Απόφαση  ΑΠ 295 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΔΕΜΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “ΔΕΜΚΟ ΑΕ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Δ. Κ. του Π., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ρήγα Μπαρμπούρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-3-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2243/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3596/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4-10-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1, 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη, με χρονολογία 29-6-2012, παραγγελία του δικηγόρου Αθηνών Στυλιανού Βλαστού, υπογράφοντος την αίτηση αναίρεσης και την κλήση προς συζήτηση αυτής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (22-1-2013), και τη, με χρονολογία 4-7-2012, πάνω σε αντίγραφο της αίτησης, επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …, η συζήτηση της αναίρεσης επισπεύδεται από τον παραπάνω δικηγόρο, ως πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, που έγινε στη δικάσιμο της 22-1-2013, δεν εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, ούτε εκπροσωπήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ παραστάθηκαν, νομότυπα, οι αναιρεσίβλητοι. Από τη με χρονολογία 10-5-2012 εξουσιοδότηση, που φέρει την υπογραφή του αναιρεσείοντος, η οποία βεβαιώνεται από το Γενικό πρόξενο Σικάγου Δ. Μαστοράκο, προκύπτει η χορήγηση από αυτόν πληρεξουσιότητας προς τον παραπάνω δικηγόρο, που υπέγραψε την κλήση, για την επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να είναι τακτική, η οποία σκοπεύει τη λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και επιφέρει αυτήν μετά την παρέλευση της νόμιμης ή συμβατικής προθεσμίας, ή άτακτη, η οποία γίνεται χωρίς την τήρηση από το μέρος που καταγγέλλει, της νόμιμης ή συμβατικής προθεσμίας προειδοποίησης. Η τακτική καταγγελία της εργασιακής σχέσης δεν επιφέρει την άμεση λύση της, αλλ’ η τελευταία εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι τη λήξη του χρόνου της προμήνυσης, κατά τη διάρκεια του οποίου εξακολουθούν να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση. Σκοπός της προμήνυσης είναι η έγκαιρη προειδοποίηση του εργαζομένου, αλλά και του εργοδότη, για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου, ο οποίος αποχωρεί. Ο χρόνος της προμήνυσης έχει ως συνέπεια να αναστέλλει την άμεση ενέργεια της καταγγελίας της σύμβασης για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η σύμβαση συνεχίζει την κανονική λειτουργία της, χωρίς να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση λύεται με την πάροδο του χρόνου προειδοποίησης, οπότε καταβάλλεται και η αποζημίωση. Στην περίπτωση δηλαδή της καταγγελίας μετά από προμήνυση, στο χρόνο κατά τον οποίο γίνεται η προμήνυση δεν προειδοποιείται απλώς ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος για την επικείμενη, μετά την πάροδο του χρόνου της προειδοποίησης, καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αλλά από του χρόνου της προειδοποίησης καταγγέλλεται η σχέση και επέρχεται, μέσω αυτής (καταγγελίας), η λύση της, εφόσον συντρέξουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει ο νόμος. Το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας, δηλαδή, με την περιέλευση της σχετικής δήλωσης του καταγγέλλοντος προς τον αντισυμβαλλόμενό του, αλλά μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμήνυσης, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης. Πρόκειται, δηλαδή, για καταγγελία υπό αναβλητική αίρεση. Για να είναι έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, θα πρέπει αυτή να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί από τον εργοδότη η οφειλόμενη αποζημίωση, όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955, οφειλόμενη δε αποζημίωση είναι όχι η νόμιμη, αλλά η συμβατική, ήτοι αυτή που συμφωνήθηκε, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, ότι θα καταβληθεί σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Η καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση καταβολής σε δόσεις, γίνεται κατά την ημέρα λύσης της σύμβασης. Αν για την καταγγελία τηρείται προθεσμία, η αποζημίωση καταβάλλεται κατά την εκπνοή της προθεσμίας. Εξάλλου, για να είναι έγκυρη η καταγγελία μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέρα των δύο (2) μηνών, απαιτείται σύμφωνα με το Ν. 2112/1920, εκτός από τον έγγραφο τύπο και προθεσμία προειδοποίησης, ενός (1) μηνός για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) μήνες έως δύο (2) χρόνια (άρθρο 1). Βέβαια, είναι δυνατή η τακτική καταγγελία με μεγαλύτερο χρόνο προειδοποίησης (προμήνυσης) έναντι του νομίμου. Τέλος, ως ανάλογη αποζημίωση απόλυσης θεωρείται όχι μόνο η νόμιμη αποζημίωση, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2112/1920 ορίζεται κατά ποσό ίση προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών του απολυθέντος μισθωτού, τις οποίες αυτός θα ελάμβανε κατά το χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία και της οποίας ο υπολογισμός, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955, γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, αλλά και η πρόσθετη κατά ποσό αποζημίωση, η οποία ορίζεται κατόπιν επιτρεπτής, κατά το ως άνω άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2112 /1920, συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και μισθωτού (Ολ.ΑΠ 1144/1982, ΑΠ 1861/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 15.03.2005, στην Αθήνα, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, δια των νομίμων εκπροσώπων της, ο πρώτος προσλήφθηκε από τη δεύτερη ανώνυμη εταιρία ως “Διευθύνων Σύμβουλος”, με αντικείμενο απασχόλησής του το σχεδιασμό και την υλοποίηση της στρατηγικής marketing των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχει η εναγομένη εταιρία, οι θυγατρικές και οι συγγενείς αυτής εταιρίες. Για την πιο πάνω εργασία του συμφωνήθηκε ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του θα ανέρχονται στο ποσό των ? 12.000 (14 μηνιαίες καταβολές το χρόνο). Συμφωνήθηκε επίσης, μεταξύ άλλων, ότι “η Εταιρία θα καταβάλει στο “Διευθύνοντα Σύμβουλο”, ως οικειοθελή παροχή, πρόσθετη αμοιβή (bonus) η οποία δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ των ετησίων τακτικών του αποδοχών” (βλ. παρ. 3 γ του 4ου όρου). Με τον 6ο όρο της ίδιας σύμβασης (“Καταγγελία της Συμβάσεως”), ορίσθηκε ότι: “σε περίπτωση καταγγελίας από την “Εταιρία” της παρούσας συμβάσεως εντός της πρώτης διετίας ισχύος αυτής, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία αυτής, η οφειλόμενη από την “Εταιρία” αποζημίωση απόλυσης θα ανέρχεται σε 14 μηνιαίες τακτικές αποδοχές κατ’ ανώτατο όριο και η αποζημίωση αυτή θα συμπεριλαμβάνει και σε κάθε περίπτωση θα συμψηφίζεται με την οφειλόμενη από τον εργοδότη σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους (νόμιμη) αποζημίωση. Τα μέρη συμφωνούν, ότι μετά την πάροδο της διετίας κατά τα ανωτέρω η αποζημίωση απόλυσης σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας από την εταιρία, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος, θα ισούται με την οφειλόμενη από τον εργοδότη σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους (νόμιμη) αποζημίωση απόλυσης”. Στις 24.11.2006 η υπεύθυνη προσωπικού της εναγομένης εταιρίας, Α. Π., πρότεινε στον ενάγοντα τη λύση της εργασιακής σύμβασης στις 30.11.2006, με την ταυτόχρονη καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης απόλυσης ? 35.000 ήτοι ποσού κατά ? 7.000 υψηλότερου της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή, τονίζοντας ότι, η εναγομένη, που επιθυμούσε τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας εντός της πρώτης διετίας ισχύος αυτής, όφειλε να του καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό αποζημίωσης, ήτοι 14 μηνιαίες τακτικές αποδοχές. Την άρνησή του αυτή επανέλαβε στην πιο πάνω υπεύθυνη προσωπικού και με μήνυμά του, που απέστειλε σ’ αυτήν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), στις 27.11.2006, γνωστοποιώντας της ότι αποδέχεται την εκ μέρους της εναγομένης εταιρίας καταγγελία της σύμβασής του με ημερομηνία λήξης αυτής στις 30.11.2006. Την επομένη (28.11.2006) ο ενάγων απέστειλε μήνυμα, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον Διευθύνοντα Σύμβουλο, Γ. Σ. και στην άνω Α. Π., με το οποίο τους ζητούσε να ενημερωθεί για την τελική απάντηση της εναγομένης εταιρίας στο από 27.11.2006 ?ήνυ?ά του. Στις 29.11.2006, ο άνω Διευθύνων Σύ?βουλος, απέστειλε ?ήνυ?α (e-mail) προς τον ενάγοντα, ?ε το εξής περιεχό?ενο: “δεν τίθεται θέ?α ?ονο?ερούς καταγγελίας της σύ?βασης εργασίας σας εκ ?έρους της εταιρίας στον παρόν στάδιο, όπως ατυχώς και προφανώς λόγω παρανόησης αναφέρεται στο e-mail που αποστείλατε στην κα Π.. Επο?ένως, καλείστε να παρέχετε τις υπηρεσίες σας, σύ?φωνα ?ε την ισχύουσα σύ?βαση εργασίας σας, τους όρους της οποίας τηρού?ε απαρέγκλιτα”. Σε συνέχεια του ?ηνύ?ατος αυτού, την 1.12.2006, ο ενάγων ?ε ?ήνυ?ά του προς τον ως άνω Διευθύνοντα Σύμβουλο, ζήτησε να πληροφορηθεί το χρόνο της απόλυσής του, προκει?ένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες εξεύρεσης εργασίας, αφού στο ?ήνυ?α του τελευταίου γινόταν λόγος για ?η καταγγελία της σύ?βασης στο “παρόν στάδιο”. Επειδή ο ενάγων δεν έλαβε απάντηση στο πιο πάνω ?ήνυ?ά του, στις 22.12.2006 απέστειλε νέο ?ήνυ?α στον παραπάνω Διευθύνοντα Σύμβουλο, επι?ένοντας ότι επιθυμούσε να λάβει απάντηση προκει?ένου να σχεδιάσει τις κινήσεις του για εξεύρεση εργασίας. Στο ίδιο ?ήνυ?α δήλωσε ότι, αν ?έχρι 30.12.2006, δεν λάβει απάντηση θα θεωρήσει ότι δεν τίθεται θέ?α απόλυσής του την 1.5.2007, όπως ο ίδιος (Διευθύνων Σύ?βουλος) του είχε δηλώσει παρουσία της Α. Π.. Μετά την ανταλλαγή των πιο πάνω ?ηνυ?άτων ?έσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η εναγο?ένη εταιρία ?ε το από 27.12.2006 έγγραφό της, που ενεχείρισε στον ενάγοντα την επο?ένη (28.12.2006) και το οποίο αυτός υπέγραψε ?ε επιφύλαξη, κατήγγειλε ?ε προμήνυση τη ?εταξύ τους σύ?βαση εργασίας αορίστου χρόνου από 2.5.2007, σύ?φωνα ?ε τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2112/1920. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι: “Έως την άνω η?ερο?ηνία, κατά την οποία θα σας καταβληθεί η νό?ι?η αποζη?ίωση, καλείστε να παρέχετε προσηκόντως τις υπηρεσίες σας”. Η κοινοποιηθείσα στον ενάγοντα την 28.12.2006 έγγραφη καταγγελία της σύ?βασης εργασίας ?ε προειδοποίηση για απόλυση στις 2.5.2007, ήτοι ?ε χρόνο προμήνυσης ?