H κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης και δεν νοείται αδυναμία αποδόσεως αυτών, λόγω φθοράς, κλοπής ή υπαιξερέσεως. Συνεπώς, είναι αδύνατη η συνδρομή αξιώσεως εκ συμβάσεως και εξ αδικοπραξίας και η ευθύνη της τράπεζας παραμένει πάντοτε συμβατική. Έτσι η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης και αν ακόμη αυτό έχει αφαιρεθεί από τρίτον με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως εκ μέρους της τράπεζας, και όχι αδικοπραξία έστω και αν η τράπεζα αυθαίρετα παρακρατεί τα κατατεθέντα.

Αριθμός 356/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Τελούσας υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΕΡΡΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ” και τον διακριτικό τίτλο “SERRES CEREALS”, που εδρεύει στο …, και εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές της Λ. Ρ. Π. και Β. Β.. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Αικατερίνη Ανθίμου.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Παναγιωτόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 148/ΤΟ/2006 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1362/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-12-2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ιωάννης Σίδερης, ανέγνωσε την από 25-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι). Επειδή, πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του αρθρ. 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, είναι και οι λόγοι εφέσεως που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτόδικης κρίσεως, γι’ αυτό και η παραδοχή από το εφετείο ανύπαρκτου λόγου εφέσεως ή η επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως έξω από τα όρια της εφέσεως συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως, εκτός αν πρόκειται για σφάλμα της αποφάσεως που αφορά προσβαλλόμενο με την έφεση κεφάλαιο και μπορεί να το ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 134/2008, ΑΠ 1436/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αρθρ. 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (αρθρ. 68, 536 ΚΠολΔ – ΑΠ 1951/2007, 1493/2007, 96/1987, ΑΠ 657/1976).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από το αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα εκκαλούσα ενάγουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο χωρίς να υπάρχει λόγος εφέσεως έκρινε αυτεπάγγελτα μη νόμιμη την αγωγή της κατά τη βάση της από αδικοπραξία, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, και στη συνέχεια εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό για την εκκαλούσα ενάγουσα επιβλαβέστερη απόφαση από την εκκληθείσα κατά παράβαση της διατάξεως του αρθρ. 536 § 1 ΚΠολΔ. Από την παραδεκτώς γενόμενη επισκόπηση (αρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ) της υπ’ αριθ. 148/ΤΠ/2006 πρωτόδικης αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας προκύπτει, ότι η ένδικη αγωγή, κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της, απορρίφθηκε με αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα παραπονουμενη για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής της και ως προς την εξ αδικοπραξίας βάση της. Το Εφετείο, έχοντας την εξουσία λόγω του, κατ’ αρθρ. 522 ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως να ερευνήσει αυτεπάγγελτα τη νομική βασιμότητα της αγωγής κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της, διότι την πρωτόδικη απόφαση είχε εκκαλέσει η αναιρεσείουσα ενάγουσα παραπονούμενη για την κατ’ ουσίαν απόρριψη αυτής, έκρινε ότι η αγωγή κατά τη βάση της αυτή ήταν μη νόμιμη. Κατόπιν τούτου δέχθηκε την έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, διότι το πρωτόδικο δικαστήριο με το να απορρίψει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη έσφαλε, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό ήταν διαφορετικές, ώστε να μην επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ’ αρθρ. 534 ΚΠολΔ, και απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της ως μη νόμιμη. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, δεν υπέπεσε, σύμφωνα και με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, στην πλημμέλεια του αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΛ, διότι, εφόσον η εκκαλούσα παραπονιόταν για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής κατά τη βάση της από αδικοπραξία, το δικαστήριο μπορούσε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την ύπαρξη λόγου εφέσεως τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να την απορρίψει κατά τη βάση της αδικοπραξίας ως μη νόμιμη, δοθέντος περαιτέρω ότι η απόφαση του αυτή δεν ήταν επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα ενάγουσα από την εκκαλούμενη, ώστε κατά το αρθρ. 536 § 1 του ίδιου κώδικα, να μην μπορεί να την εκδώσει το Εφετείο. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, είναι αβάσιμος.
ΙΙ). Επειδή, οι αναιρετικές πλημμέλειες από το αρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ ιδρύονται μόνο σε περίπτωση που ο φερόμενος ως παραβιαζόμενος κανόνας είναι ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις για την μη τήρηση αυτών. Αντιθέτως, δεν ιδρύονται οι λόγοι των αριθ. 1 και 19 επί παραβιάσεως κανόνων του δικονομικού δικαίου, ήτοι κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και την μορφή της ένδικης προστασίας (ΑΠ 912/2007, 1140/2005). Υπό την εκτεθείσα έννοια, δεν είναι κανόνες ουσιαστικού δικαίου εκείνοι που προσδιορίζουν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, την εξουσία του εφετείου επί της αγωγής, την αποδοχή της εφέσεως και την απαγόρευση της έκδοσης επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα κατά τα αρθρ. 522, 534, 535 και 536 ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, η αναιρεσείουσα εκκαλούσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν αιτιολογεί στο ελάχιστο την κρίση της, ότι η εκδοθείσα από το Εφετείο απόφαση για απόρριψη ως μη νόμιμης της αγωγής της κατά τη βάση της από αδικοπραξία είναι επωφελέστερη από την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της κατά τη βάση αυτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Όμως, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται επί τυχόν παραβάσεως διατάξεων δικονομικού δικαίου, όπως οι των προαναφερόμενων διατάξεων των αρθρ. 522, 534, 535 και 536 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του είναι μη νόμιμος.
