προσκόμισή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την από 15-01-2004 προσθήκη, ενόψει της ίδιας ως άνω συζήτησης και στις 22- 03-2004 ενώπιον της Ανακρίτριας του 20ου Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα ως συγκριτικό υλικό για την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που είχε διαταχθεί με την υπ’ αριθμό …2004 διάταξη της ως άνω Ανακρίτριας. Για την πράξη που φέρει το στοιχ. γ’ στο παραπεμπτικό υπ’ αριθμό 1403/2007 βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και αποδίδεται στην κατηγορουμένη ότι στην Αθήνα στις 12-01-2004 έκανε εν γνώσει της χρήση πλαστού εγγράφου και συγκεκριμένα χρησιμοποίησε την από 26-03-2002 πλαστή διαθήκη του Γ. Κ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου την επικαλέστηκε και την προσκόμισε με τις από 11-01-2004 προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την κατάθεση φακέλου ενόψει της συζήτησης στις 02-02-2004 των από 23-05-2003 και 15- 07-2003 αγωγών των μηνυτριών Α. Κ. και Μ. Λ. εναντίον της με αίτημα την αναγνώριση ακυρότητος της προαναφερόμενης πλαστής διαθήκης και της από 22-07-2003 δικής της αγωγής εναντίον τους με αίτημα την αναγνώριση της ιδιότητάς της ως εκ διαθήκης κληρονόμου του Γ. Κ., αποφάνθηκε το δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 6841/2011 απόφασή του κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσης. β) στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο τέλεσε με πρόθεση το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης στο δικαστήριο σε μορφή απόπειρας, δηλαδή έχοντας αποφασίσει την, με σκοπό αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, βλάβη ξένης περιουσίας, δια της πειθούς άλλου σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική της θέληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά. Ειδικότερα, στην Αθήνα, με την από 22-07-2003 αγωγή της κατά των μηνυτριών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 27-08-2003, και με τις από 11-01-2004 προτάσεις, που κατατέθηκαν στο ίδιο Δικαστήριο στις 12-01-2004, παρέστησε ψευδώς ότι είναι εκ διαθήκης κληρονόμος του Γ. Κ. σε ακίνητη περιουσία αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, δυνάμει της από 26-03-2002, φερόμενης ως γνήσιας, ιδιόγραφης διαθήκης αυτού, με τον οποίο δήθεν διατηρούσε ερωτικό δεσμό επί 20 χρόνια, ενισχύοντας τους ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμούς της με την επίκληση και προσαγωγή με τις από 11-01-2004 προτάσεις της, στις 12-01-2004, της ψευδούς κατά περιεχόμενο ένορκης βεβαίωσης, του συγκατηγορουμένου της Γ. Κ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Α. Κ. – Κ.. Με τις παραστάσεις αυτές, οι οποίες ήταν ψευδείς, αφού ποτέ δεν είχε ερωτικές σχέσεις με τον Γ. Κ., ο οποίος ουδέποτε συνέταξε ή παρέδωσε στην ίδια την επίμαχη διαθήκη, επιχείρησε να πείσει το Δικαστήριο, που δίκαζε την προαναφερόμενη αγωγή της, καθώς και τις αναφερόμενες ως άνω δύο αγωγές των μηνυτριών εναντίον της, ότι ήταν η ίδια εκ διαθήκης κληρονόμος του Γ. Κ. στα αναφερόμενα σε αυτήν ακίνητα, αξίας 10.000.000 ευρώ, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της και να αναγνωριστεί ως τέτοια, να της αποδοθούν δε τα αναφερόμενα στην διαθήκη ακίνητα και να απορριφθούν οι αντίστοιχες δύο αγωγές των μηνυτριών, με τις οποίες αυτές ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα, λόγω πλαστογραφίας, της εν λόγω διαθήκης, το κληρονομικό τους δικαίωμα στην κληρονομιά του Γ. Κ. και η κυριότητα της εξ αυτών Μ. Λ. στα ακίνητα της κληρονομιάς, επιδιώκοντας παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με την αξία των ανωτέρω ακινήτων και αντίστοιχη ισόποση ζημία των μηνυτριών αληθών κληρονόμων του Γ. Κ.. Η εν λόγω πράξη της όμως δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική της θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά, καθόσον κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 02-02-2004 η υπόθεση αναβλήθηκε για την 01-11-2004.