εγαλύτερο του νομίμου, [ενός (1) μηνός για την περίπτωση του ενάγοντος υπαλλήλου, που είχε υπηρετήσει πάνω από δύο (2) μήνες και λιγότερο από δύο (2) χρόνια (άρθρ. 1 Ν. 2112/1920)], είναι καθ’ όλα νόμιμη, διότι ο εν λόγω χρόνος προμήνυσης είναι ο ελάχιστος για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, ενώ είναι δυνατή η τακτική καταγγελία με μεγαλύτερο χρόνο προμήνυσης. Εξάλλου, η ασκηθείσα από την εναγομένη εταιρία καταγγελία ήταν σύμφωνη και με τον προαναφερθέντα σχετικό όρο περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αφού η επίμαχη καταγγελία δεν επέφερε τα αποτελέσματά της εντός της διετίας από την ισχύ της σύμβασης εργασίας, αλλά μετά απ’ αυτήν, καθ’ όλο δε το διάστημα μέχρι τη λύση της αυτής (σύμβασης εργασίας), ήτοι μέχρι τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας διετίας, η εναγομένη εταιρία απασχολούσε τον ενάγοντα κανονικά, καταβάλλοντάς του τις συμφωνηθείσες αποδοχές. Με την πιο πάνω, με προθεσμία προειδοποίησης τεσσάρων (4) περίπου μηνών, καταγγελία, παρασχέθηκε ικανός χρόνος στον ενάγοντα να σχεδιάσει τις μελλοντικές επαγγελματικές του κινήσεις και δεν αιφνιδιάσθηκε, πράγμα το οποίο θα είχε συμβεί αν η εναγομένη εταιρία ανέμενε, όπως θα μπορούσε, τη συμπλήρωση της διετίας και στη συνέχεια, μετά την 2.5.2007, προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Έτσι, στις 2.5.2007, κατά τη λήξη του χρόνου της προειδοποίησης, επήλθε η λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, την ίδια δε ημέρα η εναγομένη εταιρία κατέβαλε σ’ αυτόν ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 28.000 ? και επομένως ο ισχυρισμός του πρώτου ότι η γενόμενη στις 28.12.2006 καταγγελία είναι άκυρη, διότι δεν συνοδεύθηκε από ταυτόχρονη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης κρίνεται απορριπτέος, αφού η καταβολή της αποζημίωσης γίνεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης. Με τις παραδοχές αυτές, αφού δέχθηκε, ότι η σύμβαση του ενάγοντος λύθηκε, εγκύρως, στις 2.5.2007, κατά την οποία και καταβλήθηκε η οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση, απέρριψε την έφεσή του, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία, αν και με άλλη αιτιολογία, την οποία αντικατέστησε, είχε απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος αυτό. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, δεχόμενο δηλαδή, μεταξύ των άλλων και ότι η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει τη νόμιμη και όχι τη συμβατικώς (εντός της διετίας) ορισθείσα αποζημίωση, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 και είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρώτος, λόγος αναίρεσης.
Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη και τα ακόλουθα: Η εναγομένη εταιρία, από τις αρχές του έτους 2006, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, με σκοπό την αποδοτικότερη λειτουργία των επιχειρήσεών της, προέβη σε πρόγραμμα σταδιακής απομάκρυνσης των υψηλόβαθμων στελεχών της, με προϋπηρεσία σ’ αυτήν από 3 έως 20 έτη. Ενδεικτικά, μεταξύ των τελευταίων ήταν: (1) ο Λ. Α., νομικός σύμβουλος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης εταιρίας, (2) ο Γ. Ψ., πρόεδρος του τηλεοπτικού σταθμού Alpha, (3) ο Α. Λ., οικονομικός διευθυντής της εναγομένης εταιρίας, (4) ο Μ. Κ., πρώην διευθύνων σύμβουλος της τελευταίας, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σ. και (5) ο Ν. Χ., διευθύνων σύμβουλος του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού. Στο άνω πλαίσιο του προγράμματος απομάκρυνσης των υψηλόβαθμων στελεχών της εναγομένης εταιρίας, στις 24.11.2006, η υπεύθυνη προσωπικού αυτής, Α. Π., πρότεινε στον ενάγοντα τη λύση της μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρίας εργασιακής σχέσης στις 30.11.2006, με την ταυτόχρονη καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης απόλυσης 35.000 ? ήτοι ποσού κατά 7.000 ? υψηλότερου της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Όμως ο ενάγων απέρριψε την πρόταση αυτή και κατόπιν τούτου η διοίκηση της εναγομένης προχώρησε στην (τακτική) καταγγελία της σύμβασης εργασίας με προμήνυση – προειδοποίηση κατά τη λήξη του χρόνου της οποίας (2.5.2007) κατέβαλε στον πρώτο την αποζημίωση απόλυσης. Η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, που έγινε στα πλαίσια οικονομοτεχνικής αναδιάρθρωσης της εναγομένης εταιρίας, μετά την εκ μέρους του ενάγοντος απόρριψη της πρότασης της τελευταίας περί συναινετικής λύσης της σύμβασης εργασίας του με την ταυτόχρονη καταβολή της πιο πάνω αποζημίωσης, δεν ήταν καταχρηστική, αφού δεν είναι καταχρηστική η απόλυση του μισθωτού που συντελείται στα πλαίσια οικονομοτεχνικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησης, μετά την εκ μέρους του απόρριψη της προταθείσας από τον εργοδότη εναλλακτικής λύσης και αν ακόμη αυτή αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης δεν είναι καταχρηστική και απέρριψε, εμμέσως πλην σαφώς, το σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου, ότι η καταγγελία της σύμβασης με προειδοποίηση έγινε με αποκλειστικό σκοπό να καταστρατηγήσει η αναιρεσείουσα αθεμίτως τη συμβατική της υποχρέωση για την καταβολή στον αναιρεσείοντα της συμβατικώς ορισθείσας, υπέρτερης της νομίμου, αποζημίωσης. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, αληθώς, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης.
Οι πρόσθετες παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόσθετη εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα να έχει τη δυνατότητα ο εργοδότης να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει η χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής του, εάν ο εργοδότης, κατά την έναρξη της χορήγησής τους ή έστω πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελεύθερα μονομερώς οποτεδήποτε. Το Εφετείο, με την απόφασή του δέχθηκε ότι σύμφωνα με τον 4ο όρο (παρ. 3) της επίμαχης σύμβασης εργασίας, “η Εταιρία θα καταβάλει στο “Διευθύνοντα Υπάλληλο”, ως οικειοθελή παροχή, πρόσθετη αμοιβή (bonus), η οποία δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ των ετησίων τακτικών του αποδοχών. Ρητά συμφωνείται ότι όλες οι ως άνω παροχές, που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές”. Όπως ρητά αναφέρεται στον εν λόγω όρο, η πρόσθετη αμοιβή (bonus) θα καταβάλλεται από την εναγομένη εταιρία ως οικειοθελής παροχή, ήτοι εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση. Τούτο διευκρινίζεται και από την αμέσως επόμενη παράγραφο 4, στην οποία ορίζεται ότι: “Κάθε άλλη παροχή, πλην της αναφερόμενης στην παράγραφο 1, χρηματική ή σε είδος, που συμφωνείται με την παρούσα ή τυχόν καταβληθεί με οποιαδήποτε ονομασία ή για οποιαδήποτε αιτία, εφάπαξ ή κατ’ επανάληψη ή περιοδικά, συνομολογείται ως παροχή χορηγούμενη από ελευθεριότητα (οικειοθελής παροχή) δεν αποτελεί τακτικές αποδοχές ή αντάλλαγμα της εργασίας και μπορεί να μεταβληθεί ή να καταργηθεί μονομερώς από την “Εταιρία” οποτεδήποτε, δεν υπολογίζεται για την ανεύρεση τυχόν οφειλομένων αμοιβών ή αποζημιώσεων στον Διευθύνοντα Υπάλληλο”. Από το περιεχόμενο των πιο πάνω όρων δεν προκύπτει συμβατική δέσμευση της εναγομένης εταιρίας απέναντι στον ενάγοντα για σταθερή καταβολή σ’ αυτόν πρόσθετης αμοιβής (bonus), αλλ’ αντιθέτως, προκύπτει ότι η καταβολή της οικειοθελούς παροχής ήταν στη διακριτική ευχέρεια της εναγομένης εταιρίας. Αξίζει να σημειωθεί, (συνεχίζει το Εφετείο), ότι στον ως άνω όρο δεν αναφέρεται το ύψος του bonus ούτε ο χρόνος καταβολής του, γεγονός το οποίο ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι η χορήγηση της πρόσθετης αυτής αμοιβής, καθώς επίσης και το ύψος αυτής, αφέθηκε στην κρίση της εναγομένης εταιρίας. Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται, ουδέποτε από την αρχή της σύμβασης εργασίας καταβλήθηκε στον ενάγοντα η ως άνω πρόσθετη αμοιβή, ούτε βέβαια ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. με κοινοποίηση εξώδικης διαμαρτυρίας, καταγγελία στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, κ.λπ.) για τη μη καταβολή σ’ αυτόν οποιουδήποτε ποσού ως πρόσθετης αμοιβής. Με τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως bonus, το ποσό των 168.000 ?, απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το αντίστοιχο αίτημά της. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361 και 653 του ΑΚ και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώσει ρητώς ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στην δικαιοπραξία, ως προς την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων αυτών ιδρύει τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ευθεία παραβίαση ουσιαστικών διατάξεων), ενώ η μη παράθεση στην απόφασή του των πραγματικών εκείνων στοιχείων από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών ιδρύει τον, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, λόγο αναίρεσης, για εκ πλαγίου παραβίαση. Για το ορισμένο όμως των λόγων αυτών αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι μολονότι το δικαστήριο της ουσίας διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, κενό ή αμφιβολία, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άνω άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Αντικείμενο της ερμηνείας από το δικαστήριο, σύμφωνα με τους κανόνες των διατάξεων αυτών είναι οι σχετικές δηλώσεις βουλήσεως στην “κανονιστική” μόνο διάστασή τους, ως φορέων ενός νομικώς κρίσιμου νοήματος, και όχι οι πραγματικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τις οποίες η κρίση του δικαστηρίου είναι οντολογική και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, προσάπτεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι μολονότι διεπίστωσε ότι υπάρχει κενό και αμφιβολία, ως προς την έννοια του παραπάνω 4ου όρου της σύμβασης εργασίας δηλαδή αν από το περιεχόμενο της προέκυπτε ή όχι συμβατική δέσμευση της αναιρεσίβλητης για σταθερή καταβολή σ’ αυτόν του επίδικου bonus, όμως δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, για να διαπιστώσει την αληθή έννοια της βούλησής των. Ο λόγος αυτός, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, διότι, από τις άνω παραδοχές του Εφετείου προκύπτει, ότι αυτό δεν διεπίστωσε κενό ή αμφιβολία, αλλά εκτιμώντας το περιεχόμενό του, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι, από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει συμβατική δέσμευση της εναγομένης εταιρίας απέναντι στον ενάγοντα για σταθερή καταβολή σ’ αυτόν πρόσθετης αμοιβής (bonus), αλλ’ αντιθέτως, ευθέως, προκύπτει ότι η καταβολή της οικειοθελούς παροχής ήταν στη διακριτική ευχέρεια της. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-10-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 3596/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013

.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