Περίληψη:  Οι δαπάνες κατανέμονται με βάση: α) Τις απώλειες που αναλογούν σε κάθε ιδιοκτησία από τις συνολικές θερμικές απώλειες του κτιρίου. β) Τις απώλειες κάθε συγκεκριμένης ιδιοκτησίας με βάση τον όγκο και τα εξωτερικά της ανοίγματα. Ο τρόπος αυτός κατανομής ισχύει για τις οικοδομές των οποίων η άδεια οικοδομής εκδίδεται μετά την 11.4.1985, αλλά και για τις οικοδομές των οποίων ο κανονισμός τροποποιείται μετά την έναρξη ισχύος αυτού.

Αριθμός 566 /2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Α. Γ. του Κ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Βασίλη Λιάπα και δεν κατέθεσε προτάσεις και 2. Γ. Γ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασίλη Λιάπα και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Β. Π. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Παρασκευής Κολιού και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1889/2008 μη οριστική και 3281/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 594/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4-4-2011 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Ιωάννα Πετροπούλου, ανέγνωσε την από 14-3-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου και την παραδοχή του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη της παρ 1 του άρθρου 4 του ν. 3741/1929 “περί της ιδιοκτησίας και ορόφους” επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας, ίνα, δι’ ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συνέναισις, κανονίσουν τα της συνιδιοκτησίας και υποχρεώσεις”. Κατά δε την διάταξιν του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι α) εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών, περί των κοινών πραγμάτων, κρατούν τα εξής … β) έκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα κοινά βάρη επί τη βάσει την αξίαν του ορόφου ή διαμερίσματος του οποίου είναι κύριος”. Τέλος, κατά την παρ 1 του αυτού νόμου “πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρίζεται εις το βιβλίον μεταγραφών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι συνιδιοκτήτες διεπόμενης από το νόμο αυτό οικοδομής μπορούν με ιδιαίτερες συμβολαιογραφικά και με τη σύμπραξη όλων καταρτιζόμενες και μεταγραφόμενες συμφωνίες να κανονίσουν τα απορρέοντα από τη συνιδιοκτησία δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, μεταξύ των οποίων και την αναλογία της συμμετοχής των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους στα κοινά βάρη (κοινές δαπάνες) της οικοδομής. Η κατανομή των κοινών αυτών δαπανών σε κάθε οριζόντια ιδιοκτησία μπορεί να γίνει και με τον συστατικό της χωριστής ιδιοκτησίας τίτλο ή τον κανονισμό της οικοδομής, που καταρτιζόμενος συμβολαιογραφικώς και μεταγραφόμενος, δεσμεύουν και τους (καθολικούς και ειδικούς) διαδόχους των αρχικών (ως μόνων συνιδιοκτητών) συμβληθέντων. Μεταξύ δε των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή βαρών των συνιδιοκτητών κοινής οικοδομής, διηρημένης κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών, τα οποία καθορίζονται δια του (κατ’ άρθρο 4) καλούμενου κανονισμού οροφοκτησίας είναι και η συμμετοχή εκάστου των συνιδιοκτητών εις την δαπάνην συντηρήσεως και λειτουργίας της κεντρικής θερμάνσεως ή έστω μόνον το κριτήριον ή ο παράγων, επί τη βάσει του οποίου κανονίζεται αυτή. Μετά τον καθορισμό των εν λόγω στοιχείων με τον κανονισμό ή μεταβολή του ποσοστού συμμετοχής εκάστου των συνιδιοκτητών στην ως άνω δαπάνη ή του κριτηρίου προσδιορισμού του ενόσω άγει στη μεταβολή των υποχρεώσεων εκάστου των συνιδιοκτητών, δύναται να γίνει με κοινή όλων συμφωνία που υποβάλλεται στο συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή κατ’ άρθρο 5 και 13 του ν. 3741/1929. Εξ’ άλλου, κατ’ άρθρο 6 παρ4 Ν. 1512/1985, Οι δαπάνες της κεντρικής θέρμανσης σε διηρημένη κατά ορόφους ή μέρη αυτής ιδιοκτησία στο ίδιο κτίριο