Β) Έπαυσε Οριστικά την Ποινική Δίωξη της 1ης κατηγορουμένης, λόγω παραγραφής, για το ότι: στην Αθήνα σε άγνωστο ακόμη χρόνο, και πάντως μικρό χρονικό διάστημα πριν τις 30-06-2003, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, δηλαδή το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης σε βαθμό πλημμελήματος. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, προκάλεσε στο συγκατηγορούμενό της Β. Δ., ο οποίος ήταν αστυνομικός, με πειθώ και φορτικότητα, αλλά και υποσχέσεις για οικονομικά ανταλλάγματα, την απόφαση να βεβαιώσει ψευδώς, επί της αναφερόμενης στην υπό στοιχείο … κατηγορία υπεύθυνης δηλώσεως, ότι η υπογραφή στη θέση του δηλούντος ετέθη ενώπιόν του από τον Γ. Κ. στις 27-03-2002, παρότι κατά το χρόνο αυτό δεν είχε ακόμη τεθεί στην κυκλοφορία το χρησιμοποιηθέν έντυπο, εφόσον ο τύπος του καθορίστηκε για πρώτη φορά την 1-10-2002, με την απόφαση ΔΙΑΔΠ/Α 1/18368 του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ 1276/Β’ 11-10-2002) και κυκλοφόρησε μεταγενεστέρως την 01-11-2002, ημερομηνίες κατά τις οποίες ο Γ. Κ. είχε ήδη αποβιώσει (29-04-2002), ώστε να ενισχύσει τον ψευδή ισχυρισμό της περί γνησιότητας της από 26-03- 2002 δήθεν ιδιόγραφης διαθήκης του Γ. Κ., που είχε συνταχθεί με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα της υπεύθυνης δηλώσεως, με συνέπεια να αναγνωριστεί αυτή ως κληρονόμος της εκ της διαθήκης αυτής ακίνητης περιουσίας.
Γ) Έπαυσε Οριστικά την Ποινική Δίωξη του 2ου κατηγορουμένου, Β. Δ., λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο δεύτερος κατηγορούμενος Β. Δ., κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο τέλεσε με πρόθεση το κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης, δηλαδή, όντας υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, βεβαίωσε με πρόθεση σε τέτοιο έγγραφο ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, έχοντας σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος και ειδικότερα, στην Αθήνα, μικρό χρονικό διάστημα πριν τις 30-08- 2003, όντας αστυνομικός του Α.Τ. … βεβαίωσε ψευδώς επί της από 27-03-2002 υπεύθυνης δηλώσεως του ν. 1599/1986 ότι η υπογραφή που βρίσκεται στη θέση του δηλούντος ετέθη ενώπιον του από τον Γ. Κ. στις 27-03-2002, παρότι κατά το χρόνο αυτό δεν είχε ακόμη τεθεί στην κυκλοφορία το χρησιμοποιηθέν έντυπο, το οποίο για πρώτη φορά κυκλοφόρησε μεταγενεστέρως την 01-11-2002, όταν ο Γ. Κ. είχε αποβιώσει ήδη από 29-04-2002, ώστε με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει τον ψευδή ισχυρισμό της συγκατηγορουμένης του Β. Μ. ότι η από 26-03-2002 πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη του Γ. Κ., που είχε συνταχθεί με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα της υπεύθυνης δηλώσεως, ήταν γνήσια.
IV. Ως προς την υπό στοιχ. Β ως άνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και τον χαρακτηρισμό αυτής σε βαθμό πλημμελήματος αντί σε βαθμό κακουργήματος, το Δικαστήριο μετά την παράθεση στο προοίμιο του σκεπτικού της απόφασης των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι έχει διαπραχθεί το έγκλημα αυτό, καθώς και η ψευδής βεβαίωση, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση του πρόσθετου σκοπού πορισμού αθέμιτου οφέλους άνω των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, όσον αφορά το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης περί μη συνδρομής της ως άνω επιβαρυντικής περίστασης στο πρόσωπο της ηθικής αυτουργού, τον χαρακτηρισμό της πράξης σε βαθμό πλημμελήματος και την οριστική, κατόπιν τούτου, παύση της ποινικής δίωξης, το οποίο (κεφάλαιο) αφορά η ένδικη αίτηση αναίρεσης, το Δικαστήριο δέχθηκε σχετικά, μεταξύ άλλων, τα εξής: ” … Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Γ. Κ. αποκλείεται στις 26-3-2002 που νοσηλεύετο στην κλινική ήταν αλλά και ένιωθε τόσο άσχημα (γι’ αυτό άλλωστε ένα μήνα μετά απεβίωσε) να συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, ωσαύτως αποκλείεται στις 27-3-2002 και μάλιστα νωρίς το πρωί να μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα … και στη συνέχεια με ταξί στο Κολωνάκι όπου κατοικούσε η κατηγορούμενη, όπως η τελευταία κατέθεσε στο πλαίσιο της απολογίας της. … Έτσι αποδείχθηκε το μεν ότι στις 26 και 27 Μαρτίου 2002 ο Γ. Κ. ήταν ασθενής νοσηλεύετο στην … Αθηνών και ήταν αδύνατον να συντάξει τριών σελίδων ιδιόγραφη διαθήκη στις 26/3 και να μεταβεί στο Α.