ΑΡΙΘΜΟΣ 59/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Μαρία Γκανιάτσου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Σ. Σ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ξανθίππη Μωυσίδου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 3846/2017 αποφάσεως του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Πταισματοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2017 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μόνο κατά τη διάταξη μετατροπής ποινής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠοινΔ, “Αναίρεση κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Γ’, Ε’, ΣΤ’ και Η’ “. Επομένως, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη της παρ. 1 στοιχ. Δ’ του τελευταίου άρθρου (510 Κ.Ποιν.Δ.) λόγος αναίρεσης, δηλαδή η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν παρέχει δικαίωμα προσβολής με αίτηση αναίρεσης των αποφάσεων των πταισματοδικείων, τυχόν δε προβαλλόμενος (κατ’ απόφασης πταισματοδικείου), απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Η ρύθμιση αυτή, κατά την οποία είναι ανεπίτρεπτη η άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ’ απόφασης πταισματοδικείου για έλλειψη αιτιολογίας, δεν είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και μετά την τελευταία (κατά το έτος 2001) αναθεώρησή του, αφού η θέσπιση περιορισμών στην άσκηση των ένδικων μέσων είναι επιτρεπτή. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της απόφασης 3846/25-4-2017 του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη (πταίσμα) της παράβασης του άρθρου 45 παρ. 4 εδ. β’ του Ν. 2696/1999 και ειδικότερα για το ότι στον … στις 23-5-2016 και περί ώρα 09.55’ καταλήφθηκε να οδηγεί το ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο … και να συμπεριφέρεται με λόγια υβριστικά προς το όργανο της Τροχαίας Κίνησης, που εκτελούσε υπηρεσία, λέγοντας σ’ αυτό “γι’ αυτό σας λένε μπάτσους παλιομαλάκα”.
Για την πράξη αυτή επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα ποινή κράτησης δέκα (10) ημερών και ποινή προστίμου διακοσίων (200) ευρώ και, συνεπώς, εφόσον, κατά τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠοινΔ, η απόφαση αυτή, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση, υπόκειται, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, σε αίτηση αναίρεσης. Με τους λόγους αναίρεσης, που αναφέρονται με τα στοιχεία Α1Ι, Α1 ΙΙ (από προφανή παραδρομή αναφέρεται ως Α1Ι), Α1 ΙΙΙ, Α2 ΙΙ (ως προς το δεύτερο σκέλος του) και Β1 (ως προς το πρώτο σκέλος του) στην από 15-5-2017, με αρ. πρωτ. …/16-5-2017, έκθεση αναίρεσης, προβάλλεται από την αναιρεσείουσα ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης, ήτοι η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ως προς το περί ενοχής σκεπτικό οι τρεις πρώτες αιτιάσεις, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του ΠΚ η τέταρτη και ως προς τη μη αναστολή της έκτισης της ποινής κράτησης η πέμπτη αιτίαση). Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρονται στην αρχή της σκέψης αυτής, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απαράδεκτοι, και, συνεπώς, απορριπτέοι, διότι δεν περιλαμβάνονται στους περιοριστικώς αναφερόμενους, στη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠοινΔ, λόγους προσβολής με αίτηση αναίρεσης των αποφάσεων των πταισματοδικείων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, διότι στερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 του ΚΠοινΔ), εκτός αν τα έγγραφα αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της απόφασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε ο συντάκτης αυτού ούτε και ο χρόνος σύνταξής τους, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα, από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των εγγράφων, τα οποία μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο και τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας, περιλαμβάνεται και το έγγραφο με προσδιοριστική της ταυτότητάς του ένδειξη “η από 10-6-2006 έκθεση Αρχής”. Με την αναφορά αυτή, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα του εν λόγω εγγράφου και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του (ονόματος συντάκτη, τίτλου αρχής, αντικειμένου κλπ), αφού, με την ανάγνωσή του, κατέστη αυτό γνωστό και κατά το περιεχόμενό του στην αναιρεσείουσα και έτσι αυτή, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προέβαλε καμία αντίρρηση για την ανάγνωση του εγγράφου αυτού, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται αυτό στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν δημιουργείται αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς του. Έτσι, ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το εν λόγω έγγραφο και δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης Α2Ι, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα του ως άνω εγγράφου, είναι αβάσιμος και, συνεπώς, απορριπτέος.

Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο δημιουργείται και στην περίπτωση που το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί οποιουδήποτε αιτήματος ή ισχυρισμού του κατηγορουμένου χωρίς να ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1 στοιχ. β’ και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, με την προϋπόθεση όμως ότι το αίτημα αυτό ή ο ισχυρισμός προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρα 350-368 του ΚΠοινΔ) και όχι μετά την λήξη αυτής, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί εκ νέου ο λόγος στον εισαγγελέα, αν αυτός δεν τον ζητήσει. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού ακούστηκε η Δημόσια Κατήγορος, η οποία πρότεινε την ενοχή της αναιρεσείουσας-κατηγορούμενης, δόθηκε ο λόγος στη συνήγορο αυτής, η οποία ζήτησε να αθωωθεί αυτή, αλλιώς να αναγνωριστεί σ’ αυτή η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του ΠΚ.

Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, αφού είχε περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία και η Δημόσια Κατήγορος είχε αγορεύσει και είχε προτείνει την ενοχή της κατηγορούμενης, δεν είχε υποχρέωση η Πρόεδρος του Δικαστηρίου να δώσει εκ νέου το λόγο στη Δημόσια Κατήγορο επί του εν λόγω αιτήματος, το οποίο υπέβαλε η συνήγορος της αναιρεσείουσας κατά την αγόρευσή της και, συνεπώς, εφόσον η Δημόσια Κατήγορος δεν ζήτησε το λόγο επί του αιτήματος αυτού, δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα από το λόγο αυτό. Επομένως, ο λόγος αναίρεσης Α2 ΙΙ (ως προς το πρώτο σκέλος του), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω της ως άνω, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, παράλειψης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010, “Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων….”

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του, στην περίπτωση δε που προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής εκτέλεσης αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη και της επέβαλε ποινή κράτησης δέκα (10) ημερών για την αξιόποινη πράξη (πταίσμα) της παράβασης του άρθρου 45 παρ. 4 εδ. β’ του Ν. 2696/1999, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της εν λόγω ποινής. Έτσι, όμως, που έκρινε, δηλαδή με το να μην εξετάσει τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, υπέπεσε στην ελεγχόμενη, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και, συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης Β2Ι (ως προς το δεύτερο σκέλος του), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω Β2Ι (ως προς το δεύτερο σκέλος του) λόγου αναίρεσης: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της ποινής κράτησης που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, στη συνέχεια δε, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα του περιεχομένου στο αναιρετήριο λόγου αναίρεσης Β2 ΙΙ, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράλειψης της Προέδρου του Δικαστηρίου να δώσει το λόγο στη συνήγορο της αναιρεσείουσας-κατηγορούμενης για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής κράτησης ή τη μετατροπή της σε χρηματική, να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη, που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής εκτέλεσης της ως άνω ποινής κράτησης, που έχει επιβληθεί στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής κράτησης είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής, οπότε αυτή θα μετατραπεί προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, και β) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η από 15-5-2017, με αριθμό …/16-5-2017, αίτηση της Σ. Σ. του Α., για αναίρεση της απόφασης 3846/25-4-2017 του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 3846/25-4-2017 του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης και ειδικότερα ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της ποινής κράτησης, που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη, που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής εκτέλεσης της ως άνω ποινής κράτησης, που έχει επιβληθεί στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής κράτησης είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής, οπότε αυτή θα μετατραπεί προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 15-5-2017, με αριθμό …/16-5-2017, αίτηση της Σ. Σ. του Α., για αναίρεση της απόφασης 3846/25-4-2017 του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