Για τη μείωση της ποινικής ρήτρας απαιτείται σχετικό αίτημα του οφειλέτη, που μπορεί να υποβληθεί και με ένσταση κατά της αγωγής του δανειστή με αντικείμενο την καταβολή της. Για το ορισμένο του αιτήματος πρέπει να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η δυσαναλογία της ποινής σε σχέση με την όλη ενοχική σχέση και τα ποιοτικά στοιχειά της. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Αναιρετικός έλεγχος για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου. Απαράδεκτος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει με ακρίβεια το έγγραφο και το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου και αυτολεξεί το περιεχόμενο που προσέδωσε το δικαστήριο σ’ αυτό. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον λόγο αναιρέσεως από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του. Δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορούν να έχουν συμφέρον στη δίκη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής ή όχι στο πρόσωπο του μάρτυρα περιπτώσεως συμφέροντος είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα αν με την σε βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον.

Αριθμός 464/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Αναστασία Περιστεράκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.Β.Ε.”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Σαμαρά.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Β.Ε.Ε.”, που εδρεύει στη … και 2) Δ. Σ. του Μ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Μανιαδάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 5-11-2008 και 10-9-2009 αγωγές των ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης και αναιρεσείουσας, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 194/2017 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-11-2017 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 409 Α.Κ.: “Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Για τη μείωση της ποινικής ρήτρας, απαιτείται σχετικό αίτημα του οφειλέτη, που μπορεί να υποβληθεί και με ένσταση κατά της αγωγής του δανειστή με αντικείμενο την καταβολή της, πρέπει δε, για να είναι ορισμένο το σχετικό αίτημα, να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η δυσαναλογία της ποινής σε σχέση με την όλη ενοχική σχέση και τα ποιοτικά στοιχειά της (ΑΠ 1278/2017)Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19ΚΠολΔ για την ορθή υπαγωγή στα ανωτέρω κριτήρια του άρθρου 409ΑΚτων περιστατικών που έγιναν ανελέγκτως δεκτά, χωρίς να ελέγχεται ο προσδιορισμός του ποσού κατά το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινική ρήτρα (Α.Π.98/2017). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των προτάσεων της αναιρεσείουσας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προκύπτει ότι αυτή ζήτησε επικουρικά την μείωση της τυχόν επιδικαζόμενης ποινικής ρήτρας ισχυριζόμενη τα εξής:<Επειδή στην αδόκητη περίπτωση που το δικαστήριο σας κρίνει ότι είναι νόμιμο και βάσιμο το αίτημα της ενάγουσας περί καταβολής του ποσού των 293.470,29 ευρώ για ποινική ρήτρα,θα πρέπει αυτή να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, αφού ληφθούν υπόψιν τα πραγματικά περιστατικά που ανωτέρω ιστορούνται, δηλαδή η άρνηση της αντιδίκου να προβεί σε μείωση των τιμών και επανασχεδιασμό των RACKS, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τα προϊόντα μας να μην είναι ανταγωνιστικά και να μειωθούν κατακόρυφα οι γενόμενες πωλήσεις > αίτημα που επανέφερε με την έφεσή της ισχυριζόμενη το πρώτον τα εξής:<…

Εν προκειμένω η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε εύλογο το ποσό της ποινικής ρήτρας, παραβλέποντας την επί τόσα χρόνια (όπως συνομολογεί η ιδία η εφεσίβλητη) αρίστη και σε μεγάλο κύκλο εργασιών συνεργασία μας, πλην του κατ’ εκείνην (εφεσίβλητη) μειωμένου κύκλου εργασιών του τελευταίου και μόνο έτους που σε καμία των περιπτώσεων, εάν συνυπολογιστούν τα έτη συνεργασίας, δεν μπορεί να τεκμηριώσει ορθή, δίκαιη και εμπεριστατωμένη κρίση περί καταψηφίσεως ακεραίου του κονδυλίου της ποινικής ρήτρας (όπως έσφαλε η πρωτόδικη βαλλομένη), διότι θα πρέπει η ποινική ρήτρα, η οποία είναι ταυτόσημη κατά ποσόν και επαναλαμβάνεται σε όλα τα έγγραφα συμφωνητικά της επί σειρά ετών συνεργασίας μας να μειωθεί στο παρ’ ημών αιτηθέν προσήκον μέτρο, στην επικουρική περίπτωση που επιδικασθεί υπέρ της αντιδίκου το ποσό αυτής για τη συγκεκριμένη παράβαση της έγγραφης συμφωνίας, κατά το τελευταίο έτος της συνεργασίας μας και κατά συνέπεια λαμβανομένου υπόψιν ότι η συνεργασία αυτή άρχισε και διήρκεσε επί σειρά 5 ετών και πλέον η επιδικασθείσα όλως αβασίμως εις βάρος μας ποινική ρήτρα θα πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο ήτοι τουλάχιστον στο 1/5 αυτής. Παράλληλα παρέβλεψε η εκκαλουμένη την άρνηση της αντιδίκου να προβεί σε μείωση των τιμών και επανασχεδιασμό των RΑCKS(λόγω ανταγωνισμού), καθώς και τα γενικότερα οικονομικά στοιχεία της αντιδίκου εταιρείας ως ανωτέρω αναλύονται και για το λόγο αυτό η προσβαλλομένη πρωτόδικη ακυρωτέα άλλως μεταρρυθμιστέα είναι>.