κατανέμοντα με βάση: α. Τις απώλειες που αναλογούν σε κάθε ιδιοκτησία από τις συνολικές θερμικές απώλειες του κτιρίου β). τις απώλειες κάθε συγκεκριμένης ιδιοκτησίας με βάση τον όγκο και τα εξωτερικά της ανοίγματα, κατά δε την παρ 5 του ίδιου άρθρου. Στις κατανεμόμενες δαπάνες περιλαμβάνονται οι δαπάνες λειτουργίας (καύσιμα και προληπτική συντήρηση της εγκατάστασης) και οι έκτατες δαπάνες (αντικαταστάσεις, βελτιώσεις, εκσυγχρονισμός και αποκατάσταση ζημιών σε οποιοδήποτε κοινόχρηστο μέρος του συστήματος κεντρικής θέρμανσης) και κατά την παρ. 6 αυτού. Υπόχρεος για την καταβολή των δαπανών είναι α. για τις δαπάνες λειτουργίας αυτός που έχει τη χρήση της ιδιοκτησίας. Τέλος κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των παρ. 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κτίρια για τα οποία εκδίδεται άδεια οικοδομής μετά τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ 1 ΚΠολΔ συνιστά η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου η οποία υπάρχει όταν λάβει η χώρα ψευδής ερμηνεία ή μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ψευδής ερμηνεία είναι η απόδοση στο συγκεκριμένο κανόνα μη αληθινής και μη αρμόζουσας έννοιας. Επίσης ψευδής ερμηνεία κανόνα δικαίου υπάρχει, όταν αποδόθηκε σ’ αυτόν από το δικαστή περιορισμένη ή στενή έννοια καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία αυτός δεν εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθεί, γιατί συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αναλογικής του εφαρμογής. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτό αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δήχθηκε ό
τι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως, τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης των υπό στοιχεία Α-1 και Α-2 διαμερισμάτων της επί της οδού … πολυκατοικίας, στην Αθήνα και διαχειριστής αυτής εκλεγμένος νομίμως με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των συνιδιοκτητών που συνήλθε στις 4.2.2006. H εν λόγω οικοδομή έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζοντίου ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3741/1229 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ με την υπ. αρ. …/1972 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμ/φου Αθηνών Ιωάννη Ρώτη που μεταγράφηκε νόμιμα. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε εν μέρει με την …/1976 όμοια του συμ/φου Αθηνών Παναγιώτη Σταυρόπουλου που ωσαύτως μεταγράφηκε νόμιμα. Στο περιεχόμενο της αρχική σύστασης πράξης κανονισμού προσχώρησαν όλοι οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της ως άνω οικοδομής μεταξύ των οποίων και ο Κ. Γ., δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων, ο οποίος ήταν κύριος ενός διαμερίσματος του τέταρτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, το οποίο μετά τον επισυμβάντα στις 1.10.2002 θάνατό του περιήλθε αιτία κληρονομικής διαδοχής στα τέκνα του Α. και Γ. Γ. κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και στη σύζυγό του Θ. Γ. κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την …/2003 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Αθηνών Κλεάνθης Μανδρακούκα. Στη συνέχεια η Θ. Γ., δεύτερη των αρχικώς εναγομένων, μεταβίβασε τα 2/8 της ψιλής κυριότητας του ως άνω διαμερίσματος στην εκ τούτων πρώτη Α. Γ. με το …/200 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμ/φου αιτία γονικής παροχής, ενώ με το …/2003 συμβόλαιο της αυτής συ/φου, ο Γ. Γ. μεταβίβασε σ’ αυτή τα 3/8 της ψιλής κυριότητας του εν λόγω διαμερίσματος, η οποία κατά συνέπεια κατέστη ψιλή κυρία αυτού κατά ποσοστό 100%, ενώ επικαρπώτρια αυτού κατά ποσοστό 100% κατέστη η ως ανωτέρω Θ. Γ. μετά τη μεταβίβαση αυτή με το …/2003 δωρητήριο συμβόλαιο της αυτής συμ/φου από τα τέκνα της Α. και Γ. Γ., του ανήκοντος σε έκαστο αυτών (3/8 εξ αδιαιρέτου), της επικαρπίας του εν λόγω διαμερίσματος. Περαιτέρω, στην αρχική συστατική πράξη και κανονισμό προσχώρησε και η δεύτερη εκ των αρχικώς εναγομένων η οποία ήταν κυρία του δώματος της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, αιτία αγοράς, με το …/1979 συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Παναγιώτη Σταυρόπουλου που μεταγράφηκε νόμιμα, το οποίο μετά τον επισυμβάντα στις 7.12.2006 θάνατο της ως άνω Θ. Γ., περιήλθε κατ’ ισομοιρία αιτία κληρονομικής διαδοχής στα τέκνα της Α. και Γ., την κληρονομία της οποίας αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Κλεάνθης Μανδρακούκα. Έτσι, η πρώτη εναγόμενη είναι πλήρης κυρία νομέας και κάτοχος του Δ-1 διαμερίσματος και συγκυρία του δώματος κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου, ο δε δεύτερος εναγόμενος είναι συγκύριος του δώματος κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 1/2 εξ’ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, σύμφωνα στο 2ο κεφάλαιο της παραπάνω υπ’ αριθμ. …/1972 πράξης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας ορίζεται ότι: “Πας ιδιοκτήτης διηρημένης ιδιοκτησίας βαρύνεται αυτοδικαίος ως εκ της ιδιότητάς του ταύτης με τα εκ της συνιδιοκτησίας του απορρέοντα κοινά βάρη και κοινάς δαπάνας. Η συμμετοχή εκάστου τούτων εις ταύτας καθορίζεται κατ’ αναλογία εμφαινόμενη εν τω συνημμένω πίνακα τεχνικών δεδομένων εις τας στήλας υπό τους τίτλους επιβάρυνση κοινοχρήστων, επιβαρύνσεις κεντρικής θερμάνσεως. Η δαπάνη δια την κεντρική θέρμανση είναι υποχρεωτική δια πάντας του συνιδιοκτήτας …”. Με την ως άνω συστατική πράξη της οροφοκτησίας συμφωνήθηκε ο τρόπος κατανομής των κοινοχρήστων δαπανών στις χωριστές ιδιοκτησίες και καθορίστηκαν τα ποσοστά συμμετοχής σ’ αυτές κάθε ιδιοκτησίας, τα οποία περιελήφθησαν και σε σχετικό πίνακα συννημένο στην εν λόγω πράξη που μεταγράφηκε. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. …/30-7-1976 πράξη τροποποίησης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας επήλθε τροποποίηση της …/1972 πράξεως μόνο ως προς α) το υπ’ αριθμ. 1 διαμέρισμα του ισογείου ορόφου β) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου και γ) του τετάρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου εν εσοχή (ιδιοκτησία α’ εναγομένης) η οποία προήλθε από συνένωση των δύο διαμερισμάτων που υπήρχαν στον όροφο αυτό, και συνετάγη ο νέος από Ιούνιο 1976 πίνακας αναλογιών του πολιτικού μηχανικού Ι. Α. με τον οποίο καθορίσθηκαν πλέον τα νέα ποσοστά κατανομής των κοινοχρήστων δαπανών, ο οποίος (πίνακας) κατισχύει του συνημμένου στην υπ’ αριθμ. …/1972 πράξη συστάσεως οροφοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, αφού μεταγράφηκε μαζί με την τροποποιητική πράξη της συστάσεως οριζοντίου ι
διοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας. Με βάση τον νεώτερο αυτό πίνακα οι δύο ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες συμμετέχουν στις κοινόχρηστες δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως ως εξής: 1. Το υπ’ αριθμ. 1 διαμέρισμα του τετάρτου υπέρ το ισόγειον ορόφου (εν εσοχή), επιφανείας 101,59 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 140/1000 εξ’ αδιαιρέτου, συνολικού όγκου μέτρα κυβικά 325,09 κατά ποσοστό 294/1000 και η οριζόντια ιδιοκτησία (δώμα) συνολικής επιφάνειας 11.90 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 17/1000 εξ’ αδιαιρέτου, όγκο ιδιόκτητο 36,89 κυβικά μέτρα, κατά ποσοστό 116/1000. Οι εναγόμενοι αρνούνται να καταβάλουν την αναλογία τους με βάση τα ως άνω ποσοστά του από Ιουνίου 2006 πίνακα αναλογιών ισχυριζόμενοι ότι ο εν λόγω πίνακας που συντάχθηκε με βάση την επιφάνεια των σωμάτων θέρμανσης δεν είναι ορθός, διότι έπρεπε να συνταχθεί με βάση τον υπολογισμό των αναλογούντων σε κάθε ιδιοκτησία δαπανών θέρμανσης που προκύπτει από τον όγκο κάθε