ΙΙΙ). Επειδή, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 § 1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξη του. Ενόψει δε και της φύσεως του χρήματος ως πράγματος αντικαταστατού και κατά γένος ορισμένου, εξαιτίας της οποίας δεν νοείται αδυναμία αποδόσεως αυτού, λόγω φθοράς, κλοπής ή υπεξαιρέσεως, είναι αδύνατη η συνδρομή αξιώσεως εκ συμβάσεως και εξ αδικοπραξίας και η ευθύνη της τράπεζας παραμένει πάντοτε συμβατική. Έτσι, η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, και αν ακόμη αυτό έχει αφαιρεθεί από τρίτον με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως εκ μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία (ΑΠ. 1122/2005, 830/2003). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά της τράπεζας αγωγή με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεως του δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεως, δεν αδικοπραγεί κατά τα προεκτεθέντα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της, που επισκοπείται παραδεκτώς (αρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ), και κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της, ισχυρίστηκε, πέραν των όσων εξέθεσε ως προς την εκ της συμβάσεως βάση της, που εκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, ότι η άρνηση της εναγομένης να της αποδώσει το χρηματικό ποσό της κατάθεσης της είναι κακόπιστη και παράνομη και δημιουργεί ευθύνη της και από αδικοπραξία, ότι η μη απόδοση του υπολοίπου του λογαριασμού εμπόδισε τους εκκαθαριστές της ενάγουσας να εξασφαλίσουν την αναγκαία ρευστότητα, έτσι ώστε να αποπληρώσουν τις οφειλές της με αποτέλεσμα αυτές να διογκωθούν και να επέλθει η οικονομική κατάρρευση της εταιρίας, ότι από την παράνομη και κακόπιστη συμπεριφορά της εναγομένης υπέστη προσβολή της πίστης και της φήμης της και συνεπώς ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της, μετά νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης α) να της αποδώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού ύψους 622.037,60 ευρώ λόγω αδικοπραξίας, και β) να της καταβάλει 500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία, νομιμοτόκως κατά το αίτημα της αγωγής. Το Εφετείο, που δίκασε, έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι η αγωγή κατά την εκ της αδικοπραξίας βάση της δεν εύρισκε έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπραξίας και δεν ήταν νόμιμη. Τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει το ποσόν της κατάθεσης στο δικαιούχο καταθέτη δεν συνιστά αδικοπραξία, αλλά δημιουργεί ευθύνη αυτής από τη σύμβαση κατάθεσης βάσει των διατάξεων των άρθρων 830 και 827 ΑΚ και υπερημερία με όλες τις συνέπειες της υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής (αρθρ. 345 ΑΚ). Έτσι, το δικαστήριο της ουσίας, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα της αγωγής, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας ενάγουσας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά την εξ αδικοπραξίας βάση της ως μη νόμιμη. Κρίνοντας, όμως, το Εφετείο μη νόμιμη την βάση αυτή της αγωγής, δεν ερμήνευσε εσφαλμένα και δεν παραβίασε, μη εφαρμόζοντας τες, τις διατάξεις των αρθρ. 57, 59, 914, 932, 288, 297, 298, 299 ΑΚ.