Τ. … στις 27/3 το δε ότι δεν είχε ποτέ συναντηθεί ούτε γνωρισθεί με την κατηγορουμένη … Καθόσον αφορά την υπεύθυνη δήλωση το έντυπο επί του οποίου καταρτίσθηκε κυκλοφόρησε πολύ μεταγενέστερα στις 7-11-2002 του χρόνου που φέρεται ότι καταρτίστηκε (27-3-2002) στη βεβαίωση μάλιστα του γνησίου της υπογραφής επ’ αυτού υπογραφής του δηλούντος προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος … Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση οικονομικού ανταλλάγματος προκάλεσε στο δεύτερο κατηγορούμενο που ήταν αστυνομικός (έφερε τον βαθμό του ανθυπαστυνόμου) την απόφαση να βεβαιώσει εν γνώσει του ψευδώς ότι η υπογραφή στη θέση του δηλούντος ετέθη ενώπιον του από τον Γ. Κ. στις 27-3-2002 καθόσον, όπως αναλυτικά παραπάνω εκτέθηκε, το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό στο σύνολό του (στοιχεία δηλούντος, κείμενο, ημερομηνία, υπογραφή). …. Ακόμη ο κακουργηματικός χαρακτήρας της ψευδούς βεβαίωσης του δευτέρου κατηγορουμένου (Β. Δ.), και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδή βεβαίωση αυτής της πρώτης κατηγορουμένης δεν προέκυψε, δεν αποδείχθηκε ο δόλος του δευτέρου κατηγορουμένου για την ωφέλεια της πρώτης κατηγορουμένης και τη ζημία της πολιτικώς ενάγουσας ύψους άνω των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα 14.000.0000 ευρώ περίπου όση και η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας του Γ. Κ.. Για κάποιο όφελος θα αναφέρθηκε η πρώτη κατηγορουμένη στον δεύτερο κατηγορούμενο, όχι όμως αυτού του ύψους, κατά τους κανόνες της λογικής, αφού άλλωστε το χειρόγραφο της δήθεν διαθήκης δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη επέδειξε στο δεύτερο κατηγορούμενο, ώστε εκ της περιγραφής των ακινήτων να υποπτευθεί κάποιος την αξία της κληρονομιάς.
Συνεπώς και η ψευδής βεβαίωση και η ηθική αυτουργία σ’ αυτήν είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα, επιτρεπτώς πρέπει να μεταβληθεί η κατηγορία και η ποινική δίωξη γι’ αυτές τις πράξεις να παύσει λόγω παραγραφής”.
VΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο στέρησε την απόφασή του της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον δεν διαλαμβάνει καμιά απολύτως αιτιολογία για τη μη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της παρ. 3 του άρθρου 242 ΠΚ, ήτοι του σκοπού πορισμού αθεμίτου οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, στο πρόσωπο της ηθικής αυτουργού. Ειδικότερα, το Δικαστήριο με την παράθεση των ανωτέρω περιστατικών περιορίζεται στη μη συνδρομή του σκοπού πορισμού αθεμίτου οφέλους άνω των 120.000 ευρώ μόνο στο πρόσωπο του αυτουργού, δεχόμενο έτσι ότι, αφού η ψευδής βεβαίωση έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, και η ηθική αυτουργία σ’ αυτήν είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα, χωρίς να παραθέσει παντάπασι πραγματικά περιστατικά για τη μη συνδρομή του σκοπού πορισμού αθέμιτου οφέλους άνω των 120.000 ευρώ από την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης στο πρόσωπο της ηθικής αυτουργού, μολονότι για την ανωτέρω σχετική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και χρήσης του εν λόγω πλαστού εγγράφου, ήτοι της κατάρτισης της υπεύθυνης δήλωσης στο όνομα του Γ. Κ., το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαίωσε εν γνώσει του ψευδώς ο κατηγορούμενος, Β. Δ., δέχεται, ότι η κατηγορουμένη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στην κτήση από την ίδια της ακίνητης περιουσίας στην οποία οριζόταν ως κληρονόμος με την ως άνω διαθήκη, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, με αντίστοιχη ισόποση βλάβη των αληθινών εξ’ αδιαθέτου κληρονόμων του, που ήταν η αδελφή του Α. θυγατέρα Ά. – Δ. Κ. και, μετά την αποποίηση της κληρονομίας από αυτήν, η θυγατέρα της και ανηψιά του διαθέτη, Μ. θυγατέρα Λ. Λ., σύζυγος Γ. Φ.. Έτσι, όμως, ως προς το εν λόγω κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης, το μεν δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το δε εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α, 49 παρ. 2 και 242 παρ. 1και 3 του ΠΚ.
