Απόφαση 402 / 2020 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 402/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη – Εισηγητή, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Μ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παναγιώτη Τσώνη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Μ. του Β., κατοίκου …, ως ασκούσης την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της Μ. Μ. του Χ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Μαλακάση και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/3/2014 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1922/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13/7/2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή, ανταγωγή, ανακοπή κλπ σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για την θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένο το σχετικό δικόγραφο αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να το κρίνει ως αόριστο αξιώνοντας, για τη θεμελίωσή του, περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επιδίκου δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 18/1998). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν, καταρχήν, το ασκούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο από τον αριθ.14 του αρθρ.559 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 1318/2017, ΑΠ 697/12, ΑΠ 823, 825/2015, ΑΠ 1495/09). Η νομική αυτή παραδοχή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου από το δικαστήριο της ουσίας ανταποκρίνεται στο πραγματικό περιεχόμενο αυτού. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως με την έννοια ότι δεν λήφθηκε υπόψη ισχυρισμός, θεμελιωτικός του φερομένου προς διάγνωση δικαιώματος, ο οποίος διαφοροποιεί την εκτίμηση για αοριστία ή αντιστρόφως λήφθηκε υπόψη ισχυρισμός, που δικαιολογούσε τη νομική ή ποιοτική επάρκεια ο οποίος δεν προτάθηκε με το δικόγραφο (ΑΠ 880/2010, ΑΠ 1495/2009, ΑΠ 266/2018). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως υποβολή αιτήσεως η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, β) αίτηση (αίτημα) εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλομένους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσόν της. Προς τούτο πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. Απαιτείται σχετικώς να εκτίθενται στην αίτηση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της, και τα οποία, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32. 62). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 626 Κ.Πολ.Δ, διαφοροποιουμένη από τη διάταξη του άρ.216 παρ.1 Κ.Πολ.Δ που επιβάλλει τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό, αρκείται στην εξατομίκευση της αξιώσεως, διότι η μετάθεση της άμυνας του οφειλέτη στο μεταγενέστερο στάδιο της ανακοπής στερεί στην προκειμένη περίπτωση την αυστηρότητα του συγκεκριμένου προσδιορισμού από το δικαιολογητικό της έρεισμα, καθιστώντας επαρκή την απλή εξατομίκευση της απαιτήσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι, αφενός, η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου, η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 Κ.Πολ.Δ., να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, στην περίπτωση δε, που παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτου, κατά τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας να αποδειχθεί η απαίτηση από άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1378/2009, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 100/2004). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ. προκύπτει, ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και αν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής του ανηλίκου προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του και, επιπλέον, τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και, την εν γένει, εκπαίδευση του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, τις ανάγκες εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους (βλ. Α.Π 416/2007, ΑΠ 1681/2005, ΑΠ. 823/2000). Οι διατάξεις περί διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, κατ’ άρθρο 1485 επ. ΑΚ, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου (αρθρ. 3 Α.Κ.), πλην, όμως, δεν αποκλείεται για το λόγο αυτό, να ρυθμιστεί η διατροφή με σύμβαση (άρθρ. 361 Α.Κ), η οποία υπογράφεται μεταξύ των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο συναινετικού διαζυγίου, με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας τέκνων με τους γονείς τους (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1441 παρ. 3 Α.Κ.), με τον περιορισμό, ότι η σύμβαση αυτή δεν ενέχει χαρακτήρα παραιτήσεως από τη διατροφή για το μέλλον (άρθρ. 1499 Α.Κ.), όπως συμβαίνει όταν το μέτρο και το ύψος της διατροφής, όπως καθορίστηκαν από τη συμφωνία, διαφέρουν σημαντικά από τη διατροφή που θα επιδίκαζε το δικαστήριο σύμφωνα με τις σχετικές για τη διατροφή αξιώσεις, με συνέπεια (στην αντίθετη περίπτωση) να είναι άκυρη κατά το μέρος εκείνο που ενέχει παραίτηση. (Α.Π. 620/99 Ελλ. Δνη 41.73, Α.Π.1346/80). Αν στη συμφωνία δεν προσδιορίστηκε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η διατροφή οφείλεται χωρίς χρονικό περιορισμό μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, χωρίς να απαιτείται όχληση για την επιδίκασή της. Πάντως η ρύθμιση του δικαιώματος διατροφής από το νόμο με σύμβαση δεν μεταβάλλει την υποχρέωση διατροφής σε ενοχική υποχρέωση από σύμβαση και ως εκ τούτου μπορεί να τροποποιηθεί ή και να καταργηθεί με νεότερη συμφωνία των συμβαλλομένων ή να μεταρρυθμισθεί από το δικαστήριο αν μεταβλήθηκαν ουσιωδώς οι όροι της διατροφής.
Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, παράλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής [που εκδόθηκε με βάση το, από 26-6-2009, ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο καθορίστηκε το ύψος του καταβληθησομένου από τον ίδιο, ποσού διατροφής του ανηλίκου τέκνου αυτού και της αναιρεσιβλήτου] λόγω αοριστίας της υποβληθείσης προς έκδοση αυτής (διαταγής πληρωμής) από 20.2.2014, αιτήσεως, απορρέουσας (αοριστίας) από την έλλειψη εξατομικεύσεως στο δικόγραφό της της διαλαμβανομένης στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό απαιτήσεως διατροφής δια της αναφοράς του αντικειμένου, του είδους και του τρόπου γεννέσεως αυτής (απαιτήσεως). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της παραπάνω, από 20.2.14, ενώπιον του Μον. Πρωτ. Αθηνών απευθυνομένης αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου προκύπτει ότι η τελευταία εξέθεσε σ’ αυτήν τα παρακάτω: “Ο γάμος μας με τον καθ’ ου, (αναιρεσείοντα, ο οποίος τελέσθηκε την 27η Δεκεμβρίου 2003 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης Γλυφάδας και από τον οποίο αποκτήσαμε το παιδί μας τον Μ., που γεννήθηκε στο …, την 17.11.2006, λύθηκε αμετάκλητα, δυνάμει της υπαριθμόν 985/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και εκδόθηκε προς τούτο και το υπαριθμ. ….11.2011 διαζευκτήριο της Αρχιεπισκοπής Γλυφάδας.
Εν συνεχεία δυνάμει της υπαριθμόν 5734/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), μου ανατέθηκε η προσωρινή επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου μας, και ο καθού υποχρεώθηκε να μου καταβάλλει μέσα στις πρώτες πέντε (5) ημέρες κάθε μήνα για προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου μας, το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ και ορίσθηκε ταυτόχρονα η επικοινωνία του, με το ανήλικο τέκνο μας. Τα ως άνω συμφωνήθηκαν, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά υπεγράφη και μεταξύ μας, αυθημερόν και το από 26.6.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο κατατέθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο. Η ίδια ακριβώς συμφωνία μας, κατατέθηκε και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου εν συνέχεια επικυρώθηκε με την άνω υπάριθμ. 985/2011 αμετάκλητη απόφασή του…. Ο καθού αδιαφορεί τόσο για την ορθή επικοινωνία με το παιδί μας, όσο και για την καταβολή της άνω διατροφής του, την οποία ο ίδιος συμφώνησε να καταβάλλει και επικυρώθηκε από το άνω Δικαστήριο, αφού παραιτήθηκα εγώ κατ’απαίτησή του, από το δικό μου δικαίωμα για διατροφή, αν και δεν εργαζόμουν, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε συνεχή μέχρι σήμερα οικονομικά προβλήματα, λαμβανόμενου υπόψη του γεγονότος ότι τα έξοδα του παιδιού μας αυξάνονται καθημερινά.
Συγκεκριμένα κατέβαλε ο καθού, όπως είχε υποχρέωση, κατά την άνω έγγραφη συμφωνία μας, για διατροφή του ανηλίκου τέκνου μας, για το διάστημα έξι (6) μηνών, από 6.7.2009 έως 4.12.2009, το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, κατά τα ανωτέρω.