Συνεπώς, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ, 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, εφόσον δεν εξέτασε κατ’ ουσίαν την από αδικοπραξία βάση της αγωγής. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
IV). Επειδή, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ “όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή”. Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει, ότι είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου, που αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Έννομο δε συμφέρον υπάρχει όταν η αιτουμένη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντος κινδύνου από αυτή (ΑΠ 1192/2007, ΑΠ 780/2007). Τέλος, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο συζήτησης της αναγνωριστικής αγωγής, αλλά και σε κάθε στάση της δίκης, και να είναι άμεσο κατά την έννοια του άρθρ. 68 ΚΠολΔ, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 355/1998). Εξάλλου, το άνοιγμα λογαριασμού σε τράπεζα προϋποθέτει τραπεζική σύμβαση, την οποία και εξυπηρετεί. Ο λογαριασμός αποτελεί ουσιαστικά ένα συνοπτικό πίνακα των αμοιβαίων χρεωπιστώσεων μεταξύ τράπεζας και πελάτη, με κωδικούς που καταδεικνύουν την αιτία κάθε εγγραφής, τόσο ως προς τις καταβολές που πραγματοποιεί ο πελάτης ή τρίτο πρόσωπο υπέρ αυτού, όσο και ως προς τις καταβολές ή πληρωμές που κάνει η ίδια προς τον πελάτη της ή σε τρίτους για λογαριασμό του. Η ύπαρξη μιας απαιτήσεως ή η δυνατότητα ασκήσεως της εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την τραπεζική σύμβαση που εξυπηρετεί ο λογαριασμός. Έτσι, η νομική θέση του πελάτη έχει ως θεμέλιο την τραπεζική σύμβαση, η οποία καθορίζει και το είδος του λογαριασμού. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα συνιστάται με σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη και ως ελάχιστο περιεχόμενο έχει τα στοιχεία της ανώμαλης παρακαταθήκης της διάταξης του αρθρ. 830 ΑΚ. Η τραπεζική πρακτική, η παρεμβατική πολιτική του κράτους, αλλά και οι ανάγκες των συναλλαγών έχουν διαμορφώσει διάφορα είδη χρηματικών καταθέσεων, με ποικίλο περιεχόμενο. Για τη λήξη της συμβάσεως καταθέσεως σημασία έχει καταρχήν η συμβατική ρύθμιση ή οι διατάξεις για την παρακαταθήκη σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 830 ΑΚ. Συνήθως υφίσταται η σύμβαση εωσότου ο καταθέτης ζητήσει από την τράπεζα την ολική απόδοση της καταθέσεως (αρθρ. 827 ΑΚ). Η άσκηση, όμως, αυτής της απαιτήσεως δεν σημαίνει πάντα και τη λήξη της συμβατικής σχέσεως. Αποτέλεσμα της λήξεως της συμβάσεως είναι, ότι ο καταθέτης έχει μονάχα δικαίωμα να αναλάβει το υπόλοιπο της καταθέσεως, ενώ η τράπεζα μπορεί να προσφέρει το ποσό της κατάθεσης. Είδος καταθέσεως αποτελούν και οι δεσμευμένες καταθέσεις. Το είδος αυτό καταθέσεων δημιουργείται είτε με τη βούληση του καταθέτη, είτε με διάταξη νόμου, είτε τέλος με τη λήψη κάποιου δικαστικού αναγκαστικού μέτρου, η δε λειτουργία τους έγκειται στη για ορισμένο χρονικό διάστημα ή υφ’ ορισμένους όρους μη απόδοση τους στο δικαιούχο. Δεσμευμένες καταθέσεις είναι, μεταξύ άλλων, οι καταθέσεις που είναι υπό όρον αποδοτέες ή με την πλήρωση ορισμένων όρων, οι καταθέσεις που είναι δεσμευμένες με δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι καταθέσεις που δεσμεύονται κατά 50% στην περίπτωση του άρθρου 14 ν. 2523/1997. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του εξουσιοδοτικού ν. 945/1979, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκδόθηκε ο ν. 992/1979 “περί οργανώσεως των δικαστικών υπηρεσιών δια την εφαρμογήν της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος εις τας Ευρωπαϊκός Κοινότητας”. Στο άρθρο 23 του νόμου αυτού προβλέπεται η σύσταση στο Υπουργείο Γεωργίας Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ήδη ΔΙΔΑΓΕΠ), που έχει εξουσία για την άσκηση όλων των αρμοδιοτήτων σχετικά με τις εισαγωγές, εξαγωγές, εισφορές, τέλη και επιδοτήσεις των γεωργικών προϊόντων. Με το άρθρο 26 του ίδιου νόμου προβλέπεται η σύσταση λογαριασμού, εκτός του κρατικού προϋπολογισμού, με την ονομασία “Ειδικός Λογαριασμός Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων”, σε βάρος δε των πιστώσεων τούτου καταβάλλονται όλες οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή της γεωργικής πολιτικής στον τομέα των εγγυήσεων. Τέλος, με το άρθρο 28 του νόμου προβλέπεται η έκδοση αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας για τον καθορισμό του τρόπου είσπραξης των πόρων, της αναγνώρισης και εκκαθάρισης της πληρωμής των δαπανών και εν γένει της διαχείρισης των σχετικών λογαριασμών. Με βάση την τελευταία διάταξη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 373.612/1.553/1980 κοινή απόφαση των ως άνω Υπουργών “περί λειτουργίας του Ειδικού Λογαριασμού Γεωργικών Προϊόντων”, που τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις κοινές υπουργικές αποφάσεις 403.363/3.705/1980, 477.123/1981 και 166.635/1983, με τις οποίες ορίζεται ότι η πληρωμή γίνεται σε βάρος του τηρούμενου στην Αγροτική Τράπεζα ειδικού λογαριασμού μετά από πληρωμή από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΔΙΔΑΓΕΠ) του Υπουργείου Γεωργίας. Εξάλλου, με τις διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών 2.169/1981 και 1.201/1989 καθορίστηκαν λεπτομερώς η διαδικασία και οι όροι καταβολής των κοινοτικών ενισχύσεων στις επιχειρήσεις εκκόκκισης βαμβακιού, σε συνδυασμό και προς την υπ’ αριθ. 31.100/25.10.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας και Οικονομικών “για τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της κοινοτικής ενίσχυσης του βαμβακιού και απόδοσης της στους δικαιούχους παραγωγούς”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση και των ως άνω Κανονισμών (ΑΠ 209/2003), ενώ στη συνέχεια ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία, ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αρθρ. 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 ΚΠολΛ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της, που επισκοπείται παραδεκτώς (αρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ), και κατά την εκ της συμβάσεως βάση της, ισχυρίστηκε, ότι είχε ανοίξει και διατηρούσε στην αναιρεσίβλητη εναγομένη τράπεζα τον αριθ. … λογαριασμό, μέσω του οποίου εξοφλούντο οι επιταγές έκδοσης της προς τους παραγωγούς βάμβακος, που δικαιούνταν επιδότηση για την εκκοκκιστική περίοδο 2000 – 2001, ότι αυτή λύθηκε νομότυπα στις 20.6.2001 με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και ότι έκτοτε τελεί σε εκκαθάριση, ότι στις 20.6.2001, αφού έθεσε στη διάθεση της εναγομένης όλα τα νομιμοποιητικά ως προς την εκπροσώπηση της έγγραφα, ζήτησε την απόδοση του υπολοίπου του παραπάνω λογαριασμού, όμως, αυτή αρνήθηκε, ότι στις 4.10.2001, 10.2.2003 και 5.6.2003 ζήτησε εγγράφως και πάλι την καταβολή του υπολοίπου του λογαριασμού, ύψους 211.977.365 δραχμών (ήδη 662.037,60 ευρώ), αλλά η εναγομένη αρνήθηκε εκ νέου και ότι η άρνηση της εναγομένης να της αποδώσει το χρηματικό ποσό της κατάθεσης της, αντιβαίνει στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και δημιουργεί ευθύνη της από σύμβαση, Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή, μετά τον νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού της αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της αποδώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού ύψους 622.037,60 ευρώ λόγω συμβατικής της ευθύνης, νομιμότοκως κατά το αίτημα της αγωγής, για την άσκηση της οποίας, παραδεκτώς, ήταν πρόδηλο το άμεσο έννομο συμφέρον της ενάγουσας. Από την εκτίμηση του νομίμως επικληθέντος και προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, το Εφετείο, ως προς την εκ της συμβάσεως βάση της αγωγής, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα μίσθωσε για την εκκοκκιστική περίοδο βάμβακος 2000 -2001 εκκοκκιστήριο στη … . Στο εκκοκκιστήριο αυτό οι παραγωγοί παρέδιδαν το καλλιεργούμενο από αυτούς σε μεγάλη έκταση βαμβάκι, που επιδοτείτο από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.), και έτσι δικαιούνταν να πάρουν επιδότηση. Η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να συντάσσει καταστάσεις με τα ονόματα των παραγωγών και με τις ποσότητες βάμβακος που της παρέδιδαν στο εκκοκκιστήριο, τις δε καταστάσεις αυτές υπέβαλε προς τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), που ιδρύθηκε με το αρθρ. 13 του ν. 2637/1998 ως ν.π.δ.δ. και με το αρθρ. 4 § 1 του ν. 2.732/1999 μετατράπηκε σε ν.π.ι.δ. Σκοπός του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, ο οποίος λειτουργούσε χάρη του δημοσίου συμφέροντος, ήταν η εν γένει διαχείριση των πιστώσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, η πρόληψη και η πάταξη κάθε ατασθαλίας σε βάρος των πιστώσεων αυτών, αλλά και η ανάκτηση τυχόν χρηματικών ποσών, που είχαν καταβληθεί παρανόμως ή αχρεωστήτως (αρθρ. 14 ν. 2637/1998). Στις αρμοδιότητες του ΟΠΕΚΕΠΕ ανήκε και η έγκριση πληρωμών και η διενέργεια παντός είδους ελέγχου σχετικά με τη νομιμότητα των πληρωμών των παραπάνω πιστώσεων του Ε.