VΙΙ. Περαιτέρω η απαιτούμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αρθρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων (υπό εδ. ε’ ) “το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”. Για να συντρέξει όμως η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας και όχι σε μικρό διάστημα χρόνου, ενώ ήταν κρατούμενος στις φυλακές προς έκτιση της ποινής, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής του προδιάθεσης για βελτιωμένη, ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωση, για την οποία πρέπει να επιβραβευθεί. Δηλαδή, απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών, τα οποία να δηλώνουν, ότι ο δράστης διαβιώνει μετά την εγκληματική πράξη αρμονικά στην κοινωνία. Η καλή όμως συμπεριφορά δεν νοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά που να μαρτυρεί την αληθινή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερο.
Συνεπώς, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω ισχυρισμός του δράστη που διαβιώνει σε καθεστώς ελευθερίας, χωρίς να κρατείται σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται για τη θεμελίωση του ισχυρισμού και τα μετά την πράξη του θετικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι μόνο το συνήθως συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Βεβαίως δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης στον κρατούμενο που ευρίσκεται στη φυλακή από μόνο το γεγονός ότι κρατείται και εξαιτίας αυτής της κατάστασης, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν θα μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία στο διάστημα της κράτησής του εκδηλώνεται προδήλως μόνο με θετική συμπεριφορά. Έτσι η καλή συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα κρίνεται για κάθε κατηγορούμενο ανάλογα με το μέρος στο οποίο αυτός διαβιώνει. Αν είναι ελεύθερος θα αξιολογηθεί η διαγωγή του εντός του κοινωνικού συνόλου και αν είναι κρατούμενος θα κριθεί η διαγωγή του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και ακόμη αν από τη τέλεση της πράξης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης είναι ελεύθερος για ένα χρονικό διάστημα και κρατούμενος για άλλο θα αξιολογηθεί η διαγωγή του τόσο εντός του κοινωνικού συνόλου όσο και εντός του σωφρονιστικού καταστήματος. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ Π.Κ., όσον αφορά το διάστημα της κράτησής του στη φυλακή, τελεί αναμφιβόλως υπό την αυτονοήτως απαραίτητη προϋπόθεση, ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και συνέχεται με συμπεριφορά χαρακτηριζόμενη ως εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτιωμένη.
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 1172/2014 απόφασή του το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, Β. Μ. του Α., κάτοικο …, ήδη κρατούμενη στο Κ.Κ. Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνα Θηβών, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων και για απόπειρα απάτης επί Δικαστηρίου με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Ακολούθως ο συνήγορος της κατηγορουμένης ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε εγγράφως τον αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση στο πρόσωπο αυτής της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε ΠΚ). Για τη θεμελίωσή του ισχυρισμού επικαλέστηκε τα εξής: “Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου και την κρίση για την ενοχή μου ζητώ να αναγνωριστεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο μου η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήδη από την τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων μέχρι και σήμερα που υποβάλλω το αίτημά μου έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 8 ετών σχεδόν, το οποίο κατά το γράμμα και το πνεύμα του νόμου θεωρείται και είναι μεγάλο. Ως εκ τούτου συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση που τάσσει ο νόμος για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου αυτού. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα εγώ διετέλεσα και ελεύθερη και κρατούμενη, παρουσιάστηκα ως όφειλα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρακολούθησα τη διαδικασία και έθεσα εαυτόν σε εκτέλεση της αποφάσεως – του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (όσο άδικη και σκληρή και να τη θεωρώ). Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση που τάσσει ο νόμος, δηλαδή να μπορεί να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά καλή επισημαίνω ότι το κριτήριο για το χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς ως καλής για κάποιο κρατούμενο είναι μόνον η προσπάθεια βελτίωσης της προσωπικότητάς του κατά τη διάρκεια της κράτησης και μάλιστα με θετικό τρόπο. Αυτονόητο είναι ότι μόνο η ιδιότητα του κρατουμένου δεν εξαρκεί για να αποκλειστεί η αναγνώριση της καλής συμπεριφοράς σε κρατούμενο αιτούντα. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν σε εξάλειψη ή και περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του κρατουμένου – καταδικασθέντος. Η παραδοχή της συνδρομής της περιστάσεως αναμφίβολα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του κρατουμένου εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και η οποία συνέχεται με την βελτίωση της συμπεριφοράς του. Για την επιβεβαίωση του δίκαιου και βάσιμου του αιτήματός μου επικαλούμαι τα εξής πραγματικά περιστατικά που στηρίζονται στο αποδεικτικό υλικό (μαρτυρίες, έγγραφα που αναγνώστηκαν):* Υπ’ αριθμό Πρωτ. …/4.2.2014 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Θήβας όπου αναφέρονται στα εξής: “…το διάστημα της κράτησης επέδειξε διαγωγή πολύ καλή, προθυμία, υπακοή και συνέπεια στους κανονισμούς του καταστήματος. Διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις συγκρατούμενες της και το προσωπικό του καταστήματος. Τοποθετήθηκε από το Συμβούλιο της φυλακής και εργάστηκε με προθυμία και καλή απόδοση στην αποθήκη τροφίμων, στην καθαριότητα και ως κηπουρός του καταστήματος…”. * Την με ημερομηνία 4.2.2014 υπηρεσιακή βεβαίωση όπου αναφέρονται τα εξής: “…έχει πραγματοποιήσει μέχρι και 31.12.2013 ημερομίσθια εργασίας…”. Το δικαστήριο δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η κατηγορουμένη συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της με την ακόλουθη αιτιολογία: “Επειδή το διάστημα των 2,5 ετών, που η πρώτη κατηγορουμένη, παρέμεινε φυλακισμένη είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αρκετά μεγάλο διάστημα και επειδή αποδείχτηκε ότι το διάστημα αυτό η πρώτη κατηγορουμένη συμπεριφέρθηκε καλά τόσο στο προσωπικό της φυλακής όσο και στις συγκατηγορούμενες το αίτημα της πρέπει να γίνει δεκτό και να αναγνωρισθεί σ’ αυτήν το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ”. Όμως το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε να παραθέσει στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στήριξε την παραπάνω κρίση του για αναγνώριση στην κατηγορουμένη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ. Ειδικότερα το Δικαστήριο δεν παρέθεσε παντάπασι πραγματικά περιστατικά καλής συμπεριφοράς της κατηγορουμένης, ήτοι πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής της διαβίωσης, για το χρονικό διάστημα μετά την εγκληματική της πράξη από τον Μάρτιο του 2004 μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό την 23-12-2011, κατά το οποίο διαβίωνε σε καθεστώς ελευθερίας και το οποίο ήταν το μεγαλύτερο μετά τη τέλεση της πράξης της, ενώ για το χρονικό διάστημα της φυλάκισής της από την 23-12-2011 μέχρι την 19-3-2014 το μόνο που διέλαβε ήταν ότι “η κατηγορουμένη συμπεριφέρθηκε καλά, τόσο στο προσωπικό της φυλακής όσο και στις συγκατηγορούμενες της” χωρίς να προσδιορίσει σε τι συνίσταται η “καλή συμπεριφορά” και χωρίς να παραθέσει, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, άλλα περιστατικά από τα οποία να εκδηλώνεται προδήλως θετική – ενεργητική συμπεριφορά εντελώς εξαιρετική, διακριτή και διαφέρουσα της συνήθους συμπεριφοράς ενός κρατουμένου. Έτσι, όμως, ως προς το εν λόγω κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης, το μεν δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δε εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε την ποινική διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ του ΠΚ. Επομένως, ως προς τα ανωτέρω προσβαλλόμενα κεφάλαια, η προσβαλλομένη απόφαση, αφενός δεν έχει την απαιτούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και αφετέρου εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α, 49 παρ. 2, 84 παρ. 2 ε’ και 242 παρ. 1 και 3 του ΠΚ και ως εκ τούτου, συντρεχόντων των σχετικών από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ λόγων αναίρεσης, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ.), πρέπει αυτή να αναιρεθεί κατά τα ανωτέρω κεφάλαια, καθώς και ως προς το κεφάλαιο περί επιμέτρησης των επιβληθεισών στην κατηγορούμενη ποινών και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 1172/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το σκέλος της που αφορά την κατηγορουμένη Β. Μ. του Α., κάτοικο … και ήδη κρατουμένη στο Κ.Κ. Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνα Θηβών, ως προς τα κεφάλαιά της: α) οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης σε βάρος της άνω κατηγορουμένης, λόγω παραγραφής, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, β) αναγνώρισης σ’ αυτήν για τις πράξεις που κηρύχθηκε ένοχη της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και γ) της επιμέτρησης των επιβληθεισών στην κατηγορουμένη ποινών.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα ανωτέρω για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν αυτήν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2017.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr