<< Επιστροφή Απόφαση 1820 / 2019 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1820/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Π. Σ. του Ν., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μίχο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 4219/2018 αποφάσεως του Β’Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Β’Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Νοεμβρίου 2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 22.11.2018 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 12999/2018 και στους από 26.12.2018 και 14.10.2019 πρόσθετους λόγους αυτής τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1550/18. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 20- 11-2018 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22-11-2018) και οι επ’ αυτής με ημερομηνίες α)26-12-2018 (κατατεθέντες αρμοδίως στις 31-12-2018) και β)14- 10-2019 (κατατεθέντες αρμοδίως στις 21-10-2019) πρόσθετοι λόγοι του Π. Σ. του Ν., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4219/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Από το άρθρο 2 του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα από την 1-7- 2019, με το οποίο ορίζεται ότι “1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθα της όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”, προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ’, 514 εδ. δ’ περ. β’ και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2-4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επί μέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο καταβολής αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού ενδέχεται πλέον να θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη, στην περίπτωση, κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο (ήδη των 100.000 ευρώ) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των 200.000 ευρώ, χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γν αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α’ του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 76 παρ. 2 του Ν. 3842/2010 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3888/2010, οριζόταν ότι “με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το ΠΔ 186/1992 “Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)”, στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, τις συναλλαγές, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13″. Το τελευταίο αυτό ποινικό αδίκημα είναι αυτοτελές, ανεξάρτητο από τα αδικήματα φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του Ν. 2523/1997 (βλ. άρθρο 19 παρ. 2 και 5 εδ. τελευταίο του Ν. 2523/1997). Ήδη, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 17-10-2015, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, όπως, άλλωστε, και εκείνες (διατάξεις) των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου (περί φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στην καταβολή Φ.Π.Α., αντίστοιχα) αντικαταστάθηκαν με τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 66, που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 “Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ”. Τέλος στο άρθρο 469 του νέου ΠΚ, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι “Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα, επαναρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, καθώς με βάση τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Κι αυτό, γιατί, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή τους τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 2523/1997), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β’ και Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στον νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου [ΣτΕ 89/2019]. Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους. Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου ΠΚ, στην οποία αναφέρεται ότι στην αίτηση και τον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ.1 εδ. β’ του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 4219/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2β και δ ΠΚ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, για το ότι στην …, στις 30-11-2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, για το ότι, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Εταιρεία”, της οποίας τύγχανε διευθύνων Σύμβουλος από 12-7-1999 έως 27-2-2001, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. …, όπως ακριβώς αναφέρονται με τους αριθμούς 2, 3, 4, 5, 7 και 8 στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθ. ειδ. βιβλίου ….25/2013), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 20-5-2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, συνολικού ποσού 24.913.107,18 ευρώ, ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό αυτό. Από την επισκόπηση του συνημμένου στο διατακτικό της απόφασης αυτής πίνακα χρεών προκύπτει, ότι τα αναφερόμενα σ’ αυτόν με τους αριθμούς 2, 3, 4 και 5 ποσά – χρέη, συνολικού ύψους 22.012.553,15 (9.799.766,74 + 4.329.425,46 + 6.072.397,70 + 1.810.963,25) ευρώ, αφορούν φόρους εισοδήματος, η μη καταβολή των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης για χρέη προς το Δημόσιο, έχοντας πλέον καταστεί ανέγκλητη πράξη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια, αφού μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ίσχυσε, κατά ανωτέρω, επιεικέστερος νόμος (άρθρο 25 παρ. 1 περ. γ’ του Ν. 1882/1990, που προστέθηκε με το άρθρο 469 του νέου ΠΚ), βάσει του οποίου κατέστη ανέγκλητη η μη καταβολή στο Δημόσιο χρεών από τα αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα προαναφερθέντα με τους αριθμούς 2, 3, 4 και 5 στον παραπάνω πίνακα χρεών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου. Εφόσον δε η κρινόμενη από 20-11-2018 αίτηση αναίρεσης (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 22-11-2018) είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα (περιέχουσα ως λόγους την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του ΚΠοινΔ), καθώς και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι, πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τα άνω μη αξιόποινα χρέη και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την πράξη της μη καταβολής των εν λόγω χρηματικών ποσών – χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, όσον αφορά τα με αριθμ. 7 και 8 ποσά – χρέη του ίδιου πίνακα, με τον τίτλο “ΔΑΝΕΙΑ ΚΝΤΧ”, ύψους 1.684.526,03 και 1.216.028 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικού ποσού 2.900.554,03 ευρώ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άνω, αιτιολογία για τη θεμελίωση της περί ενοχής του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος κρίσης του, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και υποπίπτοντας στις πλημμέλειες της έλλειψης από την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης, που συνιστούν τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, οι οποίοι στην προκείμενη περίπτωση είναι βάσιμοι. Και τούτο, διότι, ως προς τα χρέη αυτά, από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, που συνιστούν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο παραπέμπει, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, στο σχετικό πίνακα χρεών που συνοδεύει τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …, δεν διευκρινίζεται ούτε και προκύπτει αναμφίβολα το είδος και η προέλευση των χρεών αυτών, λόγω έλλειψης επαρκών προσδιοριστικών της ταυτότητάς τους στοιχείων, ώστε να διαπιστωθεί, αν αυτά αποτελούν αξιόποινα χρέη, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, γεγονός που στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τα συγκεκριμένα χρέη, από την απαιτούμενη, κατά τα άνω, ειδική αιτιολογία και καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και δη των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες, ενόψει των παραπάνω ασαφειών, παραβιάζονται εκ πλαγίου και ως εκ τούτου η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Κατ’ ακολουθία, πρέπει, ως προς το μέρος αυτό, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις περί ποινής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ.4219/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, Π. Σ. του Ν., κάτοικο …, για το ότι: Στην … στις 30-11-2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για το χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Εταιρεία”, της οποίας τύγχανε Διευθύνων Σύμβουλος από 12-7-1999 έως 27-2-2001, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. …, όπως ακριβώς αναφέρονται με τους αριθμούς 2, 3, 4 και 5 στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ. ειδ. Βιβλίου ….25/2013), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 20-5-2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται: ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό 22.012.553,15 ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αφορά τα με αριθμ. 7 και 8 του ίδιου ως άνω πίνακα χρεών ποσά – χρέη, με τον τίτλο “ΔΑΝΕΙΑ ΚΝΤΧ”, καθώς και κατά τις διατάξεις περί ποινής, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2019. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2019. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_