Γ.Τ.Π.Ε. (Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων). Η επιδότηση αυτή κατατίθετο σε λογαριασμό της ενάγουσας επιχείρησης εκκόκκισης βάμβακος. Από το λογαριασμό αυτό πληρώνονταν οι επιταγές εκδόσεως της ενάγουσας σε διαταγή των παραγωγών, που παρέδιναν βαμβάκι στο εκκοκκιστήριο της. Έτσι, στις 4.10.2000, κατόπιν τραπεζικής συμβάσεως καταθέσεως μεταξύ της ενάγουσας και της αναιρεσίβλητης εναγομένης ανοίχθηκε ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός προς εξυπηρέτηση της. Η κατάθεση αυτή ήταν δεσμευμένη και ανέκκλητη, όπως ακριβώς προβλέπονταν από το ισχύον νομικό καθεστώς για επιχειρήσεις αγοράς και διάθεσης γεωργικών προϊόντων, που χρηματοδοτούνταν από το Ε.Γ.Τ.Π.Ε. Ειδικότερα, από το λογαριασμό αυτό πληρώνονταν αποκλειστικά επιταγές εκδόσεως της ενάγουσας σε διαταγή παραγωγών βάμβακα που σύρονταν επί αυτού (λογαριασμού), δεν μπορούσε δε να κλείσει οποτεδήποτε ο λογαριασμός αυτός παρά μετά την αποπληρωμή όλων των δικαιούχων παραγωγών, ούτε να αποδοθεί το υπόλοιπο του στην ενάγουσα, εφόσον υπήρχαν απλήρωτοι δικαιούχοι παραγωγοί ή άλλες συναφείς απαιτήσεις ή παράβαση της κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας σχετική με την επιδότηση, αν δεν υπήρχε έγγραφη συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Με τον τρόπο αυτό ο δεσμευμένος – ανέκκλητος λογαριασμός εξασφάλιζε τον σκοπό για τον οποίο κατατίθονταν σ’ αυτόν χρήματα του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων για δραστηριότητες που αφορούσαν το βαμβάκι. Στις 24.8.2001, στο λογαριασμό αυτό, που εμφάνιζε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ της ενάγουσας 1.055.147 δραχμές, κατατέθηκαν για τον παραπάνω λόγο από την αρμόδια υπηρεσία του ΟΠΕΚΕΠΕ 433.097.551 δραχμές. Από το ποσό αυτό καταβλήθηκαν μέσω της Αγροτικής Τράπεζας σε δικαιούχους παραγωγούς, με βάση καταστάσεις που της προσκόμισε η ενάγουσα, 222.175.333 δραχμές και απέμεινε υπόλοιπο από 211.977.365 δραχμές. Στο μεταξύ, στις 20.6.2001, με απόφαση της έκτακτης καθολικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας λύθηκε η εταιρία και τέθηκε σε εκκαθάριση. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και δημοσιεύθηκε νόμιμα (5545/4.7.2001 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ). Στις 20.6.2001, η ενάγουσα γνωστοποίησε εγγράφως στην εναγομένη την παραπάνω απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της και ότι εφεξής η εταιρία θα εκπροσωπείτο μόνον από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που θα είχαν δικαίωμα κίνησης του λογαριασμού της, χωρίς όμως να ζητήσει απόδοση του υπολοίπου του. Στις 4.10.2001 η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της, απέστειλε στην εναγόμενη έγγραφο, που περιήλθε σε αυτή στις 8.10.2001, με το οποίο της γνωστοποιούσε, ότι όλες οι εκδοθείσες σε χρέωση του λογαριασμού αυτού επιταγές είχαν εμφανιστεί και εξοφληθεί και την παρακαλούσε να εγκρίνει το κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και την ανάληψη του υπολοίπου από τους εκκαθαριστές, προκειμένου να μην εμποδίζεται το έργο τους. Η εναγομένη απάντησε στην ενάγουσα με το αριθ. πρωτ. 5.059/7.11.2001 έγγραφο της και της υπενθύμισε, ότι για να κλείσει ο ανέκκλητος λογαριασμός που τηρούσε αυτή, θα έπρεπε ο ΟΠΕΚΕΠΕ με έγγραφο του να εγκρίνει την αποδέσμευση του υπολοίπου ποσού, συγχρόνως δε ζήτησε η ίδια από τον ΟΠΕΚΕΠΕ τη συναίνεση για το κλείσιμο και την αποδέσμευση της κατάθεσης. Στο μεταξύ, κατόπιν αναφοράς του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 161/21.11.2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, με βάση το οποίο, κατ’ εφαρμογή του αρθρ. 5 § 1 περ. γ του ν. 2331/1995, διατάχθηκε η απαγόρευση της κίνησης όλων των λογαριασμών της ενάγουσας (δέσμευση λογαριασμών) σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούσαν στην Ελλάδα λόγω του ότι υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες, πως οι λογαριασμοί που διατηρούσε αυτή περιείχαν χρήματα που προέρχονταν από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα των εκπροσώπων της (απάτη σε βάρος του Δημοσίου). Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στην εναγομένη με επιμέλεια του Υπουργείου Οικονομικών στις 6.12.2001 με το υπ’ αριθ. πρωτ. 18289/ΤΔ5/30.11.2001 έγγραφο, με το οποίο της ζητήθηκε να γνωστοποιήσει στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος τις κινήσεις του αριθ. … λογαριασμού της ενάγουσας για τα έτη 2000 -2001. Ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων απαντώντας στο προαναφερόμενο ερώτημα της εναγομένης Τράπεζας σχετικά με την αποδέσμευση της κατάθεσης της ενάγουσας, με το αριθ. πρωτ. 44.563/20.12.2001 έγγραφο του ανέφερε, ότι μετά την κατάθεση των καταστάσεων πληρωμής παραγωγών από την Τράπεζα της επιχείρησης της ενάγουσας και εφόσον δεν υπήρχαν άλλες εκκρεμότητες για πληρωμή παραγωγών ή άλλων απαιτήσεων, ότι ενέκρινε την αποδέσμευση του υπολοίπου ποσού, που προκύπτει στον δεσμευμένο και ανέκκλητο λογαριασμό της επιχείρησης μετά την έκδοση βεβαιωμένων καταστάσεων πληρωμής παραγωγών για την περίοδο 2000 – 2001. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας, εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 105/13.5.2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, με το οποίο ανακλήθηκε το ως άνω υπ’ αριθ. 161/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, γιατί κατά των κατά το έτος 2000 εκπροσώπων της ενάγουσας, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη α) για φοροδιαφυγή (έκδοση εικονικών τιμολογίων) κατ’ εξακολούθηση, και β) για μη απόδοση ΦΠΑ σε βαθμό κακουργήματος, τα οποία, όμως, αδικήματα δεν περιλαμβάνονταν στα εγκλήματα που συγκροτούσαν την έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας κατ’ αρθρ. 1 του ν. 2331/1995, που επέτρεπε τη δέσμευση λογαριασμών, και έτσι άρθηκε η απαγόρευση κίνησης των λογαριασμών της ενάγουσας, που τηρούσε αυτή στα πιστωτικά ιδρύματα. Η εναγομένη μετά την επίδοση του παραπάνω βουλεύματος και τη με αυτό άρση της απαγόρευση της κίνησης του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της ενάγουσας, για να διαφυλάξει τα συμφέροντα της και προς αποτροπή κινδύνου δημιουργίας ζημίας της από την ενδεχόμενη καταβολή του υπολοίπου του λογαριασμού, ενόψει και των όσων αναφέρονταν στο επιδοθέν βούλευμα περί ασκήσεως κατά των εκπροσώπων της ενάγουσας ποινικής δίωξης για τα προαναφερόμενα εγκλήματα, με χρόνο τέλεσης αυτό του έτους 2000, και ενώ εκκρεμούσε η κυρία ανάκριση, απέστειλε προς τον ΟΠΕΚΕΠΕ το υπ’ αριθ. πρωτ. 3.189/12.6.2003 έγγραφο, με το οποίο ζήτησε, να της γνωρίσουν αν μπορούσε να αποδώσει το υπόλοιπο ποσό των 622.037,60 ευρώ, το οποίο υπήρχε στον δεσμευμένο και ανέκκλητο λογαριασμό …, χωρίς όμως να λάβει απάντηση, μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και την άσκηση της εφέσεως. Τέτοια συναίνεση δόθηκε μόλις στις 15.1.2007. Στο μεταξύ, με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1040317/11333/ΔΕ-Γ/28.5.2003 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών προς την εναγόμενη ανεστάλη έναντι του Δημοσίου το απόρρητο των καταθέσεων λογαριασμών της ενάγουσας εταιρίας και δεσμεύτηκε το 50% αυτών, διότι διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠΕΕ) Κεντρικής Μακεδονίας, ότι αυτή εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία, η δε δέσμευση αυτή δεν έχει αρθεί ακόμη. Με βάση τις παραδοχές αυτές δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ότι ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός της αναιρεσείουσας, που ανοίχθηκε στο υποκατάστημα της αναιρεσίβλητης στη Βέροια στα πλαίσια της τραπεζικής σύμβασης κατάθεσης και προς εξυπηρέτηση της, ήταν δεσμευμένος και ανέκκλητος με την έννοια που εκτέθηκε ανωτέρω. Αυτός μπορούσε να καταγγελθεί και να αποδοθεί στην ενάγουσα το υπόλοιπο του, εφόσον υπήρχε έγγραφη συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ μετά από έλεγχο εκ μέρους του ότι α) είχαν πληρωθεί όλοι οι παραγωγοί βάμβακος που παρέδωσαν βαμβάκι στο εκκοκκιστήριο της ενάγουσας και β) δεν υπήρχε απαίτηση του (Ο.ΠΕ.ΚΕ.ΠΕ.) κατά της ενάγουσας περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω παράβασης της εθνικής ή κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την επιδότηση αυτή, αφού ο Οργανισμός αυτός ήταν ο μόνος αρμόδιος βάσει του νόμου να προβεί σε έλεγχο των καταστάσεων των παραγωγών, των παραδοθεισών ποσοτήτων βάμβακος, της πληρωμής αυτών και της εφαρμογής της Κοινοτικής και Εθνικής Νομοθεσίας εκ μέρους της ενάγουσας.
Συνεπώς, όταν στις 4.10.2001, η ενάγουσα ζήτησε την ολική απόδοση της κατάθεσης της, ήτοι του υπολοίπου του παραπάνω λογαριασμού, δεν είχαν πληρωθεί οι όροι αποδέσμευσης της, εφόσον δεν υπήρχε η συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και άρα νόμιμα η εναγομένη αρνήθηκε την καταβολή του ποσού των 622.037,60 ευρώ. Η συναίνεση αυτή δόθηκε στις 20.12.2001, αλλά στο μεταξύ στις 6.12.2001 η κατάθεση δεσμεύθηκε με βάση το υπ’ αριθ. 161/2001 βούλευμα και η εναγομένη δεν μπορούσε να αποδώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού έως τις 26.5.2003, οπότε άρθηκε η δέσμευση αυτή με το αριθ. 105/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών. Η άρνηση της εναγομένης να αποδώσει στις 26.5.2003 το ποσό της κατάθεσης μετά την κοινοποίηση του τελευταίου αυτού βουλεύματος, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ήταν σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη σύμβαση κατάθεσης. Τούτο, διότι, μετά τις 20.12.2001, που ο ΟΠΕΚΕΠΕ. είχε συναινέσει στην αποδέσμευση, μεσολάβησαν τα δύο βουλεύματα, με τα οποία αποδίδονταν στους εκπροσώπους της ενάγουσας παραβάσεις σχετικές με τις επιδοτήσεις και συνεπώς απαιτείτο εκ νέου η συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ για την αποδέσμευση, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εναγομένη από ενδεχόμενη απαίτηση του τελευταίου κατά της ενάγουσας από αχρεωστήτως καταβληθέντα. Η συναίνεση αυτή δόθηκε στις 15.1.2007, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και την άσκηση της εφέσεως, ενώ από 28.5.2003 υπήρχε δέσμευση του 50% της κατάθεσης βάσει του νόμου. Ήδη κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης ήταν ελεύθερο προς απόδοση το 50% της κατάθεσης, απόδοση που δεν αρνείτο πλέον η εναγόμενη, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον της ενάγουσας προς αναγνώριση αυτής της υποχρεώσεως της εναγομένης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, τούτο δε παρά την δοθείσα στις 15.1.2007 και μετά την άσκηση της εφέσεως συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ για αποδέσμευση της κατάθεσης και την εκ του νόμου δέσμευση της καταθέσεως μόνο κατά 50%, με την αιτιολογία, ότι εφόσον η εναγόμενη δεν είχε πλέον αντιρρήσεις στην καταβολή του ημίσεος της κατάθεσης, δεν δικαιολογείτο ούτε έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για αναγνώριση της υποχρεώσεως της εναγομένης προς απόδοση του ποσού αυτού (622.037,60 ευρώ: 2 = 311.018,80 ευρώ). Έτσι, κρίνοντας το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε με την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής τις διατάξεις των αρθρ. 830, 827, 200, 288 ΑΚ, 14 του ν. 2.523/1997 και 70 ΚΠολΔ, ούτε στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσεως, αφού διέλαβε σε αυτή σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες σε όλα τα ζητήματα που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ιδία δε ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που δικαιολογούσε την κατουσίαν παραδοχή της αγωγής της, αλλά και ως προς το εύλογο της αρνήσεως της αναιρεσίβλητης, με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το υπόλοιπο του καταθετικού λογαριασμού. Ειδικότερα, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον για την παραδοχή της αναγνωριστικής της αγωγής, δεν παραβίασε τη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του αρθρ. 70 ΚΠολΔ, αφού με τη δοθείσα στις 15.1.2007 συναίνεση του ΟΠΕΚΕΠΕ άρθηκε, με ρητή δήλωση της στο Εφετείο, η άρνηση της εναγομένης να καταβάλει το ήμισυ του ζητούμενου με την αγωγή ποσού και εξέλιπε το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για τη δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης της υποχρεώσεως της εναγόμενης να καταβάλει το ήμισυ του ποσού των 622.037,60 ευρώ. Περαιτέρω δε, δεν αποτελεί α) αντιφατική αιτιολογία η παραδοχή, ότι οι ποινικές παραβάσεις που αναφέρονταν στο υπ’ αριθ. 161/2001 βούλευμα ήταν σχετικές με τις επιδοτήσεις βάμβακος, ως αφορώσες φοροδιαφυγή τελεσθείσα με την έκδοση εικονικών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων, δηλαδή για παράβαση της εθνικής νομοθεσίας σχετιζόμενη με τις επιδοτήσεις, και β) ανεπαρκή ή ελλιπή αιτιολογία η παράλειψη της προσβαλλόμενης, κατά την κρίση της περί συμφωνίας της συμπεριφοράς της ενάγουσας με τις συμβατικές και τις από τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών απορρέουσες υποχρεώσεις της, να ερευνήσει και να λάβει υπόψη τις διαμορφωθείσες συνθήκες και τα δεδομένα συμφέροντα και των δύο μερών, δοθέντος ότι τα δικά της συμφέροντα δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, αφού είχε διπλή έγκριση για καταβολή του υπόλοιπου της καταθέσεως από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, πρώτα στις 20.12.2001 και ύστερα στις 15.1.2007. Ενόψει όλων αυτών, οι πρώτος και τέταρτος, κατά το πρώτο και πέμπτο μέρη του, λόγοι αναιρέσεως από το αρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι, κατά τα λοιπά δε και καθ’ ό μέρος προβάλλονται με αυτούς αιτιάσεις, που αφορούν την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας απαράδεκτοι.
