Απόφαση 634 / 2018 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 634/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημητρούλα Υφαντή, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. συζ. Θ. Α., το γένος Ά. Ρ., 2) Α. Α. του Θ., 3) Κ. Α. του Θ. και 4) Θ. Α. του Χ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Δημόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Φ. Λ. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Κρανιδιώτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και της ομόρρυθμης εταιρίας “… ΟΕ”, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3123/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 441/2014 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-6-2016 αίτησή τους και τον από 29-9-2017 πρόσθετο λόγο αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και του προσθέτου λόγου, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 9-6-2016 (αρ. …/2016) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αρ. 441/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν το Ν. 4335/2015) και ο από 29-9-2017 (αρ. κατ. … 2017) πρόσθετος λόγος αυτής έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως, πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτών (άρθρο 577 παρ. 1 και 3, 569 παρ. 2 περ. α’ και β’ ΚΠολΔ) και να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (άρθρ. 246, 573 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η διάταξη του άρθρ. 361 ΑΚ, που ορίζει ότι προς σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σύμβαση, καθιερώνει τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Συνέπεια άμεση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με την αυτή διάταξη του άρθρ. 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος (Ολ.ΑΠ 4/1998). Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση, τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης (ΑΠ 1518/2013, ΑΠ 1519/2013). Απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους αποτελεί και η σύμβαση καταβολής από τον μισθωτή στον εκμισθωτή ενός χρηματικού ποσού, πέραν του ποσού της εγγυοδοσίας, ο αποκαλούμενος “αέρας”. Το ποσό αυτό καταβάλλεται συνήθως ως κίνητρο για να δελεασθεί ο εκμισθωτής και να προτιμήσει ως μισθωτή του μισθίου το συγκεκριμένο άτομο και να μην το εκμισθώσει σε τρίτο. Η τυχόν απόκρυψη από τον εκμισθωτή του εισοδήματος από “αέρα” μπορεί να αποτελεί φορολογική παράβαση και ενδεχομένως και ποινική παράβαση (φοροδιαφυγή), όμως δεν επιδρά στο κύρος της σύμβασης. Η συμφωνία αυτή για την καταβολή στον εκμισθωτή του αποκαλούμενου “αέρα”, που συνηθίζεται στις συναλλαγές, προκειμένου να επιτευχθεί η κατάρτιση μισθωτικής σύμβασης ακινήτου για τη χρήση του ως καταστήματος, είναι μεν νόμιμη, κατ’ αρχήν, από άποψη αστικού δικαίου (άρθρ. 361 ΑΚ), αλλά μπορεί να προσβληθεί για ακυρότητα, αν αντίκειται στα χρηστά ήθη. Το ποσό του “αέρα”, δεν αποδίδεται στο μισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης, αλλά παραμένει σε όφελος του εκμισθωτή και δεν μπορεί να αναζητηθεί απ’ αυτόν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (εκτός αν πρόκειται για αιτία που δεν επακολούθησε), αφού η καταβολή του γίνεται με νόμιμη αιτία, δηλαδή τη σχετική συμφωνία, έστω και προφορική, μεταξύ μισθωτή και εκμισθωτή (ΑΠ 403/2017, πρβλ. επίσης, ΑΠ 1298/2010, ΑΠ 5/2002). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 340 και 341 παρ. 1 ΑΚ ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, αν όμως για την εκπλήρωση παροχής συμφωνήθηκε ή κατά μείζονα λόγο από το νόμο τάσσεται ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής και κατά το άρθρο 345 εδ. α’ ΑΚ, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία (ΑΠ 513/2010, ΑΠ 1427/2008).
Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 150/2015, πρβλ. επίσης, ΑΠ 349/2014). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικώς ως παράβαση του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να κρίνει το σύννομο της αγωγής αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από όσα πράγματι ο νόμος απαιτεί ή αρκέσθηκε σε λιγότερα ( ΑΠ 320/2016, ΑΠ 1592/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο κύριο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως Α) τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 361 σε συνδ. 345 ΑΚ περί υπερημερίας της αναιρεσίβλητης – εκμισθώτριας από την ενδοσυμβατική ευθύνη αυτής, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή αυτών, αν και συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, καθώς επίσης Β) τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 179 και 919 ΑΚ περί καταπλεονεκτικής συμφωνίας, με την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, αν και δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους και ότι ειδικότερα, το Εφετείο, με το να κρίνει ότι η αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία αυτοί αξίωναν την επιστροφή του “αέρα” είναι δήθεν αόριστη, ως καταπλεονεκτική, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ (η οποία δεν είναι διάδικος σήμερα), με την ιδιότητά της ως μισθώτρια, καθώς και οι ήδη αναιρεσείοντες, ομόρρυθμα μέλη αυτής, άσκησαν την από 11-6-2011 (αρ. κατ. …/2011) αγωγή, με την οποία αξίωναν την καταβολή του ποσού των 150.000 ευρώ, ως επιστροφή του “αέρα”, κατά τα συμφωνημένα με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη – εκμισθώτρια. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 3123/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την από 25-9-2012 (αρ. κατ. …2012) έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που, αφού δέχτηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Ειδικότερα, με την ένδικη αγωγή, όπως επιτρεπτά επισκοπείται για τις ανάγκες του ερευνώμενου αναιρετικού λόγου, οι ενάγοντες κατ’ ακριβή αντιγραφή του περιεχομένου της, εκθέτουν τα εξής: “Δυνάμει του από 01-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μισθώσεως, η εναγόμενη εκμίσθωσε στην πρώτη εξ ημών το με τα στοιχεία Κ-7 κατάστημα ισογείου της κείμενης στην Γλυφάδα Αττικής και επί της οδού … πολυώροφης οικοδομής, προκειμένου η πρώτη εξ ημών να το χρησιμοποιήσω ως κατάστημα εμπορίας ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων, με συμβατική διάρκεια της συμφωνηθείσης μισθώσεως εννέα έτη (από 01-112007 έως 31-01-2016), αρχικό μίσθωμα ποσού πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.500,00 €) και σύμφωνα με του λοιπούς ειδικότερους όρους και συμφωνίες του εν λόγω συμφωνητικού, μεταξύ των οποίων ήταν και ότι οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτος εξ ημών, θα ήμασταν εις ολόκληρον υπεύθυνοι, μετά της πρώτης εξ ημών, για την καταβολή του μισθώματος καθώς και γενικότερα για την εκπλήρωση των οικονομικών και κάθε είδους υποχρεώσεων εκ της μισθώσεως. Πέραν των όσων συμφωνήθηκαν και συνομολογήθηκαν εγγράφως με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφωνήσαμε επίσης, χωρίς έγγραφο, την καταβολή προς την εναγόμενη “αέρα” για την επίδικη μίσθωση και επειδή η εναγόμενη την καταβολή του προαναφερόμενου “αέρα”, δίχως αποδεικτικό έγγραφο, έθεσε ως απαράβατο όρο καταρτίσεως της ένδικης μισθωτικής σύμβασης, υποχρεωθήκαμε να της καταβάλλουμε το ποσό αυτό χωρίς αποδεικτικό έγγραφο. Έτσι κατεβάλαμε στην εναγόμενη το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ως “αέρα” για την επίδικη μίσθωση με την συμφωνία, όμως, ότι σε περίπτωση που προβαίναμε σε λύση αυτής και αποχωρούσαμε από το μίσθιο, εντός της πρώτης τριετίας, θα μας το επέστρεφε στο σύνολό του. Σημειώνουμε, ότι συμφωνήσαμε την καταβολή του πολύ υψηλού αυτού ποσού “αέρα”, αλλά και του ως άνω ποσού μισθώματος για ένα κατάστημα 27 τ.μ. (δηλαδή ενός εξόφθαλμα υψηλού ποσού για ένα τόσο μικρό κατάστημα), πεισθέντες ως προς την δυνατότητα του μισθίου να συμβάλλει στην εμπορία μας, πεισθέντες δηλαδή στην συνομολογηθείσα μίσθωση ως “μίσθωση ευκαιρία” και “επένδυση”, αφού έτσι την παρουσίαζε η εκμισθώτρια. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι και η μίσθωση “ευκαιρία” και “επένδυση” γρήγορα εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Έτσι με το από 12-06-2009 έγγραφο εξώδικης δήλωσης με πρόσκληση και διαμαρτυρία, προέβημεν σε καταγγελία της ένδικης μισθώσεως, για σπουδαίο λόγο και ειδικότερα επικαλούμενοι την αρχόμενη από τότε οικονομική κρίση και την συνέπεια που αυτή είχε στις εισπράξεις της επιχείρησής μας, τις οποίες εκμηδένισε σε συνδυασμό με το προκλητικά υψηλό του μισθώματος για τα δεδομένα της εποχής αλλά και του μισθίου και τον συνεπεία των παραπάνω χαρακτήρα της καταγγελθείσας ένδικης μίσθωσης ως επαχθέστατης για εμάς και καταπλεονεκτικής, χαρακτήρας της που καθίσταται ακόμα πιο προφανής, εάν ληφθεί υπόψιν και αυτό που είπαμε και παραπάνω, ότι δηλαδή η εναγόμενη, όχι απλώς συνήψε μια επαχθέστατη σε βάρος μας και καταπλεονεκτική, ιδίως όπως εξελίχθηκαν οι συνθήκες των συναλλαγών συμφωνία, αλλά επιπροσθέτως εισέπραξε ως “αέρα” κατά την υπογραφή της το ποσό 150.000,00, το οποίο φυσικά ουδέποτε επέστρεψε, παρά την περί του αντιθέτου συμφωνία, όταν δηλαδή η εκ μέρους μας παραμονή στο μίσθιο κατέστη οικονομικώς καταστροφική και όταν διαψεύστηκε τοιουτοτρόπως πανηγυρικά το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της όλης συμφωνίας, που ήταν η εκ μέρους μας συνομολόγηση μίας μίσθωσης, φερόμενης από την εναγόμενη ως “μεγάλη ευκαιρία” και “επένδυση” για την οποία και καταβάλαμε το ως άνω υπέρογκο ποσό. Εν συνεχεία δε της κατά τα άνω καταγγελίας μας, με το από 03-03-2009 έγγραφο εξώδικης δήλωσης-καταγγελίας μας προς την εναγόμενη, το οποίο της επιδώσαμε αυθημερόν, προέβημεν σε καταγγελία της ένδικης μισθώσεως και με βάση την διάταξη του άρθρου 43 πδ 34/95.
Εν προκειμένω δηλαδή εχώρησαν εκ μέρους μας δύο διακριτές, νομικά και πραγματικά, δηλώσεις βουλήσεως, ήτοι κατά χρονική διαδοχή μια καταγγελία της ένδικης συμβάσεως για σπουδαίο λόγο και μια καταγγελία της ένδικης συμβάσεως με βάση το άρθρο 43 πδ 34/95 (“λόγω μεταμελείας”). Η δε δεύτερη χρονικά δήλωση βουλήσεως, όπως αψευδώς προκύπτει από το ότι δεν αναιρεί ρητώς την πρώτη, είχε προφανή και αυτονόητο επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, δηλαδή έγινε για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η πρώτη δεν παρήξε τα αποτελέσματά της. Και η ερμηνεία αυτή είναι εύλογη από την σκοπιά των παραγωγικών αιτίων της βουλήσεώς μας. Γιατί ήταν τόσο η αγωνία μας, υπό το βάρος της συντριπτικής οικονομικής καταστάσεως στην οποία περιήλθαμε, συνεπεία της επαχθούς και καταπλεονεκτικής συμφωνίας την οποία, πλανηθέντες, συνήψαμε με την εναγόμενη, ώστε δεν θέλαμε να αφήσουμε στην τύχη, το ενδεχόμενο να κριθεί, ότι ο εκ μέρους μας επικληθείς σπουδαίος λόγος δεν ήταν βάσιμος και με μόνο γνώμονα να απαλλαγούμε από την επαχθή και καταπλεονεκτική συμφωνία στην οποία “μπλέξαμε”, κάναμε και δεύτερη καταγγελία, για να εξασφαλίσουμε, ότι αν όχι με την πρώτη, έστω με την δεύτερη, θα κατορθώναμε να ξεφύγουμε από τη σύμβαση της καταστροφής.