Από δε την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος δέχθηκε το εξής: <Η ενάγουσα της α’ αγωγής και 1η εναγομένη της β’ αγωγής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία … Α.Β.Ε.Ε. εδρεύει στη … και δραστηριοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρολογικού υλικού, νόμιμος δε εκπρόσωπός της είναι ο 2ος εναγόμενος της β’ αγωγής Δ. Σ.. Μέχρι το 2000 είχε ως κύριο προϊόν παραγωγής και εμπορίας τους ηλεκτρικούς πίνακες. Στιs 1-1-2001 ύστερα από αποδοχή πρότασης της εδρεύουσας στη … ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία … ΑΕΒΕ, εναγόμενης της α’ αγωγής και ενάγουσας της β’ αγωγής, οι δύο εταιρίες κατήρτισαν με το ταυτόχρονο ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας, δυνάμει της οποίας η … Α.Β.Ε.Ε. ανέλαβε να κατασκευάζει για λογαριασμό της … ΑΕΒΕ και να της προμηθεύει καμπίνες κατανεμητών (RΑCΚS) για τηλεπικοινωνιακές χρήσεις, επιτοίχιες και επιδαπέδιες, σε διάφορες σειρές, σύμφωνα με τις τιθέμενες απ’ αυτή ανάγκες και προδιαγραφές και με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται σε αυτό, διετούς διάρκειας, ήτοι με ημερομηνία λήξης την 31.12.2002. Ορίσθηκε ειδικότερα ότι η εταιρία … Α.Β.Ε.Ε. θα κατασκευάζει επιτοίχιες και επιδαπέδιες μεταλλικές καμπίνες κατανεμητών (RΑCΚS) για τηλεπικοινωνιακές χρήσεις με τα παρελκόμενά τους και θα προμηθεύει την εταιρία …, με σκοπό την μεταπώληση σε τρίτους. Τις προδιαγραφές των προϊόντων θα έθετε η δεύτερη εταιρία (αγοράστρια) και θα καθορίζονταν πάντοτε εγγράφως κατόπιν συμφωνίας των μερών πριν από την εντολή προς κατασκευή κάθε σειράς καμπινών και παρελκομένων και οι καμπίνες θα έφεραν τον λογότυπό της. Τις τιμές πώλησης θα καθόριζαν τα μέρη με κοινή συμφωνία, αλλά ορίσθηκε ελάχιστο ετήσιο ποσό συναλλαγών, ως οικονομικός στόχος, ποσού 60.000.000 δραχμών, υπό την έννοια μίας ετησίως ελάχιστης εγγυημένης αξίας πωλήσεων για την κατασκευάστρια εταιρία. Η εταιρία … Α.Β.Ε.Ε. ανέλαβε και την υποχρέωση διατήρησης στοκ εμπορευμάτων, χωρίς όμως ειδικότερο προσδιορισμό ποσότητας, ώστε να ικανοποιεί ταχύτερα τις ανάγκες της αντισυμβαλλόμενης. Επίσης, περιέλαβαν τα μέρη συμφωνία ποινικής ρήτρας, η οποία θα κατέπιπτε στις εξής αντιστοίχως περιπτώσεις: εις βάρος της εταιρίας … Α.Β.Ε.Ε. εάν πωλήσει σε τρίτους τα ίδια προϊόντα και εις βάρος της εταιρίας … Α.Ε.Β.Ε. εάν αντιστοίχως αγοράσει από τρίτους τα ίδια προϊόντα. Μόνη εξαίρεση προβλέφθηκε υπέρ της εταιρίας … Α.Β.Ε.Ε. η δυνατότητα διάθεσης προϊόντων στην εταιρία … Α.Ε., χωρίς βέβαια τον λογότυπο της εταιρίας … και με διαφορετικό χρωματισμό και τιμή πώλησης μεγαλύτερη κατά ποσοστό 20%. Η αγοράστρια εταιρία … ΑΕΒΕ ανέλαβε την υποχρέωση “να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να αυξήσει το μερίδιο αγοράς” της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας, αλλά δεν δεσμεύθηκε για συγκεκριμένα οικονομικά αποτελέσματα, πλην του ελάχιστου οικονομικού στόχου. Την 06.03.2003 συνήφθη νέο συμφωνητικό με το αυτό ως άνω περιεχόμενο και ημερομηνία λήξεως την 05.03.2005, και εν συνεχεία ακολούθησε το (τελευταίο) από 06.09.2006 με συμβατική διάρκεια επίσης δύο ετών, δηλαδή έως την 05.09.2008. Με τα συμφωνητικά αυτά ανελήφθησαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων ήταν ο ελάχιστος οικονομικός στόχος και η εκάστοτε κατ’ έτος προσυμφωνία τιμών (βάσει του όρου του συμφωνητικού), δηλαδή η υποχρέωση της … ΑΕΒΕ να προμηθεύεται από την … Α.Β.Ε.Ε. προϊόντα RΑCΚS συγκεκριμένης κατ’ ελάχιστο όριο αξίας, καθώς επίσης η … Α.Β.Ε.Ε. δεσμεύτηκε να μην κυκλοφορήσει οπουδήποτε στην αγορά τα ίδια προϊόντα ή άλλα παρόμοια (πλην της εταιρίας “… Α.Ε.”) (άρθρο 7 παρ. Α του από 06.09.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού). Με το άρθρο 9 του συμφωνητικού προβλέφθηκε το δικαίωμα της … ΑΕΒΕ να διακόψει τη συνεργασία της με την … Α.Β.Ε.Ε σε περίπτωση παραβάσεως των όρων αυτής και η κατάπτωση ποινικής ρήτρας ποσού 293.470,29 ευρώ σε περίπτωση που πωληθούν από την τελευταία τα ίδια προϊόντα σε τρίτους. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η … ΑΕΒΕ μπορούσε να διακόψει τη συνεργασία της με την … Α.Β.Ε.Ε σε περίπτωση παραβίασης των όρων του συμφωνητικού και ιδιαίτερα παραβίασης από την τελευταία των υποχρεώσεών της όπως ορίζονται στο άρθρο 7 του συμφωνητικού, στο οποίο, εκτός των άλλων, αναφέρεται ότι η … Α.Β.Ε.Ε “δε θα επιχειρήσει με οποιονδήποτε τρόπο να ποοωθήσει τα ίδια προίόντα ή άλλα παρόμοια οπουδήποτε”, ενώ η κατάπτωση υπέρ αυτής της ποινικής ρήτρας προβλέφθηκε μόνον για την περίπτωση που πωληθούν από την … Α.Β.Ε.Ε σε τρίτους τα ίδια προϊόντα (άρθρο 9). Γιά την … Α.Β.Ε.Ε προβλέφτηκε ότι αυτή διατηρεί το δικαίωμα διακοπής της συνεργασίας της με την … ΑΕΒΕ μόνο σε περίπτωση που τα ίδια προϊόντα αγοραστούν από αλλού, παρακρατώντας για τον εαυτό της το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την … ΑΕΒΕ ίση με το ποσό των 293.470,29 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οικονομική συμφωνία ενός έτους, για την ζημία που θα υποστεί (άρθρο 9).Η συμφωνία αυτή κρίνεται ως ποινική ρήτρα, εξάλλου και στο συμφωνητικό αναφέρεται η λέξη “ρήτρα”, η οποία (συμφωνία) δεν αποκλείει τα μέρη από το να ζητήσουν εκτός από την ποινή (σε περίπτωση κατάπτωσης) και την επί πλέον αποδεικνυόμενη ζημία. Όπως ομολογείται, η … Α.Β.Ε.Ε, έως την 01.01.2001, οπότε και συνήφθη το πρώτο εκ των άνω συμφωνητικών, ποτέ δεν είχε κατασκευάσει τέτοια προϊόντα (RΑCΚS), καθώς δεν διέθετε την τεχνογνωσία (Κnow how) για τα συγκεκριμένα προϊόντα, την οποία και προμηθεύτηκε από την … ΑΕΒΕ, ούτε φυσικά είχε ποτέ κατασκευάσει και διαθέσει στην αγορά τέτοιου είδους τηλεπικοινωνιακά προϊόντα (RΑCΚ) και αναπτύξει δίκτυο πωλήσεων γι’ αυτά. Αντιθέτως η …. ΑΕΒΕ, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο πλέον των είκοσι πέντε ετών, συνεργαζόταν ήδη, προ της 01.01.2001 (οπότε και υπεγράφη με την … Α.Β.Ε.Ε το πρώτο συμφωνητικό), για αρκετό καιρό πριν με τις εταιρίες με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, οι οποίες και κατασκεύαζαν προϊόντα RΑCΚ, τα οποία και η … ΑΕΒΕ αποδεδειγμένα διέθετε σε όλη την ελληνική αγορά, αξιοποιώντας το ευρύτατο πελατολόγιό της, το οποίο αποτελείται από καταστήματα – εταιρίες ηλεκτρολογικού – ηλεκτρονικού, τηλεπικοινωνιακού υλικού, τεχνικές εταιρίες και τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος….. και δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να της παραδοθεί το πελατολόγιο της … Α.Β.Ε.Ε… Περαιτέρω, … η στροφή της εταιρίας … Α.Β.Ε.Ε. στην κατασκευή καμπινών κατανεμητών αποτέλεσε στρατηγική επιλογή, όταν αντιλήφθηκε ότι στην αγορά υπήρχε ζήτηση για το προϊόν αυτό και ότι η εντατική ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο θα απέφερε κέρδη στην εταιρία. Το ίδιο συνέβη, επρόκειτο δηλαδή για επενδυτικές κινήσεις της εταιρίας … Α.Β.Ε.Ε που δεν τις επέβαλε ή απαίτησε η εταιρεία … ΑΕΒΕ, ως προς την πρόσληψη εργαζομένων και στην αγορά ειδικού εξοπλισμού, η οποία πραγματοποιήθηκε με ένταξη σε πρόγραμμα επιδότησης του Δημοσίου σε ποσοστό 50%, βάσει αίτησης ήδη από το έτος 2000… Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο νέος εξοπλισμός παραλήφθηκε τμηματικά από τα τέλη Φεβρουάριου μέχρι και τον Νοέμβριο 2007 και χρησιμοποιήθηκε και για την εξυπηρέτηση παραγγελιών της εταιρίας …, με την οποία είχε κατ’ εξαίρεση επιτραπεί η συνεργασία, αλλά και για την κατασκευή και άλλων πλην ΡΑCΚS προϊόντων, αφού η … Α.Β.Ε.Ε δεν κατασκεύαζε μόνον RΑCΚS αλλά και άλλα προϊόντα ηλεκτρολαγικού – ηλεκτρονικού, τηλεπικοινωνιακού υλικού. Αποδεικνύεται ότι οι δύο εργαζόμενοι που αναφέρονται στην αγωγή “ως εξειδικευμένοι τεχνικοί … για την ευχερή επίτευξη του προβλεπόμενου στόχου παραγωγής”, Θ. Τ. και Μ. F., προσλήφθηκαν αντιστοίχως στις 7 και 18.6.2007 και δεν είχαν ιδιαίτερη εξειδίκευση, αλλά προσλήφθηκαν ως υπάλληλος γραφείου και εργάτης αντίστοιχα και ήταν η πρώτη πρόσληψή τους σε μισθωτή εργασία. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε η συνολική δαπάνη απασχόλησης των δύο μισθωτών. Όταν έληξε ο χρόνος διάρκειας του πρώτου συμφωνητικού, καταρτίσθηκε το από 6.3.2003 συμφωνητικό με το οποίο παρατάθηκε η συνεργασία με τους ίδιους όρους και επιμέρους συμφωνίες και κατόπιν, με το από 6.9.2006 τελευταίο . συμφωνητικό, έγινε και νέα διετής παράταση. Με τα δύο αυτά μεταγενέστερα συμφωνητικά αναπροσαρμόσθηκε ο ελάχιστος οικονομικός στόχος στο ποσό των 293.470,29 ευρώ ετησίως. Οι συναλλαγές δεν έπαυσαν στα μεσοδιαστήματα των δύο πρώτων συμβάσεων, αλλά ατύπως συνεχίσθηκαν υπό τους αυτούς όρους, μέχρι την επόμενη έγγραφη ανανέωση της σύμβασης. Κατά τη χρονική διάρκεια που καλυπτόταν από τις δύο πρώτες εκ των ως άνω συμβάσεων, αλλά και ενδιάμεσα διαστήματα για τα οποία δεν υπήρχε έγγραφη σύμβαση (δηλαδή από 01.01.2003 έως 05.03.2003 και από 06.03.2005 έως 05.09.2006), υπήρξε αρμονική συνεργασία μεταξύ των διαδίκων μερών. Στη συνέχεια, κατά τον πρώτο χρόνο της τελευταίας συμβάσεως, ήτοι από 6-9-2006 έως 5-9-2007, όπως ομολογείται, η … Α.Ε.Β.Ε. πραγματοποίησε από την … Α.Β.Ε.Ε. αγορές ύψους 265.119,12 ευρώ, αντί του τεθέντος υπό της άνω συμβάσεως για τον πρώτο έτος αυτής, χρονικής περιόδου 06.09.2006 έως 05.09.2007, οικονομικού στόχου ύψους ( 293.470,29 ευρώ, πράγμα που γνώριζε και σιωπηρά αποδέχθηκε η τελευταία… Ακολούθως, αν και ο τυπικός χρόνος της τελευταίας σύμβασης συνεργασίας θα έληγε στις 5/9/2008, η αγοράστρια εταιρεία …. Α.Ε.Β.Ε., όπως ομολογεί η ίδια, διέκοψε μονομερώς την συνεργασία, ήδη στις 24/7/2008, οπότε και έλαβε χώρα η τελευταία αγορά προϊόντων RACΚ της … Α.Ε.Β.Ε. από την … Α.Β.Ε.Ε…, χωρίς όμως και να καταγγείλει τη σύμβαση… Κατά το διάστημα αυτό, δηλαδή από 6-9-2007 έως και 24-7-2008 πραγματοποιήθηκαν αγορές ύψους 46.848,12 ευρώ… και όχι 31.799,95 ευρώ όπως ισχυρίζεται η … Α.Β.Ε.Ε., δηλαδή αξίας που υστερεί κατά πολύ από το όριο οικονομικών αποτελεσμάτων της σύμβασης. Η μείωση των αγορών οφείλεται στην εν τω μεταξύ συνεργασία της εταιρίας … Α.Ε.Β.Ε. με την γερμανική εταιρία …, από την οποία η … Α.Ε.Β.Ε. προμηθευόταν πλέον τα σχετικά προϊόντα που είχε δεσμευθεί να αγοράζει από την εταιρία … ΑΒΕΕ. Βέβαια, υπήρχε συνεργασία των δύο εταιριών, …. και …, ήδη από το έτος 1995…πλην όμως δεν αφορούσε προμήθεια RΑCΚ προϊόντων, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να συναφθούν οι ως άνω συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων. Η … ΑΕΒΕ ισχυρίζεται ότι, “όπως διαφάνηκε από το πρώτο έτος της τελευταίας σύμβασης, οι τιμές των εν λόγω ειδών – προϊόντων έβαιναν μειούμενες στον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να χάσει πελάτες και παράλληλα να μην μπορεί να προωθήσει προς πώληση συσκευές και παρελκόμενο εξοπλισμό τηλεπικοινωνιακών δικτύων, που ήταν σημαντικός για την εταιρία της και που επετυγχάνετο με την πώληση τωνRΑCΚ και ηλεκτρονικών υπολογιστών που διέθετε αυτή. Πιο συγκεκριμένα, ότι το κοστολόγιο που προσέφερε η … Α.Β.Ε.Ε., δεν ήταν πλέον ανταγωνιστικό, παρά τις επανειλημμένες προς αυτήν προφορικές προτροπές της να μειώσει ανταγωνιστικά τις τιμές και παράλληλα να επανασχεδιάσει σε σύγχρονη μορφή τα RΑCΚS, διότι αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις συμβατικώς υπεσχημένες ελάχιστες ποσότητες παραγγελιών που ανεγράφοντο στις συμβάσεις. Ότι ήδη με τη διάγνωση του προβλήματος από τις αρχές του έτους 2007, κάλεσε το νόμιμο εκπρόσωπό της Δ. Σ. σε συνάντηση στα γραφεία της εταιρίας της, όπου του ετέθη, από τους νομίμους εκπροσώπους της, λεπτομερώς το ζήτημα και αιτήθηκε να εκσυγχρονίσει το σχεδιασμό των προϊόντων και να της προσφέρει πιο ανταγωνιστικές τιμές, δεδομένης και της μακρόχρονης συνεργασίας τους, επισημαίνοντάς του τα παραπάνω προβλήματα και τις οικονομικές συνέπειες που θα υφίστατο η εταιρία της. Ότι ο ανωτέρω, κωφεύοντας στις επανειλημμένες προτροπές της, της δήλωσε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ξεκινήσει τη διαδικασία επανασχεδίασης των RΑCΚS λόγω του υποτιθέμενου κόστους, καθώς επίσης αρνήθηκε να προβεί και στις κατ’ επανάληψη εκ ‘μέρους της διατυπωθείσες και αιτηθείσες εκπτώσεις των τιμών προς αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, καθησυχάζοντάς την τη χρονική εκείνη στιγμή ότι θα το εξέταζε στο “εγγύς μέλλον”. Ότι με την έναρξη του δεύτερου έτους της τελευταίας συμβάσεως (6-9-2007 έως 5-9-2008) επανέφερε στη … ΑΒΕΕ το φλέγον ζήτημα του ανταγωνισμού, το οποίο είχε ήδη πολύ οξυνθεί και θα είχε σαν αποτέλεσμα την κάθετη πτώση του κύκλου εργασιών της και πάλι όμως ο νόμιμος εκπρόσωπός της Δ. Σ. αρνήθηκε να της παράσχει αυτό που ζητούσε και κυρίως τη σοβαρή μείωση του κοστολογίου, υποσχόμενος όμως εκ νέου ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα επανεξέταζε το σοβαρό αίτημά της πάλι, ενώ η πτώση του τζίρου της συνεχιζόταν με γοργό ρυθμό και αντιμετώπιζε πλέον ορατά τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και οικονομικό κίνδυνο. Και ότι παραπειθόμενοι οι εκπρόσωποί της στις ψευδείς υποσχέσεις του Δ. Σ. για βελτίωση τουλάχιστον του κόστους και στο πλαίσιο της μακρόχρονης καλόπιστης συνεργασίας τους, δεν κατήγγειλαν τη σύμβαση με την … ΑΒΕΕ και συνέχισαν την συνεργασία μαζί της σχεδόν ως το τέλος αυτής, σε μειωμένα επίπεδα”. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί της … ΑΕΒΕ δεν αποδεικνύονται. βάσιμοι. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι είχε προηγηθεί γραπτό αίτημά της προς την εταιρεία … ΑΒΕΕ για επανασχεδιασμό ή εκσυγχρονισμό των προϊόντων RACΚS, αν ληφθεί υπόψη ότι βάσει του ως άνω συμφωνητικού οι προδιαγραφές των προϊόντων, τις οποίες έθετε η αγοράστρια εταιρία, έπρεπε να καθορίζονται πάντοτε εγγράφως κατόπιν συμφωνίας και των δύο μερών και σε κάθε περίπτωση πριν από την εντολή προς κατασκευή κάθε σειράς καμπινών και παρελκομένων. Εξάλλου, ο εξοπλισμός της κατασκευάστριας εταιρίας είχε μόλις ανανεωθεί και δεν υπήρχε περίπτωση αδυναμίας ανταπόκρισης αυτής σε νέες απαιτήσεις της αγοράστριας. Επίσης, δεν αποδείχθηκε, ότι η αγοράστρια ζήτησε πιο ανταγωνιστικές τιμές και ότι η πωλήτρια δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό. Ούτε, βέβαια, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η … ΑΕΒΕ, όταν υπέγραφε το από 6-9-2006 συμφωνητικό δεν γνώριζε τις τιμές που επικρατούσαν στην αγορά, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μια εταιρία που δραστηριοποιούνταν επί χρόνια στο χώρο του εμπορίου ηλεκτρολογικού, ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού υλικού με ευρύτατο πελατολόγιο… Ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι τιμές αυτές, τις οποίες συμφώνησε,(παρότι δεν προσκομίζεται τιμοκατάλογος των προϊόντων με 12μηνη ισχύ- άρθρο 6 του συμφωνητικού),θέτοντας από κοινού με την πωλήτρια, με το άρθρο 4 του συμφωνητικού, ελάχιστο ετήσιο οικονομικό στόχο ποσού 293.470,29 ευρώ, μειώθηκαν δραματικά μέσα σε λίγους μήνες, αφού δεν μεσολάβησαν έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα, ώστε να έχουμε και ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, όπως ισχυρίζεται η … ΑΕΒΕ. Η μάρτυρας της … ΑΕΒΕ δεν κατέθεσε κάτι συγκεκριμένο,… και δεν προσκομίστηκε πρόταση νέου τιμολογίου, αν και λόγω αντικειμένου της σύμβασης και ιδιαίτερης σημασίας για την εταιρία … ΑΒΕΕ, η τελευταία δεν είχε λόγο να μη δεχθεί τουλάχιστον κάποια συζήτηση, περί μείωσης τιμών. Εξάλλου, εάν η … ΑΒΕΕ πωλούσε ακριβά και μη εκσυγχρονισμένα RACKS, δεν θα αυξάνονταν ο τζίρος της προς την εταιρία … κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, στην οποία πωλούσε και σε ποσό κατά 20% μεγαλύτερο από ότι στην … ΑΕΒΕ…Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός της … ΑΕΒΕ, που προτάθηκε και ως περιεχόμενο της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος κατ’ άρθρο 300Α.Κ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι κατά την περίοδο 2007- 2008 η … ΑΕΒΕ, όπως ομολογεί και η ίδια, στράφηκε προς την ανωτέρω αναφερόμενη γερμανική εταιρεία, με την οποία είχε από πολλών χρόνων συνεργασία, ισχυριζόμενη ότι τα προϊόντα εκείνης ήταν περισσότερο ποιοτικά και ανταγωνιστικά, χωρίς όμως προηγουμένως να αναμείνει την λήξη της ήδη καταρτισμένης σύμβασης ή τουλάχιστον να απαγκιστρωθεί από αυτήν καταγγέλλοντας την σύμβαση, όπως είχε δικαίωμα. Η ελάττωση και ουσιαστικά παύση της συνεργασίας, η μη επίτευξη του ελάχιστου οικονομικού στόχου και η αγορά ίδιων προϊόντων από τρίτη εταιρεία, συνιστούν υπαίτια μη εκπλήρωση της σύμβασης από την … ΑΕΒΕ, με αποτέλεσμα η … ΑΒΕΕ να δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης και την ποινική ρήτρα ποσού 293.470,29 ευρώ, λόγω της αγοράς ίδιων προϊόντων από τρίτη εταιρία. Η … ΑΕΒΕ ισχυρίζεται ότι δεν κατέπεσε σε βάρος της η ως άνω ποινική ρήτρα, διότι τα προϊόντα που αγόρασε από την ΚΡΟΝΕ δεν ήταν ίδια με αυτά της … ΑΒΕΕ αλλά παρόμοια, καθόσον ήταν μεν RACKS, πλην όμως μεταξύ των δύο μεταλλικών ντουλαπιών υφίστανται σημαντικές διαφορές, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, αλλά και στην προσκομιζόμενη από 11-2-2016 έκθεση επιθεώρησης του φορέα πιστοποίησης QΜSCΕRΤ. Όμως, όπως ομολογεί η ίδια η … ΑΕΒΕ, η διαφορά όσον αφορά τη χρήση, είναι ότι αυτά της … μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερες και διαφορετικές εφαρμογές σε σχέση με αυτά της … ΑΒΕΕ. Επομένως, μπορεί κάποιος να αγοράσει RACKS της ΚΡΟΝΕ και να τα χρησιμοποιήσει όπως αυτά της … ΑΒΕΕ.