V). Επειδή, κατά το αρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναιρείται η απόφαση, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο κάνει διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των αρθρ. 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, περιεχόμενο διαφορετικό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς τα πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έτσι, παραμόρφωση μπορεί να γίνει είτε θετικώς με τη λάθος ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, είτε αρνητικώς με την παράλειψη αναγνώσεως κρίσιμων φράσεων ή περικοπών του. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, που φέρεται ως παραμορφωμένο. Δεν υπάρχει όμως παραμόρφωση με την πιο πάνω έννοια, όταν το δικαστήριο από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, διότι τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (αρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατά το έκτο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι οι παραβάσεις για τις οποίες εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 161/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών ήταν σχετικές με τις επιδοτήσεις βάμβακος, παραμόρφωσε τούτο, που αναφερόταν σε ποινική δίωξη α) για φοροδιαφυγή (έκδοση εικονικών τιμολογίων) κατ’ εξακολούθηση, και β) για μη απόδοση ΦΠΑ σε βαθμό κακουργήματος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, αφενός μεν διότι από τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο δεν προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του παραπάνω βουλεύματος, αφού διέλαβε στην απόφαση του πως αυτό αφορούσε τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, αφετέρου ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων εκτίμηση του δικαστηρίου σε σχέση με τη συνάφεια των πράξεων τούτων με τις επιδοτήσεις βάμβακος, η οποία, κατά την αναιρεσείουσα, είναι εσφαλμένη ως αντίθετη προς την άποψη της, την οποία αυτή θεωρεί ως ορθή.
VI). Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως από το αρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΛ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ειδικότερα, συντρέχει ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς, ούτε ειδικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη και δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα, ούτε να τα εξειδικεύει.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, σχετικά με τις επιδοτήσεις και την ευθύνη των εκπροσώπων της σχετικά με αυτές και την αποδοθείσες με το υπ’ αριθ. 161/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών ευθύνες τους για φοροδιαφυγή με έκδοση εικονικών τιμολογίων κατ’ εξακολούθηση και για μη απόδοση ΦΠΑ, δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Στην προσβαλλόμενη, όμως, απόφαση το Εφετείο αναφέρει, ότι τη δικανική του πεποίθηση την σχημάτισε “από την ένορκη κατάθεση του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντος μάρτυρα της ενάγουσας και τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να είναι επιβεβλημένο να μνημονεύσει τα καθ’ έκαστον αποδεικτικά μέσα και να τα αξιολογήσει. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΛ, είναι αβάσιμος.
VII). Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ’ αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατά το τέταρτο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 11γ του ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση, πως το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του ότι η άρνηση της αναιρεσίβλητης να αποδώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση και τις αρχές της καλής πίστεως και τα συναλλακτικών ηθών χωρίς να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ενδεικτικά δε τις δύο από 20.12.2001 και 15.1.2007 εγκρίσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ και τα υπ’ αριθ. 161/2001 και 105/2003 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών. Όμως, το Εφετείο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων, και “όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι”, στο δε αιτιολογικό της αποφάσεως γίνεται ρητή αναφορά, τόσο στις ανωτέρω εγκρίσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, όσο τα πιο πάνω επίμαχα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών. Συνεπώς, από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι τούτο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα προαναφερόμενα έγγραφα. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το τέταρτο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 11 γ ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
VIII). Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως από το αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Άρα, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 121/1991).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από το αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους επί μέρους ισχυρισμούς της, που πρότεινε νομίμως με την αγωγή και την έφεση της, ότι η αναιρεσίβλητη, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν η μεταξύ μας σύμβαση, αλλά και η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνέχισε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 21.6.2001 και εφεξής, αλλά και από την 26.5.2003 ή την 9.6.2003 και εφεξής, αλλά και μετά την έγκριση του ΟΠΕΚΕΠΕ την 15.1.2007 να παρακρατά αδικαιολόγητα και να μην της αποδίδει το αιτούμενο ποσό επί ενάμιση χρόνο μετά από τη χορήγηση της δεύτερης έγκρισης μέχρι και την συζήτηση της εφέσεως στις 5.5.2008. Όμως, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο ερεύνησε τους εν λόγω ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και τους απέρριψε κατ’ ουσίαν δεχόμενο, ότι το μεν 50% του υπολοίπου της κατάθεσης δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί, διότι από 28.5.2003 υπήρχε δέσμευση του μέρους αυτού με έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών λόγω εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, για το δε υπόλοιπο, διότι δεν υπήρχε έννομο ο συμφέρον της αναιρεσείουσας να αναγνωριστεί η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης για απόδοση του, αφού αυτή δεν αμφισβητούσε τη σχετική υποχρέωση της. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθ.559 αριθ. 8, ελέγχεται αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως εξ’ ολοκλήρου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24.12.2009 αίτηση αναίρεσης της υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Εμπορική Σερρών Ανώνυμη Εταιρεία. Εμπορίας και Διάθεσης Αγροτικών Προϊόντων”, για αναίρεση της 1362/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