Εν συνέχεια όμως, σταδιακά και αυτοβούλως και ενώ ίσχυε η άνω έγγραφη συμφωνία μας, άρχισε να περικόπτει την επιδικασθείσα και εγγράφως συμφωνηθείσα διατροφή του ανηλίκου τέκνου μας και στις έντονες διαμαρτυρίες μου, πάντα απαντούσε, ότι δυσκολεύετε να καταβάλλει τα καθυστερούμενα, αλλά και τις τρέχουσες διατροφές και ότι θα το τακτοποιήσει κάποια στιγμή!!! συνεχίζοντας να καταβάλλει, διάφορα ποσά σε άτακτα χρονικά διαστήματα, άλλοτε 100, άλλοτε 150 ευρώ και συνολικά εν συνεχεία το μήνα τελικά 300 ευρώ, μέχρι την στιγμή που αναγκάστηκα και στράφηκα εναντίον του δικαστικά. Ειδικώτερα …… α) για το διάστημα οχτώ (8) μηνών, από 5.2.2010 έως και 5.10.2010 κατέβαλε το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και ως εκ τούτου οφείλει για διαφορές διατροφών οχτώ μηνών (8Χ400ευρώ)=3200,00 ευρώ, β) για το διάστημα από την 5.11.2010, έως και τον μήνα Αύγουστο 2012, κατέβαλε το ποσό των 400 ευρώ. Ως εκ τούτου οφείλει για διαφορές διατροφών 22 μηνών από την 5.11.2010 έως και τον μήνα Αύγουστο 2012, το ποσό των 22X500 ευρώ=11.000,00 ευρώ…… γ) ….. Δηλαδή συνολικά μου οφείλει για την άνω αιτία, το ποσό των ευρώ δέκα οχτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (18.640,00), πλέον νόμιμων τόκων υπερημερίας για το οποίο πρέπει να εκδοθεί αντίστοιχη διαταγή πληρωμής …”.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής κατά της οποίας ο αναιρεσείων άσκησε την, από 28.3.14, ανακοπή με τον πρώτο λόγο της οποίας ζήτησε την ακύρωσή της λόγω αοριστίας του δικογράφου της αιτήσεως ως προς την αναφερομένη στο από 21-6-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό [με βάση το οποίο εκδόθηκε αυτή (διαταγή πληρωμής)] απαίτηση διατροφής απορρέουσας από την παράλειψη αναφοράς (στο δικόγραφο της αιτήσεως) των εξατομικευτικών αυτής (απαιτήσεως), από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γεννέσεως, πραγματικών περιστατικών. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση η οποία [πλην άλλων] απέρριψε τον προταθέντα ως άνω λόγο αοριστίας δεχθείσα κατά την παραδεκτώς γενομένη επισκόπισή της τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 27-12-2003, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, το Μ., που γεννήθηκε στις 17-11-2006. Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε αμετάκλητα με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου δυνάμει της 985/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στο πλαίσιο της εκδόσεως του συναινετικού αυτού διαζυγίου υπεγράφη μεταξύ των ως άνω συζύγων η από 26-6-2009 έγγραφη συμφωνία τους, με την οποία ανατέθηκε η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου τους στην καθής, καθορίστηκε το ύψος της μηνιαίας διατροφής που θα καταβάλλονταν σ’ αυτή από τον ανακόπτοντα για λογαριασμό του ανηλίκου και ρυθμίσθηκαν η επικοινωνία του ανακόπτοντος με το τελευταίο, η κατανομή των κινητών πραγμάτων τους και οι περιουσιακές τους σχέσεις, η εν λόγω δε συμφωνία, κατά το αναγκαίο από τον τότε ισχύοντα νόμο περιεχόμενό της, ήτοι ως προς τα δικαιώματα της επιμέλειας και της επικοινωνίας του ανηλίκου τέκνου τους, επικυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της συμφωνηθείσας διατροφής, ο ανακόπτων ανέλαβε την υποχρέωση να προκαταβάλλει ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου του, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, σε τραπεζικό λογαριασμό που θα του υποδείκνυε η καθής η ανακοπή, το ποσό των 900,00 Ευρώ. Σημειώνεται, ότι υποχρέωση καταβολής τμήματος του ανωτέρω ποσού, απ’ ευθείας για δίδακτρα του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων σε παιδικό σταθμό από τον ανακόπτοντα, δεν προκύπτει εκ της άνω συμφωνίας. Ο ανακόπτων αρχικά και μέχρι τις 4-12-2009 κατέβαλλε το πιο πάνω συμφωνηθέν ποσό κάθε μήνα, ακολούθως όμως άρχισε να μην καταβάλει τούτο αλλά μέρος αυτού κάθε μήνα, που κυμαινόταν μεταξύ των ποσών των 300,00 και των 500,00 Ευρώ. Έτσι, η καθής η ανακοπή επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 5-2-2014 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία ζήτησε από αυτόν να της καταβάλει εκ της άνω αιτίας, εντός της ταχθείσας με την τελευταία