Το δεδικασμένο απόφασης, που καταδικάζει τον εργοδότη σε καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών προς τον εργαζόμενο, καταλαμβάνει και την παρεμπίπτουσα κρίση ότι ανάμεσα στους διαδίκους υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περαιτέρω, από τα άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει – ως ενιαίο όλο – ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσεως.
Συγκεκριμένα, καλύπτει, όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα (δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου).
Αυτά ισχύουν, και όταν η τελεσιδίκως διαγνωσθείσα έννομη σχέση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης (μεταγενέστερης) επίδικης αξιώσεως.
Επομένως, το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη, πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση.
Δεδικασμένο δε, παράγουν και οι εσφαλμένες τελεσίδικες αποφάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 330 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ενστάσεις οι οποίες καλύπτονται και αν δεν προτάθηκαν είναι οι χαρακτηριζόμενες ως καταχρηστικές, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε γεγονότα τα οποία σύμφωνα με το νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο να δύναται να αποτελέσει τη βάση αγωγής, αλλά απλώς δικωλύουν τη γέννεση του δικαιώματος που ασκήθηκε στη δίκη, ή το καταργούν και επομένως χρησιμεύουν μόνο σε απόκρουση του, κατ’ αντίθεση προς τις χαρακτηριζόμενες ως γνήσιες ενστάσεις, οι οποίες έχουν δική τους ύπαρξη, διότι στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο δύναται να ασκηθεί αυτοτελώς και ανεξαρτήτως της αχθείσης στη δίκη δικαιολογικής σχέσεως.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης 3816/2013 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάξεις: άρθρα 321, 322, 324 ΚΠολΔ, 1 [παρ. 2], 5 [παρ. 3], 6 [παρ. 1], 8, 9 [παρ. 1] Ν 3198/1955.
areiospagos.gr