διαμερίσματος, για το λόγο δε αυτό και συντάχθηκε από το έτος 1976 νέος πίνακας αναλογιών στον οποίο υπολογίσθηκαν τα ποσοστά και η αναλογία των δαπανών κεντρικής θερμάνσεως της πολυκατοικίας με βάση τον όγκο των διαμερισμάτων, τα δε αναλογούντα και στις δύο ιδιοκτησίες ποσοστά τους υπολογίσθηκαν σε 198/1000 (130/1000 + 68/1000). Ο άτυπος δε αυτός πίνακας εφαρμόσθηκε από το έτος 1976 έως το έτος 2006 χωρίς να διαμαρτυρηθούν οι συνιδιοκτήτες καθόσον ο από Ιουνίου 1976 πίνακας αναλογιών οδηγούσε σε ανεπιεικείς λύσεις, άλλαξε δε η εφαρμοσθείσα επί 29 περίπου έτη τακτική, όταν ο ενάγων διορίσθηκε διαχειριστής και σταμάτησε να εφαρμόζει τον άτυπο ως άνω πίνακα αναλογιών. Όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η συμφωνία για τον τρόπο κατανομής των κοινοχρήστων δαπανών στις χωριστές ιδιοκτησίες και ο καθορισμός των ποσοστών που γίνεται με τη συστατική πράξη δεσμεύει τους συνιδιοκτήτες και τους διαδόχους τους και για να μεταβληθεί η συμφωνηθείσα αυτή ποσοστιαία συμμετοχή των χωριστών ιδιοκτησιών στις κοινές δαπάνες πρέπει να γίνει τροποποίηση του κανονισμού με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβάλλεται σε μεταγραφή.

Στην προκειμένη δε περίπτωση, ενώ εκ των υστέρων εχώρησε τροποποίηση της αρχικής συστατικής πράξης της οροφοκτησίας και ως προς την αναλογία συμμετοχής των εναγομένων στις κοινόχρηστες δαπάνες με την κατάρτιση νέου πίνακα, ουδεμία αντίρρηση τότε προέβαλε ο δικαιοπάροχος τους ως προς την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της συμμετοχής του στις δαπάνες της κεντρικής θερμάνσεως, αλλά ούτε και μεταγενέστερα επεδίωξαν την νομότυπη τροποποίηση της συστατικής πράξεως, η οποία δεσμεύει και όσους προσχώρησαν σε αυτήν μεταγενέστερα (αρχική δεύτερη εναγομένη) με συμβόλαιο αγοράς οριζοντίου ιδιοκτησίας, εφόσον εγκρίνουν τους όρους της, διότι στην αντίθετη περίπτωση που κρίνουν τους όρους της συμφωνίας επαχθείς δεν προβαίνουν στην αγορά οριζόντιας ιδιοκτησίας. Εφόσον, όμως, προέβησαν στην αγορά δεν μπορούσαν μεταγενέστερα να αμφισβητήσουν κανένα από τους όρους της, αλλά για να μεταβληθεί η συμφωνημένη ποσοστιαία συμμετοχή των διαμερισμάτων στις κοινές δαπάνες πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να γίνει σχετική τροποποίηση με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Εξ’ άλλου, ο τρόπος κατανομής των δαπανών θέρμανσης που ορίζεται στο από 27.9/7-11-1985 π.δ., το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 6ν. 1512/1985, και ορίζει ότι οι δαπάνες κεντρικής θερμάνσεως κατανέμονται με βάση: α) τις απώλειες που αναλογούν σε κάθε ιδιοκτησία από τις συνολικές απώλειες του κτιρίου και β) τις απώλειες κάθε συγκεκριμένες ιδιοκτησίας με βάση τον όγκο και τα εξωτερικά ανοίγματα, ισχύει για τις οικοδομές των οποίων η άδεια οικοδομής εκδίδεται μετά την 11-4-1985 (άρθρ. 6 παρ. 8 ν. 1512/1985), αλλά και για τις οικοδομές των οποίων ο κανονισμός τροποποιείται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη κανόνων ουσιαστικού δικαίου έκρινε ότι ο τρόπος κατανομής των δαπανών θέρμανσης που ορίζεται στο από 27.9/7.11.1985 ΠΔ το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ 8 ν. 1512/1985, ισχύει για τις οικοδομές των οποίων η άδεια οικοδομής εκδίδεται μετά την 11.4.1985, αλλά και για τις οικοδομές των οποίων ο κανονισμός τροποποιείται μετά την έναρξη ισχύος αυτού, προϋποθέσεις που δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω. Επομένως ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις στις διατάξεις των άρθρων 1-4 του Π.Δ. 27.9/7.11.1985 αναφορικά με τον τρόπο κατανομής των δαπανών θέρμανσης ισχύουν για όλες τις οικοδομές και κάθε ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει να καταβάλει τις δαπάνες θέρμανσης με βάση την κατανομή που προβλέπεται στο προεδρικό ως άνω διάταγμα, είναι απορριπτέως ως αβάσιμος.