Εν προκειμένω δηλαδή καταγγείλαμε την ένδικη μίσθωση με την χρονικά πρώτη κατά τα άνω καταγγελία μας, ήτοι για σπουδαίο λόγο, άλλως, επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί, ότι δεν συνέτρεχε τέτοιος, με την δεύτερη. Ανεξαρτήτως πάντως του πότε και με ποια νομική βάση ελύθη η μίσθωση, ήτοι με την πρώτη καταγγελία (εκ της οποίας η λύση της μισθώσεως τοποθετείτο χρονικά την 30-11-2009), ή, επικουρικώς, έστω με την δεύτερη καταγγελία (εκ της οποίας η λύση της μισθώσεως τοποθετείτο χρονικά την 03-05-2010), πάντως εν τέλει, η μίσθωση λύθηκε και το μίσθιο παραδόθηκε στην εναγόμενη την 27-05-2010, όπως προκύπτει από την με την ίδια ημερομηνία απόδειξη παράδοσης-παραλαβής κλειδιών μισθίου, στην οποία, ακριβώς, συνομολογείται το γεγονός της λύσεως της μισθώσεως. Όμως παρά την λύση της μισθώσεως και την συμφωνία μας με την εναγόμενη, ότι σε περίπτωση που προβαίναμε σε λύση της μισθώσεως και αποχωρούσαμε από το μίσθιο, εντός της πρώτης τριετίας, θα μας επέστρεφε το δοθέν ποσό “αέρα”, ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), στο σύνολό του, η εναγόμενη αρνήθηκε να το πράξει, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις μας, εισπράττοντας τοιουτοτρόπως στους τριάντα μήνες μισθώσεως ενός καταστήματος 27 τ.μ.. συνυπολογιζομένου αέρα και μισθώματος, ποσό άνω των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000.00 €)! Πλανηθήκαμε δηλαδή ως προς το επωφελές και το εύλογο (από απόψεως ισορροπίας παροχής-αντιπαροχής) της συνομολογηθείσης μισθώσεως, καταβάλλαμε δε και το ποσό των 150.000,00 ευρώ, όμως η συμφωνία μας να καταβάλλουμε το υπέρογκο ποσό αέρα δόθηκε υπό την σαφή αίρεση, ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συμφωνίας, ήτοι ο χαρακτήρας της μισθώσεως ως επωφελούς, αν όχι “ευκαιρίας” και “επένδυσης” θα επιβεβαιωνόταν στην πράξη, άλλως εάν τυχόν αναγκαζόμασταν να λύσουμε την μίσθωση και να αποχωρήσουμε από το μίσθιο εντός τριετίας από τη σύναψη της μίσθωσης -τριετία, που αποτελεί, τον κατά την κοινή εμπορική πείρα χρόνο που δύναται κανείς για να σταθμίσει την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανταποδοτικότητα μιας μισθώσεως και της συναπτόμενης εμπορικής δραστηριότητας- τότε η σαφής συμφωνία με την εναγόμενη ήταν, ότι αυτή θα μας επέστρεφε το ποσό στο σύνολό του, αφού της δόθηκε, όπως είπαμε, ως “αέρας”, δηλαδή ως “προκαταβολική συμμετοχή” της στα υπερκέρδη που δήθεν θα μας εξασφάλιζε η μίσθωση “ευκαιρία” και “επένδυση” για μια δωδεκαετία. Προσπαθήσαμε φυσικά να δέσουμε κάπως τη συμφωνία αυτή, με κάποιου είδους έγγραφο, όμως η εναγόμενη ήταν αμετάπειστη θέτοντας ως απαραίτητο όρο για την υπογραφή της συμφωνίας να της καταβάλουμε το ποσό δίχως έγγραφη απόδειξη της καταβολής και της συμφωνίας μας, γιατί αλλιώς, όπως έλεγε. Και ναι μεν εμείς υποκύψαμε στις απαιτήσεις της, ας μην ξεχνάμε, ότι δεν θα συμφωνούσαμε μίσθωμα 6.000,00 ευρώ νια μια “τρύπα” 27 τ.μ.. εάν δεν είχαμε προβεί στο επιχειρηματικό λάθος της ζωής μας και με το πλανερό δέλεαρ της υποτιθέμενης “επένδυσης” και “ευκαιρίας”, δεν αργήσαμε να καταβάλουμε και τον “αέρα”, έστω χωρίς αποδεικτικό και εξασφαλιστικό έγγραφο, όπως τον ήθελε η εναγόμενη. Θεωρήσαμε όμως και αυτό θεωρούμε και σήμερα, ότι η εναγόμενη πλανάτο και πλανάται πλάνην οικτρά, εάν νομίζει, ότι σε μια εποχή με τα τεχνολογικά μέσα της σημερινής εποχής, περιουσιακές μεταθέσεις τέτοιου ύψους, μπορούν εν τέλει να “κουκουλωθούν”, επειδή δεν πιστοποιήθηκαν με έγγραφο. Εν τέλει και χωρίς έγγραφο, θα αποδειχθεί και μάλιστα πανηγυρικά, ότι πήρε, όπως πήρε τα χρήματα, χρήματα που επέστη η ώρα να επιστρέψει. Κατά συνέπεια η εναγόμενη οφείλει να μας επιστρέψει το ποσό αυτό του δοθέντος “αέρα”, ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000.00 €), σύμφωνα με την κατά τα άνω συμφωνία μας και σύμφωνα με το αιτητικό της παρούσης αγωγής μας…”. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με τις παραδοχές της, για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, κατ’ ακριβή επίσης αντιγραφή, δέχτηκε τα ακόλουθα, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της αγωγής, που απαρτίζουν την ιστορική βάση και αιτία αυτής, την οποία (κατ’ άρθρ. 216 ΚΠολΔ), κατ’ αρχήν, το Δικαστήριο της ουσίας εκτιμά κυριαρχικώς και ανελέγκτως (ΑΠ 2064/2014, ΑΠ 1907/2012): “…Οι ενάγοντες με την από 11-6-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. δικογρ. …/ 21-6-2011) αγωγή τους, εκθέτουν ότι δυνάμει του από 1-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μίσθωσαν από την εναγομένη ένα κατάστημα εμβαδού 27 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται στην αγωγή, αντί μηνιαίου μισθώματος 5.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατά την ειδικότερη συμφωνία τους. Περαιτέρω, αυτοί ισχυρίζονται, ότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, πέραν της καταβληθείσας, για την καλή εκπλήρωση των όρων μισθώσεως, εγγυήσεως, κατέβαλαν επίσης στην εναγομένη και ποσό 150.000 ευρώ ως “αέρα”, κατόπιν απαιτήσεως της τελευταίας, η οποία επέβαλε το αίτημά της περί καταβολής του συγκεκριμένου ποσού με πιεστικό τρόπο, αφού κατά τα χαρακτηριστικώς αναφερόμενα στην αγωγή “…επειδή η εναγομένη την καταβολή του προαναφερόμενου αέρα, δίχως αποδεικτικό έγγραφο έθεσε ως απαράβατο όρο καταρτίσεως της ένδικης μισθωτικής σύμβασης…”. Τέλος, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η μίσθωση λύθηκε κατόπιν της εκ μέρους τους καταγγελίας της σύμβασης μισθώσεως, το μίσθιο δε παραδόθηκε και παραλήφθηκε από την εναγομένη, χωρίς η τελευταία να τους επιστρέψει, με βάση προφορική συμφωνία τους, το ποσό του “αέρα”, πράγμα το οποίο αυτοί (ενάγοντες) επιδιώκουν, υπό την επίκληση, ότι η συμφωνία καταβολής του παραπάνω ποσού είναι επαχθής και καταπλεονακτική…”. Ακολούθως, μετά από σύντομη νομική ανάλυση μεταξύ άλλων διατάξεων και των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 179 και 919 του ΑΚ, το Εφετείο δέχτηκε επίσης, κατ’ ακριβή αντιγραφή,τα εξής: “Με το προαναφερθέν περιεχόμενο η αγωγή είναι αόριστη, επειδή οι ενάγοντες δεν εκθέτουν κανέναν από τους λόγους ακυρότητας της συμφωνίας περί καταβολής του “αέρα”, όπως αυτοί (λόγοι) εκτίθενται παραπάνω στη νομική σκέψη. Ειδικότερα οι ενάγοντες, αρκούμενοι