ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο – Εισηγητή, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου και Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Κ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σακελλάρη, για αναίρεση της υπ’αριθ.ΣΤΤ 1688/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία “… Α.Ε.”, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κάβουρα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’αριθμ.πρωτ. 7476/3-7-2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1105/19.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο ως προς το κεφάλαιο της επιβολής ποινής στο αναιρεσείοντα, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση για την επιβολή της προσήκουσας ποινής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη από 2-7-2019 αίτηση (αρ.πρ. 7476/2019) του Γ. Κ. του Α. για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης ΣΤΤ1688/2019 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω .

II. Κατά την παρ. I του άρθρου 372 του ισχύοντος από 1-7- 2019 νέου ΠΚ (που είναι επιεικέστερος ως προς την πράξη αυτή σε σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη του προισχύσαντος Π Κ ως προς τις απειλούμενες ποινές) “όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή η πράξη τελέστηκε με διάρρηξη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή”. Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου “κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια”. Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες προστατεύεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται η από τον δράστη, με θετική ενέργεια, αφαίρεση από την φυσική κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, μη ανήκοντος κατά κυριότητα σ’ αυτόν, αυτογνωμόνως, χωρίς την συναίνεση του έχοντος δικαίωμα επ’ αυτού ιδιοκτήμονος, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της επί του κινητού πράγματος υφισταμένης ξένης κατοχής και την θεμελίωση νέας επ’ αυτού κατοχής από τον δράστη ή τρίτον προς τον σκοπό της παρανόμου ιδιοποιήσεως του. Αποτελεί δε κλοπή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο αφαίρεση ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση της. Τέτοια κλοπή ενεργείας του ηλεκτρισμού, επιτυγχάνεται κυρίως και αμέσως με την μη αναγραφή του αναλισκομένου ρεύματος στον μετρητή με την δια τεχνικών μέσων καθ’ οιονδήποτε τρόπο επέμβαση σ’ αυτόν, (μετρητή της Δ.Ε.Η.), η οποία παρέχει προνομιακώς ηλεκτρικό ρεύμα στους συμβαλλόμενους με αυτή, ώστε αυτός, (μετρητής), να δείχνει λιγότερες μονάδες αναλισκομένου ρεύματος καθ” εκάστη χρονική περίοδο (ΑΠ 630/2017 937/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι υπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Αλλά δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το δίκασαν κατ’ έφεση δικαστήριο, με την προβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, με εκτίμηση των κατ είδος σε αυτή αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 19-9-2014, συνεργείο της “… Α.Ε.” ειδικευμένο σε ελέγχους μετρητών, κατόπιν εντολής της τοπικής υπηρεσίας της ιδίας εταιρίας, μετέβη σε ακίνητο εμπορικής χρήσης στην οδό … στο … και προέβη σε έλεγχο της μετρητικής διάταξης της τριφασικής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με αριθμό παροχής …25 και αριθμό μετρητή …79, που τροφοδοτεί το ως άνω ακίνητο. Κατά τον έλεγχο της παροχής διαπιστώθηκε ότι ήταν παραβιασμένα το κιβώτιο παροχής και το καπάκι κιβωτίου ακροδεκτών του μετρητή. Για το λόγο αυτό, έγινε αντικατάσταση του εν λόγω μετρητή, και ο αφαιρεθείς μετρητής υπ’ αριθ. …79 αφού σφραγίσθηκε, στάλθηκε στο αρμόδιο εργαστήριο της “… Α.Ε.” που βρίσκεται στην οδό …, για εργαστηριακό έλεγχο. Κατόπιν εργαστηριακού ελέγχου, που πραγματοποιήθηκε στις 3-12-2014, διαπιστώθηκε ότι στο κιβώτιο συνδέσεων του μετρητή τα ελάσματα που απομονώνουν τις τάσεις από τις εντάσεις των φάσεων (S) και (Τ), βρέθηκαν ανασηκωμένα και στραβωμένα, με αποτέλεσμα να μην καταγράφεται η ενέργεια που καταναλώνεται σε αυτές. Σε αυτή την κατάσταση, εφόσον τα φορτία των φάσεων είναι ισοκατανεμημένα, τότε ο μετρητής κατέγραψε το 1/3 της καταναλισκόμενης ενέργειας και λειτουργούσε με σφάλμα -66%. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι συμβαλλόμενη χρήστης της εν λόγω παροχής ήταν η εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Ε.Π.Ε.”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής είναι ο κατηγορούμενος. Η ανωτέρω εταιρία ήταν μισθώτρια του ως άνω εμπορικού ακινήτου με εκμισθώτριες τις συνιδιοκτήτριες του ακινήτου Σ. και Ζ. Μ. βάσει της από 7-12-2011 καταρτισθείσας εμπορικής μίσθωσης και αποχώρησε από το μίσθιο στις 16-7-2014, οπότε και λύθηκε η μίσθωση και παραδόθηκε το ακίνητο στις ανωτέρω ιδιοκτήτριες συνταχθέντος του από 16-7-2014 συμφωνητικού. Με βάση το ιστορικό των καταναλώσεων ηλεκτρικού ρεύματος και τα παραπάνω ευρήματα, η καταναλωθείσα και μη καταγραφείσα ενέργεια από το μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία είχε κλαπεί υπολογίστηκε κατά το χρονικό διάστημα από τις 6-4-2012 μέχρι τις 16-7-2014, κατά το οποίο καταγράφηκε σημαντικά κατώτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, σε 194.671kWh και η αξία της ανέρχεται στο ποσό των 31.704,88 ευρώ. Περαιτέρω, στις ανωτέρω παράνομες παρεμβάσεις στο μετρητή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και κατά συνέπεια και στην κλοπή ηλεκτρικής ενέργειας προέβη ο κατηγορούμενος νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, καθόσον είχε τη χρήση του ανωτέρω ακινήτου κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της μίσθωσης και επομένως ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση στο μετρητή της παροχής και προσδοκούσε παράνομο οικονομικό όφελος από τις πράξεις αυτές. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί επενέργειας στο μετρητή μετά την αποχώρησή του από το μίσθιο της ιδιοκτήτριας Μ. με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία προβλήματος στον ίδιο, τυγχάνει ουσία αβάσιμος καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε κάτι τέτοιο και επιπλέον ανατρέπεται από τη μεγάλη διακύμανση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που καταγράφηκε το ανωτέρω χρονικό διάστημα τέλεσης της πράξης σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ’ αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση την πράξη της κλοπής ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ εξακολούθηση .

Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο, στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών (με τριετή αναστολή) για την παρακάτω αξιόποινη πράξη. “Στο …, κατά το χρονικό διάστημα από 06-04-2012 έως στις 16-07-2014. με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος: Αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα και δη ενέργεια του ηλεκτρισμού με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ως χρήστης της μετρητικής διάταξης με αριθμό παροχής τριφασικού ηλεκτρικού ρεύματος …25 και με αριθμό μετρητή …79. που τροφοδοτεί ακίνητο, που βρίσκεται επί της οδού … στο …, αφαίρεσε ηλεκτρική ενέργεια, παραβιάζοντας τη σφραγίδα των ακροδεκτών του μετρητή και θέτοντας εκτός θέσης τα ελάσματα που απομονώνουν τις τάσεις από τις εντάσεις των φάσεων S και Τ. με αποτέλεσμα να μην καταγράφεται το 1/3 της καταναλωθείσας ενέργειας, με συνέπεια να καταναλώνεται παράνομα ρεύμα, προβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στην αφαίρεση ποσότητας ηλεκτρικού ρεύματος 194.671 κιλοβατώρων από 06-04-2012 έως στις 16-07-2014, σε βάρος της … Α.Ε., της οποίας Τομεάρχης Χρηστών Δικτύου της Περιοχής … της Διεύθυνσης Περιφέρειας … είναι η εγκαλούσα Γ. Μ., η αξία της οποίας ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των [31.704.88] ευρώ ιδιοποιούμενος αυτήν παρανόμως”. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφαση του, διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη, από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα χωρίς λογικά κενά, και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, που συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες τα συνήγαγε, καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς και έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 372 παρ. 1α και 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατέληξε στην καταφατική περί της ενοχής του κατηγορουμένου δικαιοδοτική του κρίση. Εκτίθενται σ’ αυτή, ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η ρευματοκλοπή, δηλαδή η αφαίρεση από την εξουσίαση της εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς τη συναίνεση της, κατόπιν τεχνικής επεμβάσεως στο κιβώτιο του μετρητή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε αυτός να δείχνει λιγότερες μονάδες και συγκεκριμένα το 1/3 του από την επιχείρηση αναλισκομένου ηλεκτρικού ρεύματος. Ότι την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, τέλεσε ο κατηγορούμενος με την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας (ΕΠΕ) με την επωνυμία “…” , αυτογνωμόνως, κατά το χρονικό διάστημα από 6-4-2012 έως 16-7-2014, που ανακαλύφθηκε από υπάλληλο ελεγκτή της πιο πάνω εταιρείας. Ότι η αξία της αφαιρεθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο ποσό των 31.704,88 ΕΥΡΩ. Ότι στην πράξη αυτή οδηγήθηκε με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα τα 2/3 της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, από την επιχείρηση του (κατάστημα), τα οποία δεν καταγράφονταν ως κατανάλωση στον μετρητή της ΔΕΗ με την τεχνική του παρέμβαση σ’ αυτόν και τέλος, ότι η διαπίστωση αυτή προέκυψε λόγω της μεγάλης διακύμανσης στην κατανάλωση ηλεκτρικού ηλεκτρικού ρεύματος που καταγράφηκε το ανωτέρω χρονικό διάστημα τέλεσης της πράξης σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Αναφορικά με την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων για το καταδικαστικό του πόρισμα χωρίς καμία αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν (και αναφέρονται στον χρόνο παραμονής του στο μίσθιο κατάστημα), είναι αβάσιμη. Και τούτο γιατί στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται όλα τα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα στα οποία αυτό στήριξε την περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Εξάλλου, το γεγονός ότι εξαίρει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του ορισμένα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν αξιολόγησε και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που δεν εξαίρονται σ’ αυτό (σκεπτικό). Όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πλήττουν, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ) είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του νέου ΠΚ (Ν. 4619//2019), αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 511 εδ. τελευταίο και 514 εδ. τελευταίο του νέου ΚΠΔ (Ν.4519/2019), ο Άρειος Πάγος, αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α του ΠΚ, η απειλούμενη ποινή για το έγκλημα της κλοπής ήταν “τουλάχιστον τριών μηνών”, ενώ, με το νέο ΠΚ, το εν λόγω έγκλημα τιμωρείται με “φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Δηλαδή το πλαίσιο ποινής είναι επιεικέστερο της προϊσχύουσας ποινικής διάταξης. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση επιμέτρησε την ποινή με βάση τον προισχύσαντα δυσμενέστερο ποινικό νόμο. Επομένως, πρέπει, εφόσον κρίθηκε παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και συντρέχει, κατά τα προαναφερόμενα, περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής της επιεικέστερης πιο πάνω ποινικής διάταξης, να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να προβεί σε νέα επιμέτρηση της ποινής. Κατόπιν αυτών, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από τους ίδιους δικαστές αφού η υπόθεση αναιρέθηκε μόνο ως προς το σκέλος της ποινής (ΚΠΔ 522) και απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης κατά τα λοιπά

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την απόφαση ΣΤΤ 688/2019 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ειδικότερα ως προς τη διάταξη περί επιβολής ποινής.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνο κατά την ανωτέρω διάταξη στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί και από τους ίδιους δικαστές.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση (αρ.πρ. 7476/2019) του Γ. Κ. του Α. για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Δεκεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

oenet.gr