Επειδή, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί του δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Εξ’ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδέχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τ’ ακόλουθα αναφορικά με την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου. Το γεγονός ότι είχε συνταχθεί κατ’ εντολή των αρχικών συνιδιοκτητών νέος πίνακας κατανομής με βάση τον οποίο οι κοινές δαπάνες θερμάνσεως κατανεμήθηκαν ανάλογα με τον όγκο των διαμερισμάτων και ίσχυσε ατύπως από το έτος 1976 και μεταγενέστερα μέχρι το έτος 2006, χωρίς πρόβλεψη και εξουσιοδότηση της συστατικής πράξεως ως προς τα νέα ποσοστά συμμετοχής, δεν δημιούργησε καθεστώς δεσμευτικό για τους διαδόχους των τότε ιδιοκτητών, ούτε νομιμοποίησε την ενέργειά τους η επί μακρό χρόνο εφαρμογή του πίνακα αυτού, διότι η ρύθμιση αυτή, έχουσα ενοχική και μόνο ισχύ, είναι έγκυρη και δεσμευτική αποκλειστικά και μόνο για τους συμβληθέντες αυτούς συνιδιοκτήτες και δεν καταλαμβάνει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους αυτών.

Συνεπώς, όταν οι τελευταίοι κατέστησαν κύριοι των ιδιοκτησιών και αποτελούντες την πλειοψηφία των συνιδιοκτητών, ζήτησαν την εφαρμογή του νομίμως συνταχθέντος πίνακα κατανομής ποσοστών από Ιούνιο 1976, μη αποδεχόμενοι το καθεστώς που επικρατούσε μέχρι τότε, διότι οι ιδιοκτησίες τους επιβαρύνονταν με μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, ορθώς ο ενάγων διαχειριστής επανήλθε στην εφαρμογή του ως άνω πίνακα, και δεν δύναται να θεωρηθεί, εν όψει των όσων αναφέρθηκαν, ως καταχρηστική η ενέργεια αυτή του διαχειριστή να ζητήσει την καταβολή από τους υπόχρεους εναγομένους, ιδιοκτήτες των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, της αναλογίας τους στα κοινά βάρη σύμφωνα με τον από Ιουνίου 1976 πίνακα, ούτε η ενέργειά του υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εκτός αυτού, η επέμβαση του Δικαστηρίου είναι συγχωρητή μόνο στην περίπτωση που δεν συμφωνήθηκαν ποσοστά επιβαρύνσεως κάθε ιδιοκτήτη με τη συστατική πράξη οροφοκτησίας ή τον κανονισμό της πολυκατοικίας, όχι δε, και όταν ο συμφωνηθείς πίνακας κατανομής ποσοστών δαπάνης θερμάνσεως άγει σε άδικη κατανομή της δαπάνης αυτής μεταξύ των ιδιοκτητών και δεν ανταποκρίνεται στο ορισθέν κριτήριο.

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του αναιρεσίβλητου διαχειριστή κατανομής της δαπάνης κεντρικής θέρμανσης με βάση την επιφάνεια των θερμικών σωμάτων των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους στην πολυώροφη ως ανωτέρω οικοδομή. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ορθά δεν εφήρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παραβίασης της διάταξης αυτής με τα γενόμενα παραπάνω δεκτά, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Επειδή, με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί η από 4.4.2011 αίτηση για αναίρεση της 5994/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, υπό την ιδιότητα που παρίστανται, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4.4.2011 αίτηση για αναίρεση της 5994/2010 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2013. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

judex