Συνεπώς πληρούται στην προκειμένη περίπτωση η απαγόρευση που έθεσε το άρθρο 9 του συμφωνητικού, αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα η θέσπισή του. Η … ΑΕΒΕ κάλυψε τις ανάγκες της σε RACKS προμηθευόμενη από την … και όχι βέβαια από την … ΑΒΕΕ, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, ειδικά για το τελευταίο έτος 2007-2008,αγόρασε RΑCΚS από την τελευταία αξίας 46.848,12 ευρώ.

Συνεπώς κατέπεσε σε βάρος της η ως άνω ποινική ρήτρα. Εάν ληφθούν υπόψη το είδος της συνεργασίας, τα οικονομικά αποτελέσματα, η εξειδίκευση και το μέγεθος των δύο εταιρειών, η σε μεγάλο βαθμό εξάρτηση της εταιρείας … από την εξακολούθηση της συνεργασίας με την αντίδικό της εταιρεία, ο τεθείς οικονομικός στόχος, το είδος της παράβασης των συμβατικών όρων και όλες οι συνθήκες, της συνεργασίας, κρίνεται εύλογο το ύψος της ποινικής ρήτρας και η ένσταση μείωσης, που προέβαλε η … ΑΕΒΕ κατ’ άρθρο 409 του ΑΚ, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ως προς την περαιτέρω αποδεικνυόμενη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, προέκυψε ότι κατά το δεύτερο έτος της τελευταίας συνεργασίας, υπό συνθήκες προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, η … ΑΒΕΕ θα πουλούσε στην … ΑΕΒΕ προϊόντα RACKS αξίας 293.470,29 ευρώ, όσο δηλαδή ήταν ο ελάχιστος οικονομικός στόχος. Αντ’ αυτού, όπως αναφέρθηκε, έγιναν πωλήσεις συνολικού ποσού μόλις 46.848,12 ευρώ, δηλαδή η ενάγουσα της α’ αγωγής … ΑΒΕΕ σημείωσε απώλεια μεικτών εσόδων ποσού 246.670,29 ευρώ. Όπως προκύπτει από την από 29.02.2006 έκθεση προσυμφωνημένων διαδικασιών της εταιρίας Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών …, λογιστικώς για να υπολογιστεί το ποσοστό καθαρού κέρδους θα πρέπει να υπολογιστεί το κόστος παραγωγής των προϊόντων, το οποίο εξειδικεύεται σε κονδύλια κόστους πρώτων υλών δαπανών μισθοδοσίας και γενικών βιομηχανικών εξόδων. Η … ΑΒΕΕ ισχυρίζεται ότι το κόστος παραγωγής των ΡΑCΚ5 ανέρχεται σε ποσοστό 20%,πλην όμως δεν προσκόμισε καμία απόδειξη γι’ αυτό, πλην της καταθέσεώς του μάρτυρός της. Από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς της, που προσκομίζονται, προκύπτει ότι το έτος 2006 η τελευταία παρουσίασε ποσοστό μικτού κέρδους 44,72%, το έτος 2007 49,13% και το έτος 2008 40,04%, ενώ τα ποσοστά κέρδους εκμετάλλευσης ανέρχονται σε 2,53%, 3,95% και 3% αντίστοιχα. Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το γεγονός ότι το ποσοστό κέρδους δεν ήταν το ίδιο για όλα τα προϊόντα που πωλούσε η …, το Δικαστήριο κρίνει ότι στις πωλήσεις των 246.670,29 ευρώ, το καθαρό κέρδος” που απώλεσε η … ΑΒΕΕ ανέρχεται σε 246.670,29 ευρώ X60%= 148.002,17 ευρώ και όχι σε 209.336,27 ευρώ (293.470.29- 31.799393=201.670,34-20%)….. Για τη διαπίστωση δε αυτή επαρκεί το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, γι’ αυτό το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο να διατάξει πραγματογνωμοσύνη για το ποσό του διαφυγόντος κέρδους της … ΑΒΕΕ, όπως ζητεί η … ΑΕΒΕ. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, η στροφή της … Α.Β.Ε.Ε. στην κατασκευή καμπινών κατανεμητών αποτέλεσε στρατηγική επιλογή, όταν αντιλήφθηκε ότι στην αγορά υπήρχε ζήτηση για το προϊόν αυτό και ότι η εντατική ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο θα απέφερε κέρδη στην εταιρία, επρόκειτο δηλαδή για επενδυτικές κινήσεις της που δεν τις επέβαλε ή απαίτησε η … ΑΕΒΕ, ως προς την πρόσληψη εργαζομένων και στην αγορά ειδικού εξοπλισμού, η οποία πραγματοποιήθηκε με ένταξη σε πρόγραμμα επιδότησης του Δημοσίου σε ποσοστό 50%, βάσει αίτησης ήδη από το έτος 2006. Επομένως, το ποσό της αποζημίωσης που ζητείται από την … ΑΒΕΕ για θετική ζημία, ήτοι για την αγορά εξοπλισμού και αμοιβές εργαζομένων, είναι απορριπτέο στο σύνολό του, διότι δεν συνδέεται με την συμβατική παράβαση. Όσον αφορά το κονδύλιο 300.000,00 ευρώ για θετική ζημία, που συνίσταται στην αξία των αποθεμάτων προϊόντων (στοκ) που υποχρεώθηκε να καταστρέψει ως άχρηστα μετά την υπαίτια διακοπή της συνεργασίας, δεν αποδεικνύεται…Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, το Εφετείο αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της α’ αγωγής, στο σύνολό της για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος την αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε η υποχρέωση της εναγομένης (αναιρεσείουσας) να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 293.470,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.. Ως προς την αντίθετη αγωγή της εταιρίας … κατά της εταιρίας … και του νόμιμου εκπροσώπου της Δ. Σ., αποδείχθηκαν τα εξής: η … ΑΒΕΕ, κατά το έτος 2008 πώλησε στην εταιρία … ΕΠΕ, στην …, εμπορεύματα συνολικής αξίας 137570,15 ευρώ… Βέβαια, δεν προκύπτει αν όλες οι πωλήσεις αφορούν στο επίμαχο χρονικό διάστημα έως 5/9/2007 ή έως 24/7/2008 (που έλαβε χώρα η τελευταία αγορά της …) και εάν τα πωληθέντα ήταν όλα RACKS, πλην όμως, ο ίδιος ο μάρτυρας της … ΑΒΕΕ ομολόγησε ότι πράγματι πωλήθηκαν εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος RACKS στη … ΕΠΕ “μία ή δύο φορές, αλλά διευκρίνησε ότι επρόκειτο για “τριγωνικές πωλήσεις/μέσω της εταιρίας …, με την οποία η … ΑΒΕΕ μπορούσε, βάσει της συμφωνίας της με την … ΑΕΒΕ, να συνεργάζεται και να της πωλεί RACKS κατά 20% ακριβότερα. Οι πωλήσεις αυτές, ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για τριγωνικές ή μη ήταν σε γνώση και είχαν την έγκριση της … ΑΕΒΕ, δεδομένου ότι, αφενός μεν, όπως η ίδια ομολογεί, γίνονταν τριγωνικές πωλήσεις προς εξυπηρέτησή της, αφετέρου δε, όπως η μάρτυράς της κατέθεσε, η … ΑΕΒΕ γνώριζε για τις πωλήσεις της … ΑΒΕΕ σε τρίτους, αλλά δεν θέλησε να διακόψει τη συνεργασία, όπως είχε δικαίωμα βάσει του συμφωνητικού, διότι “στα πλαίσια της καλής συνεργασίας και επενδύοντας και σε μία πιθανή συνεργασία στο μέλλον δεν θέλησε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία”. Η κρίση αυτή περί γνώσης της … ΑΕΒΕ ενισχύεται και από το ότι η … ΕΠΕ, όπως ομολογεί η ίδια η …, ήταν πελάτης της, επομένως μπορούσε εύκολα να πληροφορηθεί ή να αντιληφθεί τη συνεργασία αυτής με την … ΑΒΕΕ. Περαιτέρω, ο προσκομιζόμενος κατάλογος της … ΑΒΕΕ που βρέθηκε στην κατοχή της … δεν αποδεικνύει και ότι πράγματι έγιναν πωλήσεις RACKS από την … ΑΒΕΕ προς αυτή. Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν συνέτρεξε νόμιμος λόγος κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας εις βάρος της εναγομένης … ΑΒΕΕ και υπέρ της … ΑΕΒΕ”.

Από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι το εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 409ΑΚκαι περιέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες σχετικά με το ύψος της επιδικασθείσας ποινικής ρήτρας και την απόρριψη του αιτήματος της αναιρεσείουσας περί μειώσεώς της Ειδικότερα, από τις παραδοχές του Εφετείου, όπως αυτές εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη μείωση ή μη της ποινής στο προσήκον μέτρο, όπως εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη μεταξύ δε αυτών και η οικονομική κατάσταση των μερών, αναφέροντας ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία δραστηριοποιείται από εικοσαετίας στο χώρο εμπορίας τηλεπικοινωνιακού υλικού, η δε πρώτη αναιρεσίβλητη, με έδρα τη …, ασχολείτο, στην παραγωγή αρχικά ηλεκτρολογικού υλικού και με αφορμή και τη συνεργασία της με την αναιρεσείουσα αναπροσάρμοσε το αντικείμενο της δραστηριότητας της, προσθέτοντας και τις καμπίνες κατανεμητών (RACS). Επιπλέον αναφέρεται σ’ αυτές, τόσο η συμβατική παράβαση της αναιρεσείουσας και η έκταση αυτής, όσο και βαθμός του πταίσματός της, καθώς και η λειτουργία της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2008. Περαιτέρω, είναι προφανές από τις αυτές παραδοχές ότι ως χρόνος προσδιοριστικός για το υπέρμετρο ή μη της ποινικής ρήτρας ήταν ο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής της αναιρεσίβλητης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οπότε και προτάθηκε από την αναιρεσείουσα η σχετική ένσταση. Εξ αυτού του λόγου δεν ήταν απαραίτητο να διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη, αν οι συνθήκες κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής ήσαν ίδιες με εκείνες του χρόνου που σνομολογήθηκε η ποινική ρήτρα. Επομένως δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 19 ΚΠοΛΔ όσον αφορά τις διατάξεις των άρθρων 361,404,405 και 406 ΑΚ,κρίνοντας ότι τα RACKS που η ίδια αγόραζε από την … ήταν ίδια με αυτά της πρώτης αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα παρακάτω κρίσιμα ζητήματα :

α) ότι δεν διαλαμβάνει περιγραφή των προϊόντων που αγόραζε η αναιρεσείουσα από την αντίδικό τής και αυτών που φέρεται ότι αγόρασε από την …, έτσι ώστε να κριθεί αν υπήρχαν διαφορετικές εφαρμογές σε σχέση με αυτά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, … ΑΒΕΕ,

β) ενώ σε κάποιο σημείο της προσβαλλομένης αναφέρεται ότι τα προϊόντα που αγόρασε η αναιρεσείουσα από την αλλοδαπή εταιρεία ήταν ίδια με αυτά της αναιρεσίβλητης, στη συνέχεια, στην ίδια σελίδα αποδέχεται το Εφετείο ότι τα δύο προϊόντα έχουν διαφορές, που αφορούν στη χρήση, καθόσον αυτά της εταιρείας … μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερες και διαφορετικές εφαρμογές σε σχέση με αυτά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων … ΑΒΕΕ και

γ) σε τι συνίσταται η κατά την προσβαλλομένη απόφαση συμπτωματική λειτουργικότητα των RACKS της εταιρείας ΚROΝΕ έναντι εκείνων της εταιρείας … ΑΕΒΕ. Από τις παραδοχές του Εφετείου, όπως εκτέθηκαν παραπάνω, κατά την έρευνα του πρώτου λόγου, προκύπτει ότι το Εφετείο δεν δέχθηκε σε κάποιο σημείο της αποφάσεώς του ότι τα RACKS που αγόραζε η αναιρεσείουσα από την εταιρεία … ήταν ίδια με αυτά που κατασκεύαζε η πρώτη αναιρεσίβλητη και ότι συνεπώς υπήρξε λόγος καταπτώσεως της ποινικής ρήτρας, ενώ σε άλλο σημείο, αντιφάσκοντας προς την προηγούμενη παραδοχή, ότι τα δύο προϊόντα έχουν μεταξύ τους διαφορές, που αφορούν στη χρήση και ότι συνεπώς δεν υπήρξε παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Πράγματι, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του, ότι τα RACKS της … μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερες και διαφορετικές εφαρμογές σε σχέση με αυτά της πρώτης αναιρεσίβλητης και επομένως μπορούσε κάποιος να αγοράσει RACKS της … και να τα χρησιμοποιεί όπως αυτά της πρώτης αναιρεσίβλητης και συνεπώς πληρούται η απαγόρευση που έθετε ο σχετικός όρος της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, αφού η αναιρεσείουσα κάλυψε τις ανάγκες της σε RACKS, προμηθευόμενη αυτά από την … και όχι από την πρώτη αναιρεσίβλητη. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται αντίφαση στις ως άνω παραδοχές του Εφετείου, ούτε ελλιπείς αιτιολογίες και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20ΚΠοΛΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, δεχόμενο πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Έγγραφα είναι μόνο τα αποδεικτικά έγγραφα που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου (ΑΠ 44/2003). Πρέπει δε, η κρίση του δικαστηρίου να στηρίχθηκε, αποκλειστικά, ή, κατά κύριο λόγο, στα έγγραφα που, κατά την αναίρεση, παραμορφώθηκαν (ΑΠ 1440/2002, ΑΠ 627/2003). Αν, όμως, το έγγραφο, απλά συνεκτιμήθηκε με άλλες αποδείξεις, δεν θεμελιώνεται ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος (ΑΠ 506/1988, ΑΠ 686/2005). Πρέπει, ακόμη, να υπάρχει παραδοχή κατάδηλα διαφορετικού περιστατικού από εκείνα, που, όντως, περιέχονται στο έγγραφο (Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 4/2003, ΑΠ 507/2003, ΑΠ 437/2005). Παραμόρφωση δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο ορθά ανέγνωσε το έγγραφο και εκτίμησε το περιεχόμενο του διαφορετικά, από ό,τι θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων (σχ. Ολ.ΑΠ 1/1999). Ακόμη, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της αναίρεσης, θα πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια το έγγραφο και το περιεχόμενο του και “αυτολεξεί” το περιεχόμενο που προσέδωσε σ` αυτό το δικαστήριο, ώστε να είναι εμφανές, από τη σύγκριση, το διαγνωστικό σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1333/2012), ο ουσιώδης ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο (ΑΠ 811/1998) και το επιζήμιο, για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, ακριβώς λόγω της παραμόρφωσης του έγγραφου (ΑΠ 31/1997).

Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τους όρους 7 και 9 του από 6-9-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, με βάση το οποίο οι αναιρεσίβλητοι είχαν δεσμευτεί να μην κυκλοφορήσουν στην αγορά τα ίδια προϊόντα ή άλλα παρόμοια με εξαίρεση την πώληση RACKS στην εταιρία “… ΑΕ”, αφού δέχθηκε ότι αυτή (πρώτη αναιρεσίβλητη) πώλησε και στην εταιρία “… -… ΕΠΕ RACKS”, αξίας 137.570.15 ευρώ με τριγωνικές πωλήσεις μέσω της εταιρίας “…”, στην οποία μόνο είχε δικαίωμα να πωλεί RACKS κατά 20% ακριβότερα.

Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος καθόσον η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει με ακρίβεια το έγγραφο και το περιεχόμενο αυτού και δη τα άρθρα 7 και 9 του από 6-9-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού και αυτολεξεί το περιεχόμενο που προσέδωσε το δικαστήριο σ’ αυτό, ώστε να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού συνεκτιμήθηκε και με άλλες αποδείξεις και το Εφετείο δέχθηκε ότι ναι μεν υπήρξαν τριγωνικές πωλήσεις εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης, πλην όμως αυτές έγιναν με τη συναίνεση της αναιρεσείουσας, γεγονός που αναιρεί την οποιαδήποτε παράβαση των ως άνω συμβατικών όρων, ώστε δεν υπάρχει έδαφος να καταπέσει ποινική ρήτρα σε βάρος της.

Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης,η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση παρέβη το άρθρο 559αρ 1 ΚΠοΛΔ ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ σχετικά με την μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης συμφωνία για τη μη πώληση από την τελευταία σε τρίτους πλην της …, ίδιων RACKS, δεχθείσα ότι οι πωλήσεις προς την εταιρία … -… ΕΠΕ RACKS αξίας 137570.15 ευρώ με τριγωνικές πωλήσεις μέσω της εταιρίας … ήταν εν γνώσει της και τις είχε εγκρίνει .

Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφού με πρόσχημα την παράβαση του άρθρου 559αρ 1 ΚΠοΛΔ πλήττεται η ανέλεγκτη μερί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου τη ουσίας και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στον προηγούμενο λόγο η συναίνεση αυτή της αναιρεσείουσας αναιρεί την οποιαδήποτε παράβαση του σχετικού συμβατικού όρου.

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρεμβάσεως, της αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Α.Π. 1741/2012), αλλά και η αίτηση επιδείξεως εγγράφου, η οποία παραδεκτά μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (Α.Π. 808/2015). Ετσι, αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επί αόριστης ή μη νόμιμης αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου δεν υποπίπτει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (Α.Π.414/2016,ΑΠ 1625/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν απάντησε στο αίτημα επιδείξεως εγγράφων και συγκεκριμένα των τιμολογίων πώλησης προς την εταιρεία “… ΕΠΕ” εντός του έτους 2008, που αυτή παραδεκτά είχε προτείνει πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Από την επισκόπηση όμως των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το αίτημα επιδείξεως εγγράφων, το οποίο προτάθηκε με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και με τους προσθέτους λόγους έφεσης ήταν διαφορετικό, αφού ζητούσε την επίδειξη, μεταξύ άλλων συγκεντρωτικής κατάστασης των τιμολογίων πώλησης της αναιρεσίβλητης σε τρίτους, θεωρημένης από την αρμόδια Δ Ο Υ για το επίδικο χρονικό διάστημα και όχι επίδειξη των τιμολογίων πώλησης προς την εταιρία …=… ΕΠΕ .Σε κάθε περίπτωση το αίτημα αυτό είναι αόριστο διότι δεν αναφέρθηκε ότι το έγγραφο αυτό κατείχε η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη, ανεξάρτητα του ότι με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./13.2.2017 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. …, το οποίο ρητά μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά ικανοποιήθηκε το ως άνω αίτημα της αναιρεσείουσας.

Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο δεν απάντησε στο ανωτέρω αόριστο αίτημα, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 9 εδ. γ ΚΠοΛΔ και γι’ αυτό ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 400 παρ. 3 ΚΠολΔ, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορούν να έχουν συμφέρον από την δίκη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως συμφέρον θεωρείται αυτό που εξαρτάται από το αποτέλεσμα της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής. Εξάλλου, όπως συνάγεται από την προμνησθείσα διάταξη, σε συνδυασμό και προς εκείνες του άρθρου 403 παρ. 3 και 4 του ίδιου Κώδικα, που ορίζουν ότι το δικαστήριο αποφασίζει για την προαναφερθείσα περίπτωση μη εξετάσεως μάρτυρα και με απλή πιθανολόγηση, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής ή όχι στο πρόσωπο του μάρτυρα περιπτώσεως συμφέροντος είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, ως απορρέουσα από εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ1301/2000). Με τον έκτο αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο, που έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα Μ. Σ. ο οποίος είχε έννομο συμφέρον από την έκβαση της επίδικης υπόθεσης παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 559αρ 11,13,14,8και 19 ΚπολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το ως άνω αποδεικτικό μέσο, δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που πρόβαλε για την ακυρότητα του αποδεικτικού αυτού μέσου, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα, ενώ εφάρμοσε εσφαλμένα τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος αποδείξεως. Ως προς την ένσταση αυτή της αναιρεσείουσας, την οποία είχε προτείνει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επανέφερε με λόγο εφέσεως, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “….Η εναγόμενη – ενάγουσα….προέβαλε την ένσταση εξαιρέσεως του μάρτυρα της ενάγουσας – εναγομένης….Μ. Σ. πριν την όρκισή του “διότι είναι συγγενής του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας”. Η ένσταση αυτή ήταν απορριπτέα γιατί δεν προσδιορίσθηκε, ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον του στη δίκη μόνη δε η συγγενική σχέση δεν αρκεί για, να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοιο συμφέρον….Περαιτέρω, ……η εκκαλούσα ισχυρίζεται για πρώτη φορά….ότι ο παραπάνω μάρτυρας ήταν (κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξετάσεως του), μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας – εναγομένης….και συνεπώς δεν μπορούσε να είναι μάρτυρας, άρα η κατάθεσή του συνιστά ανυπόσπαστο αποδεικτικό μέσο. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι….δεν προκύπτει η ιδιότητα του μάρτυρα ως μέλους του Δ.Σ. της ενάγουσας. Επιπλέον, η εκκαλούσα ισχυρίζεται για πρώτη φορά….ότι ο παραπάνω μάρτυρας είναι μέτοχος της ενάγουσας….και συνεπώς εξαιρετέος, διότι προσδοκά άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Από τα προσκομιζόμενα πρακτικά….προκύπτει ότι πράγματι ο παραπάνω μάρτυρας είναι μέτοχος της τελευταίας, κατέχοντας 17.465 μετοχές σε σύνολο 174.650 μετοχών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι προσδοκά άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ενόψει του ότι το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης δεν επεκτείνονται και στο μάρτυρα, αφού δεν ενδέχεται να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κάποιου διαδίκου σε περίπτωση ήττας του ή ότι πήρε αμοιβή ή δέχθηκε υπόσχεση αμοιβής για τη συγκεκριμένη μαρτυρία”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας, που προβλήθηκε παραδεκτά με λόγο εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραδεκτά έλαβε υπόψη, την μαρτυρική κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, εφόσον κατά την ανέλεγκτη κρίση του ο μάρτυρας αυτός δεν προσδοκούσε άμεσο έννομο συμφέρον, ενόψει και της μικρής μετοχικής του ιδιότητας στο κεφάλαιο της πρώτης αναιρεσίβλητης, δια της απορρίψεως δε του ισχυρισμού αυτού το Εφετείο τον έλαβε υπόψη και κατά συνέπεια ως προς τις αιτιάσεις αυτές ο λόγος είναι αβάσιμος. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις ο λόγος είναι απαράδεκτος, εφόσον ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος δεν ιδρύεται όταν προβάλλεται εκ πλαγίου παράβαση κανόνων δικονομικού δικαίου (ΑΠ 100/2007), λαμβάνοντας δε υπόψη το Εφετείο την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα δεν εφάρμοσε εσφαλμένα τους ορισμούς του νόμου ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως και συνεπώς δεν υπέπεσε την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 13 Κ.ΠολΔ.