στην αναφορά ότι η δόση του “αέρα” ήταν επαχθής και καταπλεονακτική, δεν επικαλούνται τα απαραίτητα στοιχεία που συνίστανται στο ότι η καταβολή του “αέρα” βρίσκεται σε δυσαναλογία με την παροχή, ούτε ότι η εναγομένη εκμισθώτρια εκμεταλλεύθηκε κάποια απειρία τους ή επιτακτική οικονομική τους ανάγκη, ούτε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ, όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται επίσης στη νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή επιστροφής του “αέρα” έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι υπερέβη την εξουσία του, αφού έλαβε υπ’ όψη του πράγματα μη εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ αν εφάρμοζε προσηκόντως το νόμο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της παραπάνω αναφερθείσας αοριστίας.
Συνεπώς το Δικαστήριο τούτο δύναται και υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως το ορισμένο της αγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος εφέσεως, ενώ σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται δυσμενέστερη η θέση των εκκαλούντων. Έτσι πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η υπόθεση αλλά να απορριφθεί για τυπικούς λόγους η αγωγή και ειδικότερα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας”. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο με το να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη εσφαλμένα ερμήνευσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 179 και 919 του ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε και επίσης εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 σε συνδ. 361 του ΑΚ, αν και συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, σύμφωνα με όσα πραγματικά περιστατικά αναλυτικά εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο και συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί αναλυτικά στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η συμφωνία των αναιρεσειόντων – μισθωτών για την καταβολή στην αναιρεσίβλητη – εκμισθώτρια του χρηματικού ποσού των 150.000 ευρώ, του αποκαλούμενου “αέρα”, είναι μια συνήθης πρακτική στις συναλλαγές και έχει ως κίνητρο να δελεαστεί ο εκμισθωτής και να προτιμήσει τον μισθωτή για την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης. Η συμφωνία αυτή των διαδίκων ήταν νόμιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, από την οποία απορρέει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, έστω και αν συνιστούσε φορολογική ή ποινική παράβαση (φοροδιαφυγή), σύμφωνα με όσα έμμεσα, πλην σαφώς, εκτίθενται στην αγωγή, διότι τούτο δεν επιδρά στο κύρος της σύμβασης μίσθωσης από άποψη του αστικού δικαίου. Επομένως, το ποσό του αέρα, κατά τα υποστηριζόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, καταβλήθηκε στην εναγομένη εκμισθώτρια για νόμιμη αιτία, με την ειδικότερη επίσης, συμφωνία κατ’ άρθρ. 361 ΑΚ, ότι σε περίπτωση πρόωρης λύσης, πριν την πάροδο τριετίας, της σύμβασης μίσθωσης και αποχώρησης των μισθωτών από το μίσθιο, η εκμισθώτρια οφείλει να επιστρέψει το ποσό του “αέρα”, ήτοι των 150.000 ευρώ στους μισθωτές.