προθεσμίας, το ποσόν των 18.640,00 Ευρώ. Ακολούθως, μετά την άρνηση του τελευταίου να συμμορφωθεί προς την άνω συμβατική του υποχρέωση, άσκησε την από 20-2-2014 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία ζήτησε, με την ιδιότητα της ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, να υποχρεωθεί ο ανακόπτων να της καταβάλει από οφειλόμενες, συμφωνημένες, περιοδικές παροχές που αφορούσαν την καταβολή διατροφής τούτου, για το χρονικό διάστημα από 5-1-2010 έως και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, το συνολικό ποσόν των 18.700,00 Ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και δικαστικών εξόδων. Με βάση το προαναφερθέν κατά το περιεχόμενό του, από 26-6-2009 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων, το οποίο προσκομίσθηκε ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Από την επισκόπηση της άνω αιτήσεως όσο και της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ, του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, καθόσον στην ένδικη αίτηση εξατομικεύεται πλήρως, δια της αναφοράς των αναγκαίων για το σκοπό αυτό περιστατικών, έστω και συνοπτικά, από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της η ένδικη αξίωση της καθής, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά της (της ασκούσας εν τοις πράγμασι την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων), αφού ρητώς αναφέρεται και σε κάθε περίπτωση ευχερώς συνάγεται εκ του κειμένου της, ότι η αιτία της απαιτήσεως του εκπροσωπουμένου από την ίδια τέκνου των διαδίκων είναι η εκ του νόμου αξίωση του τελευταίου προς διατροφή του, όπως αυτή προκύπτει και προσδιορίστηκε ως προς το ύψος, το χρόνο καταβολής της και το πρόσωπο του υποχρέου, από την από 26-6-2009 έγγραφη συμφωνία που καταρτίστηκε στα πλαίσια της εκδόσεως του συναινετικού διαζυγίου. Επίσης, στην προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής αναφέρεται η ύπαρξη συγκεκριμένης χρηματικής απαιτήσεως του εκπροσωπουμένου από την καθής η ανακοπή ανηλίκου τέκνου του ανακόπτοντος από την ως άνω έγγραφη συμφωνία, με την οποία ο τελευταίος κατά προσδιορισμό της εκ του νόμου υποχρεώσεώς του ανέλαβε και συμβατικά την υποχρέωση να καταβάλλει στο μέλλον διατροφή προς το ανήλικο τέκνο του ύψους 900,00 Ευρώ μηνιαίως, απαίτηση η οποία αποδεικνύεται άμεσα από το ως άνω από 26-6-2009 (έγγραφο) ιδιωτικό συμφωνητικό. Η επίκληση και προσκομιδή του τελευταίου αρκούσε – σε συνδυασμό και με την άπρακτη παρέλευση του χρόνου καταβολής των οφειλομένων μηνιαίως παροχών – για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Συνακόλουθα, η αναφορά στην ένδικη αίτηση και στην προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, α) τόσο της εκδοθείσας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 5734/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην καθής η ανακοπή και υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει ως προσωρινή διατροφή στο τελευταίο το ποσόν των 900,00 Ευρώ μηνιαίως, της οποίας άλλωστε έπαυσε αυτοδικαίως η ισχύς, εφόσον, όπως δεν αμφισβητείται και από την καθής η ανακοπή, δεν ασκήθηκε τακτική αγωγή κατά του ανακόπτοντος για τα ίδια ζητήματα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από της εκδόσεως της άνω αποφάσεως (αρ. 693 Κ.Πολ.Δ), όσο και β) της 985/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία, αφού επικυρώθηκε η ως άνω συμφωνία των διαδίκων κατά το μέρος που αφορούσε την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην καθής η ανακοπή και τη ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας του τελευταίου με τον ανακόπτοντα, ουδεμία αμφιβολία ή σύγχυση δημιουργούν ως προς την αιτία με βάση την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθής η ανακοπή για λογαριασμό του τέκνου της την ως άνω μηνιαία περιοδική παροχή με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, εφόσον όπως ήδη προεκτέθηκε η τελευταία εκδόθηκε νόμιμα με βάση το από 26-6-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε στα πλαίσια της εκδόσεως του συναινετικού διαζυγίου τους απορριπτομένου ως αβασίμου του περί αοριστίας πρώτου λόγου της ανακοπής…”.
‘Ετσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση δεν υπέπεσε στην αποδιδομένη με τον παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο πλημμέλεια καθόσον δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει (απορρίψει) το απαράδεκτο της ανακοπτομένης διάταξης πληρωμής λόγω αοριστίας της υποβληθείσης προς έκδοση αυτής [από 20.2.14] αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου ως προς την εξατομίκευση της χρηματικής, εκ διατροφής, απαιτήσεως της τελευταίας [για την οποία και ζητήθηκε η έκδοσή της] δεχθείσα (η προσβαλλομένη απόφαση) με πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία την πληρότητα του εισαγωγικού δικογράφου της παραπάνω αιτήσεως με την υποστηρίζουσα την παραδοχή αυτή αιτιολογία της εξειδικεύσεως σ’ αυτό (δικόγραφο) της αξιώσεως της αναιρεσιβλήτου δια της συνοπτικής αναφοράς των θεμελιωτικών, από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γεννέσεως αυτής, πραγματικών περιστατικών (απαίτηση διατροφής ανηλίκου τέκνου έναντι του αναιρεσείοντος πατρός του, ποσού 900 ευρώ μηνιαίως, για αναφερόμενο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα απορρέουσα από το από 26-6-09 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε στο πλαίσιο της εκδόσεως συναινετικού δικαστηρίου) και με την περαιτέρω παραδοχή ότι “η αναφορά στην ένδικη αίτηση και στην προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, α) τόσο της εκδοθείσας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 5734/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην καθής η ανακοπή και υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει ως προσωρινή διατροφή στο τελευταίο το ποσόν των 900,00 Ευρώ μηνιαίως, της οποίας άλλωστε έπαυσε αυτοδικαίως η ισχύς, εφόσον, όπως δεν αμφισβητείται και από την καθής η ανακοπή, δεν ασκήθηκε τακτική αγωγή κατά του ανακόπτοντος για τα ίδια ζητήματα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από της εκδόσεως της άνω αποφάσεως (αρ. 693 Κ.Πολ.Δ), όσο και β) της 985/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία, αφού επικυρώθηκε η ως άνω συμφωνία των διαδίκων κατά το μέρος που αφορούσε την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην καθής η ανακοπή και τη ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας του τελευταίου με τον ανακόπτοντα, ουδεμία αμφιβολία ή σύγχυση δημιουργούν ως προς την αιτία με βάση την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθής η ανακοπή για λογαριασμό του τέκνου της την ως άνω μηνιαία περιοδική παροχή με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, εφόσον όπως ήδη προεκτέθηκε η τελευταία εκδόθηκε νόμιμα με βάση το από 26-6-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε στα πλαίσια της εκδόσεως του συναινετικού διαζυγίου τους….” απορριπτομένης συνακολούθως ως αβασίμου της προβαλλομένης με τον παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, λόγο σχετικής αιτιάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 1516 παρ. 2 Α.Κ. προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής της συμβιώσεως των γονέων, τις αξιώσεις διατροφής του τέκνου κατά του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του μπορεί να τις ασκεί αυτός που έχει την επιμέλεια και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το τέκνο. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν απαιτείται δικαστική ανάθεση της επιμέλειας. Αρκεί η επιμέλεια στην πραγματικότητα να ασκείται από τον ένα μόνο γονέα, βάσει ρητής ή και σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ τους. Την εκδοχή αυτή επιβεβαιώνει η τελευταία φράση της ανωτέρω διατάξεως, η οποία για την ενεργητική νομιμοποίηση έναντι του υπόχρεου αρκείται και στο πραγματικό γεγονός ότι το τέκνο διαμένει με αυτόν που ασκεί την αγωγή για διατροφή του. Το κριτήριο της διαμονής του γονέα, το οποίο προβλέπεται ρητά από την ανωτέρω διάταξη για τον προσδιορισμό του ενάγοντος που ασκεί την αξίωση διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου, πρέπει να επεκταθεί και στην περίπτωση, κατά την οποία την επιμέλεια έχουν και οι δύο γονείς, είτε γιατί έτσι ρυθμίστηκε μετά από προσφυγή στο δικαστήριο είτε γιατί δεν υπήρξε ακόμα δικαστική ρύθμιση, ο ένας όμως μόνο τυπικά, ενώ ο άλλος, δηλαδή αυτός που διαμένει με το παιδί, και ουσιαστικά, ασκεί την επιμέλεια. Ο γονέας, επομένως, με τον οποίο διαμένει το παιδί, θα πρέπει πάντοτε να το εκπροσωπεί στη δίκη διατροφής, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου χωρίς να χρειάζεται να διοριστεί τρίτος, ως ειδικός επίτροπος, ακόμη και αν η άσκηση της γονικής μέριμνας, άρα και της επιμέλειας, που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επί μέρους δικαιώματα αυτής (γονική μέριμνας) εξακολουθεί να ανήκει θεωρητικά και στους δύο γονείς (Α.Π 823/2000). Συνακόλουθα κατ’ αναλογία, για την ταυτότητα επίσης του νομικού λόγου και στην περίπτωση με την οποία η διατροφή ανηλίκου ρυθμίζεται με σύμβαση (άρθρ. 361 Α.Κ.), η οποία υπογράφεται μεταξύ των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο συναινετικού διαζυγίου του, με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας τέκνων με τους γονείς τους (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1441 παρ. 3 Α.Κ.), το ανήλικο τέκνο (που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα) εκπροσωπείται εν τοις πράγμασι έναντι του υποχρέου προς καταβολή της διατροφής – αντισυμβαλλομένου του, από το γονέα μετά του οποίου διαμένει, ο οποίος έχει, εκ της φύσεως του σχετικού δικαιώματος, στην πραγματικότητα (είτε ακόμη βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας) και την άσκηση της επιμέλειας αυτού. Ο τελευταίος δε, με την ως άνω εν τοις πράγμασι ιδιότητα, νομιμοποιείται, μεταξύ άλλων, να ζητήσει για λογαριασμό του ανηλίκου δικαιούχου διατροφής και την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του υποχρέου για την καταβολή της με βάση την άνω συμφωνία, που υπογράφηκε από τους γονείς του στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου τους.
Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ. μόνο 14 και όχι και 1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση παράλειψε να κηρύξει (απέρριψε) το απαράδεκτο της ενδίκου ως άνω διαταγής πληρωμής που, [κατά την εν λόγω αιτίαση] απέρρεε από την έλλειψη αντιπροσωπευτικής ικανότητος της αναιρεσιβλήτου-μητρός του ανηλίκου τέκνου τους κατά την κατάρτιση του παραπάνω από 26-6-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα επιμελείας, επικοινωνίας και διατροφής αυτού συνεπαγομένη την ανυπαρξία της απαιτήσεως για την οποία ζητήθηκε αυτή (ενδίκου διαταγής πληρωμής). Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση του ως άνω [από 26-6-2009] ιδιωτικού συμφωνητικού και ιδίως από τους υπ’ αρ. 5, 6 και 7 όρους αυτού με τους οποίους ορίζεται ότι “η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου θα ασκείται από την μητέρα (όρος 5) .. ο πατέρας έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί ελευθέρως τηλεφωνικά με το τέκνο (όρος 6) .. οι συνολικές δαπάνες του ανηλίκου τέκνου ανέρχονται σε 900 ευρώ το οποίο ο πρώτος (αναιρεσείων) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει η δεύτερη (αναιρεσίβλητη) η οποία παραιτείται του αιτήματος για ατομική διατροφή (όρος 7) προκύπτει αναμφισβητήτως, χωρίς τούτο να αίρεται από την έλλειψη ρητής [λεκτικής] διατυπώσεως, η κατά την κατάρτιση του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού σαφώς τεκμαιρομένη εκπροσώπηση του ανηλίκου τέκνου κατά τον καθορισμό του ύψους της μηνιαίας διατροφής από την αναιρεσίβλητη μητέρα αυτού, η οποία, ενόψει του ότι είχε ορισθεί ότι θα ασκεί την επιμέλειά του και είχε παραιτηθεί του δικαιώματος της προς λήψη ατομικής διατροφής, ευχερώς συνάγεται ότι, ως προς το ενδιαφέρον την προβαλλομένη αιτίαση θέμα της διατροφής ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του ανηλίκου τέκνου έναντι του υποχρέου προς καταβολή αυτής αντισυμβαλλομένου-αναιρεσείοντος.
Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται και οι λόγοι εφέσεως και ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής εφόσον είναι ωρισμένοι (ΑΠ 1324/2018) (Ολομ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν “πράγματα” και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί αόριστοι, (ΑΠ 1011/2018) εκπρόθεσμοι, μη νόμιμοι, αλυσιτελείς και γενικά απαράδεκτοι, (Ολ ΑΠ 2/89, ΑΠ 867/1988, ΑΠ 1058/98) καθώς και ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ή που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, η, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απόφαση παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα την επικουρικώς δια του δευτέρου λόγου της ενδίκου ανακοπής προταθείσα “ένσταση αδυναμίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής λόγω αιρέσεων από τις οποίες είχε εξαρτηθεί η εκ μέρους του καταβολή του ποσού της διατροφής και συγκεκριμένα “αα) της επικοινωνίας μου με το ανωτέρω τέκνο μας ββ) της ανακλήσεως όλων των εις βάρος μου εγκλήσεων της καθής και γγ) της υποδείξεως εκ μέρους αυτής (αναιρεσιβλήτου) νέου εγγυητού για το ληφθέν από εκείνη δάνειο… περί της πληρώσεως ή ματαιώσεως των οποίων (αιρέσεων) ουδέν αναφέρεται ούτε στην από 20-2-2014 αίτηση της καθής ούτε στην ίδια των ανωτέρω διαταγή πληρωμής”. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος καθόσον η φερομένη ως μη ληφθείσα υπόψη ένσταση υπάρξεως αιρέσεων έπασχε αοριστία απορρέουσα από την έλλειψη επίκλησης από τον ανακόπτοντα της μη πληρώσεως των εν λόγω αιρέσεων κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής [η οποία (μη πλήρωση) θα καθιστούσε αδύνατη την έκδοση αυτής] και επομένως, ως αόριστη, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη και συνακολούθως να θεμελιώσει την προβαλλομένη ως άνω αιτίαση, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009) ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Μέσω του παραπάνω, από το αρθρ. 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης, των ανακοπών (αρθρ. 583 επ. 632, 933, 979 Κ.Πολ.Δ. και των πρόσθετων λόγων αυτών, της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 1014/2010) καθώς και το παραδεκτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο που, κατά παράβαση του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ., δεν αποδεικνύει την απαίτηση και το ποσό αυτής (Ολ. ΑΠ 10/97, Ολ. ΑΠ 43/2005, ΑΠ 412/99). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 334 ΚΠολΔ και 1494 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση με την οποία ρυθμίστηκε η διατροφή του ανηλίκου τέκνου στα πλαίσια της εκδόσεως συναινετικού διαζυγίου, μπορεί να μεταρρυθμισθεί από το δικαστήριο σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των συνθηκών υπό τις οποίες καταρτίστηκε. Όμως η μεταρρύθμιση αυτή μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή, εφόσον η διάταξη του άρθρου 334 Κ.Πολ.Δ. η οποία καθορίζει τις δικονομικές προϋποθέσεις της ασκήσεως του δικαιώματος της μεταρρυθμίσεως και με την οποία συναρτάται η Α.Κ 1494, αναφέρεται σαφώς σε αγωγή και όχι με λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε με βάση τέτοια συμφωνία. Η απόφαση δε που εκδίδεται επί της σχετικής μεταρρυθμιστικής αγωγής δεν έχει οπισθενεργό δύναμη, δεν μπορεί δηλαδή να ζητηθεί για παρελθόντα χρόνο, αλλά η μεταρρύθμιση ισχύει για το μετά την άσκηση της μεταρρυθμιστικής αγωγής χρονικό διάστημα (Α.Π 732/1984, Α.Π. 562/1983). Κατ’ ακολουθίαν αυτών ο τέταρτος, κατά το υπό στοιχ. ββ σκέλος του, λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε (κήρυξε) ως απαράδεκτο το δια του τρίτου λόγου της ενδίκου ανακοπής υποβληθέν αίτημα μειώσεως του με το από 26-6-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό ορισθέντος, προς καταβολή εκ μέρους αυτού (αναιρεσείοντος), ως μηνιαία διατροφή του ως άνω ανηλίκου τέκνου ποσού των 900 ευρώ με την (εσφαλμένη κατά την προβαλλομένη αιτίαση) διττή αιτιολογία ότι η εν λόγω μείωση, η οποία συνιστά μεταρρύθμιση του παραπάνω [από 26-6-2009] ιδιωτικού συμφωνητικού αφενός μπορεί να ζητηθεί μόνο με αγωγή και όχι με ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και αφετέρου ότι δεν μπορεί να ζητηθεί για τις παρελθούσες παροχές, στις οποίες αφορά η ένδικη διαταγή πληρωμής, αλλά μόνο για τις μελλοντικές, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη η επικαλουμένη αλλά και από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουσα ως άνω απορριπτική αιτιολογία, ευρίσκει έρεισμα στις διαλαμβανόμενες σ’αυτή [μείζονα σκέψη] διατάξεις των άρθρων 334 ΚΠολΔ και 1494 ΑΚ. Γίνεται δεκτό ότι, στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μία μόνον από αυτές, οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους της αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μιάς απ’αυτές δεν τελεσφορεί (Ολ.ΑΠ 25/2003, Ολ.ΑΠ 25/1994, ΑΠ 137/2012, ΑΠ 1938/2018). Κατ’ακολουθίαν αυτών η περαιτέρω δια του ως άνω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, λόγου προβαλλομένη από τον αναιρεσείοντα υπό στοιχ. β, α, αιτίαση με την επίκληση της, παρά το νόμο, απορρίψεως ως αορίστου, του παραπάνω αιτήματος [περί μεταρρυθμίσεως του ορισθέντος προς διατροφή του ανηλίκου τέκνου ποσού των 900 ευρώ] κρίνεται απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλομένη καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως το απορριπτικό του εν λόγω αιτήματος σκεπτικό αυτής, θεμελιούμενο στις επάλληλες αιτιολογίες αφενός της αοριστίας και αφετέρου της προαναφερθέντος απαραδέκτου, επαρκώς στηρίζει η αιτιολογία που αναφέρεται στην απόρριψη αυτού ως απαραδέκτου, η προσβολή της οποίας κρίθηκε αβάσιμη κατά τα ανωτέρω.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό, αναφορικά με την ανάγνωση του εγγράφου, λάθος με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, για την πληρότητα του οποίου απαιτείται πλην άλλων, να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο δικόγραφο και ολόκληρο το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου που κατά τον αναιρεσείοντα παραμορφώθηκε (ΑΠ 1360/2017), θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολομ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 577/2015, ΑΠ 25/2011, ΑΠ 1401/2010). Με τον τέταρτο, κατά το υπό στοιχ. α σκέλος του, λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ. κατ’ εκτίμηση μόνο 20 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, παραμόρφωσε κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος το περιεχόμενο του από 26-6-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο ανέγνωσε εσφαλμένως, δεχόμενο ότι “υποχρέωση καταβολής τμήματος του ανωτέρω ποσού, απ’ ευθείας για δίδακτρα του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων σε παιδικό σταθμό από τον ανακόπτοντα, δεν προκύπτει εκ της άνω συμφωνίας” ενώ, όπως από την απλή και μόνο επισκόπηση αυτού προκύπτει, συμφωνήθηκαν και ανεγράφησαν επί λέξει τα εξής που αναφέρθηκαν και παραπάνω στον οικείο τόπο: “Οι συνολικές δαπάνες του ανηλίκου τέκνου των συμβαλλομένων ανέρχονται στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ (συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης Παιδικού Σταθμού), το οποίο ποσό των 900 ευρώ αναλαμβάνει την υποχρέωση ο πρώτος συμβαλλόμενος να καταβάλει το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει η δεύτερη συμβαλλόμενη, ως μηναία διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους”, οπότε δεν πρόκειται για συνεκτίμηση απλώς του ως άνω συμφωνητικού μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα αλλά για ρητή παραδοχή περί του περιεχομένου αυτού το οποίο όμως είναι εντελώς διαφορετικό…”. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος ενόψει της, παρά τα αντιθέτως από τον αναιρεσείοντα υποστηριζόμενα, προσβολής δια της προβαλλομένης αιτιάσεως όχι της λανθασμένης αναγνώσεως του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου, η οποία άλλωστε από την επισκόπηση του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού δεν προκύπτει και η οποία μόνο, κατά τα προεκτεθέντα θεμελιώνει το προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο, αλλά της κρίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το συναχθέν από τη λανθασμένη ερμηνεία αυτού (εγγράφου) αντίθετο, από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αποδεικτικό πόρισμα, η οποία όμως (κρίση) ως αναφερομένη σε εκτίμηση των αποδείξεων είναι, κατά τα προλεχθέντα, αναιρετικά ανέλεγκτη.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ως άνω αναφερθέντων και ενόψει της μη προβολής άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την [από 13-7-17 και με αριθμ. καταθ. 464/17] αίτηση αναιρέσεως της 1922/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου από δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή

http://www.areiospagos.gr/