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νομίμως είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, εάν προκύπτει από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως εκάστου καθενός, εφ’ όσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της αποφάσεως, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπ’ όψη του αποδεικτικού μέσου. Εξ άλλου, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται εάν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι έχει τούτο, εφ’ όσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 569/2017, ΑΠ 188/2017).

Εν προκειμένω, με τον έβδομο λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψη από το Εφετείο νομίμως ενώπιον του προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί δυνατότητάς της να αγοράζει από τρίτους παρόμοια προϊόντα με αυτά που αγόραζε από την αναιρεσίβλητη. Ειδικότερα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη σαφή όρο του μεταξύ των διαδίκων συμφωνητικού αποκλειστικής συνεργασίας για το χρονικό διάστημα 2006-2008 . Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή βεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως – ότι ελήφθησαν υπ’ υπόψη … και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και,επικαλούνται οι διαδικοι, …, καθώς και από όσα έγγραφα προσκομίζουν με επίκληση για πρώτη φορά ενώπιον του εφετείου- αλλά και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, και δη από τις σκέψεις και παραδοχές της, που αφορούν στους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, για την απόδειξη των οποίων ρητά επικαλείται το ως άνω αποδεικτικό μέσο, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπ’ όψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, που διαλαμβάνεται στον κρινόμενο λόγο της αναιρέσεως. Εξ άλλου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση, ότι η εκτίμηση από το Εφετείο του ανωτέρω εγγράφου, οδηγεί σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα, απ’ αυτό που εδέχθη το εν λόγω δικαστήριο, είναι απαράδεκτος, καθ’ όσον πρόκειται περί εκτιμήσεως πραγματικών γεγονότων, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 261 εδ. β` τουΚΠολΔ “Εφ` όσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή η ευχέρεια να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο διότι αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων. Μόνο δε εάν υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση του κρίσιμου ισχυρισμού, η ύπαρξη της οποίας επίσης ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία αυτού, υποπίπτει τούτο στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε (ΑΠ115/2008).

Με τον ένατο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, η από το άρθρο 559αρ 11βΚΠοΛΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, ως προς το ζήτημα της διακοπής της συνεργασίας της αναιρεσείουσας με την πρώτη αναιρεσίβλητη δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα ομολόγησε ότι διέκοψε μονομερώς τη συνεργασία της με την πρώτη αναιρεσίβλητη στις 24-7-2008 και ότι η μείωση των αγορών κατά το τελευταίο έτος της συνεργασίας τους οφειλόταν στη συνεργασία της με την εταιρία … από την οποία προμηθευόταν πλέον τα σχετικά προϊόντα που είχε δεσμευτεί να αγοράζει από την πρώτη αναιρεσίβλητη, μολονότι δεν υπήρχε ομολογία της σχετικά με τα ανωτέρω και δεν λήφθηκε υπόψη ότι το τελευταίο τιμολόγιο αγοράς ήταν μόλις 42 ημέρες πριν τη λήξη της συνεργασίας τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού τόσο στην αγωγή της όσο και εν μέρει στις από 24-2-2017 προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, η αναιρεσείουσα παραδέχεται ότι δεν κατάγγειλε τη σύμβαση με την πρώτη αναιρεσίβλητη, αλλά συνέχισε τη συνεργασία μαζί της σχεδόν ως το τέλος αυτής σε μειωμένα επίπεδα, ενώ παράλληλα αναγκάστηκε να αγοράζει παρόμοια προϊόντα από άλλη εταιρία του εξωτερικού, λόγω μειωμένου κόστους, το δε Εφετείο προς σχηματισμό της κρίσης του και του αποδεικτικού του πορίσματος προέβη στην εκτίμηση του συνόλου των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων των διαδίκων καθώς και όλων των έγγραφων που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και της ως άνω ομολογίας της αναιρεσείουσας.

Κατά το άρθρο 932 ΑΚ “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του …”. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα και εν προκειμένω και οι ανώνυμες εταιρείες, αν με την σε βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Για να γεννηθεί η αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο, σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Αντικείμενο προσβολής είναι και η υπόληψη του νομικού προσώπου, το οποίο, όπως και το φυσικό πρόσωπο, είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητος, εκδηλώνεται δε με πράξεις ή παραλείψεις(ΑΠ193/2018). Εξάλλου, με το άρθρο δε 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η ποσοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται με την εν λόγω διάταξη, ενώ η νομική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο αρκείται για το ορισμένο της αγωγής σε στοιχεία λιγότερα από τα οριζόμενα στο νόμο, ελέγχεται από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

Με τον όγδοο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο κατά παράβαση του άρθρου 559αρ 14 ΚΠοΛΔ, έκρινε αόριστη την από 10.9.2009 αντίθετη αγωγή της κατά των αναιρεσίβλητων, με την οποία ζητούσε να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της φήμης και της επαγγελματικής της πίστης, ενόψει των όσων αναληθών και συκοφαντικών εξέθετε η πρώτη αναιρεσίβλητη στην αγωγή της ενώ αυτή ήταν ορισμένη, περιέχουσα τα αναγκαία στοιχεία για την αξίωσή της αυτή. Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη του λόγου αυτού, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης καθίσταται διά της απορρίψεως των κατ’ αυτής αναιρετικών λόγων απρόσβλητη τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, σχετικά με την παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας έναντι της πρώτης αναιρεσίβλητης, το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησεως καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου και ο λόγος αυτός απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος.

Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθ 495 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων λόγω της ήττας της (αρθρ 176,183 ΚΠοΛΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7-11-2017 αίτηση αναίρεσης της εταιρίας … … κατά της 194/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

dsa.gr