Συνεπώς, η αγωγική αξίωση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτουν οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, θεμελιώνεται στην περιέλευση της εναγομένης εκμισθώτριας και ήδη αναιρεσίβλητης σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη, λόγω της παράβασης της ειδικής ως άνω νόμιμης και έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων, που καταρτίστηκε στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και της άρνησης αυτής να συμμορφωθεί στα μεταξύ τους συμφωνημένα περί επιστροφής του παραπάνω ποσού, αφού η μίσθωση λύθηκε πριν την πάροδο τριετίας. Εξάλλου, σε κανένα σημείο της αγωγής οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες δεν στήριξαν την αξίωσή τους για την καταβολή του ποσού των 150.000 ευρώ στην ακυρότητα της συμφωνίας περί της καταβολής του “αέρα” (άρθρα 178-179 ΑΚ), αλλά αντιθέτως, θεωρούν τη σύμβαση μίσθωσης και την ανωτέρω συμφωνία περί της καταβολής “αέρα” ως έγκυρη και ισχυρή και διηγηματικά μόνον αναφέρουν, κατά την εξιστόρηση της διαφοράς, χαρακτηριστικά καταπλεονεκτικής συμφωνίας, χωρίς όμως να ζητούν την απαγγελία της ακυρότητας αυτής. Επομένως, το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, με την παραδοχή ότι οι ενάγοντες δεν εκθέτουν στην αγωγή τους κανένα λόγο ακυρότητας της συμφωνίας περί καταβολής “αέρα”, απαίτησε στοιχεία για τη διαπίστωση της συμφωνίας των διαδίκων κατ’ άρθρ. 179, άλλως 919 ΑΚ, τα οποία αυτοί δεν αξίωναν (απαγγελία ακυρότητας της συμφωνίας) και συνεπώς εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις, ενώ αντίθετα, προκειμένου να κρίνει το σύννομο της αγωγής, δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 340, 341 και 345 του ΑΚ απαιτώντας περισσότερα στοιχεία, από όσα ο νόμος απαιτεί για την εφαρμογή τους, κατά τη γέννεση του αγωγικού δικαιώματος (επιστροφή του ποσού των 150.000 ευρώ), αν και τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται με επάρκεια στην αγωγή και απαρτίζουν την ιστορική της βάση, πληρούσαν το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων, που δεν εφαρμόστηκαν.
Συνεπώς ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ για την ευθεία παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου των άρθρων 179, 919 ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους και των άρθρων 361, 340, 341 και 345 του ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή αυτών. Ας σημειωθεί, ότι αν και δεν γίνεται αριθμητική αναφορά στο αναιρετήριο των διατάξεων των άρθρων 340 και 341 ΑΚ, όπως θα έπρεπε (ΑΠ 224/2015, ΑΠ 681/2014), εν τούτοις ο αναιρετικός λόγος κρίνεται αρκούντως ορισμένος και παραδεκτός, εφόσον το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου περιγράφεται στο αναιρετήριο, κατά τρόπο, που δεν επιδέχεται αμφιβολία, αναφορικά με την περιέλευση της αναιρεσίβλητης σε υπερημερία οφειλέτη παροχής. Συνακόλουθα, ο 1ος κύριος λόγος της αίτησης αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η αναιρετική εμβέλεια του κατά τα ανωτέρω γεννώμενου δεκτού αναιρετικού λόγου οδηγεί στην παραδοχή της αναίρεσης κατά της αναιρεσίβλητης στο σύνολό της, καθίσταται πλέον αλυσιτελής, άλλως παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων (2ου κύριου και πρόσθετου), που επίσης, αποβλέπουν στην παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, προκειμένου η αγωγή να κριθεί ως νόμιμη και ορισμένη και ειδικότερα, του 2ου συναφούς κύριου αναιρετικού λόγου εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ (παρά το νόμο μη λήψη υπόψη του αγωγικού ισχυρισμού – πράγματος για την περιέλευση της αναιρεσίβλητης σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη), καθώς και του πρόσθετου λόγου εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. α’ ΚΠολΔ (παρά το νόμο λήψη υπόψη, κατά την εκτίμηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, του αυτοτελούς ισχυρισμού – πράγματος περί καταπλεονεκτικότητας και δυσαναλογίας της παροχής “αέρα” ως δήθεν αίτημα ακυρότητας της σχετικής συμφωνίας).
Συμπερασματικά, κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε αυτήν και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον Δικαστή (άρθρ. 580 αρ. 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (άρθρ. 495 παρ. 3 περ. Β’ δ’ ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της (άρθρ. 183, 176 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 441/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών).
Παραπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή για την περαιτέρω έρευνα της από 11-6-2011 (αρ. κατ. …/2011) αγωγής.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr
oenet.gr