Η απόλυση υπό τον όρο της ανακλήσεως, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή αλλά στάδιο της εκτελέσεώς της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση. Αν όμως μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από ένα (1) έτος, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του την 1 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Πεπόνη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως της 4882/17.10.2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον C. – C. R. του D., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης … ο οποίος δεν εμφανίστηκε.

Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.11.2016 και με αριθμό 1014/2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών Βασιλικής Κονδύλη, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 42/2017.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 551 Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται, ότι κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή (συγχωνευτικής) επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτός της εσφαλμένης εφαρμογής η ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ.). Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικό έχει. Επομένως, η κρινόμενη από 16.11.2016 (με αριθ. 1014/2016) αίτηση αναίρεσης της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά της με αριθ. 4882/17.10.2016 συγχωνευτικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών και μέσα στη νόμιμη (δεκαήμερη) προθεσμία από της κατά την 14.11.2016 καταχώρισης της εν λόγω ανέκκλητης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου, με λόγο την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι τυπικά δεκτή (άρθρα 551 παρ. 5 εδ. τελευτ. σε συνδ. με αρθρ. 473 παρ. 1, 3, 4, 507 παρ. 1 εδ. α’ και 509 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απόντος του καθ’ου η αίτηση αναιρέσεως αφού αυτός αν και κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο (βλ. τις από 8/1/2019 και 10/1/2019 εκθέσεις επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς τον καθ’ου και τον αντίκλητό του δικηγόρο) δεν προσήλθε C. – C. R. του D., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο αυτό κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση του, κατά την οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της η υπόθεση και έγινε η συζήτησή της, αν και είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 8.1.2019 και 10.1.2019, αντιστοίχως, αποδεικτικά επίδοσης του Λ. Χ. Επιμελητού της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (άρθρα 513 παρ. 1 εδ. γ’ και 515 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ αν από την απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, υπό τον όρο της ανακλήσεως, περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής, το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία (3) έτη ή αν περάσουν τρία (3) έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή αν δεν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη, για την οποία απαιτείται να περάσουν δέκα (10) χρόνια, θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Αν όμως μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από ένα (1) έτος, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Η απόλυση, δηλαδή, υπό τον όρο της ανακλήσεως, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή αλλά στάδιο της εκτελέσεώς της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ολ.ΑΠ. 106/1991). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ, οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για τον καθορισμό ως εκτιτέας μιας συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής στερητικών της ελευθερίας ποινών, εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε, και αν τελέσθηκε αυτή. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. η οποία ορίζει ότι αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού κώδικα για τη συρροή, συνάγεται ότι αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υφ’ όρον συμπέσει ποινή ανώτερη του ενός (1) έτους για άλλη, από δόλο, πράξη, παρόλον ότι η ποινή που έχει ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, αποτελουμένη από τη βαρύτερη τούτων επαυξανομένη από την άλλη που συντρέχει αλλά η νέα θα αποτιθεί χωριστά, μετά την έκτιση ολοκλήρου του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 Π.Κ. αποκλείοντας έτσι τη συγχώνευση αθροιστικά με τη νέα ποινή. Η αυτοδίκαιη άρση της υφ’ όρον απολύσεως και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασμένος με δόλο, μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πάνω από ένα (1) έτος και τούτο, διότι ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 551 Κ.Ποιν.Δ. (ΑΠ 1343/2015) Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία επισκοπούνται παραδεκτώς για την έρευνα της βασιμότητας του εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. προβαλλομένου με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών λόγου, προκύπτουν τα εξής: Ο C. – C. R. του D., εξέτιε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών που του επιβλήθηκε με την με αριθμ. 510/1.2.2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, στο Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας, έτυχε δε υφ’ όρον απολύσεως με το με αριθμ. 387/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου και αποφυλακίστηκε στις 26.7.2010, με αναπομείναν υπόλοιπο της προς έκτιση ποινής του ανερχόμενο σε δύο (2) έτη και είκοσι έξι (26) ημέρες και με λήξη του χρόνου δοκιμασίας του την 26.7.2013. Εντός του χρόνου της δοκιμασίας από την απόλυση του (από 26.7.2010 έως 26.7.2013) και συγκεκριμένα την 1.2.2011 στην … ο άνω κατάδικος διέπραξε νέο έγκλημα από δόλο και ειδικότερα το αδίκημα της αντίστασης πράξη, για την οποία καταδικάστηκε με την με αριθμ. 11890/14.2.2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών. Η εν λόγω απόφαση κατέστη αμετάκλητη, διότι η κατ’ αυτής ασκηθείσα έφεση, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την με αριθμ. 7700/2013, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία του επιδόθηκε νομοτύπως, την 4.11.2013.

Κατ’ αίτησή του, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθ. 4882.17.10.2016 απόφασή του, προέβη στην συγχώνευση (καθορισμό συνολικής ποινής) των ποινών που επιβλήθηκαν σ’ αυτόν με τις 1) υπ’ αριθ. 510/1.2.2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και 2) υπ’ αριθ. 11890/14.2.2011, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του καθόρισε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών και ένδεκα (11) μηνών, αποτελουμένη από την ποινή φυλακίσεως των τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών, που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθ. 510/2010 Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, επαυξημένη κατά πέντε (5) μήνες, από την ποινή φυλακίσεως των δέκα πέντε (15) μηνών, που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθ. 11890/2011, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Η προσμέτρηση όμως και της ποινής που είχε επιβληθεί με την υπ’ αριθ. 510/1.2.2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μέρος της οποίας είχε εκτιθεί και για το υπόλοιπο είχε χορηγηθεί απόλυση υπό όρο με το υπ’ αριθ. 387/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, ήταν μη νόμιμη, αφού αυτή έπρεπε, όπως αναφέρθηκε να εκτιθεί αθροιστικώς. Η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό το αντίθετο και διατάχθηκε η συγχώνευση και της ποινής αυτής, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις του νόμου που αναφέρθηκαν, αφού έδωσε σ’ αυτές την έννοια ότι είναι επιτρεπτή η συγχώνευση και της ποινής αυτής (της ποινής δηλαδή, μέρος της οποίας έχει εκτιθεί, είχε χορηγηθεί αναστολή υφ’ όρο για το υπόλοιπο και κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ο απολυθείς καταδικάσθηκε αμετάκλητα για αδίκημα εκ δόλου σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από ένα (1) έτος, ενώ η πραγματική τους έννοια, είναι ότι η συγχώνευση της ποινής αυτής, είναι ανεπίτρεπτη.

Έτσι, όμως, που έκρινε το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 108, 109 του ΠΚ και του άρθρου του 551 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία είναι ουσιαστική κατά το μέρος της που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής. Κατά συνέπειαν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά της υπ’ αριθ. 4282/17.10.2016 συγχωνευτικής αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία προβάλλεται η αναφερομένη πλημμέλεια και ζητείται η αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ.) είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή. Μετά απ’ αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, περίπτωση δε παραπομπής της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας δεν συντρέχει, αφού δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω εκδικάσεώς της πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., η με αριθμό πρωτ. 52447/2016 αίτηση του αιτούντος – καταδίκου C. – C. R. του D. για τον καθορισμό συνολικής ποινής, για την οποία έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την προσβαλλόμενη με αριθμό 4882/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την με αριθμό πρωτ. 52447/2016 αίτηση του αιτούντος – καταδίκου C. – C. R. του D., που γεννήθηκε στη …, κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Ναυπλίου, για τον καθορισμό συνολικής ποινής, για την οποία έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr